Γιατί δεν απαιτείται συνοδική έγκριση για την μετάφραση της Λατρείας
- Δημιουργηθηκε στις Παρασκευή, 30 Απριλίου 2010
-
Γράφτηκε από τον/την πρωτοπρεσβύτερο Βασίλειο Θερμό - 16:25
-
Καθώς το ζήτημα της μετάφρασης των κειμένων της Λατρείας έχει έλθει στο προσκήνιο φαίνεται να διαμορφώνονται δύο βασικές ομάδες πολεμίων της. Η πρώτη και πολυπληθέστερη αποτελείται από εκείνους οι οποίοι αγνοούν και την ιστορία και την Θεολογία· έτσι η άγνοια τους εξοπλίζει με αυτοπεποίθηση και όχι σπάνια με ιταμότητα. Το διαδίκτυο πλέον βρίθει ύβρεων και απειλών εναντίον όσων από αγάπη για την Εκκλησία εισηγούνται τη μετάφραση.
Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει τους ολίγους που προσέρχονται στον διάλογο σχετικά διαβασμένοι μεν, μονόπλευρα δε. Ο ιδεολογικός και ιδεοληπτικός τρόπος του σκέπτεσθαι που υιοθετούν τους καθιστά ανίκανους να ακούσουν προσεκτικά τα επιχειρήματα του άλλου. Έτσι εκτρέπονται προς προκατειλημμένη στράτευση κατά την οποία επαναλαμβάνουν διαρκώς τα ίδια επιχειρήματα και δεν μπαίνουν στον κόπο να συζητήσουν με τον αντίλογο που έχει διατυπωθή. Μάλιστα δεν αποφεύγουν και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, όπως αυτός που γράφτηκε πρόσφατα ότι δηλαδή όσοι ζητούν μετάφραση έχουν θεολογικό έλλειμμα! Λες και δεν έχουν αναπτυχθή σοβαρά θεολογικά επιχειρήματα υπέρ της, λες και δεν έχουν κατά καιρούς υποδειχθή θεολογικά σφάλματα των αντιπάλων της...
Επειδή από ιδιοσυγκρασία απεχθάνομαι τις επαναλήψεις δεν θα αναφερθώ ξανά εδώ στο γιατί επιβάλλεται η μετάφραση, που έχει ήδη καθυστερήσει. Τη σχετική αναλυτική τεκμηρίωση όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να τη βρει στα βιβλία μου «Εκ της αυλής ταύτης» και «Σύνεσις και παράνοια», την δε κριτική στις θεολογικές προϋποθέσεις των διαφωνούντων με τη μετάφραση εκθέτω στα βιβλία «Το ξεχασμένο μυστήριο» και «Πένταθλον». Στο κείμενο αυτό θα ήθελα να ασχοληθώ με κάποιο άλλο ζήτημα.
Ακούστηκε πολλές φορές τον τελευταίο καιρό η ιδέα ότι χρειάζεται η Σύνοδος να αποφανθή περί της μεταφράσεως και ότι δεν πρέπει το θέμα να αφεθή στην πρωτοβουλία των επί μέρους μητροπολιτών. Μάλιστα, πολλοί από την πλευρά των αντιρρησιών ισχυρίζονται ότι δεν θα είχαν πρόβλημα αν η απόφαση για μετάφραση ετύγχανε συνοδικής εγκρίσεως. Όσο και αν κάποιοι εξ αυτών ενδέχεται να είναι ειλικρινείς στη δήλωσή τους, η προσωπική μου εμπειρία λέει πως μάλλον οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τη δήλωση αυτή ως υπεκφυγή, με την ελπίδα ότι ποτέ η Σύνοδος δεν θα αποφασίσει κάτι τέτοιο.
Ας εξετάσουμε λοιπόν αν η πρόταση αυτή είναι ορθή. Κατά τη γνώμη μου δεν ευσταθεί για τους εξής λόγους:
1) Για λόγους ιστορικούς.
