Αγγελόπουλος "Ο κατάλογος των υποψηφίων πρoς έγκριση η προς ενημέρωση στο Φανάρι;"
- Δημιουργηθηκε στις Σάββατο, 02 Απριλίου 2011
-
Γράφτηκε από τον/την Romfea.gr - 01:37
-
Mία μοναδική πνευματική και επιστημονική εκδήλωση λόγου, μουσικής και καλλιτεχνίας, πραγματοποιήθηκε στο Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», τιμώντας τον Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αθανάσιο Αγγελόπουλο, ως Αντεπιστέλλον Μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου.
Οι εκδηλώσεις τελούσαν υπό την αιγίδα και παρουσία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, με την εκπροσώπηση του Πάπα και Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής Θεοδώρου διά του Σεβ. Μητροπολίτου Άκκρας κ. Γεωργίου, εκπροσώπου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας στην Αθήνα, και με ένα πυκνό ακροατήριο.
Συγκεκριμένα οι εκδηλώσεις περιελάμβαναν, έκθεση «Χειροποίητων Πρωτότυπων Σταυρών Αιθιοπίας», του συλλέκτου, βραβείου Γκίνες, Χρήστου Γιαννουλάκη, που εγκαινίασε ο Μακαριώτατος, την επιστημονική ανακοίνωση του τιμωμένου Καθηγητού για τις ιστορικές ισορροπίες στις σχέσεις των Εκκλησιών ΚΠόλεως και Ελλάδος, αφού προηγουμένως δέχθηκε από τον Πρόεδρο και τον Γ. Γραμματέα του ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ τα Διάσημα του Αντεπιστέλλοντος Μέλους καθώς επίσης και μουσική είσοδος και έξοδος από τον ταλαντούχο Πέτρο Γαϊτάνο, που απέσπασε τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα του ακροατηρίου.
Με την ευκαιρία της τελετής υποδοχής έγινε μία πρώτη παρουσίαση τού υπό έκδοση έργου του Καθηγητού, «Ακαδημικοί Περίπατοι», με επιμέλεια των κκ. Γρ. Λιάντα – Παν. Τζουμέρκα, της 20ετίας 1991-2010 επί επικαίρων ζητημάτων εκκλησιαστικής πολιτικής και διπλωματίας (π.χ. Μακεδονικό από εκκλησιαστικής σκοπιάς, Σχέσεις Αθηνών-Φαναρίου,–2003-2008–, Ιεροσολυμητικό Ζήτημα, 2008-έως σήμερα κ.λπ.), ενώ ο Σεβ. Άκκρας μετέφερε χαιρετισμό του Πατριάρχη Αλεξανδρείας για την έκθεση και για την τιμή προς τον Καθηγητή.
Ο Καθηγητής Αγγελόπουλος, στην ομιλία του για τις σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών ΚΠόλεως και Ελλάδος, αναφέρθηκε ανάμεσα σε άλλα στη ρήξη των δυο Εκκλησιών του 2003, στα αίτια, στην αγνόηση των ισορροπιών αλλά και στα δίκαια που διεκδικούσαν αμφότερες οι Εκκλησίες.
Ακολουθεί το κείμενο της Ανακοινώσεως του Καθηγητού από του Βήματος:
«Ιστορικοκανονική Γραμματεία. Δύο κανονικά κείμενα ιστορικής ισορροπίας και φιλολογικής αξίας.»
– Αφορά τις σχέσεις των Εκκλησιών ΚΠόλεως και Ελλάδος
(1928-2008) –
Η «Ιστορικοκανονική Γραμματεία» είναι πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο-πηγή ερεύνης της ιστορίας και της ευταξίας στη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας καθ’ εαυτήν και στις σχέσεις της με την Κοινωνία και την Πολιτεία στις Επικράτειες, που αυτή εδράζεται ως πνευματικός και διοικητικός και κοινωνικός θεσμός.
Εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας, υπό τύπον Ανακοινώσεως ενώπιόν Σας, στα δύο δηλωθέντα στο θέμα της Ανακοινώσεώς μας κανονικά κείμενα «ιστορικής ισορροπίας και φιλολογικής αξίας».
Ποια είναι αυτά; Τα βλέπετε στην οθόνη και τα έχετε συνημμένα στο παρόν κείμενο, στη διάθεσή Σας. Κείμενα του 1928. Το πρώτο φέρει τον τίτλο «Πατριαρχική και Συνοδική Πράξις», της 4ης Σεπτεμβρίου 1928 ˙ και το δεύτερο «Συνοδική Πράξις», της Ιεράς Συνόδου Αθηνών, της 20ης Νοεμβρίου 1928.
Με την πρώτη και δεύτερη ΠΡΑΞΗ η Βόρεια Ελλάδα και τα Νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όντα Ελληνική Επικράτεια, μετά το 1912-1913 και το 1914-1918, υπάγονται διοικητικά στην Εκκλησία της Ελλάδος, υπό κάποιους Όρους πνευματικής αναφοράς στην Εκκλησία ΚΠόλεως, στο Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, προς ενίσχυση, λόγω της τραγωδίας του 1922.
Φυσικά, ούτως ή άλλως, τα διαμερίσματα αυτά τελούν ως Μητροπόλεις υπό την άμεση εποπτεία και πρόνοια των οικείων Μητροπολιτών, κατά τους θ. και ι. Κανόνες περί των Δικαίων του μητροπολιτικού συστήματος.
Το πρώτο κείμενο μέχρι το 2003 ήταν το μόνο κανονικό εργαλείο, θα λέγαμε, προσεγγίσεως των Πατριαρχικών Δικαίων πνευματικής αναφοράς επί των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών. Τον Δεκέμβριο όμως του 2003 ήλθε για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητος, κατόπιν προσωπικής ερεύνης μας, η δεύτερη ΠΡΑΞΗ.
Επιλέξει: «Η Συνοδική Πράξις περί αποδοχής της διοικήσεως των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών της Εκκλησίας της Ελλάδος», 20 Νοεμβρίου 1928, της Ιεράς Συνόδου των Αθηνών. Είχαμε την πληροφόρηση ακριβή περί υπάρξεώς της ˙ δεν γνωρίζαμε όμως το κείμενο, το περιεχόμενό της.
2. Όπως ενθυμούμεθα όλοι, μεταξύ των ετών 2003-2008, οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών, ΚΠόλεως και Ελλάδος, δεν ήσαν οι καλλίτερες ˙ διείρχοντο εμφανή ή υφέρπουσα κρίση διαφόρων εντάσεων και κραδασμών.
Ποιά η βασική αιτία; Κατά την ταπεινή ακαδημαϊκή κρίση μας, βασική αιτία ήταν η αγνόηση ή μάλλον η υποτίμηση από αμφότερες τις πλευρές των «ιστορικών ισορροπιών», μετά το 1922, στις σχέσεις δύο Εκκλησιών (και πώς;) εντός μιάς και της αυτής Επικράτειας, της Ελληνικής, όπου όμως κυρίαρχη Εκκλησία είναι μία ˙ η Εκκλησία της Ελλάδος, ως Αυτοκέφαλη και Ανεξάρτητη, εντός Ανεξαρτήτου Κράτους, κατά το ισχύον κανονικό σύστημα διοικήσεως της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Σε κάθε υπό της Διεθνούς Κοινότητος αναγνωριζόμενη Επικράτεια-Έθνος, κατά την ακριβή κανονική τάξη, μιά Εκκλησία κυρίαρχη υπάρχει. Δύο δεν νοούνται. Το γεγονός των δύο Αρχών, εντός της μιάς και της αυτής εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, λειτουργεί από μόνο του ως γενεσιουργός αιτία δυαρχίας και ιδιογνωμίας και διχοστασίας, άρα μονίμου έριδος και ακυρώσεως του χριστιανικού ορθοδόξου μηνύματος περί ενότητος εν αγάπη Χριστού, κατά Τόπους. Οι θ. και ι. Κανόνες απορρίπτουν παντελώς το καθεστώς αυτό, κατ’ ακρίβεια.
