Ο Χριστός Μέγας Αρχιερεύς. Η «Ιερωσύνη» των πιστών και η εξ αυτής απορρέουσα ιεραποστολική ευθύνη

ImageΗ παρούσα σύντομη μελέτη αποτελεί απάντηση στην βαθυστόχαστη, πλην όμως μονομερή, παρουσίαση των απόψεων του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεου, τις οποίες παρουσίασε από το Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων "Romfea.gr", ως τμήμα του θεολογικού διαλόγου για την βαθύτερη σημασία των πρωτοβουλιών του Μητροπολίτη Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ. Μελετίου. Αναφέρεται μόνο στις επιλεγμένες αναφορές του λογίου επισκόπου για την (προαπολυτρωτική /παλαιοδιαθηκική) διάκριση των ιερατικών χαρισμάτων.

Γι’ αυτό και επιλέξαμε μια συνολική παρουσίαση της έννοιας της ιερωσύνης στη χριστιανική εκκλησία Σε άλλη μελέτη μας σκοπεύουμε να ασχοληθούμε με τα αίτια των διαφορετικών απόψεων που δημόσια κατατίθενται, που οφείλονται στις δύο διαμετρικά αντίθετες  κατανοήσεις της λατρείας και τις εξ αυτών απορρέουσες συνέπειες.

Tο μυστήριο, λοιπόν, της ιερωσύνης έχει δυστυχώς στις μέρες μας ταυτιστεί αποκλειστικά με την τάξη των κληρικών. Και όμως, την Κ.Δ. ο όρος ιερεύς δεν χρησιμοποιείται ποτέ για το εξειδικευμένο (ή χειροτονημένο) ιερατείο, αλλά αναφέρεται είτε στον ίδιο το Χριστό, ο οποίος παρουσιάζεται ως ο Μέγας Αρχιερεύς,  είτε σε κάθε βαπτισμένο πιστό (Ελάτε και σεις να χρησιμοποιηθείτε σαν ζωντανά λιθάρια στο κτίσιμο του πνευματικού ναού, στον οποίον θα υπηρετείτε ως ιερατείο άγιο, προσφέροντας θυσίες πνευματικές, ευπρόσδεκτες στο Θεό δια του Ιησού Χριστού, αναφέρει ενδεικτικά στη χαρακτηριζόμενη από τη νεώτερη βιβλική επιστήμη ως «βαπτισματική ομιλία» του ο συγγραφέας της Α΄ Πέτρου στίχ. 2,5).

Όταν, λοιπόν, αναφερόμαστε στην ιερωσύνη, δεν θα πρέπει να τη συσχετίζουμε αποκλειστικά με το χειροτονημένο ιερατείο, τους επισκόπους και ιερείς, αλλά με το λαό του θεού στο σύνολό του, κληρικούς και λαϊκούς, οι οποίοι και αποτελούν το βασίλειον ιεράτευμα της νέας διαθήκης.

Μεταγενέστερα, βέβαια, η έννοια της ιερωσύνης συνδέθηκε με τα χειροτονημένα λειτουργήματα της Εκκλησίας. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι με βάση την Ορθόδοξη θεολογική και λειτουργική παράδοση όλοι οι πιστοί δια του Βαπτίσματος, δια της ενσωματώσεώς τους δηλ. στο Σώμα Χριστού, γίνονται μέτοχοι και του ιερατικού λειτουργήματός του Χριστού. Αυτή ακριβώς η εξέλιξη οδήγησε σε επικίνδυνη περιθωριοποίηση της ιερωσύνης του συνόλου του λαού του Θεού, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση του ιεραποστολικού χρέους των πιστών.

Γι’ αυτό είναι χρήσιμο να εξετάσουμε τις συνέπειες της κοινής ιερωσύνης των βαπτισμένων, αρχίζοντας (1) από τη βασική για τη χριστιανική πίστη διδασκαλία περί της ιερωσύνης του Χριστού, η οποία πρωτογενώς αναπτύχθηκε στην προς Εβραίους επιστολή. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε (2) στην ιστορία του θεσμού της ιερωσύνης, τόσο στον προχριστιανικό ιουδαϊσμό, όσο και στο παγανιστικό εθνικό περιβάλλον της Κ.Δ., προκειμένου να κατανοήσουμε την νέα κατανόηση της ιερωσύνης στη χριστιανική εκκλησία. Τέλος, θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε (3) πώς αυτή η ιερωσύνη όλων των πιστών εκφράζεται στην Ορθόδοξη λειτουργία, και (4) τί συνέπειες έχει αυτή η θεώρηση για τη ζωή τους ως χριστιανών στον κόσμο σήμερα, την ιεραποστολική τους δηλαδή ευθύνη. Επέλεξα να παραθέτω από μετάφραση τα βιβλικά χωρία, γιατί φαίνεται πως ελάχιστοι κατανοούν τη σημασία τους, έστω και αν τα χρησιμοποιούν καθημερινά στη λατρεία!

1. Η έννοια της ιερωσύνης του Χριστού αναπτύσσεται θεολογικά στην προς Εβραίους επιστολή. Εκεί ο συγγραφέας διαβεβαιώνει με έμφαση: «…῎Εχουμε μέγαν αρχιερέα, τον Ιησού, τον υιό του θεού, που έφτασε ως τον θρόνο του θεού, Εβρ. 4,14). Ο Χριστός με την εξύψωσή του γίνεται ο Μέγας Αρχιερεύς, κάτι που παραπέμπει στο λόγιο του 110ου  Ψαλμού: «Έτσι και ο Χριστός δεν τίμησε ο ίδιος τον εαυτόν του με το αξίωμα του αρχιερέα, αλλά του το έδωσε εκείνος που του είπε: Εσύ είσαι ο υιός μου, εγώ σήμερα σε γέννησα. Σ’ άλλο σημείο η Γραφή λέει: Εσύ είσαι ιερέας για πάντα, όπως ο Μελχισεδέκ»,  Εβρ. 5,5-6).