Ο μελετητής της εκκλησιαστικής ιστορίας διαπιστώνει ότι ουδέποτε χρειάσθηκε συνοδική απόφανση για τέτοιου είδους θέματα, ούτε καν για σημαντικώτερες μεταβολές που έλαβαν χώρα στη Λατρεία. Δεν αποφάσιζε καμιά Σύνοδος για το ποιά από τις πολλές Θείες Λειτουργίες θα τελείται σε μια συγκεκριμένη περιοχή (αφού γνωρίζουμε ότι επί αιώνες δεν επικρατούσε λειτουργική ομοιομορφία), ούτε σε ποιά γλώσσα θα τελείται (κάτι που ποίκιλλε ανάλογα με το εκκλησίασμα).
Η Αιθερία περιγράφει στο οδοιπορικό της[1] ότι στα Ιεροσόλυμα κατά τη Λατρεία μεταφράζονταν τα αναγνώσματα σε διάφορες γλώσσες λόγω των ποικίλων εθνικοτήτων των προσκυνητών· καμία Σύνοδος δεν μαρτυρείται να το έχει επιβάλει.
Μείζονες λειτουργικές αλλαγές έλαβαν χώρα χωρίς συνοδική απόφαση. Η ριζική μεταβολή τελέσεως του Χρίσματος (από τη επίθεση των χειρών του επισκόπου στο άγιο μύρο) σε ποιά συνοδική απόφαση μνημονεύεται; Η κατάργηση ψαλμωδήσεως του Ψαλτηρίου έτυχε συνοδικής εγκρίσεως; Μήπως η έκλειψή του από τους ενοριακούς ναούς επίσης; Η αντικατάσταση του ασματικού τυπικού από το μοναχικό; Το πέρασμα από την ψαλμωδία των κανόνων στην απλή ανάγνωσή τους (και αυτή κολοβωμένη) που επικρατεί στις μέρες μας ποιά Σύνοδος το αποφάσισε; Την τέλεση αγρυπνιών στις ενορίες, κάτι άγνωστο στο παρελθόν; Την ανατροπή της τελετουργικής σειράς κατά το Βάπτισμα σε αντίθεση με την τάξη που αναγράφεται στα λειτουργικά βιβλία; Την αντικατάσταση του συνήθους κοινωνικού από άλλα ψαλμωδήματα; Την εξαφάνιση της εισαγωγικής ακολουθίας κατά το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως; Και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.
Ας μου επιτραπή εδώ να ισχυριστώ πως η παράλειψη κανόνων, ψαλτηρίου, ευχής κτλ. είναι απείρως πιο τολμηρό βήμα από την μετάφραση της Λατρείας, διότι αποφασίζει ότι κάτι δεν θα ακουστή καθόλου. Όχι να ακουστή σε άλλο γλωσσικό ιδίωμα αλλά να το στερηθή το εκκλησίασμα εντελώς! Και αυτό το τολμηρό βήμα γίνεται όχι με άδεια Συνόδου, όχι με άδεια μητροπολίτη, αλλά με την απλή πρωτοβουλία του ιερέα η του ψάλτη! «Ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στο αλεύρι» έχουν γίνει κάποιοι.
Μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου υπάρχουν διαφορές στις λειτουργικές συνήθειες. Καλύπτονται με συνοδική απόφαση; Αλλά και στο εσωτερικό του ελλαδικού χώρου αναρίθμητα λειτουργικά έθιμα σχηματίζουν ένα μωσαϊκό. Ασχολήθηκε Σύνοδος με αυτά ποτέ; Μόνο μία φορά έγινε πριν από αρκετά χρόνια εισήγηση στην Ιεραρχία για την λειτουργική ανομοιομορφία αλλά ουδεμία απόφαση ελήφθη.
