Η προαιρετικότητα των Θρησκευτικών προς τον ΥΠΕΠΘ

ImageΕπίσημη τοποθέτηση του Συνδέσμου Θεολόγων Μακεδονίας Θράκης για το ζήτημα των Απαλλαγών από το Μάθημα

των Θρησκευτικών.

 

Κύριε Υπουργέ

 

Η θρησκευτικότητα αποτελεί μια από τίς σπουδαιότερες πτυχές τής  ανθρώπινης ύπαρξης. Το μάθημα τών  θρησκευτικών είναι το γνωστικό αντικείμενο, που βοηθά το μαθητή να αποκτήσει μια υγιή θρησκευτική συνείδηση, που να ανταποκρίνεται στην έμφυτη πνευματική του ανάγκη, αφού η πίστη στο Θεό αποτελεί ένα κύριο στοιχείο της ανθρώπινης ζωής.

 

Η θρησκευτικότητα μπορεί να καλύψει την ανάγκη και την αναζήτηση που έχει ο νέος για αφοσίωση και αυτοπραγμάτωση1.

 

Η ελληνική πολιτεία, ήδη από την ίδρυσή της, διαπιστώνοντας ότι οι πολίτες της, στη μεγάλη τους πλειονοψηφία είναι ένθεοι, όπως όλοι σχεδόν οι δια μέσου των αιώνων πρόγονοί τους και επειδή υπάρχουν εκατοντάδες θρησκευτικές αιρέσεις, μερικές από τις οποίες μάλιστα είναι και επικίνδυνες, θεώρησε ως αναγκαία την ένταξη στο Πρόγραμμα Σπουδών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του μαθήματος των θρησκευτικών.

 

Η θρησκευτική αγωγή, ως ένα από  τα βασικότερα ανθρωπιστικά και κοινωνικά  μαθήματα του σχολείου, αποτελεί μια  σύγχρονη και απαραίτητη, ιδιαίτερα στην εποχή μας, σχολική παιδευτική διαδικασία, που στοχεύει σε ένα καινούριο άνθρωπο και ένα καινούριο κόσμο2.

 

Στόχος  της είναι να βοηθήσει το μαθητή να καλλιεργήσει στην ψυχή του τήν  επιθυμία τής συμμετοχής του στην ανακαίνιση της ανθρώπινης φύσης, που άρχισε ο Ιησούς Χριστός και συνεχίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία δια του Αγίου Πνεύματος.

 

Προσδοκία της είναι, επίσης, να συντελεί στη  διαμόρφωση στάσεων και τρόπων ζωής, που να έχουν ως αφετηρία τους την αλήθεια, την αγάπη και την ελευθερία. Ταυτόχρονα, συντελεί σημαντικά στο να καλλιεργείται με αρτιότερο τρόπο στο σχολείο η προετοιμασία ενός ευρωπαίου ανθρώπου, που να μπορεί να συμμετέχει στη σύγχρονη κοινωνία της πληροφορίας και της τεχνολογίας, διατηρώντας όμως τα ιδιαίτερα ανθρωπιστικά και κοινωνικά στοιχεία του ελληνορθόδοξου πολιτισμού.

 

Το  μάθημα τών θρησκευτικών οδηγεί το μαθητή μέσα από μια διαδρομή, κατά τήν οποία συναντιέται ο ελληνικός  πολιτισμός με την ορθόδοξη παράδοση. Είναι η διαδρομή που βιώθηκε από το σύνολο του λαού  και σχετίζεται άμεσα με αυτό που λέμε νεοελληνική ταυτότητα3.

 

Η ταυτότητα αυτή, εκτός από τις άλλες σχεσιακές της συνδέσεις, σχετίζεται άμεσα και με την ορθόδοξη θρησκευτική συνείδηση, το ήθος και τον τρόπο ζωής της Εκκλησίας. Η εκκλησιαστική ζωή και η χριστιανική πίστη, άλλωστε, έχουν επηρεάσει διαχρονικά την ελληνική νομοθεσία, την κοινωνική, την πολιτισμική και την πολιτική ζωή.

