Η Σχολή της Χάλκης και ο Tezkere του 1923
- Δημιουργηθηκε στις Κυριακή, 29 Νοεμβρίου 2009
-
Γράφτηκε από τον/την Το Βήμα - Ιωάννης Κονιδάρης / 12:09
-
έφερε μια έντονη κινητικότητα στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής.
Η κινητικότητα αυτή, εμφανής διά γυμνού οφθαλμού, καλύπτει όλα τα μείζονα ανοικτά μέτωπα και πρέπει, καταρχήν, να επικροτηθεί.
Στο πλαίσιο αυτό πρόβαλε προσφάτως και το ζήτημα της θέσεως της τουρκικής κυβερνήσεως έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, ενόψει άλλωστε και της σχεδιαζόμενης εντάξεως της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το θέμα αναδείχθηκε τόσο κατά τις επαφές του Οικουμενικού Πατριάρχη κατά την πρόσφατη πολυήμερη παραμονή του στην Αμερική και κατά τις συναντήσεις του εκεί με τον Πρόεδρο Ομπάμα και υψηλόβαθμους αμερικανούς αξιωματούχους, όσο και κατά τις επαφές του Ελληνα Πρωθυπουργού κατά τις πρόσφατες συναντήσεις του τόσο με τον τούρκο ομόλογό του Ερντογάν όσο και με την υπουργό Εξωτερικών των Η.Π.Α. Χίλαρυ Κλίντον.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στις συζητήσεις αυτές, ως συνήθως, διαδραμάτισε το ζήτημα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, η οποία από το 1844 έως το 1971 υπήρξε το φυτώριο των στελεχών του Οικουμενικού Θρόνου, αλλά και πολλών άλλων Ορθόδοξων Εκκλησιών.
Υπενθυμίζεται ότι τον Ιούλιο 1971 απαγορεύθηκε η λειτουργία της Σχολής με πρόσχημα απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Τουρκίας που έκρινε ως αντισυνταγματική τη λειτουργία όλων των ιδιωτικών σχολών ανώτατης παιδείας.
Την επαναλειτουργία της Σχολής της Χάλκης έθεσε ως κύριο μέλημά του ήδη κατά τον ενθρονιστήριο λόγο του (1991) ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος.
Εκτοτε παρήλθαν σχεδόν είκοσι έτη. Και καθόλη αυτή την περίοδο οι τουρκικές κυβερνήσεις, διαχρονικώς, διαβεβαίωναν ότι στις προθέσεις τους ήταν η επαναλειτουργία της Σχολής.
Διά του λόγου το ασφαλές αξίζει να σημειωθούν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Στις 5 Απριλίου 1996 ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Γιλμάζ έδωσε σχετική υπόσχεση στον Πατριάρχη, η οποία ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, ενώ στις 18 Νοεμβρίου 1999 ο τότε Πρόεδρος των Η.Π.Α. Κλίντον μετέφερε στον Οικουμενικό Πατριάρχη υπόσχεση που είχε λάβει από τον ομόλογό του στην Άγκυρα για πρόθεση των τουρκικών αρχών να χορηγήσουν άδεια επαναλειτουργίας της Σχολής...
Το πρόβλημα, όμως, της επαναλειτουργίας της Σχολής της Χάλκης ασφαλώς δεν είναι το μόνο και ατυχώς δεν είναι το μείζον στις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με το- υποτίθεται «κοσμικό»- τουρκικό κράτος.
Όπως έχω και άλλοτε τονίσει, το πλέον επείγον ζήτημα είναι η πλήρης και απροϋπόθετη ανάκληση όλων εκείνων των διοικητικών μέτρων που έχουν επιβληθεί από την τουρκική κυβέρνηση και οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην εξαφάνιση του Πατριαρχείου.
Πρόκειται αφενός για τον Τezkere υπ΄ αριθ. 1092 της 6 Δεκεμβρίου 1923, ο οποίος εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα και ορίζει ότι προκειμένης εκλογής Πατριάρχη το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι έχουν μόνο α) όσοι έχουν την τουρκική ιθαγένεια και β) κατά την εκλογή ασκούν πνευματικά καθήκοντα εντός της τουρκικής επικράτειας.