Και για επανέλθουμε στη μετάφραση, έλαβε καμιά απόφαση η Ρωσική Σύνοδος για το αυτονόητο, να τελείται δηλαδή η Λατρεία από μετάφραση στους εκχριστιανιζόμενους λαούς της Σιβηρίας η της Ιαπωνίας; Είναι άλλο ζήτημα ότι πράγματι ασχολήθηκε με τον έλεγχο και την έγκριση των μεταφράσεων και αυτό προφανώς όχι από την πρώτη στιγμή της ιεραποστολής. Το ίδιο συνέβη και με τις Συνόδους του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας για τις ιεραποστολές τους.
Εδώ και κάποιες δεκαετίες στην Αμερική η Λατρεία τελείται και στα Αγγλικά, ανάμικτα με τα Ελληνικά. Πότε αποφάσισε Σύνοδος γι’ αυτό; Πότε όρισε Σύνοδος ότι τα αναγνώσματα και το Σύμβολο της Πίστεως και η Κυριακή Προσευχή θα απαγγέλλονται στους ελληνορθόδοξους ναούς της Γαλλίας και της Γερμανίας και στην τοπική γλώσσα όπως συχνά συμβαίνει σήμερα;
Η ίδια ελευθερία εναλλαγής γλωσσών παρατηρείται στην πράξη κατά την τέλεση Βαπτίσεων και Γάμων, ακόμη και μέσα στην Ελλάδα όταν συμμετέχουν αλλοεθνείς, χωρίς καμιά συνοδική έγκριση. Σε ορισμένες μητροπόλεις μας όπου υπάρχουν ενορίες ρωσόφωνων η γεωργιόφωνων προσφύγων τελείται –και πολύ ορθά- η Λατρεία στη γλώσσα τους μόνο με απόφαση του επιχωρίου επισκόπου. Η μήπως ο γέροντας Σωφρόνιος έλαβε συνοδική άδεια για να αναπέμπει κατά τη Λειτουργία τις ευχές τις οποίες συνέθεσε;
Εν ολίγοις, ουδέποτε η Εκκλησία μας είδε τις τοπικές αποκλίσεις της Λατρείας ως κάτι για το οποίο πρέπει να ενεργήσει ισοπεδωτικά και συγκεντρωτικά. Αντίθετα, η Σύνοδος συχνά αναγκάστηκε να δεχθή και να ευλογήσει εκ των υστέρων λειτουργικές πρακτικές που είχαν καθιερωθή και οι οποίες φυσικά αποδείχθηκε ότι διέθεταν εκκλησιολογικά ερείσματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εις επήκοον απαγγελία των ευχών της Λειτουργίας, την οποία θέσπισε η Σύνοδος της ελλαδικής Εκκλησίας το 2004 ακυρώνοντας την παλαιά απόφασή της του 1956. Γιατί; Επειδή την εφάρμοζαν ήδη πολλοί κληρικοί και επειδή διαπιστώθηκε από τους λειτουργιολόγους η θεολογική της τεκμηρίωση. Η πράξη προηγήθηκε και επειδή φάνηκε η ορθότητά της ευλογήθηκε κατόπιν. (Εδώ επρόκειτο πράγματι για θέμα του οποίου έπρεπε να επιληφθή η Σύνοδος διότι η πρακτική της μη ακροάσεως των ευχών από τους πιστούς έχει σοβαρές θεολογικές συνέπειες αφού θέτει αναίτια σε εξωεκκλησιασμό ολόκληρο το πλήρωμα του Σώματος του Χριστού!).
2) Για λόγους εκκλησιολογικούς.
Το ζήτημα το οποίο ανέκυψε μας δίνει την θαυμάσια ευκαιρία να αναστοχασθούμε πάνω στα όρια των δικαιοδοσιών επισκόπου και Συνόδου. Επειδή στην ελλαδική Εκκλησία επεκράτησαν επί μακρόν νοοτροπίες με εκκλησιολογικό έλλειμμα, όπως είναι φυσικό επικρατεί σύγχυση επί των ορίων αυτών, οι δε λύσεις που δίνονται βασίζονται συνήθως στη συνήθεια και εμπειρική πρακτική και όχι στη Θεολογία της Εκκλησίας μας.