 

Η οργανική αυτή σχέση αποτελεί μια  από τίς πολιτισμικές ιδιαιτερότητες του ελληνικού λαού, η δε Ευρωπαϊκή  Ένωση, με τίς μέχρι τώρα οδηγίες της, όχι μόνο δεν επιβάλλει την κατάργηση η παραχάραξη των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων κανενός  από τους λαούς της, αλλά, αντίθετα, έχει εκφράσει τις προθέσεις της για την ανάγκη προστασίας και διατήρησής τους.

 

Η σχολική θρησκευτική αγωγή, εμπλουτισμένη όπως είναι με ένα συνδυασμό που συμπεριλαμβάνει και τον πολιτισμικό και τον ηθικοκοινωνικό προσανατολισμό των μαθητών, απαντά ικανοποιητικά στο ομολογουμένως τεράστιο ενδιαφέρον, που, με ελάχιστες εξαιρέσεις, υπάρχει τα τελευταία χρόνια τόσο στην Ελλάδα, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, για τη θρησκεία και την πίστη4.

 

Το  μάθημα τών θρησκευτικών, εκτός  τών άλλων, εμπνέει και ηθικοκοινωνικές  αρχές στούς μαθητές. Τα τελευταία  χρόνια, έντονη είναι η αίσθηση ότι η αληθινή κοινωνικότητα και το γνήσιο ανθρώπινο ήθος αποτελούν σπάνια φαινόμενα στις σύγχρονες κοινωνίες5.

 

Αν και η εποχή μας είναι έντονα επικοινωνιακή, οι άνθρωποι αισθάνονται μεγάλη μοναξιά, κλείνονται στον εαυτό τους και «κυριαρχούνται από το στοιχείο της διαφωνίας, της αντιπαράθεσης και της σύγκρουσης»6.

 

Αυτή  η έλλειψη αληθινής κοινωνίας  προσώπων είναι το βασικό πρόβλημά τους, αφού θεωρείται η πηγή όλων τών αρνητικών καταστάσεων τής  πολιτικοκοινωνικής ζωής.

 

Το  μάθημα τών θρησκευτικών, μέσα από  τήν αληθινή αγάπη, που πηγάζει  από τήν πίστη και το έντονο κοινωνικό και ευχαριστιακό πνεύμα της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωής, αποζητά την προσωπική σχέση και καλλιεργεί την κοινωνικότητα, καθώς και τις αληθινές διανθρώπινες, οικουμενικές και διαπροσωπικές σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους και λαούς7.

 

Οι  λόγοι καθιέρωσης τής υποχρεωτικότητας τής θρησκευτικής αγωγής σε  ευρωπαϊκά κράτη, όταν σχεδιάζεται  κάποια  μεταρρύθμιση στο σχολείο και ειδικά σε θέματα που αφορούν στα Αναλυτικά Προγράμματα (Curricula), πραγματοποιείται μια πολύχρονη επιστημονική διαδικασία από συσκέψεις και έρευνες ειδικών8.

 

Η διαδικασία αυτή, αφού καταλήξει σε κάποιο πόρισμα, εφαρμόζεται πειραματικά για μία - δύο σχολικές χρονιές σε κάποιες σχολικές μονάδες, εξετάζονται και αναλύονται τα αποτελέσματα, οι αντιδράσεις δασκάλων-μαθητών, διαπιστώνεται, εάν και πόσο ωφελείται η βλάπτεται ο μαθητής και η παιδεία γενικότερα και μετά συσκέπτεται η πολιτική ηγεσία για αποφάσεις.

 

Ωστόσο, ενημερώνεται η κοινή γνώμη  και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, ζητείται η θέση τών ειδικών, τών  γονέων, τών εκπαιδευτικών και πραγματοποιείται επιστημονική ανταλλαγή απόψεων για το θέμα σε ειδικά επιστημονικά περιοδικά. Αφού λάβει όλα αυτά υπόψη, η πολιτική ηγεσία αποφασίζει η όχι για τη γενίκευση των αλλαγών σε όλες τις σχολικές μονάδες της χώρας.

