Άρθρα - Απόψεις

Αφιέρωμα στον Άγιο Ανδρέα τον Ερημίτη και Θαυματουργό

images

Στην περιοχή του ορεινού Βάλτου, κοντά στη λίμνη των Κρεμαστών  που  είναι το φυσικό σύνορο των νομών Αιτωλίας & Ακαρνανίας και Ευρυτανίας βρίσκεται το χωριό παλαιό Χαλκιόπουλο, πέντε χιλιόμετρα βορειοανατολικά του οποίου βρίσκεται το σπήλαιο του Αγίου Ανδρέα του Ερημίτη.

Η διαδρομή από το χωριό ως το σπήλαιο είναι από ένα βατό χωματόδρομο και καταλήγει σε ένα ξέφωτο. Εκεί ο προσκυνητής αφήνει το αυτοκίνητο και με τα πόδια παίρνει το μονοπάτι, ακολουθώντας μία φανταστική σε φυσικό κάλλος διαδρομή πάνω από τη λίμνη των Κρεμαστών.

Σε 20 περίπου λεπτά φτάνει στο σπήλαιο.

Μπαίνοντας σ’ αυτό βλέπει μία κόγχη κι ένα τέμπλο που συνθέτουν το χώρο του ιερού βήματος. Στην κόγχη ιστορείται η Πλατυτέρα με τέσσερεις ιεράρχες, παραστάσεις  που τοποθετούνται χρονικά στον 14ο αιώνα.

Πίσω από το ιερό βήμα το φυσικό σπήλαιο συνεχίζεται κι εκεί βρίσκεται ο τάφος του αγίου, τα λείψανά του, όμως, φυλάσσονται σε λειψανοθήκη στο ναό του χωριού νέου Χαλκιόπουλου.

Όπως διαβάζουμε στο συναξάρι του, ο Όσιος Ανδρέας ο Ερημίτης και θαυματουργός ασκήτεψε στην Αιτωλοακαρνανία στα χρόνια του Δεσπότου της Ηπείρου Μιχαήλ  Β΄ του Κομνηνού (1237 – 1271 μ.Χ). Γεννήθηκε στο χωριό Μονοδένδρι της Ηπείρου κι εκεί έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του.

Όταν ήλθε σε κατάλληλη ηλικία, νυμφεύθηκε και απέκτησε παιδιά. Εγκατέλειψε, όμως, και οικογένεια και περιουσία και «ἀπό πάντων ἐλεύθερος» πήγε στην έρημο, για να ζήσει την ζωή της ασκήσεως και της ησυχίας.

Αργότερα εγκαταστάθηκε στο βουνό Κανάλα, πέντε περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά του χωριού Χαλκιόπουλο του Βάλτου.

Στο βουνό αυτό βρήκε μια σπηλιά και την έκανε κατοικία του. Εκεί έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του υπομένοντας πολλές θλίψεις, πόνους και βάσανα για την αγάπη του Χριστού.

Πάλεψε πολύ για να υποτάξει την σάρκα στο πνεύμα και με συνεχή νηστεία, σκληρή αγρυπνία και καρδιακή προσευχή, έζησε πραγματικά σαν άσαρκος.

Εκοιμήθη σε μεγάλη ηλικία, χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανέναν. Φανέρωσε, όμως, ο Θεός την κοίμησή του με εντυπωσιακό και θαυμαστό τρόπο.

Όταν ο Όσιος έφευγε από την ζωή, φάνηκαν στον ουρανό αναμμένες λαμπάδες, που αντανακλούσαν ένα δυνατό φως, ορατό από παντού.

Οι λαμπάδες κατέβαιναν από τον ουρανό και σταματούσαν στο σημείο που βρισκόταν το λείψανο του Αγίου.

Το θεϊκό αυτό σημείο έγινε αντιληπτό στα γύρω χωριά του Βάλτου, καθώς επίσης και στην πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου την Άρτα.

Βασίλισσα της Άρτας ήταν τότε η Αγία Θεοδώρα. Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός, η Αγία έτρεξε με συνοδεία αρχόντων στο σπήλαιο του Οσίου, βρήκαν το λείψανό του και το κήδεψαν με τιμές εκεί στο σπήλαιο της μετανοίας του.

Κάθε χρόνο στις 15 Μαίου ημέρα της κοίμησης του Αγίου, τιμάται η μνήμη του με εκδηλώσεις στο νέο Χαλκιόπουλο και στο σπήλαιο.

Πλήθος κόσμου από την ευρύτερη περιοχή μαζί με τον Ποιμενάρχη του Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Κοσμά, ανηφορίζει για το σπήλαιο για να τιμήσει το Άγιο Ανδρέα τον Ερημίτη, τον Όσιο και Θαυματουργό.

 

Ναυπάκτου Ιερόθεος "Τα θεμέλια της Ορθοδόξου Ψυχοθεραπείας"

images

Το Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων "Romfea.gr" δημοσιεύει παρακάτω την δεύτερη εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, στο Διεθνές Συνέδριο με θέμα "Ορθόδοξη Θεολογία και Επιστήμες" το οποίο πραγματοποιήθηκε στη Βουλγαρία.

Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:

Με το θέμα της Ορθοδόξου Ψυχοθεραπείας ασχολήθηκα πολύ νωρίς και εκδόθηκαν τουλάχιστον έξι βιβλία, τα οποία μεταφράσθηκαν σε πολλές γλώσσες, όπως επίσης το έκανα και με άλλα βιβλία μου. Στην παρούσα εισήγηση θα επικεντρώσω την προσοχή και το ενδιαφέρον σας σε μερικά σημεία, τα οποία έχουν σχέση με τον παρόν Συνέδριο και συνδέονται με τις σημαντικές απόψεις του μακαριστού μεγάλου θεολόγου π. Ιωάννου Ρωμανίδη, ο οποίος ανέδειξε περισσότερο αυτήν την πατερική διδασκαλία στην εποχή μας.

1. Ο όρος Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία

Επειδή ο όρος τον οποίο χρησιμοποίησα στο πρώτο βιβλίο μου που εκδόθηκε το 1986 δημιούργησε διάφορες συζητήσεις –θετικές και αρνητικές– χρειάσθηκε κατά καιρούς να δώσω μερικές επεξηγήσεις. Στην παρούσα εισήγηση θα ήθελα να παρουσιάσω μερικές από αυτές.

Το πρώτο ότι ο όρος ψυχοθεραπεία δημιουργήθηκε στην Δύση από διάφορα ρεύματα ψυχολογικά, ψυχαναλυτικά, ψυχοθεραπευτικά και δεν εννοούσαν την ψυχή όπως θεωρείται στην Ορθοδοξη Παράδοση. Η σύγχρονη ψυχολογία με τον όρο ψυχή δηλώνει το σύνολο των συνειδητών και ασυνειδήτων εκδηλώσεων που αφορούν βιώματα και συμπεριφορές. Όμως, στην Ορθόδοξη Παράδοση ο όρος «ψυχή» δηλώνει το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεως του ανθρώπου, που βρίσκεται σε ενότητα με το σώμα και αποτελεί μια υπόσταση. Χρησιμοποίησα τον όρο ψυχοθεραπεία με την προσθήκη της λέξεως ορθόδοξη και όπως διευκρίνισα πολλές φορές η ορθόδοξη ψυχοθεραπεία έχει μια άλλη ανθρωπολογία διαφορετική από την ανθρωπολογία της δυτικής ψυχοθεραπείας.