Ο Ιησούς Χριστός, λοιπόν, είναι ο Αρχιερέας που εισήλθε στα άγια των αγίων άπαξ δια παντός, δια του αίματός του: «Τέτοιος, λοιπόν, αρχιερέας μας χρειαζόταν∙ άγιος, άκακος, αψεγάδιαστος, χωρίς καμιά σχέση με την ανθρώπινη αμαρτία, ο οποίος ανέβηκε πάνω από τα ουράνια. Αυτός δεν έχει ανάγκη όπως οι άλλοι αρχιερείς να προσφέρει καθημερινά θυσίες, πρώτα για τις δικές του αμαρτίες κι ύστερα για τις αμαρτίες του λαού. Αυτό το έκανε μια για πάντα, προσφέροντας τον ίδιο τον εαυτό του», Εβρ. 7, 26-27).

Είναι επομένως φανερό, πως για το συγγραφέα της προς Εβραίους η ιερωσύνη του Ιησού διαφέρει από όλους τους τύπους ιερωσύνης, ιουδαϊκούς και εθνικούς, οι οποίοι προηγήθηκαν. «Ο Χριστός μπήκε μια για πάντα στα άγια των αγίων, για να προσφέρει αίμα όχι ταύρων και μοσχαριών, αλλά το δικό του αίμα κι έτσι μας εξασφάλισε την αιώνια σωτηρία.

Το αίμα των ταύρων και των τράγων, και το ράντισμα με τη στάχτη του δαμαλιού εξαγνίζουν τους θρησκευτικά ακάθαρτους, καθαρίζοντάς τους εξωτερικά. Πόσον μάλλον το αίμα του Χριστού! Αυτός, έχοντας το Πνεύμα του θεού, πρόσφερε τον εαυτό του άψογη θυσία στον θεό, κι έτσι θα καθαρίσει τη συνείδησή μας από τα έργα που οδηγούν στο θάνατο, για να μπορούμε να λατρεύουμε τον αληθινό θεό», Εβρ. 9, 12-14).

Ως αρχιερέας ο Χριστός ολοκληρώνει το σύστημα θυσιών της Π.Δ. με τη δική του θυσία για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Αυτός είναι και ο λόγος, που η βασική εξιλαστήρια εορτή του Ιουδαϊσμού, η Γιομ Κιππούρ, καταργήθηκε πλήρως στο Χριστιανισμό. Ο συγγραφέας της Προς Εβραίους επιστολής βασίζεται ερμηνευτικά γι’ αυτή του τη θεολογική επιχειρηματολογία στη βασική αρχή της Π.Δ. ότι «χωρίς την έκχυση αίματος, δεν υπάρχει άφεση αμαρτιών».  

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η κληρονομική ιερωσύνη της Π.Δ. φτάνει στο τέλος της, και μια καινούργια ιερωσύνη κάνει την εμφάνισή της. Η νέα αυτή ιερωσύνη είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον Θεό, είναι η ιερωσύνη κατά την τάξη Μελχισεδέκ. Η παλαιοδιαθηκική ιερωσύνη εκπληρώθηκε «άπαξ δια παντός» στο πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος πρόσφερε ως θυσία τον ίδιο του τον εαυτό.

Όλες οι αιματηρές θυσίες της Π.Δ. κατά τη θεμελιώδη αυτή βιβλική διδασκαλία καταργούνται, και αντικαθίστανται από μια καινούργια «αναίμακτη, λογική» λατρεία, όπως ομολογούμε κατά την τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας: «προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην και αναίμακτον λατρείαν…» (Λειτουργία του ιερού Χρυσοστόμου).
Ο Ιησούς Χριστός, λοιπόν, έχοντας ολοκληρώσει τον επίγειο στόχο του, ανήλθε στους ουρανούς – σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της προς Εβραίους λίγο παρακάτω στο 10ο κεφ. – όπου πλέον ως Μέγας Αρχιερέας κάθεται εκ δεξιών του Πατρός: «ο Ιησούς πρόσφερε για τις αμαρτίες μια θυσία για πάντα, κι έπειτα κάθισε στα δεξιά του θεού…Γιατί με μία μόνον προσφορά οδήγησε στην τελειότητα για πάντα αυτούς που εξαγνίσθηκαν με το αίμα του» (Εβρ. 10, 12, 14).

Δια της άπαξ δια παντός, επομένως, ιερατικής του προσφοράς και θυσίας, ο Ιησούς Χριστός παρέχει άφεση και συγχώρηση αμαρτιών στην ανθρωπότητα. Αυτή ακριβώς είναι η πραγματικότητα στην οποία εντάσσονται, όσοι βαπτίζονται, «εις άφεσιν αμαρτιών», όπως επανειλημμένα τονίζεται στην Κ.Δ. και τη λειτουργική και θεολογική μας παράδοση, όσοι αναγεννιούνται «δι’ ύδατος και πνεύματος», όσοι ενδύονται τον Χριστό, και κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνονται μέλη του Σώματός του, δηλ. της Εκκλησίας.

