Αρκαλοχωρίου: "Kάναμε αρετές την πλεονεξία και την απληστία"
- Δημιουργηθηκε στις Τετάρτη, 02 Νοεμβρίου 2011
του Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου Ανδρέα - 13.21
Η κρίση η οποία συγκλονίζει την Ελλάδα, αλλά και ευρύτερα την ευρωζώνη, την Ευρώπη και σύνολο τον κόσμο με το δυτικοευρωπαϊκό τρόπο ζωής, έχει το υπόβαθρό της και τα αίτιά της στις πολιτισμικές επιλογές. Είναι πρόβλημα πολιτιστικό που κορυφώνεται τον 21o αιώνα.
Ο άνθρωπος δεν έχει πλέον στραμμένο το βλέμμα του, τη σκέψη του, το λογισμό του από τη γη στον ουρανό, δηλαδή στο Θεό και στα Θεία.
Στους προχριστιανικούς πολιτισμούς και στη συνέχεια κατά τους χριστιανικούς αιώνες, ο άνθρωπος δημιουργεί, συνυπάρχει, πορεύεται και συμπορεύεται, διαμορφώνεται και οραματίζεται σε σχέση και αναφορά με το Θεό, το θείον και τα θεία. Ακόμα και στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, όταν ο Ευριπίδης αμφισβητεί το δωδεκάθεο, αναζητείται ο Θεός.
Οικοδομείται ο βωμός για τον άγνωστο Θεό.
Ο Χριστιανός άνθρωπος, αλλά και ο θρησκευόμενος άνθρωπος, αποτελούν μια παγκόσμια διαχρονική σταθερή πραγματικότητα. Συγκροτούν εμπειρία, βίωμα και μαρτυρία δοκιμασμένη, στην οποία καλείται να ακουμπήσει με δέος και σεβασμό η παγκόσμια οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ηγεσία, η οποία σήμερα πορεύεται στη διαμόρφωση μιας νέας πολυπολιτισμικής οικουμένης.
Είναι σαφέστατο ότι στόχος είναι η διάπλαση ένας νέου ανθρώπου. Όμως ο άνθρωπος παραμένει ο ίδιος, με όλες τις ευλογίες και τα πάθη του, με τις ανάγκες του μέσα στην ποικιλότητα του χαρακτήρα του.
Ο χριστιανικός κόσμος, αλλά και κάθε θρησκευόμενος και σκεπτόμενος άνθρωπος, εκφράζει αγωνία και ανησυχία για το νέο κόσμο που οικοδομείται και για το νέο άνθρωπο που διαμορφώνεται. Αγωνία και ανησυχία, η οποία δεν έχει σχέση με φοβικά σύνδρομα προς το νέο, άγνωστο και αδιαμόρφωτο μέσα από τις εγγύτερες, ευρύτερες αλλά και παγκόσμιες ανακατατάξεις.
Η αγωνία, η ανησυχία και οι φόβοι εδράζονται στην αρνητική διάθεση προς την Εκκλησία, που εκδηλώνεται και με την προβολή του μύθου για την αμύθητη μοναστηριακή περιουσία ή την παραπληροφόρηση ότι η Εκκλησία δεν πληρώνει φόρους και δεν φορολογείται.
Και βέβαια στην πολεμική του οργανωμένου αποκλεισμού της Εκκλησίας, αλλά και γενικότερα της θρησκείας από τη διαμορφούμενη πολυπολιτισμική νέα πραγματικότητα. Διαμορφώνεται μια αντίληψη για την οικοδόμηση μιας μονοδιάστατης κοινωνικής δομής, όπου θα κυριαρχεί ο πολιτικός λόγος ή όποιος άλλος λόγος, που δεν θα έχει όμως σχέση και αναφορά με τη χριστιανική Εκκλησία και τη θρησκεία ευρύτερα, γιατί υπάρχει φόβος, ότι από αυτές τις παραδιδόμενες αξίες το οικοδόμημα κινδυνεύει.
Τα πρόσφατα όμως θλιβερά επεισόδια στη Θεσσαλονίκη και στις άλλες μεγαλουπόλεις της Ελλάδας κατά την εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 2011 επιβάλουν την επανατοποθέτηση και των επαναπροσδιορισμό της στάσης των ταύτα φρονούντων, που συγκροτούν μια περίεργη ελάχιστη μειοψηφία, όταν μάλιστα δηλώνουν ότι τους απασχολεί η κοινωνική συνοχή, η καταλλαγή και η ενότητα.
Η οικοδόμηση του κοινωνικού αυτού συμβολαίου νομίζουν ότι είναι δυνατή χωρίς την συμμετοχή και παρουσία της Εκκλησίας? Η διάκριση του Μακαριωτάτου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, αλλά και του Κρήτης Ειρηναίου, συμβάλουν ουσιαστικά στην κοινωνική συνοχή. Ας αναλογιστούμε μια Αθήνα χωρίς τη διανομή σε εμπερίστατους 20.000 και πλέον γευμάτων ημερησίως.