Το δεύτερον είναι ότι τον όρο ψυχοθεραπεία τον συνδέω στενά με τον όρο νηπτική-ησυχαστική παράδοση. Πρόκειται για μια ζωή η οποία περιγράφεται στα έργα των αγίων Πατέρων και αναφέρεται στην εσωτερική ζωή του ανθρώπου, στην νήψη και την προσευχή.

Φυσικά, η νηπτική και ησυχαστική παράδοση ανευρίσκεται και μέσα στα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Έτσι, με τον όρο ορθόδοξη ψυχοθεραπεία δεν εννοείται μια ισορροπία ψυχολογική, συναισθηματική και διανοητική, αλλά ο τρόπος με τον οποίον ο άνθρωπος θα γνωρίση τον Θεό, ουσιαστικά είναι η κάθαρση του κατ' εικόνα, από την αμαύρωση που υπέστη λόγω του προπατορικού αμαρτήματος και η ενεργοποίηση του καθ' ομοίωση, που συνιστά την κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, δηλαδή την θέωση.

Το τρίτο σημείο είναι ότι καίτοι γίνεται λόγος για την ορθόδοξη ψυχοθεραπεία, και αυτό παραπέμπει στον όρο ψυχή, εν τούτοις χρησιμοποιείται για την θεραπεία ολοκλήρου του ανθρώπου, που αποτελείται από ψυχή και σώμα, χωρίς, βέβαια, να παραθεωρήται η ιατρική επιστήμη. Μάλιστα, όπως βλέπουμε στην πατερική παράδοση, η ψυχή είναι στενά συνδεδεμένη με το σώμα και υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων της υπάρξεως του ανθρώπου. Επομένως, η εσωτερική ειρήνη συνδέεται τόσο με την ψυχή όσο και με το σώμα. Και είναι σημαντικό να σημειωθή ότι και η ησυχαστική κίνηση που παρατηρήθηκε έντονα τον 14ο αιώνα, όπως διατυπώνεται στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, καθώς επίσης και στα Συνοδικά κείμενα των Συνόδων μεταξύ 1341-1368, που μερικά σημεία από τα οποία αναγινώσκονται την Κυριακή της Ορθοδοξίας στο λεγόμενο Συνοδικό, δεν αναφέρεται μόνον στην ψυχή, αλλά και στο σώμα. Ο φιλόσοφος Βαρλαάμ, εκφράζοντας τον δυτικό σχολαστικισμό, υποτιμούσε το ανθρώπινο σώμα, ενώ ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ανέδειξε την μεγάλη σημασία του ανθρωπίνου σώματος, λόγω και της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, και ανέπτυξε θεολογικά την διδασκαλία της Εκκλησίας περί θεώσεως όλου του ανθρώπου, ψυχής και σώματος.

Βεβαίως, στην θεραπεία ψυχής και σώματος αναφέρεται το όλο έργο της Εκκλησίας, αφού με τα Μυστήρια, ήτοι το Βάπτισμα, το Χρίσμα, την θεία Κοινωνία, την Ιερωσύνη, τον Γάμο, το Ευχέλαιο, την Μετάνοια, ευλογείται ολόκληρος ο άνθρωπος που αποτελείται από ψυχή και σώμα.

Το τέταρτο σημείο είναι ότι η ορθόδοξη ψυχοθεραπεία δεν παραθεωρεί τις ιατρικές μεθόδους θεραπείας του ανθρώπου, ακόμη και την σύγχρονη ψυχολογία, ψυχανάλυση και ψυχοθεραπεία. Η ορθόδοξη ψυχοθεραπεία αποβλέπει στην θέωση του ανθρώπου, ενώ η ουμανιστική ψυχοθεραπεία ενδιαφέρεται για την ψυχοσωματική ισορροπία του ανθρώπου και την κοινωνικοποίησή του είτε στην οικογένεια είτε στην κοινωνία. Στην πραγματικότητα πρέπει να υπάρχη συνεργασία μεταξύ του Πνευματικού Πατέρα που ασκεί την ορθόδοξη ψυχοθεραπεία και του ψυχιάτρου που ενδιαφέρεται να θεραπεύση ασθένειες που συνδέονται με το νευρικό σύστημα του ανθρώπου και την ψυχολογική ανισορροπία.

Θεωρώ δε ότι ο όρος «ορθόδοξη ψυχοθεραπεία» σε έναν βαθμό αναφέρεται και στην ψυχολογία, την ψυχοθεραπεία και την νευρολογία. Γνωρίζουμε ότι παλαιότερα υπήρχε μεγάλη διάσταση μεταξύ ψυχοθεραπείας και νευρολογίας, ωστόσο όμως τον τελευταίο καιρό γίνεται αντιληπτό ότι οι δύο αυτές επιστήμες πρέπει να συνεργάζωνται, γιατί οι ασθένειες του νευρικού συστήματος επηρεάζουν και τον ψυχολογικό κόσμο του ανθρώπου, όπως και οι ψυχικές ασθένειες επηρεάζουν τα νευροκύτταρα, τα γονίδια κλπ., δηλαδή το ίδιο το σώμα. Έτσι, η ορθόδοξη ψυχοθεραπεία συνδέει στενά την ψυχολογία και την νευρολογία, αλλά τα υπερβαίνει, διότι όπως θα λεχθή στην συνέχεια, η ορθόδοξη ψυχοθεραπεία κινείται πέρα από τα όρια της επιστήμης, χωρίς να την παραγνωρίζη, αλλά βοηθά συγχρόνως και την αποκατάσταση της ψυχοσωματικής συγκροτήσεως του ανθρώπου και την κοινωνικοποίησή του.

Από τις πολλές σχολές ψυχοθεραπείας που παρατηρούνται στον δυτικό κόσμο, η «ορθόδοξη ψυχοθεραπεία» ομοιάζει περισσότερο με την υπαρξιακή ψυχολογία-ψυχοθεραπεία, όπως την διατύπωσε ο Victor Frankl, χωρίς να ταυτίζεται απόλυτα.

Μέσα στα πλαίσια αυτά χρησιμοποίησα τον όρο «ορθόδοξη ψυχοθεραπεία», και έτσι έγινε αντιληπτό από τους ανθρώπους που εξετάζουν τα πράγματα με σοβαρότητα και υπευθυνότητα και όχι με επιπολαιότητα. Βεβαίως, πρέπει να λεχθή, για λόγους δικαιοσύνης, ότι στην ανάλυση αυτού του θέματος με επηρέασε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ο οποίος μιλούσε για το ότι η ορθόδοξη θεολογία είναι θεραπευτική επιστήμη και ότι εάν εμφανιζόταν ο Χριστιανισμός τον 20ο αιώνα θα τον καταλαβαίναμε περισσότερο ως θεραπευτική επιστήμη, και ως προς την μέθοδο θα φαινόταν ως ψυχοθεραπεία η ως νευρολογία. Είναι δε χαρακτηριστικό ένα άρθρο του με τίτλο Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της.