 

Σε  μας, κατά την περίπτωση της πρόσφατης κατάργησης της υποχρεωτικότητας του μαθήματος των θρησκευτικών, δεν έγινε τίποτε από τα παραπάνω. Στάλθηκαν μόνον οι υπουργικές εγκύκλιοι και τέθηκαν απευθείας σε εφαρμογή από τα σχολεία.

 

Η απόφαση αυτή είναι μια πολιτική πράξη με ιδιαίτερη σημασία, διότι για πρώτη φορά, μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και την καθιέρωση του μαθήματος των θρησκευτικών στην ελληνική παιδεία ως υποχρεωτικού9, αμφισβητείται τόσο απροκάλυπτα και έμπρακτα η αξία της σχολικής θρησκευτικής αγωγής.

 

Πάντοτε αναγνωριζόταν από την ελληνική πολιτεία ο υψηλός παιδαγωγικός ρόλος του θρησκευτικού μαθήματος, διότι θεωρούνταν ότι εκφράζει, προβάλλει, διερμηνεύει και διασώζει στο χώρο της ελληνικής παιδείας τόσο τον ορθόδοξο χριστιανικό πολιτισμό,  όσο και τον τρόπο ζωής της ζώσας για όλους σχεδόν τους Έλληνες εκκλησιαστικής παράδοσης.

 

Η συνταγματική υποχρεωτικότητα, άλλωστε, τής εκπαίδευσης και συνεπώς, τής παρακολούθησης όλων τών σχολικών μαθημάτων δηλώνει ότι τα περιεχόμενα  τών μαθημάτων αυτών θεωρούνται αναγκαία και αναντικατάστατα για μια γενική παιδεία και μια κοινή  θρησκευτική, ανθρωπιστική, πολιτισμική, ιστορική, γλωσσική, κοινωνική και οικολογική αγωγή.

 

Βρισκόμαστε σε μια εποχή που η ανάγκη για ανθρωπιστική μόρφωση τών  νέων με γνώσεις, παιδεία και ήθος10 συνεχώς μεγεθύνεται.

 

Ένας από τους πιο πετυχημένους ορισμούς της μάθησης είναι εκείνος που την προσδιορίζει ως «μόνιμη μεταβολή της συμπεριφοράς, που προκύπτει ως αποτέλεσμα εμπειρίας και άσκησης»11.

 

Οι γνώσεις που παίρνει το παιδί στο σχολείο εμπεριέχουν θρησκευτικά, πολιτισμικά, ηθικοκοινωνικά και οικολογικά πρότυπα12 καθώς και άλλες παιδαγωγικές ευαισθησίες έτσι, ώστε να μπορεί βαθμιαία να καλλιεργεί η ακόμη και να διορθώνει τη σκέψη και το χαρακτήρα του.

 

Γενική  διαπίστωση στο χώρο τών επιστημών της αγωγής είναι ότι οι μαθητές που παρακολουθούν το σχολείο διαφέρουν συνήθως από τους αναλφάβητους η εκείνους που λαμβάνουν λιγότερη μόρφωση.

 

Όσο περισσότερο φοιτούν οι μαθητές στο σχολείο, τόσο πιο πολύ βελτιώνεται το ήθος τους, διότι μαθαίνουν πιο πολύ τους κοινωνικούς τους ρόλους, την κουλτούρα και την ιστορία του τόπου τους και γενικά, προετοιμάζονται για τη ζωή.

 

Οι γνώσεις τους τους βοηθούν στην επικοινωνία τους στις διαπροσωπικές και διανθρώπινες σχέσεις τους, στη διαμόρφωση της ταυτότητάς τους σε σχέση με την κοινωνία που ζουν, στην περαιτέρω μάθηση και στην επίλυση η αντιμετώπιση προβλημάτων στη ζωή τους13.