Ο συγγραφέας της προς Εβραίους περιγράφει την «καινή διαθήκη» που εγκαινιάσθηκε από τον Χριστό, με τα λόγια ακριβώς του προφήτη Ιερεμία (31, 33-34): «Η διαθήκη που θα συνάψω μαζί τους, μετά τις μέρες εκείνες, λέει ο Κύριος, είναι η εξής: Θα τοποθετήσω το νόμο μου μέσα στις καρδιές τους και θα χαράξω τις εντολές του μέσα στο νου τους».

Στη συνέχεια όμως ο συγγραφέας της προς Εβραίους προσθέτει : «Και θα ξεχάσω πια τις αμαρτίες τους και τις παρανομίες τους» (10, 16-17).
Γι’ αυτό το λόγο, ο Χριστός παρουσιάζεται ως ο έσχατος αρχιερέας, τόσο υπό την έννοια ότι είναι το τέλειο πρότυπο ιερωσύνης, όσο και διότι οδηγεί την μεσιτική (θυσιαστική) ιερωσύνη της Π.Δ. σε ένα τέλος, προσφέροντας τον εαυτό του, ως άπαξ δια παντός θυσία.

Ο Χριστός, λοιπόν, και εκπληρώνει στην απώτερη πνευματική της διάσταση την ιερωσύνη, και την μεταμορφώνει. Είναι όπως χαρακτηριστικά προσεύχεται η εκκλησία στη Θεία Λειτουργία, «ο προσφέρων και ο προσφερόμενος». Παράλληλα εγκαινιάζει μια καινή διαθήκη, ένα καινούργιο νόμο, που γράφεται πλέον στις καρδιές των πιστών, κι όχι πάνω σε πλάκες, όπως στην Π.Δ.
Αν αυτή είναι η νέα κατανόηση της ιερωσύνης από τον χριστιανισμό, εξίσου σημαντικές είναι οι συνέπειές της για τη ζωή των πιστών και τη μαρτυρία της εκκλησίας στον κόσμο.

Και αυτές τις συνέπειες περιγράφει ο συγγραφέας της προς Εβραίους στη συνέχεια, έχοντας πλέον ολοκληρώσει την έκθεσή του περί ιερωσύνης του Χριστού:  «Το αίμα του Ιησού, λοιπόν αδελφοί μου, μας δίνει θάρρος να μπαίνουμε στα άγια των αγίων από το νέο δρόμο που οδηγεί στη ζωή.

Αυτόν μας τον εγκαινίασε πρόσφατα ο Ιησούς με το καταπέτασμα, δηλ. με το σώμα του. Έτσι έχουμε ένα μεγάλο ιερέα επικεφαλής του οίκου του θεού. Γι’ αυτό, ας προχωρήσουμε με ειλικρινή διάθεση και με βεβαιότητα στην πίστη μας, με την καρδιά καθαρή από τις κακές διαθέσεις και με το σώμα πλυμένο με καθαρό νερό. Ας μένουμε σταθεροί στην ελπίδα που ομολογούμε, γιατί εκείνος που έδωσε τις υποσχέσεις κρατάει το λόγο του. Ας φροντίζουμε ο ένας τον άλλον, παροτρύνοντάς τον στην αγάπη και στα καλά έργα.

Ας μην εγκαταλείπουμε τις θρησκευτικές μας συνάξεις, όπως συνηθίζουν μερικοί, αλλά ας ενισχύει ο ένας τον άλλον, τώρα μάλιστα που βλέπετε να πλησιάζει η ημέρα του Κυρίου» (Εβρ.10, 19-25).

Το βασικό συμπέρασμα της παραπάνω βιβλικής διδασκαλίας και επιχειρηματολογίας είναι ότι διά του Βαπτίσματος το σύνολο των πιστών, και όχι μόνον το ιερατείο, ενσωματώνεται στο Σώμα Χριστού, την Εκκλησία, της οποίας δεν γίνονται μόνον μέλη Χριστού, αλλά συμμετέχουν και στην ιερωσύνη του. Πολύ διαφωτιστικό είναι στο σημείο αυτό ένα άλλο χωρίο της Κ.Δ.:

Εσείς όμως είστε η εκλεκτή γενιά, το βασιλικό ιερατείο, το άγιο έθνος, ο λαός τον οποίο διάλεξε ο θεός, ώστε να διακηρύξετε τα μεγαλεία εκείνου που σας οδήγησε από το σκοτάδι στο θαυμαστό του φως,  (A΄ Πέτρ. 2,9).

Όπως λοιπόν ο Χριστός, έτσι και όλοι οι πιστοί είναι σε θέση να «εισέλθουν στο θυσιαστήριο», στο οποίο προηγουμένως πρόσβαση είχαν μόνον οι ιερείς! Εφεξής μπορούν να συναντούν τον θεό, κατά τρόπο που ουδείς προ του Χριστού ήταν σε θέση να το κάνει: «Δεν προσήλθατε στο όρος Σιών που μπορεί κανείς να ψηλαφήσει…Αντίθετα, εσείς προσήλθατε …στην πόλη του αληθινού θεού, στην επουράνια Ιερουσαλήμ, σε μυριάδες αγγέλους, σε πανηγύρι και σε σύναξη των πρωτοτόκων υιών του θεού, και τα ονόματά τους έχουν καταγραφεί στους ουρανούς.

