Αυτοκτονία: Οι Ιεροί Κανόνες και η Παράδοση της Εκκλησίας

katathlipsi

Η δισχιλιετής παράδοση της Εκκλησίας μας διδάσκει χωρίς καμμία απολύτως αμφιβολία ότι ο αυτόχειρας δεν κηδεύεται, εκτός βέβαια αν είναι παράφρονας.

Όταν μάλιστα τα Κοιμητήρια ανήκαν στην Εκκλησία και όχι όπως σήμερα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι αυτόχειρες όχι μόνο δεν εκηδεύοντο με εκκλησιαστική κηδεία, αλλά εν σιωπή εθάπτοντο εκτός του περιβόλου του Κοιμητηρίου.

Η πρακτική αυτή δεν είναι μόνον προφορική παράδοση της Εκκλησίας που φτάνει μέχρι τους αγίους Αποστόλους και το Χριστό, αλλά αποτελεί και Κανονική υποχρέωση που απορρέει από γραπτό Ιερό Κανόνα.

Αυτός είναι ο 14ος ι. Κανών του αγίου Τιμοθέου Αλεξανδρείας, που έχει Οικουμενικό κύρος μετά την επικύρωσή του από τον 2ο Κανόνα της έκτης Οικουμενικής Συνόδου. Να τι λέγει ο ι. Κανόνας:

«Ερώτησις ΙΔ’

-Εάν τις μη έχων εαυτόν χειρίσηται, ή κριμνήση εαυτόν, ει γίνεται προσφορά περί αυτού ή ού;

Απόκρισις

-Υπέρ αυτού διακρίναι ο Κληρικός οφείλει, ει το αληθές έκφρων ων, πεποίηκε τούτο. Πολλάκις γαρ οι διαφέροντες τω πεπονθότι, θέλοντες τυχείν της προσφοράς και της υπέρ αυτού ευχής, καταψεύδονται και λέγουσιν, ότι ουκ είχεν εαυτόν. Ενίοτε δε υπό επηρείας ανθρώπων ή άλλως πως από ολιγωρίας πεποίηκε τούτο, και ου χρη προσφοράν επάνω αυτού γενέσθαι· αυτοφονευτής γαρ εαυτού εστι. Δει ουν πάντως τον Κληρικόν μετά ακριβείας ερευνήσαι, ίνα μη υπό κρίμα πέση»

Και η Ερμηνεία του ι. Κανόνα: «Ερώτηση 14.

Αν κάποιος που δεν έχει τα λογικά του αυτοκτονήσει ή πέσει σε γκρεμό, γίνεται λειτουργία γι’ αυτόν ή όχι; Απάντηση: Ο κληρικός πρέπει να ξεχωρίσει σχετικά μ’ αυτόν αν το έχει κάνει αυτό, επειδή ήταν πραγματικά εκτός εαυτού. Γιατί πολλές φορές οι συγγενείς του σκοτωμένου θέλοντας να επιτύχουν τη λειτουργία και την προσευχή γι’ αυτόν, λένε ψέματα ότι δεν είχε τα λογικά του.

Σε κάποιες περιπτώσεις αυτό το έχει κάνει επειδή επηρεάστηκε από ανθρώπους ή σε άλλες περιπτώσεις επειδή επηρεάστηκε από ανθρώπους ή σε άλλες περιπτώσεις επειδή λιγοψύχησε και επομένως δεν πρέπει να γίνεται λειτουργία γι’ αυτόν· γιατί είναι φονιάς του εαυτού του. Πρέπει λοιπόν ο κληρικός να εξετάσει με ακρίβεια για να μην αμαρτήσει» »[1].

Αυτά ορίζει ο ι. Κανόνας. Όπως καθένας αντιλαμβάνεται δεν τίθεται καθόλου υπό συζήτηση το ζήτημα αν ο αυτόχειρας κηδεύεται ή όχι. Θεωρείται δεδομένο ότι δεν κηδεύεται. Το ενδιαφέρον του Κανόνα στρέφεται στην ειδική ευθύνη του ιερέως να ερευνήσει επισταμένως την περίπτωση, όταν προβάλλεται το επιχείρημα ότι ο αυτόχειρας ήταν παράφρων, ώστε να μην εξαπατηθεί από τους συγγενείς που ζητούν κήδευση.

Η αυτοκτονία ήταν πάντα το μεγαλύτερο έγκλημα μέσα στη ζωή της Εκκλησίας γιατί συνιστούσε βλασφημία στο Άγιο Πνεύμα για την οποία ο Χριστός είπε ότι δεν θα συγχωρεθή ούτε στον παρόντα αιώνα ούτε στον μέλλοντα.