 

Ανάμεσα στις δεξιότητες και στα χαρακτηριστικά που επηρρεάζονται από τη φοίτηση  στο σχολείο, είναι η κατανόηση  και βίωση τής αξίας τής  δημοκρατίας, η καλλιέργεια και άσκηση της ικανότητάς τους να σκέπτονται με κριτικό τρόπο, καθώς και η θετική επίδραση στον τρόπο ζωής και  συμπεριφοράς τους14.

 

Βασικό  κριτήριο για τήν κατάρτιση τών  Προγραμμάτων Σπουδών και τη συγγραφή τών σχολικών βιβλίων είναι  να προσφέρουν, με το περιεχόμενό τους, αγωγή, παιδεία και μόρφωση στους μαθητές.

 

Το μάθημα των θρησκευτικών, ως γνωστό, με βάση τον ισχύοντα Νόμο 1566 του 1985 για την Εκπαίδευση, συμβάλλει μαζί με όλα τα άλλα μαθήματα στην εκπλήρωση του σκοπού της παιδείας, που είναι, εκτός των άλλων, «η ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη … των μαθητών … σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες»15.

 

Πέρα  από τη συμβολή του, ωστόσο, στη γενική μόρφωση των μαθητών, το μάθημα των θρησκευτικών έχει και ως ειδικό  στόχο να βοηθά την παιδεία να εκπληρώνει το συνταγματικό της σκοπό που είναι «η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών»16.

 

Με τον ισχύοντα Νόμο 1566 του 1985, ο παραπάνω συνταγματικός σκοπός της ελληνικής παιδείας συγκεκριμενοποιείται ακόμη περισσότερο,  στη βοήθεια που παρέχει η παιδεία στους μαθητές, προκειμένου «να διακατέχονται από πίστη στα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης»17.

 

Ο παραπάνω Νόμος, μάλιστα, ορίζοντας ειδικότερα το σκοπό της παιδείας, τονίζει ότι το σχολείο βοηθά τους μαθητές να εξοικειώνονται «με τις ηθικές, θρησκευτικές, εθνικές, ανθρωπιστικές και άλλες αξίες» για να μπορούν με αυτές «να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους», συνειδητοποιώντας «τη βαθύτερη σημασία του ορθόδοξου χριστιανικού ήθους και της σταθερής προσήλωσης στις πανανθρώπινες αξίες»18.

 

Στο Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών στα θρησκευτικά του 1998, ακόμη, ως σκοπός της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών, ορίζεται η «καλλιέργεια του ορθόδοξου εκκλησιαστικού χριστιανικού φρονήματος και η πορεία της ζωής των μαθητών σύμφωνα με αυτό» καθώς και η καθοδήγησή τους «στη σωστή κοινωνικοποίηση»19.

 

Στο τελευταίο, εξάλλου, νέο Διαθεματικό  Πρόγραμμα Σπουδών τονίζεται  ότι η σύγχρονη πραγματικότητα «απαιτεί την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, δεξιοτήτων επικοινωνίας, συνεργασίας και συμμετοχής όλων στις σύγχρονες κοινωνικές εξελίξεις»20.

 

Υπογραμμίζεται,  επίσης, ότι «σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, με εμφανή τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ρευστότητας, η κοινωνική ανάπτυξη του ατόμου και η πορεία του προς την αυτογνωσία απαιτούν ευρεία και διαρκή κοινωνική αλληλεπίδραση»21.

 

Σύμφωνα με τα παραπάνω, για τήν επίτευξη μιας «αρμονικής κοινωνικής ένταξης και συμβίωσης είναι απαραίτητο κάθε άτομο να μάθει να συμβιώνει με τους άλλους σεβόμενο τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους», διατηρώντας, ωστόσο, «την εθνική και πολιτισμική του ταυτότητα μέσα από την ανάπτυξη της εθνικής, πολιτισμικής, γλωσσικής και θρησκευτικής αγωγής»22.