Πάντως, τον όρο «ορθόδοξη ψυχοθεραπεία» τον αποδέχθηκε και η επιστήμη, όπως φαίνεται στο ογκώδες βιβλίο με τίτλο Εγχειρίδιο ψυχοθεραπείας και θρησκευτικής ποικιλομορφίας, το οποίο εξέδωσε η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία. Στο βιβλίο αυτό περιγράφεται η θεραπεία την οποία προσφέρουν οι θρησκείες. Σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «Ψυχοθεραπεία με ανατολικούς ορθοδόξους Χριστιανούς», το οποίο συνέγραψε ο Tonny Young, γίνεται ευρύτατος λόγος για την ψυχοθεραπεία την οποία προσφέρει η Ορθόδοξη Εκκλησία, γίνεται αναφορά στο βιβλίο μου με τίτλο Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία και κάνει λόγο για τα ηρεμιστικά αποτελέσμα που προέρχονται απο την εξομολόγηση και την ευχή του Ιησού που λέγεται στην καρδιά.

Επίσης, είναι σημαντικό και ένα άρθρο το οποίο συνέγραψε ο Παύλος Κυμίσης με τίτλο Από τη νευροβιολογία στο άκτιστο φως, όπου γίνεται λόγος για την μεγάλη σημασία που έχει η Ορθόδοξη Παράδοση στην πνευματική υγεία του ανθρώπου.

2. Βασικές αρχές της Ορθοδόξου Ψυχοθεραπείας

Όταν έγραψα για «ορθόδοξη ψυχοθεραπεία», δεν δημιούργησα ένα καινούριο σύστημα, αλλά συνόψισα την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας για την θεραπεία του ανθρώπου. Στην συνέχεια θα εντοπίσω μερικές βασικές αρχές που τις συναντάμε στην πατερική θεολογία και αναφέρονται στην θεραπεία του ανθρώπου.

α) Νους και λόγος

Σύμφωνα με την διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και άλλων Πατέρων της Εκκλησίας η ψυχή του ανθρώπου έχει λογική και νοερά ενέργεια, ήτοι νου και λόγο. Πρόκειται για δύο διαφορετικές ενέργειες που δεν ταυτίζονται μεταξύ τους και έχουν διαφορετική αποστολή. Η νοερά ενέργεια (νους) είναι το όργανο εκείνο με το οποίο ο άνθρωπος επικοινωνεί με τον Θεό και η λογική ενέργεια (λογική) έχει γνώση και επικοινωνεί με τα κτίσματα.

Ο νους στους Πρωτοπλάστους προ της πτώσεως, ενεργούσε κατά φύση, δεχόταν την Χάρη του Θεού, η οποία διαβιβαζόταν δια του νου στο σώμα και την άλογη δημιουργία. Με αυτόν τον τρόπο και η λογική είχε ορθά νοήματα, διότι δεχόταν τον φωτισμό της Χάριτος από τον νου. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα πη ότι ο νους βλέπει ορθά τα πράγματα, κυρίως τον Θεό, ο λόγος δε ο οποίος είναι γυμνασμένος, δηλαδή έχει και παιδεία, διατυπώνει τις εμπειρίες τις οποίες αποκτά ο νους.

Μετά την αμαρτία των Πρωτοπλάστων ο νους σκοτίσθηκε και ταυτίσθηκε με την λογική, τα πάθη και το περιβάλλον, όπως έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Έτσι, ο νους δεν μπορεί να έλθη σε επικοινωνία με τον Θεό και να αποκτήση γνώση του Θεού και κατ' αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται οι θρησκείες, και ο ορθολογισμός, στον οποίο κέντρο είναι ο ορθός λόγος.

Επομένως, η ορθόδοξη ψυχοθεραπεία, πρωτίστως ασχολείται με τον σκοτισμένο νου και προσπαθεί να τον επαναφέρη στο κατά φύση και να τον οδηγήση στο υπέρ φύση, ώστε να έχη γνώση του Θεού και με αυτόν τον τρόπο να αγιάζεται και ολόκληρος ο άνθρωπος. Δηλαδή, η ορθόδοξη ψυχοθεραπεία δεν έχει προτεραιότητα το νευρολογικό σύστημα του ανθρώπου, ούτε απλώς το συναίσθημα, αλλά αποβλέπει στην καλή λειτουργία της νοεράς ενεργείας (νου) της ψυχής. Μέσα από αυτήν την προοπτική γίνονται αλλαγές στην ύπαρξη του ανθρώπου. Η σύγχρονη ψυχολογία και ψυχοθεραπεία διαφέρει από την «ορθόδοξη ψυχοθεραπεία» γιατί δεν γνωρίζει την παρά φύση, κατά φύση και υπέρ φύση λειτουργία του νοός, δεν γνωρίζει καν τι είναι ο νους.

β) Λογικόν και παθητικόν της ψυχής

Ο φιλόσοφος Πλάτων, αναφερόμενος στην ψυχή, διακρίνει δύο μέρη, το λογικό και το παθητικό μέρος της ψυχής. Το λογικό ασχολείται με την λειτουργία της σκέψεως, της κρίσεως και της αντιμετωπίσεως των διαφόρων θεμάτων του ανθρώπου που συνδέεται με την φιλοσοφία, την γνώση του επιστητού και την σχέση με τον περιβάλλοντα κόσμο. Στο παθητικό μέρος της ψυχής λειτουργούν τα πάθη, σωματικά και ψυχικά. Ισχυρίζεται δε ότι το λογικό είναι το ευγενέστερο στοιχείο της υπάρξεως του ανθρώπου. Και επειδή η ψυχή είναι εκ φύσεως αθάνατη και προϋπήρχε στον κόσμο των ιδεών του Θεού, αυτό σημαίνει ότι το λογικό, ως η σημαντικότερη ενέργεια της ψυχής, ανήκε στον αγέννητο κόσμο των ιδεών. Αντίθετα, το παθητικό μέρος της ψυχής, κατά τον Πλάτωνα, συνδέεται με το σώμα. Γι' αυτό, για να έλθη η ψυχή σε κοινωνία με τον Θεό, πρέπει να νεκρωθή το παθητικό μέρος της.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας αποδέχθηκαν την διαίρεση της ψυχής μεταξύ λογικού και παθητικού μέρους, χωρίς όμως να δεχθούν την θεωρία του Πλάτωνος για την διάκριση μεταξύ φύσει αθανάτου ψυχής και φύσει θνητού σώματος και χωρίς να αποδεχθούν τα περί νεκρώσεως του παθητικού μέρους της ψυχής, αλλά κάνουν λόγο για την μεταμόρφωσή του. Πάντως, στην θεραπευτική των Πατέρων φαίνεται ότι με την λογική συνδέονται τα πάθη της υπερηφανείας, απιστίας κλπ. και με το παθητικό μέρος της ψυχής, που διακρίνεται στο επιθυμητικό και θυμικό, συνδέονται τα αντίστοιχα πάθη, ήτοι της φιλαργυρίας, της φιληδονίας, του θυμού κλπ.