Όμως, στην ιστορία της Εκκλησίας, κάποτε-κάποτε, εμφανίζονται καταστάσεις, κατά τις οποίες, όταν μια Τοπική Εκκλησία καθίσταται εμπερίστατη, για λόγους καιρικούς εξωτερικούς διεθνών ανακατατάξεων, τότε οι άλλες Αδελφές Εκκλησίες συντρέχουν στις «χρείες» της, πανταχόθεν. Πολύ περισσότερο συντρέχουν – και οφείλουν τούτο αδελφικώς – οι άμεσα τοπικά γειτνιάζουσες Εκκλησίες.
Π.χ., εν προκειμένω, η Εκκλησία της Ελλάδος έναντι της άμεσα γειτνιαζούσης Εκκλησίας ΚΠόλεως. Που δεν είναι απλά Αδελφή αλλά συγχρόνως και Μητέρα Εκκλησία ˙ Πρωτόθρονη Εκκλησία˙ Οικουμενικό Πατριαρχείο˙ Πρόεδρος συντονισμού και διακονίας ενότητος όλου του Σώματος-Συστήματος της Ορθοδόξου, ανά την Οικουμένη, Εκκλησίας.
Είναι δε επιπλέον, όμαιμος, ομόγλωσσος και ομότροπος προς την Εκκλησία της Ελλάδος ˙ όμως στα κανονικά πλαίσια των Τοπικών και όχι των Εθνοφυλετικών Εκκλησιών.
Η Εκκλησία ΚΠόλεως στην δίνη που ευρίσκετο, ιδίως μετά το 1922, για να σταθεί στα πόδια Της, στην ιστορική Έδρα Της, στην ΚΠολη, στην Βασιλίδα των Πόλεων, είχε ανθρωπίνως ανάγκη, έναντι τόσων απωλειών, σε μητροπόλεις, επισκοπές, εξαρχίες και ποιμένες και ποίμνια στην Μ. Ασία, στον Πόντο και στην Αν. Θράκη, τουλάχιστον δικαιωμάτων πνευματικής ενδοχώρας, πέρα από κρατικές οντότητες, εν προκειμένω προς Δυσμάς, προς την Ελληνική Επικράτεια˙ σε μιά άλλη, δηλαδή, Επικράτεια, χωρίς όμως να μειώνονται και ψαλιδίζονται, κοινώς, τα Δίκαια της Κυριάρχου Εκκλησίας, αυτής της Ελλάδος, με έδρα Της την έδρα του Κράτους, του εθνικού κέντρου, την Αθήνα. Μιά τέτοια μείωση, θα απέβαινε μοιραία για τις δύο Εκκλησίες αλλά και προβληματική για το Κράτος.
Τα δύο κείμενα, που βλέπετε και έχετε, αυτήν την προεκτεθείσα νέα ιστορικοκανονική πραγματικότητα, ιδιάζουσα αλλ’ αναγκαία, οπωσδήποτε, «ιστορικών ισορροπιών» εξυπηρετούν. Σεβασμός και τήρηση των ιστορικών ισορροπιών, εν προκειμένω, – συνιστούν και οφείλουν να συνιστούν ανυστάκτως – condition sine qua non.
Το όλως νέο εδώ είναι το δεύτερο κείμενο. «Η Συνοδική Πράξις περί αποδοχής της διοικήσεως των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών της Εκκλησίας της Ελλάδος», από 20 Νοεμβρίου 1928, αλλ’ υπό κάποιους Όρους. Υπό κάποιους Όρους το πρώτο Κείμενο και υπό κάποιους Όρους και το δεύτερο Κείμενο.