 

Ειδικότερα, στο νέο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών, που αφορά στο μάθημα των θρησκευτικών, αναφέρεται ότι «η θρησκευτική εκπαίδευση των μαθητών, όπως αναγνωρίζεται και διεθνώς…, έχει ύψιστη κοινωνική σημασία». Υπογραμμίζεται ακόμη ότι το μάθημα των θρησκευτικών «συμβάλλει στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων»23 και ότι με τη διδασκαλία του «οι μαθητές επιδιώκεται να αξιοποιήσουν την προσφορά του μαθήματος, ώστε να ευαισθητοποιηθούν απέναντι στον σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό και να βοηθηθούν να πάρουν έμπρακτα θέση»24.

 

Με  όσα προαναφέραμε, είναι εμφανές  ότι η ίδια η πολιτεία, με βάση το Σύνταγμα, τους ισχύοντες νόμους και τα Προγράμματα Σπουδών, αναγνωρίζει την αξία και την αναγκαιότητα της θρησκευτικής αγωγής στο σχολείο και δέχεται, με τον τρόπο αυτό, αυτό που δέχονται όλες οι ευρωπαϊκές χώρες και όλες οι σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες, ότι δηλαδή η αγωγή και η μόρφωση των μαθητών δεν μπορεί να είναι άσχετη με την κοινωνική, την πολιτισμική και τη θρησκευτική συνείδηση του τόπου στον οποίο ζουν και αναπτύσσονται25.

 

Ο αντιπαιδαγωγικός χαρακτήρας του προαιρετικού μοντέλου της σχολικής θρησκευτικής αγωγής Η θέσπιση από το ΥΠΕΠΘ τής  προαιρετικότητας του μαθήματος  τών θρησκευτικών στο σχολείο  δημιουργεί τεράστιο κοινωνικό και πολιτισμικό πρόβλημα26.

 

Η ελληνική παιδεία με το μέτρο αυτό χάνει ένα μέρος του κοινωνικοποιητικού και πολιτισμικού της ρόλου, που θα έχει αντίκτυπο, όχι μόνο στους μη συμμετέχοντες μαθητές, οι οποίοι, ούτως η άλλως, πρόκειται να  κληρονομήσουν ένα μαθησιακό και, επομένως, κοινωνικό και πολιτισμικό κενό με μεγάλες συνέπειες στην πορεία της ζωής τους, αλλά και στην κοινωνία γενικότερα.

 

Με  το μέτρο τής προαιρετικότητας γίνεται επίσημα αποδεκτή μια  διπλής μορφής και  ποιότητας κοινωνικοποίηση  στο σχολείο με δύο κατηγορίες εκκολαπτόμενων πολιτών: αυτούς που  θα μετέχουν και θα μαθαίνουν τα μορφωτικά αγαθά, που σχετίζονται με τον πολιτισμό και την ηθικοκοινωνική αγωγή που προσφέρονται μέσα και από τη θρησκευτική αγωγή και αυτούς που δεν θα τα μαθαίνουν.

 

Επισημαίνεται στο σημείο αυτό  ότι η ηθικότητα, ως τρόπος συμπεριφοράς, λόγω της μεγάλης σπουδαιότητας που έχει, «αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος της φιλοσοφίας, της θρησκείας, της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας και της παιδαγωγικής, που επιχειρούν ανάλογα, να αναλύσουν, να ερμηνεύσουν η να εμπεδώσουν τις στάσεις και τις πρακτικές της»27.

 

Η ηθικοκοινωνική αγωγή και συμπεριφορά του παιδιού, ιδιαίτερα μέσα σε ένα θρησκευόμενο λαό, βασίζεται, εκτός των άλλων, στη θρησκευτική διάσταση της μαθήσεως που παρέχεται από το σχολείο.

 

Άλλωστε, η άμεση και στενή σχέση και εξάρτηση της θρησκευτικότητας με την ηθική κρίση και πράξη, δηλαδή με τη συμπεριφορά του μαθητή, επιβεβαιώνεται και από τις σύγχρονες έρευνες.