Προσήλθατε στο θεό που είναι κριτής των πάντων, και σε πνεύματα δικαίων ανθρώπων που έχουν φτάσει στην τελείωση∙ και στον Ιησού, μεσίτη νέας διαθήκης, και σε αίμα εξαγνισμού, που ο θεός το εισακούει καλύτερα από το αίμα του Άβελ» (Εβρ. 12, 18, 22-24).
Οι χριστιανοί, λοιπόν, καλούνται να είναι «ευγνώμονες που τους προσφέρεται μια ασάλευτη βασιλεία και που έτσι μπορούν να λατρεύουν το θεό με τρόπο ευάρεστο, με σεβασμό και με ευλάβεια» (Εβρ. 12, 28). Το τελευταίο, μάλιστα, κεφάλαιο της προς Εβραίους είναι μια προτροπή για την χριστιανική αρετή, στην οποία οι Χριστιανοί προσκαλούνται να πράξουν, ό,τι έπραξε ο Χριστός.

Η πραγματική χριστιανική λατρεία κατά το συγγραφέα της προς Εβραίους συνίσταται στο να θυσιάζεται κανείς στην πράξη για τους άλλους. Γι’ αυτό και συγκρίνεται ο σκοπός των χριστιανών με τον ιερατικό σκοπό του ίδιου του Χριστού: «Εμείς έχουμε ένα θυσιαστήριο, από το οποίο δεν έχουν δικαίωμα να φάνε όσοι συνεχίζουν να λατρεύουν το θεό στη σκηνή. Τα σώματα των ζώων, που το αίμα τους εισάγεται από τον αρχιερέα στα άγια των αγίων για τη συγχώρηση των αμαρτιών, καίγονται έξω από το στρατόπεδο.

Γι’ αυτό και ο Ιησούς, για να εξαγνίσει το λαό του με το ίδιο του το αίμα, θανατώθηκε έξω από την πύλη. Ας πάμε, λοιπόν, κι εμείς έξω από το στρατόπεδο κοντά του, κι ας υποστούμε τον ίδιο μ’ αυτόν εξευτελισμό. Γιατί δεν έχουμε εδώ μόνιμη πολιτεία, αλλά λαχταρούμε τη μελλοντική. Ας προσφέρουμε, λοιπόν, συνεχώς στο θεό, δια του Ιησού σαν θυσία τον ύμνο μας, δηλ. τον καρπό των χειλιών μας που ομολογούν το μεγαλείο του. Μην ξεχνάτε ακόμα να κάνετε το καλό και να μοιράζεστε με τους άλλους ό,τι έχετε» (Εβρ. 13, 10-16).

Έτσι, λοιπόν, όλοι οι χριστιανοί που μετέχουν στην ιερωσύνη του Χριστού,  είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένοι να συμμετέχουν και στη θυσία του Χριστού. Για το συγγραφέα της προς Εβραίους ο πόνος και οι θλίψεις, που πρέπει να υποφέρουν όσοι ακολουθούν το Χριστό, είναι πράγματα αυτονόητα. Οι χριστιανοί καλούνται να συμμετέχουν στη δόξα του Χριστού δοξάζοντας τον Θεό, να συμμετέχουν στη θυσία του Χριστού κάνοντας καλά έργα.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι η ορολογία που χρησιμοποιείται στην προς Εβραίους είναι αναμφισβήτητα λατρευτική. Η χρήση καθαρά θυσιαστικών όρων και λέξεων, όπως «θυσιαστήριον…φαγείν» «θυσία αινέσεως…» κλπ. φέρνουν αναμφισβήτητα στο νου μας τις διάφορες θυσίες της Π.Δ., οι οποίες στο πρόσωπο και το ιερατικό λειτούργημα του Χριστού θεωρούνται πλέον εκπληρωμένες. Υποδηλώνουν όμως σαφέστατα και το ιερατικό λειτούργημα της χριστιανικής κοινότητας, της Εκκλησίας, συνέπεια του οποίου είναι η ενεργητική μίμηση εκ μέρους των χριστιανών της αποστολής του Χριστού. Πραγματική λατρεία στο χριστιανισμό είναι πλέον η μεταφορά και διάδοση της θυσιαστικής αγάπης του Θεού μέσα στον κόσμο στον οποίο ζουν οι πιστοί, δηλαδή στο σπίτι, στο χώρο εργασίας, στην ευρύτερη κοινωνία.

2. Για κατανοήσουμε, όμως, καλύτερα τη βαθύτερη σημασία της ιερωσύνης του Χριστού, και κατ’ επέκταση το ουσιαστικό νόημα του μυστηρίου της ιερωσύνης στην Ορθόδοξη χριστιανική του εκδοχή, είναι απαραίτητο να συγκρίνουμε τον τύπο της ιερωσύνης της Κ.Δ. με τον τύπο ιερωσύνης που υπήρχε στο ιουδαϊκό και παγανιστικό περιβάλλον της τότε νέας θρησκείας, δηλαδή της Εκκλησίας.
Στον εκτός της Βίβλου ειδωλολατρικό κόσμο, οι ιερείς αποτελούσαν (όπως ακριβώς σε κάθε θρησκευτικό σύστημα κατά την αρχαιότητα) τους ενδιάμεσους μεσίτες μεταξύ θεών και ανθρώπων.

