Συγκινητική η ομιλία του Πατρών για την Άλωση

ImageΔό­κι­μος ο­μι­λη­τής και έν­θερ­μος ζη­λω­τής των πα­ρα­δό­σε­ων του Έθνους, ο Σε­βα­σμιώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Πα­τρών κ. Χρυ­σό­στο­μος

με το με­στό του λό­γο ζω­ντά­νε­ψε την ιε­ρή Πα­ρα­κα­τα­θή­κη του Κωνσταντί­νου Πα­λαιο­λό­γου και βο­ή­θη­σε να ψηλαφίσουμε την παρου­σί­α του Θε­ού στην ι­στο­ρί­α, στην εκ­δή­λω­ση που πραγματοποιή­θη­κε την Τε­τάρ­τη το βρά­δυ στην αί­θου­σα της Διακιδείου Σχο­λής Λα­ού Πατρών.

 

Πριν ο ομιλητής ανέβει στο βή­μα, τέ­λε­σε Τρι­σά­γιο στη μνή­μη του Αυ­το­κρά­το­ρα Κων­στα­ντί­νου Πα­λαιο­λό­γου, ε­νώ έ­ψαλ­λε η 35με­λής Βυ­ζα­ντι­νή Χο­ρω­δί­α της Πο­λυ­φω­νι­κής, με χο­ράρ­χη τον Γιάν­νη Κόττορο.

 

Στο τέ­λος ερ­μή­νευ­σε με ά­ψο­γο τρό­πο τρα­γού­δια της Πό­λης. Η εκδήλω­ση έ­κλει­σε με τους ε­κα­το­ντά­δες πα­ρι­στα­μέ­νους να τραγουδούν τον Ε­θνι­κό μας Ύμνο.

 

Τον Σε­βα­σμιώ­τα­το προ­λό­γι­σε και κά­λε­σε στο βή­μα της Δια­κι­δεί­ου ο πρό­ε­δρός της Ιω­άν­νης Α­θα­να­σό­που­λος.

 

Α­πο­σπά­σμα­τα α­πό την χειμαρρώδη ο­μι­λί­α του Μητροπολίτη Πα­τρών κ. Χρυσοστόμου που θύμισε τον Μακαριστό Χριστόδουλο, πα­ρα­θέ­του­με ευ­θύς α­μέ­σως:

 

Α­γα­πη­τοί μου

Κά­θε φο­ρά που φτά­νο­με στην 29η Μα­ΐ­ου, ο νους μας πη­γαί­νει ε­κεί. Στην Πό­λη.

 

Στην Α­για-Σο­φιά. Στην η­μέ­ρα την α­πο­φρά­δα που έ­πε­φτε η Βα­σι­λεύ­ου­σα, η βο­η­θός και σκέ­πη της Πα­τρί­δος. Πό­λις, το των χρι­στια­νών κα­τα­φύ­γιον, η Ελ­πί­δα και χα­ρά πά­ντων των Ελ­λή­νων, το καύ­χη­μα πι­στοίς ού­σιν υ­πό την του η­λί­ου α­να­το­λήν, ως την ε­χα­ρα­κτή­ρι­σε ο Μαρ­τυ­ρι­κός Κων­στα­ντί­νος Πα­λαιο­λό­γος.

 

Στην η­μέ­ρα και ώ­ρα που έκει­το αι­μό­φυρ­το το γέ­νος γύ­ρω α­πό τον μάρ­τυ­ρα, τον ή­ρω­α, τον δαφ­νο­στε­φα­νω­μέ­νο τε­λευ­ταί­ο Αυ­το­κρά­το­ρα. «Ην γαρ μο­νό­τα­τος α­πο­λ­ει­φθείς» λέ­γει για τον Κων­στα­ντί­νο, ο Ι­στο­ρι­κός Δού­κας. «Τό­τε εις των Τούρ­κων δους αυ­τώ κα­τά πρό­σω­πον και πλή­ξας και αυ­τός τω Τούρ­κω, ε­τέ­ραν ε­χα­ρί­σα­το.

 

Των ό­πι­σθεν δε έ­τε­ρος και­ρί­αν δους πλη­γήν, έ­πε­σε κα­τά γης. Ου γαρ ή­δει­σαν ό­τι ο Βα­σι­λεύς ε­στίν, αλ­λ’ ως κοι­νόν στρα­τιώ­την του­τον θα­να­τώ­σα­ντες α­φη­καν ».

Έ­πε­σε ο λε­ο­ντό­καρ­δος, ε­νώ ά­φη­σε με την σθε­να­ρά του στά­ση έ­να­ντι των προ­τά­σε­ων του Μω­ά­μεθ, Ιε­ράν πα­ρα­κα­τα­θή­κην.