Όπως επισημαίνει ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης, από τους πρώτους αιώνες η Εκκλησία αντελήφθη πως είναι πολύ λεπτή και ευαίσθητη η γραμμή που διαχωρίζει την αποστολή του επισκοπικού λειτουργήματος από εκείνη του συνοδικού θεσμού. Και τούτο διότι η τοπική Εκκλησία-επισκοπή, ως φανέρωση της Καθολικής Εκκλησίας, όφειλε να εξοπλιστή με θεσμική ανεξαρτησία και ελευθερία, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες όπου διακυβευόταν η ευχαριστιακή ενότητα με τις υπόλοιπες τοπικές Εκκλησίες. Η διαφύλαξη αυτής της ενότητας υπήρξε το αίτιο δημιουργίας και το κύριο μέλημα του συνοδικού θεσμού.[2]
Έτσι προκύπτει αβίαστα ότι στην διακριτική αρμοδιότητα της τοπικής Εκκλησίας υπάγονται και όλες οι περιπτώσεις λειτουργικής ποικιλίας. Κριτήριο των πρωτοβουλιών της θα είναι πάντοτε το πνευματικό συμφέρον του λαού. Η ελευθερία αρχικά έφθανε μέχρι και τη δυνατότητα του επισκόπου να συνθέτει η να επιλέγει τις ευχές της αναφοράς![3] Εξυπακούεται ότι όταν μιλούμε εδώ για ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του επισκόπου δεν εννοούμε μια «απολελυμένη εξουσία» του (η οποία κατά τον Χρυσόστομο είναι «αφόρητος»), αλλά για αγαπητική συλλειτουργία διαβούλευσης όλων εντός της επισκοπής υπό την διοικητική και πνευματική ευθύνη του.
Συνεπώς κάθε άνωθεν επιβολή από τη Σύνοδο προς την τοπική Εκκλησία, όταν πρόκειται για ζητήματα στα οποία είναι απαραίτητη η αποκέντρωση, επιβουλεύεται την εκκλησιολογική αρτιότητα της επισκοπής διότι υποσκάπτει τις αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται.
Η μείωση του επισκόπου επιφέρει μείωση ολόκληρου του ποιμνίου του, όχι υπό την έννοια του μονοκρατορικού αυταρχισμού ο οποίος έχει γίνει τόσο δημοφιλής σήμερα από επισκοπική ιδιοτέλεια, αλλά υπό την έννοια ότι ο επίσκοπος συμπεριλαμβάνει αγαπητικά τους πιστούς στο πρόσωπό του και έχει επιφορτισθή με την αναφορά στον Θρόνο της Χάριτος των αγωνιών τους και των προτάσεών τους, των ιδεών τους και των χαρισμάτων τους. Εδώ βέβαια απαιτείται λεπτότατη διάκριση των πνευμάτων, αλλά ποιός είπε πως το επισκοπικό λειτούργημα δεν είναι σταυρός;
Μια τέτοια ασκητική ποιμαντική της επισκοπής προϋποθέτει και συνεπάγεται την συνοδικότητα. Επειδή χάσαμε το συνοδικό φρόνημα μεταξύ επισκόπου και πρεσβυτέρων, στη συνέχεια όπως ήταν αναμενόμενο το χάσαμε και μεταξύ επισκόπου και Συνόδου. Τα όρια των δικαιοδοσιών στα διάφορα επίπεδα αλληλοεπηρεάζονται και η παραβίαση της εκκλησιολογίας «εκδικείται».
Ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν μας θυμίζει με οξυδέρκεια: «Απ’ όλα τα επίπεδα της εκκλησιαστικής διακυβέρνησης, το πιο ‘αφανές’ ίσως σήμερα είναι το επίπεδο της επισκοπής. Κατά κάποιο τρόπο συνθλίβεται μεταξύ της πραγματικότητας της ενορίας και μιας υπερεπισκοπικής δύναμης, του πατριάρχη, της συνόδου κλπ. Κι όμως η ουσιαστική ‘εξουσία’ της Εκκλησίας, ο επίσκοπος, πρέπει να εκφραστεί και να ολοκληρωθεί στο επίπεδο της επισκοπής... Ο επίσκοπος είναι ο φορέας, το όργανο και ο διάκονος της καθολικότητας. Χάρισμά του και καθήκον είναι να δίνει στην Εκκλησία κατεύθυνση και σκοπό, να καλεί την κάθε ενορία και όλες μαζί να φανερωθούν ως κίνηση, ως πορεία προς την Βασιλεία του Θεού, να οικοδομεί την Εκκλησία».[4]
Με άλλα λόγια, ο επίσκοπος καλείται να δρα ως εμπνευσμένος από τον Παράκλητο ηγέτης και όχι ως άβουλος υπάλληλος ενός ανώτερου οργάνου. Δυστυχώς, με τις αναπηρίες με τις οποίες ξεκίνησε να οργανώνεται στον τόπο μας η Εκκλησία, τα πράγματα αντεστράφησαν και επεκράτησε το μοντέλο της (επίσης ανάπηρης) πολιτικής μας ζωής.
Σε αυτήν όλα εκπορεύονται από τον συγκεντρωτικό και πανίσχυρο κρατικό μηχανισμό, καταργήθηκε κάθε έννοια αποκέντρωσης, οι δημόσιοι λειτουργοί δεν αυτενεργούν διότι περιμένουν εντολές για όλα από τον υπουργό, ο δε υπουργός εξαρτάται πλήρως από τον πρωθυπουργό του. Οι ομοιότητες με την πολιτική οργάνωση είναι προφανείς σε σημείο που να δίνουμε την εντύπωση ότι την αντιγράψαμε![5]
Εξοικειωμένοι όλοι μας με αυτό το σχήμα ως πολίτες αποδεχθήκαμε πλήρως τον συσχηματισμό του εκκλησιαστικού μας οργανισμού ο οποίος αποτέλεσε και την διαστρέβλωσή του. Ο πρεσβύτερος αισθάνεται δημόσιος υπάλληλος που καλείται να εκτελεί τις εντολές του προϊσταμένου του επισκόπου, ο δε μητροπολίτης αισθάνεται υφιστάμενος της Συνόδου και πληρεξούσιός της προς την επαρχία του!
Όπως εύστοχα τονίζει ο π. Αντώνιος Πινακούλας, φθάσαμε οι επίσκοποι να αισθάνονται ότι εκπροσωπούν τη Σύνοδο στον λαό και όχι το αντίθετο όπως θα έπρεπε να συμβαίνει.[6] Έτσι παρατηρείται το απίστευτο φαινόμενο, μητροπολίτες ερωτώμενοι για κάποιο θέμα να μην τολμούν να εκφράσουν άποψη (ίσως και να μη διαθέτουν δική τους) αλλά να λένε «ο,τι αποφασίσει η Σύνοδος» η «ο,τι πει ο αρχιεπίσκοπος»!
3) Για λόγους ψυχολογικούς.
Τα εκκλησιολογικά ελλείμματα αφήνουν ελεύθερο τον δρόμο για ψυχολογικές αναπληρώσεις, που συνιστούν κερκόπορτες για ενέργειες στη βάση της ατομικότητας.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τον επισκοπικό αυταρχισμό. Φρονώ όμως ότι ένας από αυτούς είναι η εκκλησιολογική αχρήστευση του επισκοπικού αξιώματος, το οποίο, όπως είδαμε, συνθλίβεται μεταξύ δύο αντισυνοδικών καταστάσεων, τόσο σε επίπεδο Συνόδου όσο και σε επίπεδο επισκοπής.
Η μεγαλύτερη ζημιά που έχει λάβει χώρα εδώ, ιστορικής σημασίας θεωρώ, ήταν η αφαίρεση του Χρίσματος από τον επίσκοπο ως χειροτονίας των βαπτιζομένων. Ακολούθησε επομένως η λησμοσύνη της αγιοπνευματικής δωρεάς των λαϊκών, με ανυπολόγιστες συνέπειες, αλλά και η καθίζηση της επισκοπικής διακονίας κάπου μεταξύ του μακρυνού πατριαρχείου που αγιάζει το μύρο και του πρεσβυτέρου ο οποίος χρίει με αυτό εντός δευτερολέπτων! Πολλά εκκλησιαστικά δεινά ακολούθησαν αυτήν την παραφθορά.