Προφανής συνέπεια της αποφάσεως αυτής, που υπογράφει ο τότε βοηθός Νομάρχης Κωνσταντινουπόλεως, είναι ότι από τη διαδικασία αποκλείονται όλοι οι Ιεράρχες του Θρόνου που δεν έχουν τουρκική ιθαγένεια, αλλά και από αυτούς που έχουν, όσοι δεν ασκούν κατά την πατριαρχική εκλογή καθήκοντα εντός της Τουρκίας.
Παρήγορο είναι ασφαλώς το γεγονός ότι στο θέμα αυτό αναφέρεται ρητώς και η όλως πρόσφατη (26.10.2009) έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Η.Π.Α. για τη θρησκευτική ελευθερία, η οποία άλλωστε στο σύνολό της αποτελεί καταπέλτη για την Τουρκία.
Τον Τezkere του 1923 ακολούθησε λίγες δεκαετίες αργότερα Τalimat του Νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως της 25.5.1970 που συνόψισε σε εννέα όρους τη διαδικασία για την πατριαρχική εκλογή.
Μεταξύ αυτών καταλέγεται και το δικαίωμα του Νομάρχη να διαγράφει από τον κατάλογο των υποψηφίων Πατριαρχών τους μη αρεστούς στην τουρκική κυβέρνηση.
Η οδηγία αυτή χρησιμοποιήθηκε ήδη κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην εκλογή του αοίδιμου Πατριάρχη Δημητρίου (1972), προκειμένου να αποκλεισθεί, μεταξύ άλλων, ο διαπρεπέστερος των τότε Ιεραρχών του Πατριαρχείου Γέρων Χαλκηδόνος Μελίτων [Χατζής].
Εντελώς ξαφνικά, προ ολίγων ημερών, από τον «Εθνικό Κήρυκα» της Νέας Υόρκης έγινε γνωστό ότι ο τούρκος Πρωθυπουργός ανέλαβε την υπόσχεση να χορηγηθεί και η τουρκική υπηκοότητα στους Ιεράρχες του Οικουμενικού Θρόνου που θα ήθελαν να την αποκτήσουν.
Εάν υποτεθεί ότι η υπόσχεση αυτή δεν θα έχει την ίδια τύχη με τις υποσχέσεις για επαναλειτουργία της Χάλκης και κριθεί ότι συνάδει με το δόγμα Νταβούτογλου για «Οθωμανικά Βαλκάνια», θεωρώ ότι θα πρέπει να εξετασθεί με μεγάλο σκεπτικισμό, πολλώ μάλλον διότι δεν επιλύει τα ζητήματα, που ήδη παρουσιάσθηκαν, σε όλο τους το εύρος.
Η ελεύθερη λειτουργία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η αναγνώριση της Οικουμενικότητάς του και η εκλογή Πατριάρχη, σύμφωνα με τις κανονικές διατάξεις που διέπουν την πρωτόθρονη Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν μπορεί να αποτελεί ζήτημα «διευκολύνσεων», οι οποίες ενδεχομένως να καλύπτουν επιμελώς αξιώσεις για ανταλλάγματα.
Με κάθε ειλικρίνεια πρέπει να καταστεί σαφές στην γείτονα Τουρκία ότι θα πρέπει να συμμορφωθεί πλήρως με τα ευρωπαϊκά πρότυπα για τη θρησκευτική ελευθερία, όπως αυτά περιγράφονται και κατοχυρώνονται με σειρά διεθνών συμβάσεων.
Χαρακτηριστικώς, η Διακήρυξη της Γενικής Συνελεύσεως του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών του 1981 για την εξάλειψη των διακρίσεων που προέρχονται από τη θρησκεία, ρητώς προβλέπει ότι η θρησκευτική ελευθερία περιλαμβάνει και το δικαίωμα αναδείξεως των επικεφαλής κάθε θρησκευτικής κοινότητας σύμφωνα με τα δικά της θέσμια...
Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής τουΠανεπιστημίου Αθηνών.
- Εμφανίσεις: 29200