 

«Το δε την πό­λιν σοι δού­ναι ουκ ε­μόν ε­στίν, ού­τε άλ­λου των κα­τοι­κού­ντων εν αυ­τή. Κοι­νή γαρ γνώ­μη πά­ντες αυ­το­προ­αι­ρέ­τως α­πο­θα­νού­μεν, μη φει­δό­με­νοι της ζω­ής η­μών».

 

Πι­στεύ­ω ό­τι δεν υ­πάρ­χει Ελ­λη­νι­κή ψυ­χή η ο­ποί­α να μη αι­σθά­νε­ται δέ­ος, ρί­γη συ­γκι­νή­σε­ως για τη με­γά­λη συμ­φο­ρά. Η πτώ­ση της Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως έ­γι­νε μοι­ρο­λό­γι, στε­ναγ­μός, κλαυθ­μός, θρύ­λος, κα­ϋ­μός α­γιά­τρευ­τος. Το γέ­νος έ­χα­σε τα μά­τια του και κα­θη­μαγ­μέ­νο συ­νέ­χι­σε τη μαρ­τυ­ρι­κή του πο­ρεί­α, μέ­σα α­πό τα­πει­νώ­σεις, ι­κριώ­μα­τα, σταυ­ρούς, ευ­τε­λι­σμούς.

 

Α­γω­νί­στη­κε ό­μως με πί­στη στο Θε­ό και ελ­πί­δα. Βρή­κε την αυ­το­πε­ποί­θη­σή του και προ­χώ­ρη­σε έ­ως ό­του α­νέ­πνευ­σε με­τά α­πό βά­σα­να πο­λυώ­δυ­να.

 

Α­πό το ί­διο βή­μα κά­ποια άλ­λη φο­ρά εί­χα πει. Δεν πη­γαί­νο­με στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Ε­πι­στρέ­φο­με. (Τον λό­γον αυ­τό εί­χεν εί­πει Έλ­λη­νας πο­λι­τι­κός).

 

Συ­νε­χί­ζο­ντας ο κ. Χρυ­σό­στο­μος εί­πε, η Κων­στα­ντι­νού­πο­λη για μας εί­ναι τό­πος Ιε­ρός. Γη μαρ­τύ­ρων, βαμ­μέ­νη με αί­μα­τα η­ρώ­ων, κλη­ρι­κών και λα­ϊ­κών, οι ο­ποί­οι θυ­σιά­στη­καν στο διά­βα των αιώ­νων υ­πέρ πί­στε­ως και πα­τρί­δος.

 

Τα κά­στρα, οι Να­οί, τα Μο­να­στή­ρια, τα κοι­μη­τή­ρια, τα πά­ντα, μο­σχο­βο­λά­νε Χρι­στό και Ελ­λά­δα. Και πα­ρά το ό­τι σή­με­ρα οι Ρω­μη­οί μια χού­φτα μεί­να­νε, εν τού­τοις ό­ταν πα­τή­ση κα­νείς στον μαρ­τυ­ρι­κό και παν­σε­βά­σμιο τό­πο και στις φλέ­βες του ρέ­ει αί­μα Ελ­λη­νι­κό, δεν μπο­ρεί πα­ρά αυ­τή την αί­σθη­ση να έ­χη, ό­τι ο τό­πος αυ­τός εί­ναι Ιε­ρός και Ά­γιος.

 

Μνή­μη της Α­λώ­σε­ως σή­με­ρα.

Η πό­λις ε­ά­λω. Εί­ναι α­λή­θεια ό­τι χά­σα­με τα μά­τια μας, το θη­σαυ­ρό μας τον α­νε­κτί­μη­το. Χά­σα­με της οι­κου­μέ­νης τον στέ­φα­νο και τον α­δά­μα­ντα. Χά­σα­με την Α­για-Σο­φιά μας, «τον της οι­κου­μέ­νης ο­φθαλ­μόν», ως χα­ρα­κτη­ρί­ζει την με­γά­λη Εκ­κλη­σιά μας ο Α­γιώ­τα­τος Πα­τριάρ­χης  Φώ­τιος. Έ­γι­νε στην αρ­χή τζα­μί, σή­με­ρα, λέ­γε­ται μου­σεί­ο. Χά­θη­κε η πα­λιά της δό­ξα. Μό­νο αν μπη κα­νείς στην Α­για-Σο­φιά θα μπο­ρέ­ση να κα­τα­λά­βη το με­γα­λεί­ο του Γέ­νους, αλ­λά και την συμ­φο­ρά του.