γ) Η νοερά ενέργεια σε σχέση με τα διαβλητά και αδιάβλητα πάθη

Ο νους  στην γλώσσα των Πατέρων της Εκκλησίας λέγεται και νοερά ενέργεια και παίζει μεγάλο ρόλο στην ζωή του ανθρώπου. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέγει ότι ο νους ο οποίος απομακρύνεται από τον Θεό γίνεται είτε δαιμονιώδης με την υπερηφάνεια είτε κτηνώδης με τα πάθη που συνδέονται με το  παθητικό της ψυχής. Ο νους είναι εκείνος που δημιουργεί ισορροπία σε όλες τις ενέργειες της ψυχής και του σώματος.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης γράφει:

«Εις την φυσικήν κατάστασίν της η νοερά ενέργεια ρυθμίζει τα πάθη, δηλαδή της πείνας, της δίψης, του ύπνου, του ενστίκτου της αυτοσυντηρήσεως (δηλαδή του φόβου του θανάτου) ώστε να είναι αδιάβλητα. Εις νοσούσαν κατάστασιν τα πάθη γίνονται διαβλητά. Αυτά, εν συνδυασμώ με την αδέσποτον πλέον φαντασίαν, δημιουργούν μαγικάς θρησκείας δια την χαλιναγώγησιν των στοιχείων της φύσεως η και της επιπλέον σωτηρίας της ψυχής εις κατάστασιν ευδαιμονίας η και της ευδαιμονίας με σώμα και ψυχή».

Αναλύοντας κανείς αυτήν την σημαντική παρατήρηση επισημαίνει την διδασκαλία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού για την διάκριση μεταξύ αδιαβλήτων και διαβλητών παθών. Τα αδιάβλητα πάθη, τα οποία λέγονται και φυσικά, είναι ο,τι έχει σχέση με την πείνα, την δίψα, την κούραση, κλπ., ενώ τα διαβλητά πάθη είναι τα λεγόμενα ψεκτά που είναι τεκμήρια του αρρώστου πνευματικά ανθρώπου. Φαίνεται ότι τα αδιάβλητα και τα διαβλητά πάθη αναφέρονται και στην ψυχή και στο σώμα, διότι η ψυχή εκφράζεται δια του σώματος.

Το σημαντικό είναι ότι τα αδιάβλητα πάθη μπορούν εύκολα να γίνουν διαβλητά, δηλαδή η πείνα μπορεί να γίνη γαστριμαργία, η δίψα να γίνη φιλοποσία, η κούραση να γίνη ακηδία, κλπ. Επίσης, τα διαβλητά πάθη μπορούν να μετατραπούν σε αδιάβλητα, δηλαδή η γαστριμαργία να θεραπευθή, ώστε ο άνθρωπος να τρώγη για να συντηρή το σώμα· η φιλοποσία μπορεί να αποβάλη το εμπαθές στοιχείο, ώστε μόνο να ικανοποιή την ανάγκη της δίψας· η ακηδία μπορεί να μετατραπή σε ενεργικότητα και κόπωση, ώστε να εκφράζη την αγάπη στον Θεό και τους ανθρώπους κ.ο.κ.

Αυτό το έργο το επιτελεί η νοερά ενέργεια, όταν λειτουργή σωστά και ενισχύεται από την Χάρη του Θεού. Δηλαδή η νοερά ενέργεια δεν αφήνει τα αδιάβλητα πάθη να μετατραπούν σε διαβλητά, όπως επίσης θεραπεύει τα διαβλητά πάθη για να γίνουν αδιάβλητα. Και όταν κάνουμε λόγο για την νοερά ενέργεια η οποία φωτίζεται από την Χάρη του Θεού, ουσιαστικά εννοούμε την νοερά καρδιακή προσευχή.

Αυτό δείχνει την μεγάλη σημασία και αξία της ορθοδόξου ψυχοθεραπείας, δηλαδή την διδασκαλία και την πράξη της Εκκλησίας για την θεραπεία του ανθρώπου, ώστε να συμπεριφέρεται σωστά στον Θεό και τον άνθρωπο. Αυτό δείχνει την σημειολογία της ορθοδόξου ψυχοθεραπείας ότι δεν αφορά μόνον την ψυχή του ανθρώπου, αλλά και το σώμα του. Άλλωστε, γνωρίζουμε και από την ιατρική επιστήμη ότι οι υπερβολές που γίνονται με την ψυχή και το σώμα έχει συνέπεια και στην νευρολογική και σωματική κατάσταση του ανθρώπου.

Έτσι, όταν ο νους είναι υγιής, δηλαδή όταν η νοερά ενέργεια λειτουργεί κατά φύση και υπέρ φύση, τότε αποφεύγονται και πολλές σωματικές ασθένειες, αλλά και θεραπεύονται μερικές σωματικές ασθένειες. Στο σημείο αυτό εξαιρούνται βέβαια οι κληρονομικές ασθένειες, αλλά όταν ο άνθρωπος έχει υγιή νου, τότε μπορεί να υπερβαίνη τις συνέπειες αυτών των ασθενειών, με την υπομονή, την καρτερία, την πίστη στον Θεό και την προσευχή, αλλά και την όλη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας.

δ) Θρησκεία και Εκκλησία

Πολλοί θρησκειολόγοι ομιλούν για πολυθεϊστικές και μονοθεϊστικές θρησκείες και συγκαταλέγουν τον Χριστιανισμό μεταξύ των μονοθεϊστικών θρησκειών. Αυτό γίνεται για να υπάρχη ένας τρόπος να παρουσιάζουν τα κοινά και ιδιαίτερα στοιχεία μεταξύ των θρησκειών. Όμως, κατά την Ορθόδοξη Παράδοση ο Χριστιανισμός δεν είναι μια απλή θρησκεία, αλλά είναι Εκκλησία, Σώμα Χριστού. Η διαφορά μεταξύ θρησκείας και Εκκλησίας είναι μεγάλη.

Συνήθως, η θρησκεία ταυτίζει το κτιστό με το άκτιστο, οπότε αποδίδει ο,τι είναι κτιστό και πεπερασμένο στον Θεό και έτσι δημιουργούνται διάφορα είδη θρησκειών, οι οποίες συνδέονται με την μαγεία, την δεισιδαιμονία και τον μυστικισμό. Όμως, ο Χριστιανισμός λειτουργεί ως Εκκλησία, δηλαδή μια συγκεκριμένη κοινότητα, η οποία είναι το Σώμα του Χριστού και ο Χριστός η κεφαλή της. Η Εκκλησία δεν διακρίνεται από τα τρία αυτά γνωρίσματα, δηλαδή την μαγεία, την δεισιδαιμονία και τον μυστικισμό.

Τους δύο τελευταίους αιώνες έγινε μεγάλη κριτική της θρησκείας από φιλοσοφικής, κοινωνικής και ψυχολογικής απόψεως. Υπάρχουν διάφορα ρεύματα, τα οποία κατηγορούν τον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται και λειτουργούν οι θρησκείες. Θα αναφέρω μερικά παραδείγματα.

Ο φιλόσοφος August Comte παρουσιάζει την θρησκεία ως «πνευματική αλλοτρίωση». Η λέξη αλλοτρίωση σημαίνει ότι χάνονται μερικά σημαντικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της θρησκείας, οπότε μετατρέπεται σε κάτι άλλο. Σύμφωνα με την άποψή του η ανθρωπότητα εξελίχθηκε προοδευτικά από το θεολογικό, θρησκευτικό-φανταστικό στάδιο (παιδική ηλικία) στο μεταφυσικό-φιλοσοφικό (εφηβική ηλικία) και από εκεί στο επιστημονικό και θετικιστικό στάδιο (ώριμη ηλικία). Η επιστημονική μέθοδος της παρατηρήσεως και του πειραματισμού συνιστά την ολοκλήρωση του ανθρώπου.