Κύριος, αν όχι αποκλειστικός, σκοπός της ειδωλολατρικής ιερωσύνης ήταν η προσφορά εκ μέρους των ανθρώπων θυσιών στους θεούς. Γι’ αυτό και τυπικά εκπλήρωναν τα καθήκοντά τους μέσα σε ναούς, οι οποίοι θεωρούνταν κατοικητήρια των θεών. Οι θυσίες που πρόσφεραν στους θεούς απέβλεπαν αφ’ ενός στο να τους εξευμενίσουν, αφ’ ετέρου να αποσπάσουν την εύνοιά τους.

Στην Παλαιά Διαθήκη η ιερωσύνη εκτελούσε λειτουργήματα όμοια με εκείνα του ειδωλολατρικού κόσμου, αν και ο ρόλος του ιερατείου πραγματώνονταν με διάφορους τρόπους. Στην πρώιμη περίοδο της ισραηλιτικής ιστορίας, το ρόλο του ιερέα εκπλήρωναν οι πατριάρχες. Αργότερα, όμως, η ιερωσύνη πέρασε στη φυλή του Λευΐ (γι’αυτό και αναφέρεται ως λευιτική ιερωσύνη), και το λειτούργημα ουσιαστικά μετατράπηκε σε επάγγελμα.

Ιερατικά, όμως, καθήκοντα ασκούσαν και οι βασιλείς. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία στο βιβλίο της Γενέσεως περί του πολεμιστή-βασιλέα Μελχισεδέκ, ο οποίος αναφέρεται και στους Ψαλμούς, εκεί όμως ως καθαρά μεσσιανικό πρόσωπο: «Συ ει ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ». Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι αυτό το πρότυπο ιερωσύνης, εφαρμόζεται και στην εκκλησία του Χριστού, αρχής γενομένης όπως είδαμε από την Κ.Δ., και ειδικά στην προς Εβραίους επιστολή, με αποκλειστική μάλιστα αναφορά όχι στο παραδοσιακό θεσμοθετημένο ιερατείο, αλλά στο πρόσωπο του ίδιου του Χριστού.

Το ότι η ιερωσύνη στην Π.Δ. εκτελούσε λειτουργήματα όμοια με εκείνα του ειδωλολατρικού κόσμου αποδεικνύεται από τη γνωστή περιγραφή του Δευτερονομίου:  «Για τη φυλή Λευΐ είπε…Τις εντολές σου θα διδάξουν στον Ιακώβ, στον Ισραήλ το νόμο σου. Λιβάνι θα προσφέρουνε μπροστά σου και στο θυσιαστήριό σου ολοκαύτωμα», Δευτ 33, 8-10).

Οι Λευίτες αυτοί ιερείς δίδασκαν και ερμήνευαν τον Νόμο στο λαό και διενεργούσαν θυσίες και τελετουργικές προσφορές. Μετά την ανοικοδόμηση, βέβαια, του Δεύτερου Ναού του Σολομώντος το λειτούργημα αυτό της ιερωσύνης, ως αποτέλεσμα της μετοικεσίας Βαβυλώνος,  εξαφανίσθηκε, και τα δύο πρώτα από αυτά τα λειτουργήματα πέρασαν στους Προφήτες και τους Γραμματείς. Έτσι το ουσιώδες λειτούργημα της ιερωσύνης περιορίσθηκε στην προσφορά θυσιών.

Στον ιουδαϊσμό, λοιπόν, όπως και στην παγανιστική αρχαιότητα, οι ιερείς λειτουργούσαν ως μεσίτες μεταξύ θεού και ανθρώπου – πράγμα που καθόρισε και το πώς ο ίδιος ο Χριστός παρουσιάζεται στην Κ.Δ., ιδίως στην Προς Εβραίους επιστολή.

3. Η ιερωσύνη, όπως είδαμε πιο πάνω, ανήκει κατ’ αρχάς στον Χριστό, που είναι ο αρχιερέας, και δευτερευόντως σε όλους τους βαπτισμένους πιστούς, στο βασίλειον ιεράτευμα. Πολλοί υποστηρίζουν ότι στο πλαίσιο της λειτουργικής πρακτικής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η ιερωσύνη πέρασε τυπικά στο χειροτονημένο ιερατείο, ιδιαίτερα τους επισκόπους και ιερείς, και έτσι σταδιακά άρχισε να δίνεται η εντύπωση (μερικές μάλιστα φορές και αφελώς να υποστηρίζεται), ότι η ιερωσύνη του Χριστού προσωποποιείται αποκλειστικά στον επίσκοπο και μέσω αυτού στους ιερείς.

Βεβαίως, η λειτουργία των χειροτονημένων τάξεων (επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, κλπ)  είναι αναγκαία για τη διατήρηση της τάξεως.  «Πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γενέσθω», προτρέπει στους Κορινθίους ο απόστολος Παύλος. Είναι αυτονόητο ότι χάριν της τάξεως, είναι απολύτως φυσικό και αναγκαίο κάποιος να προεξάρχει. Ευθύς εξ αρχής, λοιπόν, η Εκκλησία ανέπτυξε μια ποικιλία χαρισμάτων-λειτουργημάτων, το δε κύριο καθήκον του επισκόπου (και ενδεχομένως των πρεσβυτέρων) αρχικά ήταν να προΐστανται της ευχαριστιακής συνάξεως. Άλλωστε, ένας από τους αρχαιότερους τίτλους του επισκόπου είναι πράγματι «προεστώς», δηλ. αυτός που προΐσταται.