Ως το 2003 (Δεκέμβριος) το Κανονικό αυτό Κείμενο παρέμενε, κατά το περιεχόμενό του, άγνωστο. Πώς όμως ήλθε στην επιφάνεια; Στην δημοσιότητα; Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τον Ιούλιο του 2003, διά Πατριαρχικού και Συνοδικού Γράμματος προς την Εκκλησία της Ελλάδος, με αφορμή την χηρεία της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, λόγω αιφνιδίου θανάτου, καθόν χρόνον εφησύχαζε σε ένα κελλί της Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους, τον Ιούλιο 2003, του Μητροπολίτου της Παντελεήμονος Χρυσοφάκη, ζητούσε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος την αποστολή στο Φανάρι του τελικού Καταλόγου Υποψηφίων για αρχιερατεία «προς έγκρισιν», σύμφωνα προς τον Ε΄ Όρο της Πατριαρχικής Πράξεως, του Σεπτεμβρίου 1928, που προνοούσε πνευματική ενδοχώρα υπέρ του Πατριαρχείου, για τους λόγους, που προαναφέραμε, επιστηριγμού Του, κοινή συναινέσει Πολιτείας και Εκκλησίας της Ελλάδος και Πατριαρχείου.
Η επίμαχη διατύπωση στον Ε΄ Όρο είναι: «…επί τη βάσει Καταλόγου Εκλεξίμων, συντεταγμένου υπό της εν Αθήναις Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και εγκεκριμένου υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δικαιουμένου και τούτου υποδεικνύειν υποψηφίους».
Δηλαδή, έργο – καθήκον και δικαίωμα – της Ιεράς Συνόδου των Αθηνών, ως Ανωτάτου Οργάνου Διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτο η κανονική και νόμιμη σύνταξη του τελικού Καταλόγου εκλεξίμων ˙ του δε Πατριαρχείου έργο-δικαίωμα, α) η «έγκρισις» του Καταλόγου αυτού, με ό,τι μιά «έγκρισις» δυνατόν να συνεπάγεται. Δηλαδή, να συνεπάγεται το δικαίωμα προσθαφαιρέσεων, αλλοιώσεων, διαγραφών και παρατηρήσεων ˙ και β) το «υποδεικνύειν υποψηφίους».
Η Εκκλησία της Ελλάδος αιφνιδιάστηκε με την απαίτηση αυτή – υποβάθμιση του κύρους της, οπωσδήποτε. Διότι ουδέποτε μέχρι τότε ο τελικός Κατάλογος αποστελλόταν προς «έγκρισιν», αλλά προς «ενημέρωσιν» και διά της διαδικαστικής οδού «προς υπόδειξιν» υποψηφίων. Αμέσως δε προέβαινε η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, άνευ ετέρου, στην διενέργεια των εκλογών, ως κανονική και διοικητική-έννομη Πράξη. Το δε Πατριαρχείο διά της διαδικαστικής οδού από το 1928 κ.ε. και σαφώς με τον ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη 1977, για τον οποίο συνεργάσθηκε με την Εκκλησία της Ελλάδος, εξασκούσε το δικαίωμα «του υποδεικνύειν υποψηφίους», μόνο, όπως, μόλις, προαναφέρθηκε.
3. Και το εύλογο ερώτημα. Πού κείται η αλήθεια; Ο τελικός Κατάλογος «προς έγκρισιν»» ή «προς ενημέρωσιν» στο Φανάρι;
Προσωπικά, ως διδάξας στο Α.Π.Θ. τον επιμέρους Κλάδο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Ελλάδος και εισαγαγών πρωτοβούλως το μάθημα της «Εκκλησιαστικής Ιστορίας των Νέων Χωρών 1912-1928», και συγγράψας και ειδικό εγχειρίδιο για τους φοιτητές, με βάση όμως μόνο τις έρευνές μας στο Πατριαρχικό Αρχειοφυλακίο, εξεπλάγην, κατ’ Αύγουστο 2003, όταν άρχισε δημοσιογραφικός θόρυβος για το Ζήτημα, επικεντρούμενος στις δύο Κεφαλές, στον Πατριάρχη και στον Αρχιεπίσκοπο.