Ο Κανόνας αυτός επαναλαμβάνει ό,τι είχε δεχθή η Εκκλησία μέχρι τότε και σημειώνει τη μόνη Οικονομία που μπορεί να γίνει στους αυτόχειρες, δηλαδή να κηδεύονται μόνον οι «εκφρενείς» εξ αυτών και μάλιστα μετά από επισταμένη εξέταση της κάθε περιπτώσεως.

Όπως είναι γνωστό σε όσους έχουν εκκλησιολογική συνείδηση και δεν βλέπουν «μαγικά» την Εκκλησία, δηλαδή μόνο ως τελετουργικό θεσμό που κάνει γάμους, κηδείες, βαπτίσεις και άλλα «κοινωνικά» γεγονότα, οι ιεροί Κανόνες είναι οι αιώνιοι νόμοι που κυβερνούν την Εκκλησία. Οι νόμοι αυτοί έχουν μέσα τους τέτοια αγάπη για τον άνθρωπο, που είναι ακατανόητη στην εποχή μας.

Σήμερα υπάρχει πολλή αγαπολογία και λίγη πραγματική αγάπη. Η αληθινή ευσέβεια έχει γίνει ευσεβισμός και ο ρόλος του ιερέα αντί να αποβλέπει στη θεραπεία των ανθρωπίνων παθών περιορίζεται στο χάιδεμα αυτών των παθών.

Με την απαγόρευση της θρησκευτικής κηδεύσεως οι γεμάτοι αγάπη προς τον άνθρωπο άγιοι Πατέρες διασφαλίζουν τα εξής σημαντικά ζητήματα:

α) Φωνάζουν σε όλους τους χριστιανούς με κραυγαλέα φωνή ότι όποιος αυτοκτονεί βλασφημεί στο Πνεύμα το Άγιο και δεν έχει άφεση αμαρτιών. Τους στηρίζει ψυχικά με αυτόν το σαφή, απόλυτο και μονοσήμαντο τρόπο, ώστε να αποκρούουν κάθε παρόμοιο λογισμό, ακόμη και σε περίπτωση σοβαρών ανθρωπίνων δυσκολιών.

Τι τους λέει: Μόνον όποιος αγωνισθεί ρωμαλέα μέσα από τις ποικίλες αντιξοότητες της ζωής έχει δυνατότητα να σταθή με θάρρος μπροστά στο βήμα του αδέκαστου Κριτού την ημέρα της Κρίσεως. Πώς μπορεί επομένως να υποχρεωθή η Εκκλησία να ψάλλει «Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον..» σε αυτόχειρα, αφού γνωρίζουμε ότι η οδός που ακολούθησε δεν είναι καθόλου «μακαρία» (δηλαδή ευτυχισμένη).

Έχουν ποτέ αναλογισθεί οι δήθεν «φιλάνθρωποι» της εποχής μας, που με έντονη συναισθηματική επιχειρηματολογία δικαιολογούν τις αυτοκτονίες, ότι γίνονται ακούσιοι ηθικοί αυτουργοί πολλών μελλοντικών αυτοχείρων;…

β) Υπάρχει και άλλος, πιο πνευματικός λόγος για τον οποίον δεν πρέπει να γίνεται νεκρώσιμος ακολουθία στους αυτόχειρες, ο εξής: Η κοινωνική περιφρόνηση προς τον αυτόχειρα εμπεριέχει μια σιωπηλή προσευχή προς το Θεό να τον ελεήσει. Κάθε ταπείνωση του ανθρώπου ενώπιον του Θεού αυξάνει το Θείο Έλεος. Ακόμη και οι μεταθανάτιες ταπεινώσεις βοηθούν την ψυχή σε απολογία ενώπιον του Θεού. Αυτό φαίνεται σε πάμπολλες περιπτώσεις από την ζωή της Εκκλησίας[2].

Διαβάζουμε στην Κλίμακα του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, ένα βιβλίο που έχει διαποτίσει επί αιώνες όλη την Ορθοδοξία, στο περί μετανοίας κεφάλαιο (Λόγος Ε’) ότι οι μοναχοί που γνώρισε ο συγγραφέας και που είχαν φτάσει να γίνουν σχεδόν άγγελοι ζητούσαν ταπεινά μετά τον θάνατό τους «ούτε και σε μνήμα να τους βάλουν!» [3] αλλά να τους πετάξουν χωρίς μεταθανάτιες τιμές. Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος ζητά να μην τον κηδεύσουν με τιμές, να μην ανάψουν κεριά ή θυμίαμα κ.λ.π. για να τον λυπηθή ο Θεός.