Το να προΐσταται, όμως, κάποιος της λειτουργίας δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να ασκεί ιερατικό λειτούργημα. Ακόμη και αν έχουμε κατά νουν ότι θρησκειο-ιστορικά το πρώτιστο λειτούργημα των ιερέων ήταν να προσφέρουν θυσίες και να υπηρετούν ως μεσίτες θεού και ανθρώπων, ακόμη και τότε στη λειτουργική παράδοση της εκκλησίας γίνεται σαφές ότι αυτή η δραστηριότητα πραγματοποιείται όχι από τον επίσκοπο ή τον πρεσβύτερο μόνον, αλλά από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, τον Μέγα Αρχιερέα που πρόσφερε τον εαυτό του άπαξ δια παντός, ή από το σύνολο της κοινότητος, που είναι το συλλογικό Σώμα Χριστού. Αυτό, άλλωστε, και μόνον αυτό αποδεικνύουν τα υπάρχοντα λειτουργικά κείμενα, τα οποία καλό θα ήταν πολύ σύντομα θα θυμηθούμε.

Είναι σε όλους γνωστό, ότι οι λειτουργικές προσευχές είναι σταθερά διατυπωμένες σε πληθυντικό αριθμό, πράγμα που αποδεικνύει ότι η προσευχή αναπέμπεται από όλη την κοινότητα. Προσευχές που χρησιμοποιούν το πρώτο ενικό είτε αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες στις διάφορες τελετές, και ορισμένες φορές μάλιστα είναι τυπικά προϊόντα ατομικής ευσέβειας, είτε αποτελούν ατομικές προσευχές του προεξάρχοντος της κοινότητας στο ομολογουμένως δύσκολο έργο τους. «Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν», λέει η εκφώνηση του διακόνου  στην αρχή της λειτουργίας. Και στη συνέχεια, αναπέμπει μια σειρά από αιτήσεις, όλες απευθυνόμενες στο σύνολο της κοινότητος, ζητώντας από όλα τα μέλη της, να προσευχηθούν για διάφορους λόγους. Έτσι, στην πιο κοινότυπη μορφή της λειτουργικής προσευχής, σύνολη η κοινότητα εκτελεί τα ιερατικά τηςκαθήκοντα, αναπέμποντας προσευχές και δεήσεις για όλο τον κόσμο.

Ο ενεργητικός ιερατικός ρόλος σύνολης της κοινότητας παρουσιάζεται ακόμη πιο ανάγλυφα στην ευχή της Αναφοράς, δηλ. στην κύρια ευχαριστιακή προσευχή. Εκεί, μάλιστα, το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο χρησιμοποιείται σ’ όλο το μήκος της ευχής, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά ότι αυτή ανήκει σ’ ολόκληρη την κοινότητα. «Μεμνημένοι, τοίνυν, της σωτηρίου ταύτης εντολής και πάντων των εις ημας γεγενημένων, του σταυρού, του τάφου, της τριημέρου αναστάσεως, της εκ δεξιών καθέδρας, της ενδόξου και δευτέρας πάλιν παρουσίας, τα σα εκ των σων, σοι προσφέροντες κατά πάντα και δια πάντα, Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν, σοι ευχαριστούμεν, Κύριε, και δεόμεθά σου, ο θεός ημών…κατάπεμψον το Πνεύμα Σου το Άγιον εφ’ ημάς κτλ…».

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ότι η κύρια πράξη που εκφράζεται με τα ενεργητικά ρήματα πραγματοποιείται από το λαό, από σύνολη δηλ. την κοινότητα. Από αυτήν, άλλωστε, ψάλλεται η κύρια πρόταση: «Σε υμνούμεν…σε ευλογούμεν…σοι ευχαριστούμεν Κύριε και δεόμεθά σου…»,  και όχι από τον επίσκοπο ή τον ιερέα.

Βέβαια, αν δεν υπήρχε η άοκνη προσπάθεια πολλών ευσεβών ιερέων και θεολόγων για λειτουργική αναγέννηση δεκαετίες τώρα στον τόπο μας, και αν αυτή δεν είχε καθιερωθεί και θεσμικά από την εκκλησία μας, ελάχιστοι σήμερα θα γνώριζαν ότι αυτή η κύρια πρόταση/απάντηση συνιστά αναπόσπαστο τμήμα της αναφοράς, και όχι απλώς μια ευσεβής παρέμβαση των ιεροψαλτών ενόσω το ιερατείο, συχνά σιωπηρώς, συνεχίζει να διαβάζει δίκην μαγείας την ευχή αυτή.

Αν δούμε το κείμενο φιλολογικά, πρέπει να πούμε ότι στο σύνολό του αποτελεί μία πρόταση, με τα ενεργητικά ρήματα να ψάλλονται από το σύνολο της ευχαριστιακής κοινότητας.

Ένα πρώτο, λοιπόν, συμπέρασμα από την ανάλυση της λειτουργικής παράδοσης της εκκλησίας μας είναι η σπουδαιότητα που χαρακτηρίζει την συνηγμένη κοινότητα, στην οποία κλήρος και λαός δρουν ως μια ενότητα. Ο προεξάρχων επίσκοπος (ή πρεσβύτερος) που κάνει τις εκφωνήσεις το πράττει στο όνομα σύνολης της κοινότητας. Το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο της αναφοράς, που είναι και το γραμματικό υποκείμενο των σχετικών φράσεων, περιλαμβάνει όλους τους συνηγμένους, κι όχι μόνον το ιερατείο.