Η επιστήμη της κοινωνιολογίας περιλαμβάνει όλες τις επιστήμες. Ο ίδιος προσδίδει στην κοινωνιολογία θρησκευτικά στοιχεία. Έτσι, ο θετικισμός αποκτά μια μυστικιστική μορφή και στην πραγματικότητα γίνεται μια αληθινή θρησκεία με την λατρεία της, τους εκπροσώπους της και με όλα τα θρησκευτικά στοιχεία. Αυτό δείχνει ότι η θρησκεία, όπως την εννοεί ο πολύς λαός, στην μαγική και δεισιδαιμονική της μορφή, είναι μια «πνευματική αλλοτρίωση».

Ο Feuerbach παρουσιάζει την θρησκεία ως μια «ανθρωπολογική αλλοτρίωση», που σημαίνει ότι η θρησκεία προβάλλει στον Θεό την ουσία του ανθρώπου. Γράφει: «Η θρησκεία είναι η επίσημη αποκάλυψη των κρυμμένων θησαυρών του ανθρώπου, η ομολογία των πιο ενδόμυχων σκέψεών του, η δημόσια εξομολόγηση των ερωτικών μυστικών του».

Η προβολή όλων αυτών των ανθρωπολογικών στοιχείων στον Θεό είναι μια ανθρωπολογική αλλοτρίωση, αφού ο άνθρωπος αποποιείται τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα για να τα αποδώση στον Θεό. Έτσι, τα θεϊστικά χαρακτηριστικά είναι ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Οπότε, ο άνθρωπος θα πρέπει να ανακαλύψη πάλι τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, να μη τα προβάλλη στον Θεό, αλλά να τα θεωρήση ως δικά του και να τα αναπτύξη.

Έτσι, κατά τον Feuerbach, «η θρησκεία είναι η ουσία της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητος» και ο άνθρωπος πρέπει να προχωρήση σε μια φιλοσοφική ωριμότητα και να ανακτήση την συνειδητότητά του, να μην την προβάλλη ασυνείδητα στο φανταστικό αυτό ον που λέγεται Θεός.

Ο Karl Marx παρουσιάζει την θρησκεία ως «οικονομική αλλοτρίωση». Ακολουθώντας την ανάλυση του Feuerbach δημιούργησε μια δική του θεωρία γύρω από την θρησκεία, σύμφωνα με την οποία εισέρχεται ο οικονομικός παράγοντας και ο άνθρωπος μέσα από την θρησκεία αλλοτριώνεται και επομένως πρέπει να απελευθερωθή από αυτήν.

Η βασική θεωρία του Marx είναι ότι «η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος», γι' αυτό και είναι «το όπιον του λαού» που δοκιμάζεται σε σκληρές οικονομικές συνθήκες.

Οπότε, ο άνθρωπος πρέπει να αρνηθή αυτές τις αυταπάτες σχετικά με την κατάστασή του. Στην πραγματικότητα ο Marx θεωρεί ότι η άδικη κοινωνία επειδή παράγει δυστυχία, γι' αυτό και παράγει θρησκεία. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αγωνίζεται κανείς για να μεταβάλλη την κοινωνία και αυτό γίνεται με την επανάσταση του προλεταριάτου. Όταν στην κοινωνία καταργηθούν οι τάξεις, τότε θα εκλείψη και η θρησκεία.

Ο Freud παρουσιάζει την θρησκεία ως «ψυχική αλλοτρίωση». Ακολουθώντας την ανάλυση των προηγουμένων και κυρίως την θεωρία του Feuerbach, θεωρεί ότι η θρησκεία είναι η προβολή του ανθρώπινου ψυχισμού πάνω σε ανώτερες δυνάμεις. Δηλαδή, ερμηνεύει την θρησκεία όχι μέσα από κοινωνικές συγκρούσεις, αλλά μέσα από συγκρούσεις του ανθρώπινου ψυχισμού. Έτσι, ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να δημιουργήση μια πίστη σε υπερφυσικές δυνάμεις που τον προστατεύουν, ώστε να αποφύγη τους κινδύνους που τον απειλούν. Επομένως, η θρησκεία είναι μια φυγή από την πραγματικότητα, μια άρνηση του πραγματικού πόνου, μια ανικανότητα να ξεπεράση κανείς τον φόβο του θανάτου και την αβεβαιότητα. Είναι στην πραγματικότητα μια υπεκφυγή.

Πράγματι, στην θρησκεία παρατηρεί κανείς τέτοιες εκδηλώσεις, όπως τις περιγράφουν οι τέσσερεις μελετητές που παραθέσαμε προηγουμένως. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον θεωρώ ότι η Εκκλησία δεν είναι μια θρησκεία, αλλά Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού, στην οποία ο άνθρωπος θεραπεύεται, και από την ιδιοτελή αγάπη φθάνει στην ανιδιοτελή αγάπη.

Έτσι η Εκκλησία λειτουργεί ως πνευματικό νοσοκομείο, ελευθερώνει τον άνθρωπο απ' όλες τις προλήψεις, τους μύθους, τις δεισιδαιμονίες και τους μυστικισμούς. Ο Θεός είναι Τριαδικός, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, και έρχεται σε κοινωνία με τον άνθρωπο μέσα στην Εκκλησία με την άκτιστη ενέργειά Του, οπότε ο άνθρωπος, όταν θεραπεύεται από την δουλεία στις αισθήσεις και τα αισθητά, ελευθερώνεται από την φιλαυτία και αγαπά πραγματικά τον Θεό και τον συνάνθρωπο, αποκτά φιλοθεΐα και φιλανθρωπία.

Είναι όμως γνωστόν ότι πολλοί Χριστιανοί, ακόμη και ορθόδοξοι, αισθάνονται την Εκκλησία ως θρησκεία, συμπεριφέρονται με τις εκδηλώσεις που αναφέραμε προηγουμένως. Αυτό δεν σημαίνει ότι αλλάζει ο ρόλος και ο σκοπός της Εκκλησίας, που είναι αντίθετος με την θρησκεία, αφού η Εκκλησία στην πραγματικότητα απαλλάσσει τον άνθρωπο και από την ασθένεια της θρησκείας.

Αυτό έκαναν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Πατέρες, πρωταρχικά ο Χριστός, που αγωνίζονταν να ελευθερώσουν τους ανθρώπους από την θρησκεία και την ειδωλολατρία.

Με τα όσα παρουσίασα συνοπτικά προηγουμένως καθορίζονται οι βάσεις και τα θεμέλια της «ορθοδόξου ψυχοθεραπείας» που δεν ταυτίζεται με καμμιά ψυχοθεραπεία δυτικού η ανατολικού τύπου, αλλά έχει ένα δικό της διαφορετικό χαρακτήρα, μια συγκεκριμένη ιδιαίτερη ανθρωπολογία.

