Εφαρμόσιμη στην Ελλάδα η απόφαση για τον Εσταυρωμένο;
- Δημιουργηθηκε στις Σάββατο, 05 Δεκεμβρίου 2009
-
Γράφτηκε από τον/την Νικήτας Αλιπράντης, Καθηγητής Νομικής / 13:18
-
να γίνουν μερικές διευκρινίσεις και για τους ανησυχούντες και για τους υπερμάχους της.
Η βασική διευκρίνιση είναι ότι η απόφαση στηρίζεται σε νομικά και πραγματικά δεδομένα της Ιταλίας, που είναι τελείως ξένα προς την ελληνική πραγματικότητα και επομένως δεν μπορεί, εξ ορισμού, να έχει επιπτώσεις στον τόπο μας.
Η βασική διαφορά έγκειται στο ότι στην Ιταλία υπάρχει εκ του νόμου υποχρέωση να εκτίθεται ο Εσταυρωμένος στις σχολικές τάξεις. Αυτή επιβλήθηκε με κρατική πράξη ήδη από το 19ο αιώνα. Και επειδή η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει από αιώνων και κρατική υπόσταση, το ζήτημα συνδέθηκε με τις σχέσεις της με το Ιταλικό κράτος, που την αναγνώρισε ως τη μόνη επίσημη θρησκεία.
Μετά την επέμβαση των Ιταλών επαναστατών έγινε ένα διάλειμμα (1871-1929), αλλ’ επί φασισμού ο επίσημος χαρακτήρας της ανανεώθηκε και διατηρήθηκε μέχρι το κονκορδάτο του 1984 που τον κατήργησε, χωρίς πάντως να καταργήσει τους κρατικούς κανόνες που επέβαλλαν την σχετική υποχρέωση.
Επομένως, το δικαστήριο του Στρασβούργου έπρεπε να κρίνει εάν η προβλεπόμενη από κρατικούς κανόνες υποχρεωτική έκθεση του Εσταυρωμένου ήταν αντίθετη με την ευρωπαϊκή σύμβαση δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Σε μας η ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε διανοήθηκε να αυτοανακηρυχθεί σε κρατική εξουσία και να αξιώσει να αναγνωριστεί ως τέτοια με τα εξ αυτού επακόλουθα. Όσο για τις εικόνες, η ύπαρξή τους σε κάθε είδους εσωτερικούς χώρους και γραφεία, δημόσια και ιδιωτικά, δεν επιβλήθηκε από το κράτος.
Πρόκειται για έθιμο που έχει δημιουργηθεί εδώ και αιώνες από τον σεβασμό προς τις εικόνες της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων της Ελλάδος.
Όπως είναι γνωστό για κάθε έθιμο (βλ. π.χ. τον μεγάλο νομικό H. Kelsen), δεν είναι αναγκαίο να έχουν μετάσχει στη διαμόρφωσή του όλα ανεξαιρέτως τα άτομα που διέπονται από αυτό μετά τη δημιουργία του.
Ένα άλλο διαφοροποιητικό στοιχείο σε σχέση με τη δυτική Ευρώπη είναι ότι σε μάς αναρτώνται εικόνες, δηλαδή το πρόσωπο του Χριστού ή αγίων, και όχι ο Εσταυρωμένος. Έγραφε ο γάλλος ορθόδοξος Olivier Clément (προερχόμενος από σοσιαλιστική οικογένεια): «Χριστιανοί της Δύσης, γιατί έχετε αναπαραστήσει παντού τον Χριστό σαν πτώμα, σαν έναν πεθαμένο χωρίς ελπίδα;» (L’autre soleil, Stock, 1973, ελληνική μετάφραση, ‘Ο άλλος ήλιος’, εκδ. Σποράς).
Αυτό ήδη σημαίνει ότι αποκλείεται η εικόνα να προκαλέσει φόβο ή αποστροφή στα παιδιά. Ως απλή έκφραση ευλάβειας, η ύπαρξη εικόνων στα σχολεία δεν υποβάλλει ούτε έμμεσα, στους μαθητές οποιαδήποτε υποκίνηση αποδοχής της χριστιανικής πίστης ή οποιαδήποτε ιδέα προτίμησής της έναντι άλλων θρησκειών ή έναντι έλλειψης θρησκευτικής πίστης.