Η φύση απεχθάνεται τα κενά. Αν δεν δοθή η ευκαιρία στον επίσκοπο να αυτενεργήσει υλοποιώντας ουσιώδεις πτυχές της αποστολής του (κατά την άσκηση των οποίων άλλωστε συνειδητοποιεί το νόημά της και το βάθος της), γίνεται πιο εύκολο να ολισθήσει προς αντιεκκλησιαστικές στάσεις και πρακτικές. Αν δεν βιώσει στην πράξη τα συστατικά της δωρεάς που του δόθηκε, γίνεται πιθανότερο να εκτραπή προς δραστηριότητες περιττές, η και επιβλαβείς ακόμη. Φυσικά αυτό εξαρτάται από τον χαρακτήρα του καθενός και τις πνευματικές αντιστάσεις του.
Ας θυμόμαστε ότι πάντοτε υπάρχουν δύο δυναμικές που προσδοκούν εκπλήρωση: τα ατομικά προτερήματα και τάλαντα της συγκεκριμένης προσωπικότητας από τη μια, το χάρισμα της επισκοπικής πατρότητας από την άλλη. Αμφότερα εκφράζουν μια δημιουργικότητα που αδημονεί να δράσει, μια ενέργεια που προσδοκά να λάβει ποιμαντικό σχήμα.
Αν εμποδιστούν στο όνομα της ομοιομορφίας γίνεται πιθανό το κρυμμένο αυτό δυναμικό να λάβει προβληματικές μορφές αφού η απραξία δεν αποτελεί φυσιολογική κατάσταση για τον άνθρωπο. Κοινό γνώρισμα αυτών των προβληματικών μορφών η λαχτάρα να αφήσει κανείς την προσωπική του σφραγίδα πίσω του. Μερικές φορές η άτυπη αυτή «ανταρσία» παίρνει τη μορφή άρνησης συνεργασίας: ο επίσκοπος τότε π.χ. δεν ανταποκρίνεται στην πρόσκληση της Συνόδου να στείλει εκπροσώπους σε κάποια εκδήλωση κ.ο.κ. Είμαστε όλοι άνθρωποι που υπακούουμε σε ψυχολογικούς νόμους και γι’ αυτό αγωνιζόμαστε να εκδηλώσουμε την ετερότητά μας, ενίοτε ανορθόδοξα, διότι ασφυκτιούμε στην ομοιομορφία και στη συμμόρφωση.
Παράλληλη και ανάλογη με την ανάγκη δημιουργικής έκφρασης του επισκόπου είναι και η αντίστοιχη του πρεσβυτέρου και του ποιμνίου τους. Πόσοι και πόσοι κληρικοί και λαϊκοί αδελφοί μας δεν έχουν ποθήσει κάτι πέρα από τα καθιερωμένα, κάποια πρωτοβουλία που θα ανανεώσει την αποξηραμένη ευσέβεια και θα αναζωογονήσει τη ρουτινοποιημένη Λατρεία!
Και όμως, ο συγκεντρωτισμός κάποιων επισκόπων απαγορεύει μικροαλλαγές που θα μπορούσε άνετα να επιχειρήσει η ενορία, κατά τον ίδιο τρόπο που το επιχείρημα περί της Συνόδου φρενάρει και «ευνουχίζει» αντίστοιχα την επισκοπική μέριμνα. Έχει καταντήσει η φράση «όταν ασχοληθή η Σύνοδος με το θέμα αυτό» το συνηθέστερο άλλοθι για την απραξία σε επίπεδο μητροπόλεως.