 

Το φως ε­σβέ­σθη. Τα ψη­φι­δω­τά ε­κα­λύ­φθη­καν. Η Θεί­α Λει­τουρ­γί­α έ­πα­ψε και δεν τε­λεί­ται πια. Αλ­λ’ ό­χι, τι λέ­γω, ό­χι,  η δό­ξα λά­μπει. Κλεί­στε τα μά­τια σας και τα­ξι­δέψ­τε ε­κεί και θα δή­τε το Σταυ­ρό να λά­μπη στην κο­ρυ­φή του τρού­λου, τον ου­ρα­νό να α­κου­μπά­ει στους α­έ­ρι­νους θό­λους και τον ή­λιο να χρυ­σο­στε­φα­νώ­νει το κα­μά­ρι της φυ­λής μας. Κλεί­στε τα μά­τια α­δελ­φοί μου και ναι, θα δή­τε τον Πα­τριάρ­χη, να μπαί­νη με­γα­λο­πρε­πώς και να ευ­λο­γή, να λει­τουρ­γή χρυ­σο­φο­ρε­μέ­νος και τον αυ­το­κρά­το­ρα στον Θρό­νο.

 

Κλεί­στε τα μά­τια σας και θα α­κού­σε­τε τους πο­λυ­με­λείς χο­ρούς των ψαλ­τών να ψάλ­λουν ου­ρά­νιες – ε­πί­γειες  με­λω­δί­ες, ποιός ξέ­ρει, μα­ζί με τους αγ­γέ­λους Τον Δε­σπό­την και τον Αρ­χιε­ρέ­α ..... και ό­λος ο Λα­ός, οι χι­λιά­δες των Ρω­μη­ών να ευ­γνω­μο­νούν την Πα­να­γί­α.

 

Τη υ­περ­μά­χω στρα­τη­γώ τα νι­κη­τή­ρια. Κλεί­στε τα μά­τια σας και θα α­κού­σε­τε πά­ντως φω­νές Ελ­λή­νων και θα δή­τε πα­τή­μα­τα Ρω­μη­ών.

 

Σε άλ­λο ση­μεί­ο της ο­μι­λί­ας του ε­πε­σή­μα­νε, ναι, ναι, το κάλ­λος της Α­γιας-Σο­φιάς, πα­ρα­μέ­νει α­νέ­πα­φο, α­μεί­ω­το, ζη μέ­χρι σή­με­ρα και θα ζη έ­ως της συ­ντε­λεί­ας του αιώ­νος.

 

Το κάλ­λος της ζη μέ­σα στην Εκ­κλη­σί­α και με­τά την Α­λω­σι και καλ­λιερ­γεί σ’ ό­λους τους Ορ­θό­δο­ξους Λα­ούς τον Ορ­θό­δο­ξο Πο­λι­τι­σμό και το Ορ­θό­δο­ξο Ρω­μαί­ϊ­κο ή­θος. Αυ­τό το κάλ­λος, θέρ­μα­νε τις καρ­διές των σκλά­βων, αυ­τός ο σταυ­ρός πύρ­γω­σε την ελ­πί­δα, αυ­τό το φως α­πό το Ά­γιο Βή­μα της Α­γιά-Σο­φιάς φώ­τι­σε στα σκο­τά­δια τε­τρα­κό­σια ο­λό­κλη­ρα χρό­νια .

 

Σ’ αυ­τό το φως, σ’ αυ­τό το κάλ­λος, ο­φεί­λου­με τη λευ­τε­ριά μας.

Αυ­τό το φως αυ­τό το κάλ­λος που το κρά­τη­σαν οι πα­τέ­ρες μας τό­σες και τό­σες γε­νη­ές, κα­λού­με­θα να το ε­γκολ­πω­θού­με και να το κρα­τή­σου­με, ι­διαί­τε­ρα σή­με­ρα που η νε­ο­ελ­λη­νι­κή παι­δεί­α προ­βάλ­λει τον ε­ξευ­ρω­πα­ϊ­σμό μας ως την με­γά­λη ι­δέ­α του Έ­θνους.

 

Η­μέ­ρα της Α­λώ­σε­ως και με το μυα­λό μας φέρ­νο­με σε α­ντι­στοι­χί­α τα γε­γο­νό­τα της α­λώ­σε­ως με την σύγ­χρο­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Τα γε­γο­νό­τα του 1453 βο­ούν και μαρ­τυ­ρούν, τα ση­με­ρι­νά μας προ­βλη­μα­τί­ζουν.