Αυτό το συναντάμε τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στα πατερικά κείμενα, ιδιαιτέρως στα λεγόμενα νηπτικά-ησυχαστικά φιλοκαλικά. Έτσι, η «ορθόδοξη ψυχοθεραπεία» ως θεολογία και ως πράξη μπορεί να ερμηνευθή μέσα από την νηπτική και ησυχαστική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Η Δύση απέβαλε αυτήν την παράδοση η την λησμόνησε, στηρίχθηκε στον ορθολογισμό, τον ηθικισμό και την αυτονομία, με αποτέλεσμα να καταλήξη στην ουμανιστική ψυχολογία και ψυχοθεραπεία για να λύση τα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου που κινούνται πέρα από την  λογική και την ηθική.–

Η πραότητα του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου σε στιγμές πόνου

images

Θα ήταν μεγάλη παράλειψη έναν η «Romfea.gr» να μην γράψει, λίγα λόγια για το θλιβερό περιστατικό που συνέβη με τον Αρχιεπίσκοπο το απόγευμα της Δευτέρας στο Αγρίνιο.

Ήταν 18:30 όταν ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος έφθασε στον Ιερό Ναό του Αγίου Χριστοφόρου, για να προστεί της λιτανείας για τον πολιούχο της πόλεως.

Η καταρρακτώδης βροχή δεν πτόησε τον Μακαριώτατο, και με χαμόγελο και πατρική αγάπη ευλογούσε τον λαό του Αγρινίου.

Λίγο πριν την είσοδο παρουσία δεκάδων πιστών ο Αρχιεπίσκοπος γλίστρησε στο πρώτο σκαλί του ιερού ναού, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί κάταγμα στο αριστερό πόδι.

Ο λόγος όμως που γράφουμε αυτές τις λίγες γραμμές, είναι αυτό που μας προξένησε την μεγαλύτερη εντύπωση, και δεν είναι άλλο από την πραότητα του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας.

Εκατοντάδες πιστοί κύκλωσαν τον Μακαριώτατο στα σκαλιά της Εκκλησίας, οπού εκεί ζήτησε να του φέρουν μια καρέκλα για να καθήσει.

Καθ’  όλη την διάρκεια της αναμονής του ασθενοφόρου στο πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου έβλεπες μια ηρεμία, μια νηφαλιότητα και με χαμόγελο να δίνει σε όλους την ευχή του.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι αρχές του Αγρινίου λειτούργησαν άψογα, αμέσως όλα έγιναν όπως έπρεπε και με απόλυτη τάξη.

Στο νοσοκομείο έβλεπες τους γιατρούς, να αναφέρονται στην ηρεμία του Αρχιεπισκόπου και το πόσο συνεργάσιμος ήταν μαζί τους.

«Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο, δεν εξηγείτε, ο Αρχιεπίσκοπος έπρεπε να υποφέρει από πόνο, όμως απίστευτο ο ίδιος είναι τόσο πράος», ανέφερε χαρακτηριστικά ένας από τους γιατρούς του Αρχιεπισκόπου.

«Δεν παραπονέθηκε ούτε μια στιγμή, δεν είπε ένα πονάω, ούτε και την στιγμή που τον εξετάσαμε το πόδι του», συμπλήρωσε ο ίδιος ιατρός.

Συγκινητική ήταν η στιγμή, όταν ο Αρχιεπίσκοπος βγήκε ξαπλωμένος στο φορείο για να αναχωρήσει με το ασθενοφόρο για το στρατιωτικό αεροδρόμιο.

Βγαίνοντας, μας κοίταξε όλους με πατρική αγάπη και είπε: «Δόξα τω Θεώ, όλα καλά δεν θέλω να ανησυχείτε…»

Τότε λέει ένας γιατρός: «Μακαριώτατε, είμαι παιδίατρος και θα σας συνοδεύσω στο ελικόπτερο», για να απαντήσει ο Αρχιεπίσκοπος «έναν παιδίατρο χρειάζομαι τώρα… Πρέπει γιατρέ μου να γίνουμε σαν τα παιδιά, αλλιώς….»

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η «Romfea.gr» μετάδωσε πρώτη την είδηση για το κάταγμα του Μακαριωτάτου, δημοσιεύοντας επίσης και αποκλειστική φωτογραφία.

Θα κλείσω όμως με ένα σχόλιο που άκουσα στο νοσοκομείο, από έναν ιατρό που εξέτασε τον Αρχιεπίσκοπο, ένα σχόλιο το οποίο πραγματικά προκαλεί ρίγος: «Με την στάση του ο Μακαριώτατος θεράπευσε εμάς, και όχι εμείς αυτόν…»

Οι ανησυχίες του Πατριάρχη, η Πενταρχία και τα περί Τρίτης Ρώμης

images

Ένα δημοσίευμα της εφημερίδας «Καθημερινή» πριν από λίγες ημέρες κάνει λόγο για τις ανησυχίες του Οικουμενικού μας Πατριάρχου, ο οποίος φοβάται ότι θα έρθουν να του πάρουν την πρωτιά οι Ρώσοι...

Και πού νομίζετε αγαπητοί αναγνώστες ότι εκμυστηρεύτηκε αυτούς τους φόβους του; Μα... πού αλλού; Στους Αμερικανούς!

Εύλογα και καλόπιστα αναρωτιέται κανείς γιατί δεν προτίμησε να εκφράσει τους φόβους του στους ίδιους τους ρώσους και να συζητήσει ως αδελφός προς αδελφόν (εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου... Ματθ. 18,15) με τον Πατριάρχη της Ρωσίας το θέμα που τον απασχολούσε.

Γιατί αναζήτησε προστασία από τους Αμερικανούς σαν να είναι πολιτικός αρχηγός κάποιου κρατιδίου, του οποίου αμφισβητείται η εδαφική ακεραιότητα;

Η απάντηση είναι πολύ απλή: γιατί επικρατεί η σκέψη ότι το Πρωτείο τιμής είναι ταυτισμένο με Πρωτείο εξουσίας.

Αυτό δηλαδή για το οποίο κατηγορούμε τους Ρωμαιοκαθολικούς θέλουμε να το επιβάλλουμε μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία!

Το πρόβλημα δεν είναι οι Ρώσοι, οι ρουμάνοι ή οι βούλγαροι. Το πρόβλημα είναι ότι κάποιοι εμμένουν στο να θεωρούν ότι η δική τους αρχιερωσύνη είναι ανώτερη των υπολοίπων.

Δεν θέλουν να είναι Πρώτοι μεταξύ ίσων (primus inter pares) και επιθυμούν να απολαμβάνουν την έννοια του Πατριάρχη της Ανατολής.

Επειδή την πνευματικότητα την έχουμε αποχωριστεί προ πολλού για χάρη της εξουσίας, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι μήπως διασαλευθεί κάτι από τα κεκτημένα του κόσμου τούτου.

Συχνά αναφέρεται η λεγόμενη Πενταρχία. Πενταρχία δεν υπάρχει όμως γιατί απλά «αρχή» σημαίνει εξουσία και η έννοια της εξουσίας είναι εντελώς ασύμβατη με την Ορθόδοξη πνευματικότητα.

Η ειρήνη της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν θα διασαλευθεί αν χάσει τα πρωτεία του (φευ, μη γένοιτο!!!) το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο.

Θυμίζουμε ότι Εκκλησία υπήρχε και πριν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο δεν είναι η Μήτηρ όλων των Εκκλησιών, όπως λανθασμένα προβάλλεται.