Στο μεγαλύτερο μέρος του ιστορικού παρελθόντος της Εκκλησίας, οι λειτουργικές απαντήσεις του λαού, αναπέμπονταν από το σύνολο των συναθροισμένων πιστών, και μόνον τους τελευταίους αιώνες εμφανίσθηκαν οι χοροί ιεροψαλτών που ανέλαβαν αυτό το λειτούργημα.

Αν τώρα θελήσουμε να διεισδύσουμε θεολογικά στην Ορθόδοξη αυτή λειτουργική μας παράδοση, αν δηλαδή επιχειρήσουμε να αναλογισθούμε πώς γίνεται όντες αμαρτωλοί να υμνούμε, να ευλογούμε και να ευχαριστούμε το Χριστό, η γραμματική δομή του κειμένου της αναφοράς μας βοηθάει αρκετά αποτελεσματικά: τούτο το πράττουμε, ακριβώς επειδή αναλογιζόμαστε («μεμνημένοι») όλα όσα ο Θεός έκανε για μας.

«Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν», είπε ο Χριστός στους μαθητές του, και γι’αυτό κάθε φορά που τελούμε τη Θεία Ευχαριστία ξαναφέρνουμε στο νου μας τις σωτήριες ενέργειες του Θεού, με κορύφωση βέβαια την κορωνίδα της θείας οικονομίας, την ένδοξη Βασιλεία του Θεού. Καθώς, μάλιστα,  ξαναθυμόμαστε όλα αυτά τα πράγματα, τα κάνουμε παρόντα, πραγματικά και ζωντανά για μας σήμερα.

Η ανάμνηση αυτή αποτελεί ουσιαστικό σκοπό για όλους τους χριστιανούς, διότι μόνον έχοντας πάντα στο νου μας ότι είμαστε δημιουργήματα του Θεού και όλα όσα έχει κάνει εκείνος για μας, περιλαμβανομένου του σταυρικού του θανάτου, μπορούμε να ζήσουμε (ζωήν έχωμεν και περισσόν έχωμεν, Ιω 10,10 ).

Ακριβώς επειδή θυμόμαστε όλα όσα ο θεός έπραξε για μας, του προσφέρουμε αυτό που ήδη του ανήκει («τα σα εκ των σων»). Αυτή η πράξη προσφοράς είναι κεντρικής σημασίας, διότι αναμιμνησκόμενοι και προσφέροντες, γινόμαστε ικανοί να «δοξολογούμε, να ευλογούμε και να ευχαριστούμε το Θεό».

Αυτή είναι η βαθύτερη σημασία του μυστηρίου της χριστιανικής ιερωσύνης.  Λει-τουργία, άλλωστε, είναι το έργο όλου του λαού του θεού, κι όχι, όπως στο πλαίσιο της ιουδαϊκής αρχαιότητας, ο σκοπός μιας ιερατικής τάξεως. Αυτό ακριβώς εμπεριέχει και η έννοια της ανακεφαλαιώσεως, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς Χριστός είναι ο νέος Αδάμ, που απελευθερώνει την ανθρωπότητα από την πτωτική της κατάσταση και αποκαθιστά εκ νέου την κοινωνία Θεού-ανθρώπου, η οποία είχε διασπασθεί εξ αιτίας της αμαρτίας. Δια του Χριστού, η ανθρωπότητα μπορεί πάλι να συμμετάσχει στην δημιουργική ενέργεια του Θεού.

Με το βάπτισμα, λοιπόν, ο κάθε χριστιανός συμμετέχοντας στην ιερωσύνη του Χριστού, και ενεργώντας ως ιερέας της κτίσεως, οδηγεί και όλη την κτιστή δημιουργία στη σωτηρία.

4. Η ιερωσύνη, λοιπόν, του Χριστού και η εξ αυτής απορρέουσα ιερωσύνη του συνόλου του λαού του Θεού, έχουν τρομακτικές συνέπειες για την ευθύνη των πιστών και την ιεραποστολική μαρτυρία της εκκλησίας. Ο ιερατικός χαρακτήρας του συνόλου του λαού του θεού, κληρικών και λαϊκών, που όπως είδαμε εκφράζεται καθαρά τόσο στην Καινή Διαθήκη, όσο και στη λειτουργική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι ανάγκη να ενσταλαχθεί εκ νέου στη συνείδηση όλων των χριστιανών.

Όλοι οι πιστοί καλούνται να τον βιώνουν στην καθημερινή τους ζωή. Δυστυχώς στο μοντέρνο, εκκοσμικευμένο κόσμο, ενσυνείδητα ή ασυνείδητα επιχειρείται να αποκοπεί η θρησκευτική, ιερατική και λατρευτική ζωή από την καθημερινότητα. Έχει πλέον γίνει καθεστώς η εκπλήρωση στην εκκλησία δύο ή τρεις ώρες τη εβδομάδα των θρησκευτικών υποχρεώσεων, και αφού γίνει αυτό, αποβάλλεται πλήρως η ιερατική ταυτότητα και το ιερατικό χρέος των πιστών μόλις περάσουν το κατώφλι της εκκλησίας.

Το ιερατικό όμως χρέος των πιστών, κληρικών και λαϊκών, ακριβώς μέσα στον κόσμο, στην οικογένεια, στο χώρο εργασίας, στην κοινωνία, δηλαδή στο δημόσιο χώρο, είναι που χρειάζεται περισσότερο.