Διερωτώμουν, γιατί αυτή η στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος, αφού η Πατριαρχική Πράξη σαφώς διατύπωνε το δικαίωμα να αποστέλλεται στο Πατριαρχείο ο τελικός Κατάλογος «προς έγκρισιν». Οφείλω την ακαδημαϊκή εξομολόγηση από του επισήμου τούτου βήματος ότι, παρ’ ότι και ο ίδιος ειδικώς κάπως ερευνητής του θέματος, αγνοούσα εν τούτοις κάποιες ενδότερες ουσιαστικές λεπτομέρειες. Γιατί οι δικές μας έρευνες σταματούσαν κυρίως στο γεγονός της 4ης Σεπτεμβρίου 1928, ημερομηνίας εκδόσεως της Πατριαρχικής Πράξεως.
Εστηρίζοντο δε αποκλειστικά, κατά βάση, στα στοιχεία του Πατριαρχικού Αρχειοφυλακίου. Θεωρούσα, εσφαλμένα εκ των υστέρων, ότι εκεί έληγε το Ζήτημα της διοικητικής αφομοιώσεως των Νέων Χωρών εκκλησιαστικά στην όλη Εκκλησία της Ελλάδος.
Ήταν ερευνητικό λάθος μου˙ ώφειλα να ερευνήσω, περαιτέρω, τα πράγματα˙ τίνι τρόπω έγινε αποδεκτή η Πράξις αυτή, από την πλευρά της κυριάρχου Εκκλησίας της Ελλάδος, στην όλη διοργάνωση και ζωή Της. Ώστε αφ’ ενός να μη υπονομεύεται η Αυτοκεφαλία και Ανεξαρτησία Της διά του κειμένου αυτού, αφ’ ετέρου δε να συνετρέχει η Εκκλησία της Ελλάδος στις ανάγκες της Εκκλησίας ΚΠόλεως διά της εξασφαλίσεως σ’ Αυτήν πνευματικής ενδοχώρας, κατά τα προλεχθέντα.
Στην έρευνα, βλέπετε, ουδέποτε μπορείτε να ισχυρισθείτε ότι επετύχατε το πλήρες. Πάντα στην έρευνα υφίστανται κενά. Αμέσως, λόγω ακαδημαϊκής ευαισθησίας, και μετά από συζητήσεις μου με τον Αρχιεπίσκοπο, Αρχιερείς και ειδικούς ερευνητές, έκαμα έργο μου να συνεχίσω την έρευνα του επιμέρους αυτού Ζητήματος στα Αρχεία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, τώρα. Πώς, λοιπόν, η Εκκλησία της Ελλάδος διά της τότε Ιεράς Συνόδου έκαμε αποδεκτή την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη ως κείμενο;
Ιδού τα γεγονότα, που εγώ δεν γνώριζα ως τότε, αλλά μαζί με μένα και οι εκκλησιαστικοί παράγοντες και οι αρμόδιοι ερευνητές˙ πολύ περισσότερο δεν γνώριζε η Κοινή Γνώμη, που διαπορούσε, τί συμβαίνει μεταξύ των δύο Εκκλησιών και κύρια μεταξύ των δύο Προκαθημένων, Πατριάρχου και Αρχιεπισκόπου. Η αρθρογραφία δε ειδικών και μη ειδικών ήταν καταιγιστική καθημερινά (Αύγουστος-Δεκέμβριος 2003).
Η Πράξη του Πατριαρχείου εστάλη στην Εκκλησία της Ελλάδος, αρμοδίως διά του Γεν. Προξενείου ΚΠόλεως – ΥΠΕΞ – ΥΠΕΠΘ, για να επιληφθεί Αυτή της αποδοχής και εφαρμογής της, αφού επρόκειτο για κείμενο κανονικό, και μόνο.