Ο τίτλος αυτός ανήκει μόνο στη Σιωνίτιδα Εκκλησία και είναι περιττό να εξηγήσουμε το γιατί.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι Μήτηρ των Εκκλησιών που δημιουργήθηκαν με τη δική του ιεραποστολή.

Ακόμη και ο Απόστολος Παύλος, ο απόστολος των εθνών που ίδρυσε τόσες τοπικές εκκλησίες δεν απέδωσε σε καμία αυτό τον τίτλο!

Να θυμίσουμε επίσης εν συντομία, χωρίς να κουράσουμε τους αναγνώστες με περιττές ακαδημαϊκές αναλύσεις, ότι κατά την Α' Οικουμενική Σύνοδο (325), το Πατριαρχικό σύστημα δεν υπήρχε αφού δημιουργήθηκε με την Δ' Οικουμενική Σύνοδο (451).

Η πρώτη σε δύναμη Εκκλησία ήταν εκείνη της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας και για εκείνη συνεκλήθη η Α' Οικουμενική σύνοδος, αφού αντιμετώπιζε προβλήματα με τον αρειανισμό.

Την Εκκλησία της Αλεξανδρείας ακολουθούσε σε δύναμη εκείνη της Αντιοχείας.

Η έννοια Πατριαρχείο δεν υπάρχει μέχρι και την Δ' Οικουμενική Σύνοδο (451) και ο Πρώτος της κάθε Εκκλησίας καλείται Αρχιεπίσκοπος.

Με τη επικράτηση του Μ. Κωνσταντίνου και τη μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας από τη Δύση στην Ανατολή, αποφασίζεται να είναι η Κωνσταντινούπολη η κοιτίδα της αυτοκρατορίας και έτσι το 330 γίνονται τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας.

Το 381 με τη Β' Οικουμενική Σύνοδο (η οποία συνεκλήθη στην αρχή ως Ενδημούσα και έπειτα έλαβε οικουμενικό χαρακτήρα) και τον κανόνα 3 έχουμε για πρώτη φορά αναγνώριση των προνομίων του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως (Τον μεν τοι Κωνσταντινουπόλεως επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης επίσκοπον, δια το είναι αυτήν νέαν Ρώμην).

Αυτός μάλιστα ο κανόνας απετέλεσε και σημείο τριβής μεταξύ της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας και της Κωνσταντινουπόλεως για πάρα πολλά χρόνια, καθώς η Εκκλησία της Αλεξανδρείας έχανε τη δύναμή της από την Κωνσταντινούπολη μόνο και μόνο επειδή ήταν τότε πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας.

Ο ρόλος του Κυρίλλου Αλεξανδρείας κατά την Γ' Οικουμενική Σύνοδο (431) είναι ενδεικτικός της δυνάμεως της τοπικής Εκκλησίας της Αλεξανδρείας ακόμη και την εποχή εκείνη! Κατά την Δ' Οικουμενική σύνοδο (451) με τον κανόνα 28 θεμελιώνονται τα προνόμια του Κωνσταντινουπόλεως:

«.... Και γαρ τω θρόνω της πρεσβυτέρας Ρώμης, δια το βασιλεύειν την πόλιν εκείνην, οι Πατέρες εικότως αποδεδώκασι τα πρεσβεία· και τω αυτώ σκοπώ κινούμενοι οι εκατόν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι επίσκοποι, τα ίσα πρεσβεία απένειμαν τω της Νέας Ρώμης αγιωτάτω θρόνω ευλόγως κρίναντες, την βασιλεία και συγκλήτω τιμηθεισα πόλιν και ίσων απολαύουσαν πρεσβείων τη πρεσβυτέρα βασιλίδι Ρώμη, και εν τοις εκκλησιαστικοίς ως εκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετά εκείνην υπάρχουσαν....».

Τα όσα αναφέραμε δείχνουν ότι οι λόγοι που δόθηκε το Πρωτείο τιμής ήταν καθαρά πολιτικοί. Άλλωστε αν μελετήσει κανείς και την αυτοκρατορική νομοθεσία εκείνης της περιόδου θα δει ότι οι αποφάσεις αυτών των κανόνων είναι σχεδόν επιθυμία του αυτοκράτορα.

Τα ανωτέρω λοιπόν δεν είναι νοσηρό αποκύημα της φαντασίας μας, αλλά ιστορικά γεγονότα που τεκμηριώνονται από τις πηγές της εποχής.

Καλό είναι λοιπόν να μην ταράζονται όσοι αγαπητοί αδελφοί βλέπουν γύρω τους Τρίτες Ρώμες, Τέταρτες κτλ. γιατί το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν θα μας το πάρει κανείς: ούτε βούλγαροι, ούτε ρώσοι, ούτε σέρβοι.

Άλλωστε ότι έχουμε μας το δίνει ο Θεός και όταν το χάνουμε μας το παίρνει γιατί μάλλον δεν το εκτιμήσαμε όπως έπρεπε, κάνοντας κατάχρηση και όχι χρήση της δωρεάς Του( τω γάρ έχοντι παντί δοθήσεται και περισσευθήσεται, του δε μη έχοντος και ο έχει αρθήσεται απ' αυτού Ματθ. 25,29).

Μέσα από το Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ο Θεός μας έδωσε τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο και πολλούς άλλους αγίους αλλά μας έδωσε και Νεστορίους.. που όμως δεν πρόκειται να αλλοιώσουν το γεγονός ότι το Πατριαρχείο αποτελεί έναν φάρο πνευματικότητας, που όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες αναγνωρίζουν.

Καλύτερα λοιπόν να σταματήσουμε να αναμασάμε την έννοια του εθνοφυλετισμού, την οποία ενίοτε χρησιμοποιούμε περισσότερο από εκείνους που φοβόμαστε ως κατακτητές, να αναζητήσουμε την πνευματικότητα που χάσαμε διαλεγόμενοι με πάσης φύσεως αιρετικές παραφυάδες, κάνοντας υποχωρήσεις που σπάνια βλέπουν το φως της δημοσιότητας και τότε όταν βρούμε αυτά που χάσαμε δεν έχουμε να φοβηθούμε κανένα.
Θα κλείσουμε με την απάντηση που έδωσε ο ίδιος ο Κύριος μας στους μαθητές του έπειτα από το αίτημα των υιών του Ζεβεδαίου για πρωτοκαθεδρία:

« Ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς είπεν. Οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. Ουχ ούτως έσται εν υμίν, αλλ' ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι έσται υμών διάκονος, και ος αν θέλη εν υμίν είναι πρώτος έσται υμών δούλος. Ώσπερ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθεν διακονηθήναι αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών (Ματθ. 20, 25-28)».

Διαφιλονικούμενη περιουσία....

images

Την ώρα που έχει ανοίξει επιτέλους η συζήτηση για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, με την εισαγωγή μάλιστα ρηξικέλευθων για την ελληνική νομική πραγματικότητα θεσμών, είναι σκόπιμο να λεχθούν μερικές αλήθειες που άλλοι δεν μπορούν και άλλοι δεν θέλουν να διατυπώσουν. 