Στο Ευχολόγιο, που χρησιμοποιεί σήμερα κάθε ιερέας, υπάρχουν ευχές σε ψυχορραγούντα. Είναι σπαρακτικές κραυγές αγίων ασκητών που εύχονται να καταφρονηθεί το σώμα τους για να βρει έλεος από το Θεό η ψυχή τους. Τι λέγουν; «Μη ουν το σώμα μου θάψητε εν τη γη· εάσατε άταφον, όπως φάγωσι κύνες την καρδίαν μου» [4]. Άταφο ζητά να μείνει το σώμα του ο αμαρτωλός για να τον λυπηθεί ο Θεός. Επομένως, από φιλανθρωπία της Εκκλησίας δεν κηδεύονται οι αυτόχειρες.

Ένας μακαριστός αγιορείτης γέροντας, ο π. Άνθιμος Αγιαννανίτης, όταν ρωτήθηκε από συγγενείς ενός νεαρού αυτόχειρα, αν πρέπει να μνημονεύεται στη λειτουργία (για κηδεία ούτε συζήτηση βέβαια) απάντησε: «Να μην τον μνημονεύουμε στη Λειτουργία. Είναι καλύτερα για την ψυχή του. Όταν δει ο Πολυέλεος ότι δεν τον τιμάμε, θα τον ελεήσει ο ίδιος, ενώ όταν εμείς τον τιμάμε, δεν θα τον ελεήσει Αυτός…»[5]

Έτσι απαντούν οι πατέρες μας στις μεταθανάτιες ψευτοαγάπες.
…………

Το να μη διαβαστεί ο νεκρός αυτός, όπως είδαμε, είναι η μεγίστη ευσπλαχνία που μπορούμε να του προσφέρουμε. Το αντίθετο, οι προσευχές στην Εκκλησία εμποδίζουν το Θείο Έλεος γιατί είναι ψεύτικες, φαρισαϊκές, υποκριτικές, προκλητικές προς το Θεό. Πώς μπορούμε ανθρώπους που εγκατέλειψαν τη χριστιανική πίστη ή την ορθόδοξη αλήθεια ή που αρνήθηκαν το θείο δώρο της ζωής να τους ψάλλουμε μέσα στους χριστιανικούς Ναούς με λόγια όπως «…υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του κεκοιμημένου δούλου του Θεού», «ότι συ ει η ανάσταση… του κεκοιμημένου δούλου Σου Χριστέ…».

Πώς μπορούμε για λογαριασμό του θανόντος να ψευδόμαστε μέσα στην Εκκλησία λέγοντας «Επεπόθησεν η ψυχή μου του επιθυμήσαι τα κρίματα σου εν παντί καιρώ». «Αθυμία κατέσχε με από αμαρτωλών των εγκαταλιμπανόντων τον νόμο σου», αφού ο ίδιος υπήρξε πρωτοστάτης της αποστασίας από το Θεό.

Πώς μπορούμε να πούμε για λογαριασμό του θανόντος κατ’ αυτόν τον τρόπο «Μέτοχος εγώ ειμί πάντων των φοβουμένων σε και των φυλασσόντων τας εντολάς σου». Πώς μπορεί ψεύτικα η Εκκλησία του Χριστού να πανηγυρίσει ψάλλοντας «Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον…».

Του πρωτοπρεσβύτερου Λάμπρου Φωτόπουλου, εφημέριου Ι.Ν. Αγίου Κοσμά Αιτωλού Αμαρουσίου


[1]. Προδρόμου Ι. Ακανθόπουλου,Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόμων, β΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη, ΑΦΟΙ Κυριακίδη, 1995, σελ. 605.

[2]. Στο Γεροντικό υπάρχει μια χαρακτηριστική περίπτωση ενός ζευγαριού που ο μεν σύζυγος τάφηκε ταπεινά και πήγε στον Παράδεισο, ενώ η γυναίκα του που ήταν αμετανόητη, παρά την μεγαλοπρεπή κηδεία που έγινε με Δεσποτάδες, παπάδες και πολύ λαό, πήγε στην Κόλαση. Γεροντικό, έκδοση ζ΄, Θεσσαλονίκη, Λυδία, 1989, σελ.166-172.

[3]. Αγίου Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, μετάφρ. Αρχιμ. Ιγνατίου, έκδοση ε΄, Ωρωπός Αττικής, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, 1991, σελ. 127

[4]. Μικρόν Ευχολόγιον, έκδοσις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, έκδοση 11η. 1992, σελ. 223.

[5]. Πρεσβυτέρου Θεμιστοκλέους Χριστοδούλου, Τα ιερά Μνημόσυνα, Αθήνα, εκδόσεις Ομολογία, 2002, σελ. 215.

*π. Λάμπρου Φωτόπουλου, "Αυτοκτονία και Ιερατική συνείδηση", Αθήνα 2007

Εμφανίσεις: 55268
Γίνετε ενεργά η πηγή του Romfea.gr! Στείλτε ειδήσεις και φωτογραφίες που πιστεύετε πως ενδιαφέρουν τους αναγνώστες στο [email protected]
FOLLOW ROMFEA:
top
Has no content to show!