 

Αξιομνημόνευτη θεωρείται η ερευνητική εργασία του Kohlberg, ο οποίος μελετώντας τη σχέση της ηθικότητας με τη θρησκευτικότητα, στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της θεωρίας του για τον τρόπο και τα στάδια ηθικής ανάπτυξης του παιδιού, αναγνώρισε τη θετική επίδραση της θρησκευτικότητας στην ηθική κρίση και κυρίως, στην ηθική πράξη28.

 

Το  θέμα τής προαιρετικότητας του  θρησκευτικού μαθήματος δεν είναι απλό, διότι, εκτός των άλλων,   προσφέρονται επίσημα στο δημόσιο σχολείο σε κάποιους μαθητές μειωμένες ευκαιρίες αγωγής και μάθησης.

 

Η ανισότητα ευκαιριών, ωστόσο, αποτελεί μέτρο αντιπαιδαγωγικό, διότι με τον τρόπο αυτό παρέχονται στους μαθητές διαφορετικά αξιακά επίπεδα μαθήσεως, παιδείας και μορφώσεως.

 

Έτσι, όταν οι μαθητές, που λαμβάνουν λιγότερα μαθησιακά αγαθά, εισέλθουν στην κοινωνία, ως υπεύθυνοι πολίτες, η έλλειψη αυτή θα επιδράσει δυσμενώς στην ομαλή επικοινωνία, συνύπαρξη και συμβίωσή τους με τους υπολοίπους.

 

Τίθενται, όμως, και λόγοι άνισης μεταχείρισης του μαθήματος των θρησκευτικών, σε σχέση με όλα τα άλλα υποχρεωτικά μαθήματα, αφού το μάθημα θεωρείται ως μάθημα όχι ειδίκευσης, αλλά μάθημα που προάγει μια γενική πολιτισμική παιδεία και μόρφωση και συμβάλλει στην ανάπτυξη και ολοκλήρωση του χαρακτήρα και της προσωπικότητας των μαθητών29.

 

Εκτός τών άλλων όμως, οι μαθητές  του ελληνικού σχολείου, που ζουν σε μια χώρα που είναι δεμένη με τη χριστιανική εκκλησιαστική παράδοση και το λαϊκό  πολιτισμό, θα έχουν μεγάλα μαθησιακά και επικοινωνιακά κενά, αν δεν γνωρίζουν τη σημασία και το νόημα βασικών θρησκευτικών στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού.

 

Ένα μεγάλο μέρος τής ζωής του ελληνικού  λαού, ως γνωστό, συνδέεται με τα γεγονότα, το εορτολόγιο και τήν εν γένει  θρησκευτική ζωή,  η οποία μάλιστα προσδίδει μια υπαρξιακή και αξιακή αναφορά  και ένα βαθύτερο νόημα στη ζωή του. Τα θρησκευτικά γεγονότα, οι θρησκευτικές πράξεις, οι θρησκευτικοί συμβολισμοί καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος αυτού που ονομάζεται «πολιτισμικό περιβάλλον» του ελληνικού λαού.

 

Ο σύγχρονος Έλληνας αγαπά τις παραδόσεις του, έχει μάθει να ζει με τα ήθη, τα έθιμα, τις μεγάλες εορτές, τις επετείους, τις βαπτίσεις, τους γάμους, τα πανηγύρια, την εν γένει λατρευτική ζωή, τις χριστιανικές ονομαστικές εορτές, ενώ πολύ συχνά χρησιμοποιεί χριστιανικές παροιμιώδεις εκφράσεις η γνωμικά στο λεξιλόγιό του. 

 

Ένας  από τους σκοπούς τής παιδείας, λοιπόν, είναι η συνειδητή σύνδεση  του μαθητή με το πολιτισμικό και  το ευρύτερο κοινωνικοπνευματικό  περιβάλλον του τόπου του για  να μπορεί να κατανοεί τη σημασία, το νόημα και την αξία όλων αυτών των στοιχείων.