Είναι γεγονός ότι, εκατόν ογδόντα έτη μετά τη σύσταση του νεότερου ελληνικού κράτους, το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει κατορθώσει ακόμη να καταγράψει την περιουσία του, τη δημόσια γη.

Ούτε έχει κατορθώσει ακόμη να ολοκληρώσει το Κτηματολόγιο για ολόκληρη την επικράτεια, παρ΄ ότι τα σχετικά κονδύλια παρασχέθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ενωση, εκταμιεύθηκαν, αλλά χάθηκαν στην πορεία, χωρίς ποτέ να βρεθούν οι υπαίτιοι. 

Η ανικανότητα του Δημοσίου να καταγράψει τη δημόσια γη δεν είναι ασφαλώς τυχαία. Οφείλεται στην ανικανότητα του πολιτικού συστήματος, διαχρονικώς και διακομματικώς, από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, το έτος 1830, ως και σήμερα. Και η σημασία αυτής της ανικανότητας πληρώνεται τώρα! 

Είναι σημαντικό ότι ήδη ο διαπρεπής νομοδιδάσκαλος Παύλος Καλλιγάς (1814-1896), μεγάλη προσωπικότητα της εποχής του και διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, αναφερόμενος στα σχετικά με τα «εθνικά κτήματα» νομοθετήματα είχε κάνει λόγο για τα«άφρακτα της νομοθεσίας» που οδήγησαν τελικώς σε «γη άνευ ανθρώπων και ανθρώπους άνευ γης»!..

Το ελληνικό κράτος ευθύς μετά την ίδρυσή του βρήκε ως έναν από τους μεγαλύτερους, τον μεγαλύτερο ίσως γαιοκτήμονα, την Ορθόδοξη Εκκλησία και ειδικότερα τα μοναστήρια. 

Το μέγα λάθος του πολιτικού συστήματος ήταν ότι θεώρησε, ήδη επί Βαυαροκρατίας, ότι έπρεπε να ελέγξει την Εκκλησία εισάγοντας ένα αμιγώς πολιτειοκρατικό σύστημα και αλλάζοντας δομές που είχαν επιζήσει καθ΄ όλη την Τουρκοκρατία. 

Στο πλαίσιο αυτό φάνηκε πως μια καλή ευκαιρία άκοπου πλουτισμού του δημόσιου ταμείου ήταν η κρατικοποίηση μεγάλου μέρους της μοναστηριακής περιουσίας που υπήρχε στην τότε ελληνική επικράτεια.

Ετσι το 1833, με διάταγμα που τότε επείχε ισχύ νόμου, η Αντιβασιλεία του Οθωνα προχώρησε στη διάλυση όλων των μονών που ήταν εγκαταλελειμμένες ή δεν είχαν επαρκή αριθμό μοναχών και στην περιέλευση της περιουσίας τους, άνευ άλλου, στο Δημόσιο, ουσιαστικώς δηλαδή προχώρησε σε δήμευση της περιουσίας τους. 

Ετσι ξεκίνησε το μεγάλο ζήτημα της μοναστηριακής περιουσίας, το οποίο στη διάρκεια των δεκαετιών περιπλέχθηκε εξαιτίας λανθασμένων χειρισμών από την πλευρά των κυβερνήσεων, αλλά και από την πλευρά της διοικούσας Εκκλησίας. 

Ολως επιγραμματικώς αξίζει να σημειώσει κανείς δύο μόνο, τις σημαντικότερες ίσως προσπάθειες που έγιναν για την επίλυση του περίπτυστου αυτού και άλυτου έως και σήμερα ζητήματος. Η πρώτη έλαβε χώρα μεταπολεμικώς, η δεύτερη μεταπολιτευτικώς. 

Η πρώτη προσπάθεια οδήγησε στις Συμβάσεις του 1952 για την εξαγορά από το Δημόσιο κτημάτων της Εκκλησίας της Ελλάδος και την παραχώρηση από την Εκκλησία κτημάτων των Μονών Πεντέλης Αττικής και Αγ. Λαύρας Καλαβρύτων για αποκατάσταση καλλιεργητών και κτηνοτρόφων.

Επειδή όμως δεν υλοποιήθηκαν, και από τις δύο πλευρές, υποχρεώσεις της Συμβάσεως, το ζήτημα παρέμεινε τελικώς εκκρεμές. 

Η δεύτερη προσπάθεια οδήγησε στον Ν. 1700/1987, γνωστό και ως «νόμο Τρίτση», που δεν εφαρμόστηκε, αλλά και δεν καταργήθηκε ποτέ, και στη Σύμβαση του 1988 μεταξύ του Δημοσίου και 144 (μόνο) Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος για την παραχώρηση της δασικής και αγροτολιβαδικής περιουσίας τους στο Δημόσιο, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 1811/1988, αλλά επίσης δεν υλοποιήθηκε ποτέ! 

Στις κρίσιμες αυτές ώρες που διέρχεται ο τόπος επιβάλλονται καθαρές, ρηξικέλευθες αλλά και πρακτικές λύσεις. Από δεκαετιών, έχει υποστηριχθεί, όχι μόνον από τον γράφοντα, ότι η Πολιτεία θα έπρεπε να προχωρήσει στην επίλυση του χρονίζοντος, αποτελματωμένου πλέον ζητήματος της διαφιλονικούμενης μοναστηριακής περιουσίας που όσο μένει ανοικτό λειτουργεί μόνον υπέρ ετερόκλητων καταπατητών. 

Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η Εκκλησία θα πρέπει να διατηρήσει την περιουσία της, ακριβέστερα να διατηρήσουν την περιουσία τους όλα εκείνα τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα που έχουν ιδιοκτησία. 

Η διατήρηση όμως και εκμετάλλευση, με τη συνδρομή της Πολιτείας και την παραχώρηση ευνοϊκών όρων δομήσεως της αστικής κυρίως περιουσίας της Εκκλησίας, θα πρέπει να συνδυαστεί σταδιακώς με την ανάληψη από την ίδια του κόστους λειτουργίας της, των λειτουργικών δηλαδή δαπανών της. 

Αυτό δεν σημαίνει ούτε αναγκαίως ούτε αυτομάτως διακοπή της μισθοδοσίας του κλήρου. Θα πρέπει να εξετασθούν εναλλακτικά μοντέλα και βεβαίως θα πρέπει να ενισχυθεί η άσκηση από μέρους των κληρικών επαγγελμάτων, η φύση των οποίων δεν βρίσκεται σε αντίθεση με το ιερατικό σχήμα και δεν απαγορεύονται από τους κανόνες της Εκκλησίας. 

Προφανές επίσης είναι ότι για την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος θα χρειασθεί μια μακρά μεταβατική περίοδος και όποια λύση προκριθεί θα αφορά μόνο τους νεοεισερχόμενους στον κλήρο. 

Η διοίκηση της Εκκλησίας οφείλει να αναλάβει επειγόντως πρωτοβουλίες προτού της επιβληθούν μέτρα, με τα οποία δεν θα συμφωνεί, αλλά και τα οποία δεν θα μπορεί να αποφύγει... 

Η ευθύνη βαρύνει το σύνολο των Ιεραρχών, τη Σύνοδο δηλαδή της Ιεραρχίας, που αποτελεί και την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή... 

Υπάρχει ελπίς; 

Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

top
Has no content to show!