*
Δεν έχει λοιπόν καμιά αρμοδιότητα η Σύνοδος επί της μεταφράσεως των λατρευτικών κειμένων; Αυτή θα ήταν μια εύλογη απορία. Βεβαίως και έχει. Ακροώμενη μετά προσοχής και σεβασμού τις ποιμαντικές αγωνίες των μελών της και του υπολοίπου πληρώματος, διευκολύνει αδελφικά το έργο της μεταφράσεως υποβοηθώντας στην επιλογή των καλύτερων και στην βελτίωσή τους στη συνέχεια. Επίσης έχουν χρέος η Σύνοδος και ο κάθε μητροπολίτης χωριστά να διασφαλίσουν χώρους (ενορίες και μοναστήρια) όπου θα εξακολουθήσει να ακούγεται το παλιό γλωσσικό ιδίωμα.
Δανειζόμενος από τη νομική ορολογία θα έλεγα ότι ο έλεγχος εκ μέρους της Συνόδου προς τις μητροπόλεις δεν είναι δυνατό να είναι προληπτικός παρά μόνο σε θέματα τα οποία άπτονται της υποστάσεως της ανά την Ελλάδα Εκκλησίας (νομικά, οικονομικά, καινοφανή προβλήματα, θεολογικές και εκκλησιολογικές ανιχνεύσεις, συνεργασία μητροπόλεων, κεντρικά ποιμαντικά εγχειρήματα κ.ο.κ.).
Η κάθε επισκοπή, ως τοπική Εκκλησία που συγκεφαλαιώνει το πλήρωμα της εκκλησιαστικής καθολικότητας, ως αρμονική συναρμογή χαρισματούχων, κληρικών και λαϊκών, λαμβάνει στα όριά της όλα εκείνα τα μέτρα που θεωρεί ποιμαντικώς απαραίτητα, ο δε έλεγχος της Συνόδου έχει κατασταλτικό χαρακτήρα στην περίπτωση κατά την οποία η συγκεκριμένη πρωτοβουλία ξεφεύγει από την αλήθεια της Εκκλησίας.
Κάτι ακόμη: δεν θα έπρεπε να λησμονήσουμε και την ταχύτητα με την οποία καταρρέουν τα αυτονόητα στην Εκκλησία μας. Έχει συμβή και άλλες φορές στην ιστορία της να θεωρηθούν κάποιες γνώμες τολμηρές, ίσως και εξωφρενικές, ενώ στη συνέχεια ο χρόνος τις δικαίωσε. Στις αρχές του 20ου αιώνα είχαμε νεκρούς στους δρόμους επειδή κυκλοφόρησε μετάφραση της Αγίας Γραφής στη νέα ελληνική! Πενήντα χρόνια αργότερα οι χριστιανοί μελετούσαν την Αγία Γραφή από μετάφραση, ενώ λειτουργούσαν και πολλοί αγιογραφικοί κύκλοι που την χρησιμοποιούσαν! Σήμερα κυκλοφορούν πολλές μεταφράσεις της και αυτό θεωρείται ο,τι πιο φυσικό και αυτονόητο.
Το ίδιο συνέβη και με την ιδέα της ιεραποστολής (ακατανόητο σκάνδαλο κάποτε, αναγκαιότητα σήμερα), το ίδιο θα συμβή τώρα και με τη μετάφραση των κειμένων της Λατρείας. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά τα τελευταία δέκα χρόνια τόσοι επίσκοποι και πρεσβύτεροι άρχισαν να μεταφράζουν. Μόνο οι εθελοτυφλούντες το θεωρούν αυτό δυστύχημα και ξοδεύουν τις δυνάμεις τους για να το ανακόψουν. Μάταια, κατά τη γνώμη μου: η δύναμη της συνήθειας και το άγχος της αμυντικότητας δεν θα μπορέσουν τελικά να κατισχύσουν της εκκλησιολογίας και της ποιμαντικής. Το ποτάμι άρχισε να κυλά και δεν γυρίζει πίσω...