Έτσι, γενικά, και οι μη χριστιανοί ή αδιάφοροι γονείς και μαθητές ούτε ενοχλούνται ούτε θεωρούν ότι προσβάλλεται η ελευθερία συνείδησής τους ή οποιαδήποτε άλλη πίστη τους. Αν υπάρξουν κάποιοι στην Ελλάδα που ενοχλούνται ιδιαίτερα ή οργίζονται από τη θέα των εικόνων, απλώς δείχνουν ότι εμφορούνται από ένα είδος μισαλλοδοξίας, αντίστοιχης με εκείνης ορισμένων φανατικών θρησκευόμενων, στάση που, για αυτόν τον λόγο, δεν προστατεύεται από την εσωτερική ή τη διεθνή έννομη τάξη. Διότι προστατεύεται μεν και η αρνητική – θρησκευτική και κάθε άλλη – ελευθερία (ελευθερία να μη...) αλλά το ζήτημα είναι πότε και υπό ποιές προϋποθέσεις αυτή προσβάλλεται.
Στο θέμα αυτό, η απόφαση παραπέμπει στην υπόθεση Young, James and Webster που αναφερόταν στην (αρνητική) συνδικαλιστική ελευθερία (1981). Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο του Στρασβούργου είχε απαιτήσει να ασκείται σοβαρή εξαναγκαστική πίεση (contrainte grave) στους εργαζομένους προκειμένου να συνδικαλισθούν.
Μόνον τότε έκρινε – και έκτοτε θεωρείται – ότι θίγεται ο ίδιος ο πυρήνας της αρνητικής ελευθερίας και επομένως ότι υπάρχει προσβολή της. Ασκείται μία τέτοια και τόση πίεση στους μαθητές ιταλικών σχολείων; Είναι πολύ αμφίβολο και πάντως στην Ελλάδα είναι βέβαιο ότι δεν ασκείται.
Ας μη παραβλέπεται ότι, όπως έλεγε ο καθηγητής Α. Μάνεσης, οι συνταγματικοί ή οι διεθνείς κανόνες που θεσπίζουν την θρησκευτική ελευθερία δεν είναι δυνατό να ερμηνεύονται ερήμην της κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτό ισχύει άλλωστε για όλα τα δικαιώματα του ανθρώπου (βλ. W. Hassemer / W. Hoffmann-Riem / J. Limbach, Grundrechte und soziale Wirklichkeit, 1981, ιδίως σελ. 39-76).
Εξάλλου σ’ εμάς, η ύπαρξη εικόνων σε δημόσιους χώρους δεν συνδέθηκε ποτέ ούτε συνδέεται με το σύστημα σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας. Ακόμη και αν επικρατούσε στην Ελλάδα το λεγόμενο λαϊκό (κοσμικό) κράτος, αυτό δεν θα είχε ως συνέπεια την απομάκρυνση των εικόνων, δηλαδή την κατάργηση ενός εθίμου αιώνων. Νόμος θα μπορούσε να το καταργήσει;
Ούτε αυτό φαίνεται δυνατό, γιατί, όπως γράφει ο πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου και Πρόεδρος της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθηγητής J. P. Jacqué, το σύστημα του “λαϊκού” κράτους «δεν πρέπει να επιδιώκει να διαγράψει το παρελθόν και, αν το κάνει, θα προσβάλλει την ελευθερία συνείδησης των πολιτών».
Αλλά έχει ίσως μεγαλύτερη σημασία να συνειδητοποιηθεί ότι, όπως έχει δεχθεί και το ιταλικό συνταγματικό δικαστήριο, η ίση προστασία της συνείδησης κάθε προσώπου δεν αντιφάσκει με την δυνατότητα μιας διαφορετικής νομικής ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ κράτους και των διαφόρων θρησκειών.
Ιδίως όταν πρόκειται για χώρες, όπως η Ελλάδα, με θεμελιακά διαφορετική θρησκευτική ιστορία απ’ αυτήν της Δύσης, ο απόλυτος χριστιανικός αποχρωματισμός του κράτους κατά το γαλλικό “λαϊκό” πρότυπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απαραίτητος εκσυγχρονισμός αλλά μάλλον ως αθεμελίωτη ευθυγράμμιση με αλλότρια πρότυπα.
Και πάντως η απομάκρυνση των εικόνων από τους δημόσιους χώρους, άσχετα από την νομιμότητά της, θα έπαιρνε τον χαρακτήρα επιβολής ενός μέτρου ενάντια στη θέληση των πολλών χωρίς αυτό να δικαιολογείται από οποιαδήποτε προσβολή της ελευθερίας των ολίγων.
Νικήτας Αλιπράντης
Καθηγητής Νομικής Πανεπιστημίου
Θράκης και Στρασβούργου
- Εμφανίσεις: 56515