Είμαστε χριστιανοί διότι δια του βαπτίσματος «ντυθήκαμε τον Χριστό».  Γίναμε μέλη του Σώματός του, και έτσι, μέσω ημών, ο Ιησούς Χριστός παραμένει παρών μέσα στον κόσμο. Όπως ακριβώς ο Χριστός ενισχύθηκε από το άγιο Πνεύμα κατά το βάπτισμά του στον Ιορδάνη, έτσι και οι πιστοί με το βάπτισμά, δέχονται τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος: «Ή μήπως δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγ. Πνεύματος το οποίο σας χάρισε ο θεός και βρίσκεται μέσα σας; Δεν ανήκετε στον εαυτό σας∙ σας αγόρασε ο θεός και πλήρωσε το τίμημα. Το θεό λοιπόν να δοξάζετε με το σώμα σας» (Α΄ Κορ. 6, 19-20).

Γι’ αυτό, κάθε βαπτισμένος χριστιανός είναι ένα σημείο της παρουσίας του θεού μέσα στον κόσμο. Και αυτό επιβεβαιώνεται τόσο από την Αγία Γραφή, όσο και από τη λειτουργία, θα πρέπει όμως να γίνεται καθημερινά πράξη μέσα στον κόσμο. Ο κάθε χριστιανός είναι ιερέας, κεκλημένος να μεταφέρει την αγάπη και τη συγγνώμη του θεού στον κόσμο της αμαρτίας. Ο κάθε χριστιανός έχει καθήκον να ασκήσει αυτόν τον ιερατικό και διαμεσολαβητικό ρόλο.

Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας της προς Εβραίους επιστολής, καλούμαστε να συμμετάσχουμε στη θυσία του Χριστού. Τούτο αναπόφευκτα συνεπάγεται πόνο και θλίψεις, διότι όπως ακριβώς ο Ιησούς απορρίφθηκε και κακοποιήθηκε, το ίδιο οφείλει να υποστεί και ο κάθε χριστιανός.

Και αυτό ισχύει και σήμερα, όπως ίσχυε και στην περίοδο των διωγμών. Οι πιστοί καλούνται να προσφέρουν τη δοξολογική τους θυσία στο θεό, όπως ο Χριστός δοξολογούσε τον Πατέρα του κάθε στιγμή της ζωής του. Καλούνται να πράττουν το αγαθό, θυσιάζοντας τη ζωή τους για τον πλησίον, όπως ο Χριστός θυσίασε τη ζωή του για μας. Οφείλουν να επισκέπτονται τους ασθενείς, να τρέφουν τους πεινασμένους, να ντύνουν τους ενδεείς, να βοηθούν τους πτωχούς, Με άλλα λόγια, να αντικατοπτρίζουν την αγάπη του θεού όπου κι αν βρίσκονται. Αυτές οι λειτουργίες είναι ιερατικές λειτουργίες που αποκτούν όλοι οι πιστοί, κληρικοί και λαϊκοί, με το βάπτισμά τους εν Χριστώ.

Πολύ συχνά, βέβαια, οι λαϊκοί απαλλάσσουν τον εαυτό τους από τέτοιες ευθύνες, λέγοντας ότι πρόκειται περί ενεργειών που αρμόζουν μόνο στο χειροτονημένο ιερατείο. Στο κάτω-κάτω της γραφής, υποστηρίζουν πολλοί, γι’ αυτό….πληρώνονται. Και πράγματι, το χειροτονημένο ιερατείο όντως οφείλει να πράττει όλα αυτά τα πράγματα. Αλλά πρέπει να τα πράττουν όχι επειδή τα μέλη του έχουν χειροτονηθεί, αλλά επειδή έχουν βαπτιστεί, επειδή δηλαδή έχουν γίνει μέλη του βασιλείου ιερατεύματος του θεού.

Το κύριο καθήκον των χειροτονημένων είναι να διατηρούν και προωθούν την τάξη μέσα στην εκκλησία, να διδάσκουν, να κηρύττουν το λόγο του θεού, να προΐστανται στα διάφορα ενοριακά και επισκοπικά συμβούλια, και να είναι υπεύθυνοι για τη διατήρηση της πειθαρχίας. Όλες αυτές οι διαστάσεις είναι απαραίτητες για τη καλή λειτουργία της εκκλησίας, αλλά υπάρχει κάτι σημαντικότερο.

Ο σκοπός τους, ο σκοπός της εκκλησίας ως συνόλου, είναι να πραγματώνει το σκοπό για τον οποίο ο Χριστός ήλθε στον κόσμο, δηλαδή να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τον θεό, να προσφέρει την κενωτική αγάπη του θεού «υπέρ της του κόσμου ζωής» (Ιω 6, 51 και Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου), για να ζήσει δηλαδή ο κόσμος.

Σε τελευταία ανάλυση, σκοπός του ιερατείου δεν είναι τίποτε άλλο παρά να ενισχύει όλους τους βαπτισμένους, ώστε να ασκούν αυτό το ιερατικό λειτούργημα του Χριστού, που ο καθένας τους έλαβε κατά το βάπτισμα.

Οι φορείς της ειδικής ιερωσύνης πραγματοποιούν την αποστολή τους μέσα στην τοπική εκκλησιαστική κοινότητα. Γι’ αυτό και η ιεραποστολή χαρακτηρίζεται επιτυχώς από τους Ορθοδόξους  ως Λειτουργία μετά την λειτουργία.

Εμφανίσεις: 90483
Γίνετε ενεργά η πηγή του Romfea.gr! Στείλτε ειδήσεις και φωτογραφίες που πιστεύετε πως ενδιαφέρουν τους αναγνώστες στο [email protected]
FOLLOW ROMFEA:
top
Has no content to show!