Ο π. Ιωάννης Μάγεντορφ μας θυμίζει: «Καμιά φορά ο καλύτερος τρόπος να σκοτώσεις μια παράδοση είναι να ακολουθείς τον εξωτερικό τύπο χωρίς να κατανοείς πραγματικά το περιεχόμενο. Η ζώσα παράδοση εμπεριέχει το είδος εκείνο της αλλαγής και της προσαρμοστικότητας που διασώζει τη συνεχή της επικαιρότητα· ειδάλλως η Εκκλησία γίνεται ένα μουσείο πομπώδους επιδείξεως και τοπικισμού ανώδυνα αποδεκτό στο πλαίσιο μιας πλουραλιστικής και βασικά επιφανειακής κοινωνίας, αλλά ουσιαστικά ασυνεπές στην ίδια την Ορθοδοξία».[7]
Στο επίμαχο ζήτημα χρειάζεται να προσέξουμε την ποιότητα των μεταφράσεων ώστε να μην βρίσκουν προσχήματα οι αντίπαλοί της. (Όσες φορές ιεροπράκτησα από μετάφραση, προσκεκλημένος άλλων κληρικών, συνάντησα σημεία που χρειάζεται να βελτιωθούν, τόσο στο κείμενο της Λειτουργίας όσο και σε αυτά του ευχολογίου). Παράλληλα πρέπει να εργαστούμε συλλογικά ώστε να παραχθή το άριστο ανθρωπίνως αποτέλεσμα.
Αν κινδυνεύει η ενότητα της Εκκλησίας μας από τη μετάφραση τότε πρέπει να μετανοήσουμε συλλογικά για το πόσο ανώριμη Εκκλησία είμαστε. Η έγνοια μας για την ενότητα είναι επιβεβλημένη αλλά δεν θα πρέπει η Εκκλησία να παραμένει όμηρος μιας ομάδας μελών της με φοβικές στάσεις, πολλώ μάλλον με τρομοκρατικές συμπεριφορές. Επιτέλους, έχουν ψυχή και οι μη συντηρητικοί! Είτε εντός είτε εκτός Εκκλησίας!
Μετά από πολλά χρόνια οι απλοί χριστιανοί θα αναρωτιούνται γιατί είχαμε τόσο πολύ καθυστερήσει να το πράξουμε. Ο δε ιστορικός του μέλλοντος θα πιστώσει το μεταφραστικό ζήτημα της εποχής μας με την ανανέωση του εν γένει εκκλησιαστικού μας φρονήματος και με την διευκρίνιση θεολογικών σημείων τα οποία επί αιώνες «σχόλαζαν» ανεπίτρεπτα στις συνειδήσεις.
Υποσημειώσεις:
[1] Ὁδοιπορικόν τῶν Ἁγίων Τόπων καί Σινᾶ, ἐκδ. Τῆνος, 1989, σ. 105.
[2] Ὁ συνοδικός θεσμός, «Θεολογία», τ. 80 (2), 2009, σ. 16-17, 23.
[3] Ὅ.π., σ. 22. Ἡ βαθμιαία ἔκλειψη αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας ὀφείλεται στήν ἐμφάνιση τῶν αἱρέσεων καί συνεπῶς στήν ἀνάγκη νά διασφαλιστῆ ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως, καί ὄχι σέ λόγους ἐκκλησιολογικῶν ἀρχῶν.
[4] Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στόν σύγχρονο κόσμο, σ. 212-215. (Οἱ ἐμφάσεις εἶναι τοῦ πρωτοτύπου).
[5] Καί μόνο τό γεγονός ὅτι στά ἐπίσημα ἔγγραφα προτάσσεται τοῦ ὀνόματος τῆς μητροπόλεως ἡ φράση «Ἑλληνική Δημοκρατία» λέει πολλά...
[6] Ἡ συνοδικότητα ἐντός τῆς ἐπισκοπῆς, «Θεολογία», τ. 80 (2), 2009, σ. 171.
[7] Ἡ βυζαντινή κληρονομιά στή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκδ. Ἁρμός, σ. 145-146. (Ἔμφαση δική μου).
- Εμφανίσεις: 22802