Μπορούμε να επιμένομε στο αξίωμα «σκέπτομαι άρα υπάρχω», με την ιδεολογία του διαφωτισμού, η οποία έχει την ευθύνη του θεωρητικού υπόβαθρου δύο παγκοσμίων πολέμων, πλήθος εθνοκαθάρσεων και εθνοκτονιών, μέχρι δε και του εβραϊκού ολοκαυτώματος, όταν βλέπομε την πολιτιστική κρίση του οικοδομήματος με την απομάκρυνση από το Θεό, τη μεταφυσική, το πέραν του κόσμου τούτου μυστήριο.
Το κενό που δημιουργεί η πολιτιστική απομάκρυνση του ανθρώπου από το μυστήριο του Θεού, έρχεται να το καλύψει η υπερκατανάλωση, η στόχευση του ανθρώπου μόνο στις υλικές απολαύσεις, τις οποίες, όταν του λείπουν, αναζητά, όπως τα ναρκωτικά. Υποδουλώνουν τον άνθρωπο στον καταναλωτισμό, τον αλλοτριώνουν και τον καθιστούν υπερκαταναλωτική μονάδα.
«Έχουμε αναγάγει την απληστία και την πλεονεξία σε αρετή. Τιμούμε τον πλούτο υπέρ το δέον.
Αν και εξαίρουμε την απαξία των ανήθικων μεθόδων πλουτισμού, θαυμάζουμε και συγχωρούμε τους πλουτίζοντες δια της αφαιμάξεως των συνανθρώπων τους.
Ομιλούμε περί ελευθερίας και δημοκρατίας ως ηθικών υπεραξιών και δεν διστάζουμε να παραβλέψουμε τους παραβιάζοντες αυτές, όταν δια της παραβιάσεως προσποριζόμαστε οφέλη.
Καταπατούμε τα δίκαια των άλλων προς ικανοποίηση των προσωπικών μας επιθυμιών», όπως είπε ο Οικουμενικός Πατριάρχης στον Πατριάρχη της Σερβίας κατά την πρόσφατη ειρηνική του επίσκεψη στο Φανάρι, την προηγούμενη Κυριακή.
Η παραβολή του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου είναι και πάλι επίκαιρη στις ημέρες μας, με μια όμως μεγάλη διαφορά. Ο πλούσιος της εποχής του Χριστού, όπως και ο πλούσιος μέχρι πριν μερικές δεκαετίες, μας ήταν γνωστός, συνδιαλεγόταν με τους εργαζόμενους, συμπορευόταν και συναλλασσόταν με την πολιτική ηγεσία.
Σήμερα βλέπουμε τα έργα του εχθρού, την οικονομική και σύνολη κρίση, χωρίς να γνωρίζουμε τον ίδιο ή το όνομά του.
Η κοινωνία διαρκώς μεταβάλλεται και από καιρό εις καιρόν επαναπροσδιορίζεται, πολλές φορές μάλιστα και με θεσμικές ανατροπές.
Μέσα σε αυτόν τον μεταβαλλόμενο κόσμο η Εκκλησία με τη λειτουργική και μυστηριακή της ζωή παραμένει η αμετάβλητη εγκόσμια σταθερή πραγματικότητα με εσχατολογική αναφορά και προοπτική. Η Εκκλησία, με τον άνθρωπο της Εκκλησίας, διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν ήθος, παράδοση πνευματική και πολιτιστική παρακαταθήκη.
Συνέβαλαν και συμβάλουν καθοριστικά στην υπομονή, στη ψυχική και πνευματική ενίσχυση και ενδυνάμωση του ανθρώπου.
Η όποιας μορφής φιλανθρωπική μέριμνα της Εκκλησίας είναι ένα μείζον γεγονός, ιδιαίτερα μάλιστα στις ημέρες μας, με τη σύνολη και οικονομική κρίση που μας μαστίζει, αλλά είναι μια πράξη, ένα γεγονός, που μπορεί να κάνει οποιοσδήποτε θεσμός, υπουργείο, μη κυβερνητική οργάνωση ή σωματείο.
Όμως και στον χώρο αυτό η Εκκλησία έχει δοκιμασμένη και φερέγγυα εμπειρία και αυτός είναι ο λόγος που εξακολουθεί να την εμπιστεύεται ο λαός.
Η κατ’ εξοχήν όμως μαρτυρία μας ως Εκκλησία, ως λειτουργών της Εκκλησίας μας, ως διακόνων του λαού του Θεού, το πρώτο και καίριο μέλημά μας είναι να καταθέτουμε την εμπειρία, την αποκαλυπτική μαρτυρία και το βίωμά μας για τα έσχατα, για την άλλη ζωή, για τον πνευματικό κόσμο της αιωνιότητας, όπως τον γνωρίσαμε προσωπικά ή από τούς αγίους πατέρες και τις αγίες μητέρες της Εκκλησίας μας.