 

Πως θα νιώσει το παιδί, για παράδειγμα, το θρησκευτικό κάλλος και το συμβολισμό τών εκκλησιαστικών πολιτισμικών μνημείων, που συναντά καθημερινά μπροστά του σε όλη τήν επικράτεια, χωρίς τις γνώσεις που του προσφέρει συστηματικά, μέσα από την υπεύθυνη δημόσια παιδεία, το μάθημα των θρησκευτικών;

 

Πως θα συνειδητοποιήσει  και θα διατηρήσει επίσης τήν ελληνική του ταυτότητα  και τήν πολιτισμική του ιδιαιτερότητα, όταν, λόγω έλλειψης βασικών γενικών γνώσεων, δεν μπορεί να αναγνώσει νοηματικά την αξία ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής πολιτισμικής κληρονομιάς, που αφορά στον ορθόδοξο χριστιανικό πολιτισμό;

 

Πολύ  σπουδαίο θέμα, όμως, είναι και  το θέμα τής υγιούς θρησκευτικής πίστεως, το οποίο ενδιαφέρει, όχι μόνον την Εκκλησία, αλλά και την πολιτεία. Κυκλοφορούν, ως γνωστό, πολλές θρησκευτικές προλήψεις, δεισιδαιμονίες, προκαταλήψεις και αντιλήψεις, που πολύ συχνά οδηγούν σε παρεκκλίσεις, φανατισμούς, ακρότητες και φονταμενταλι-σμους.

 

Υπάρχουν επίσης και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια παραθρησκευτικά φαινόμενα και αιρέσεις με προπαγανδιστική δραστηριότητα, που περιλαμβάνουν στη διδασκαλία τους  ακραία και επικίνδυνα στοιχεία για τα ελληνικά και ευρωπαϊκά κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα.

 

Πως θα μάθει ο μαθητής να ξεχωρίζει την υγιή από την αρρωστημένη θρησκευτικότητα, και να προφυλάσσεται από τέτοιες πνευματικές παγίδες, αν δε μετέχει στη σχολική θρησκευτική αγωγή;

 

Επισημαίνεται ακόμη ότι το μάθημα τών θρησκευτικών προσφέρει πρότυπα ζωής, σχέσεων και συμπεριφοράς, από πλευράς αγωγής, στην καλλιέργεια του κοινοτισμού απέναντι στη μάστιγα της ατομοκρατίας, που γεννά την πλουτομανία, τον πόλεμο των συμφερόντων, των διαιρέσεων και των συγκρούσεων.

 

Προάγει την εσωτερική ειρήνη έναντι της βίας, της τρομοκρατίας, της απανθρωπιάς. Καλλιεργεί την αγάπη, την πραότητα, την φιλαδελφία, την καλοσύνη, την αλληλεγγύη έναντι του μίσους, της οργής, της καταπίεσης, της εκμετάλλευσης, της αδιαφορίας για τον «άλλο».

 

Ολοκληρώνοντας, επισημαίνουμε ότι το μοντέλο της προαιρετικότητας ευνοεί στη διαμόρφωση αναλφάβητων ανθρώπων, από πλευράς θρησκευτικής, πολιτισμικής και ηθικοκοινωνικής, με ο,τι συνεπάγεται αυτής της μορφής ο αναλφαβητισμός για την ελληνική κοινωνία και την ιδιαιτερότητα του ελληνορθόδοξου πολιτισμού.

 

Για τους παραπάνω λόγους, Σάς παρακαλούμε  να επιστρέψει το μάθημα, με νέα εγκύκλιό σας, στο προηγούμενο καθεστώς, που ίσχυε μέχρι τον Αύγουστο του 2008. 
Εμφανίσεις: 58655
Γίνετε ενεργά η πηγή του Romfea.gr! Στείλτε ειδήσεις και φωτογραφίες που πιστεύετε πως ενδιαφέρουν τους αναγνώστες στο [email protected]
FOLLOW ROMFEA:
top
Has no content to show!