 

Και σή­με­ρα δια­γρά­φο­νται δύ­σκο­λες στιγ­μές και βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σε δύ­σκο­λες ε­πι­λο­γές και κα­λού­με­θα να πά­ρου­με α­πο­φά­σεις οι ο­ποί­ες θα εί­ναι κα­θο­ρι­στι­κές για τις τύ­χες του Έ­θνους.

 

Η ση­με­ρι­νή η­μέ­ρα δί­νει το μή­νυ­μά της. Αν θέ­λου­με να υ­πάρ­ξου­με ως Έ­θνος και ως Ορ­θό­δο­ξος Λα­ός με προ­ο­ρι­σμό τη Βα­σι­λεί­α του Θε­ού και αν πρέ­πει να δια­τη­ρή­σου­με την ταυ­τό­τη­τά μας και την αυ­το­συ­νει­δη­σί­α μας κι αν δεν πρέ­πει να χα­θού­με στο χω­νευ­τή­ρι των πο­λι­τι­σμών, ο­φεί­λου­με :

 

α) Να φυ­λά­ξου­με την πί­στη των Πα­τέ­ρων μας. Ε­κεί­νη την πί­στη για την ο­ποί­α α­γω­νί­στη­καν και έ­πε­σαν ο Κων/νος Πα­λαιο­λό­γος και οι συ­μπο­λε­μι­στές του και να την δια­τη­ρή­σου­με. Αυ­τές οι α­ξί­ες, πα­ρά το ό­τι το γέ­νος μας πέ­ρα­σε δια πυ­ρός και σι­δή­ρου διε­τη­ρή­θη­σαν μέ­χρι και σή­με­ρα.

 

β) Να ζή­σου­με ως Λα­ός με κέ­ντρο την Α­γί­α μας Εκ­κλη­σί­α, την Ορ­θό­δο­ξη πί­στη μας η ο­ποί­α ε­λευ­θε­ρώ­νει, φω­τί­ζει, α­γιά­ζει. Να μη πα­ρορ­γί­ζου­με τον Θε­ό με τις α­μαρ­τί­ες μας , με την α­πο­στα­σί­α α­πό το θέ­λη­μά του. Ο­σά­κις συ­νέ­βη­σαν αυ­τά, ο Λα­ός έ­κλαυ­σε πι­κρώς δια τας α­μαρ­τί­ας του και ε­θρή­νη­σε ως ο Ισ­ρα­ήλ εν χώ­ρα δου­λεί­ας και ε­πί των πο­τα­μών Βα­βυ­λώ­νος.

 

Και ο­λο­κλή­ρω­σε λέ­γο­ντας, Μνή­μη της Α­λώ­σε­ως σή­με­ρα, Α­δελ­φοί μου.

 

Και αν η πό­λις ε­ά­λω, ουδ’ε­πί στιγ­μήν έ­πα­ψε η πνευ­μα­τι­κή της α­κτι­νο­βο­λί­α, ου­δέ­πο­τε έ­πα­ψε να εί­ναι η προ­κα­θη­μέ­νη της α­γά­πης μας, αυ­τή η βρυ­σο­μά­να, που α­κό­μα σκλα­βω­μέ­νη, πο­τί­ζει και σή­με­ρα και θα πο­τί­ζη για πά­ντα του Γέ­νους μας τις Ά­γιες ρί­ζες.

 

Για κεί­νη θα μεί­νη μέ­χρι της συ­ντε­λεί­ας του αιώ­νος ο λό­γος του κλει­νού και θε­ορ­ρή­μο­νος Γρη­γο­ρί­ου του Να­ζιαν­ζη­νού:

 

« Ω Κων­στα­ντί­νου κλει­τόν έ­δος με­γά­λου. ο­πλο­τέ­ρη Ρώ­μη, τόσ­σον προ­σφέ­ρου­σα πο­λή­ων, οσ­σά­τιον γαί­ης ου­ρα­νός α­στε­ρό­εις» . ( Γρηγ. Θε­ολ. ποί­ημ. 1’)

 

δηλ.  « Ω  δο­ξα­σμέ­νη κα­θέ­δρα του Κων­στα­ντί­νου του Με­γά­λου, νε­ώ­τε­ρη Ρώ­μη, που τό­σο ξε­περ­νάς κά­θε άλ­λη πό­λι.ό­σο την γη ο α­στρο­στό­λι­στος ου­ρα­νός....» .
Εμφανίσεις: 78443
Γίνετε ενεργά η πηγή του Romfea.gr! Στείλτε ειδήσεις και φωτογραφίες που πιστεύετε πως ενδιαφέρουν τους αναγνώστες στο [email protected]
FOLLOW ROMFEA:
top
Has no content to show!