Την εκκλησιαστική αυτή μαρτυρία του μυστηρίου του Θεού έχει ανάγκη ο πολιτισμός μας και ο λαός μας μέσα, στις δύσκολες ώρες που πορευόμαστε. Σε αυτό φοβάμαι ότι υστερήσαμε και αυτή είναι η εκκλησιαστική μας ευθύνη στην ποικιλόμορφη κρίση που ζούμε.
Το πράγμα για την αποκαλυπτική μαρτυρία της Εκκλησίας γίνεται πολύ δυσκολότερο, γιατί από την οργάνωση των κοινωνικών δομών, συνειδητά ή ασυνείδητα, αντιμετωπίζεται με καχυποψία.
Όμως είδαμε τον πρωθυπουργό της χώρας, μέσα στην κρίσης, πριν δύο περίπου εβδομάδες, να μεταβαίνει στο Άγιον Όρος και να συναντιέται με τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Αυτό το γεγονός έχει τη σημειολογία του, αν δεν το εκλάβουμε ως μια τυπική πράξη πολιτικών εντυπώσεων.
Κατανοεί η πολιτική ηγεσία πόσο σημαντική είναι η παρουσία, η μαρτυρία, το μήνυμα, η παραμυθία και η συμβολή της Εκκλησίας και ιδιαίτερα του Αγίου Όρους, στην κρίση και στη δοκιμασία του λαού. Όμως δοκιμάζεται η μαρτυρία, η παρρησία και η παρηγορία της Εκκλησίας.
Το τραγικότερο βέβαια είναι, όταν η προσευχή, η Εκκλησία, η μυστηριακή ζωή, ο σταυρός, τα άμφια των ιερέων, χλευάζονται και διακωμωδούνται ενσυνείδητα και οργανωμένα σε δημόσιες σατυρικές εκπομπές.
Όταν διαμορφώνονται περίεργες θεωρίες για την απομάκρυνση των θρησκευτικών συμβόλων από τον δημόσιο βίο.
Απαντούν όμως στις περίεργες και πειρασμικές αυτές καταστάσεις τα θαυμαστά γεγονότα της εκκλησιαστικής εμπειρίας, όπως εκφράστηκε από τον απλό πιστό άνθρωπο, που μεταφέρει με δέος, σιωπηλά ή ψιθυριστά την προσωπική του αποκαλυπτική μυστηριακή γνώση.
Και εδώ υπάρχει το μεγάλο ερώτημα, εάν ο φανατισμός και οι αποφαινόμενοι με δογματισμό και εμπάθεια για τα εκκλησιαστικά θέματα ή γεγονότα ζουν στη χάρη του Θεού, ή προσλαμβάνουν ως ιδεολογία τον εκκλησιαστικό βίο και έτσι κινούνται σε δρόμο αδιέξοδο ή παράλληλο με αυτό της κρίσης που ζούμε.
Βέβαια αυτός ο προβληματισμός υπάρχει και για τους στοχαζόμενους, φιλοσοφούντες και θεολογούντες περί Θεού, μακριά από την αγιοπατερική μεθοδολογία, κάθαρση, φωτισμό, θέωση, σε αναφορά και σχέση με τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας μας και τη Θεία Λειτουργία.
Η χάρη του Θεού δεν εγκατέλειψε την Εκκλησία μας και δεν πρόκειται ποτέ να την εγκαταλείψει.
Πνευματικές μορφές του αιώνα που πέρασε, από τον άγιο Νεκτάριο, τον γέροντα Πορφύριο έως τον άγιο Λουκά, Αρχιεπίσκοπο Συμφερουπόλεως, ενισχύουν το λαό του Θεού και όλους μας στο δρόμο της πίστης και της προσευχής. Μας ενδυναμώνουν πνευματικά, μας αναγεννούν και μας ανακαινίζουν στο δρόμο του Χριστού.
Μας δίνουν τη δύναμη της ευλογίας του ουρανού, για να αντέξουμε και να ξεπεράσουμε την κρίση που στην πραγματικότητα είναι κρίση ενός πολιτισμού, όπου οδηγείται συνειδητά ο άνθρωπος στην άρνηση του μυστηρίου του Θεού, της πίστης και της θρησκείας.
Με κέντρο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με πρωτεργάτη προσωπικά τον Οικουμενικό μας Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, και με αφορμή τη συμπλήρωση σήμερα της ευκλεούς και καλλικάρπου εικοσαετίας από την ενθρόνιση του στο πηδάλιο του Οικουμενικού Θρόνου, σε συνεργασία με τις Ορθόδοξες Χριστιανικές Εκκλησίες, με τους ρωμαιοκαθολικούς, με τις χριστιανικές ομολογίες, αλλά και με τις θρησκείες, δύναται διαθρησκειακά πλέον στην Ευρώπη να διαμορφωθεί το θεσμικό πλαίσιο της απρόσκοπτης και ελεύθερης μαρτυρίας και παρουσίας στην εκπαίδευση, αλλά και στο σύνολο δημόσιο βίο της Ευρώπης, της χριστιανικής πίστης, των θρησκειών και ευρύτερα των θρησκευτικών συμβόλων και ταυτοτήτων.