Ως κείμενο δεν αφορούσε στην έννομη αλλά στην κανονική τάξη. Η Πολιτεία είχε προηγουμένως εκδώσει τον σχετικό Νόμο, κατ’ Ιούλιο 1928, διοικητικής αφομοιώσεως εκκλησιαστικώς των Νέων Χωρών τότε.
Η Ιερά Σύνοδος επί τρίμηνο είχε υπό μελέτη το κείμενο της Πράξεως του Φαναρίου. Όρισε Συνοδική Επιτροπή μελέτης και εισηγήσεως επί του κειμένου της Πράξεως. Ήτο ειδική Συνοδική Επιτροπή της Ηνωμένης μιάς – και όχι διττής – Ιεραρχίας της νέας Εκκλησίας της Ελλάδος, που συνεκροτείτο από τους Μητροπολίτες της Παλαιάς και Νέας Ελλάδος και της αντιπροσωπευτικής Αυτής Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Το σχήμα αυτό ισχύει ως σήμερα.
Έπρεπε, λοιπόν, η Επιτροπή να διαπιστώσει, αν το Πατριαρχικό Κείμενο αυτό εμπεριείχε τα πάντα, όπως αυτά συζητούντο στις προηγηθείσες Διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών διά της Πολιτείας. Κύριος διαπραγματευτής, κοινής αποδοχής από όλες τις πλευρές, ήταν ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Καθηγητής διαπρεπής διατελέσας του Κλάδου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ενεργό μέλος της Στέγης αυτής των Γραμμάτων, του Φιλολογικού Συλλόγου ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ, που ήταν τότε το κατεξοχήν πνευματικό ίδρυμα λόγου του Νέου Ελληνισμού στην Αθήνα ˙ την παράδοση δε αυτή αξιοχρέως συνεχίζει ως σήμερα.
Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι τότε η Πολιτεία και η Εκκλησία της Ελλάδος απέβλεπαν στην ενσωμάτωση των Νέων Χωρών στην όλη Επικράτεια όχι μόνο σε πολιτειακό αλλά και σε εκκλησιαστικό επίπεδο, προς εξασφάλιση πλήρους ενότητος για λόγους ευνοήτους, σύνολης συνοχής της επαυξηθείσης και μεγαλυνθείσης Ελληνικής Επικράτειας, διά πολλών αιμάτων και τραγωδίας επιτευχθείσης.
Από την συνολική, λοιπόν, μελέτη του κειμένου της Πατριαρχικής Πράξεως διαπιστώθηκε ότι το κείμενο αυτό, όπως παρελήφθη, περιλάμβανε διατυπώσεις επιπλέον «νέες» των συμπεφωνημένων, στις διαπραγματεύσεις των ετών 1927-1928, με κύριο διαπραγματευτή, όπως, είπαμε, τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο. Μεταξύ των επιπλέον «νέων» ήταν και το Ζήτημα της εγκρίσεως ή ανακοινώσεως του Καταλόγου, που προείπαμε, που, το 2003, αγνοούσαμε.
Έπρεπε να γίνει η υπεύθυνη αυτή εργασία της Συνοδικής Επιτροπής προς σαφή και πλήρη ενημέρωση της Ιεράς Συνόδου για να προχωρήσει Αυτή στην αποδοχή (και πώς;) της Πατριαρχικής Πράξεως με αντίστοιχη, όμοια, επίσημη Πράξη της Ίδιας. Διότι τα Κανονικά Κείμενα γίνονται αποδεκτά, έγκυρα και νόμιμα, δι’ ομοίων Κανονικών Κειμένων μεταξύ των ενδιαφερομένων Εκκλησιών. Τα Κείμενα αυτά, είπαμε, εντάσσονται στην όλη «Ιστορικοκανονική Γραμματεία» και συγκροτούν και συνιστούν το θησαυροφυλάκιό της.
Η Συνοδική Επιτροπή περάτωσε το έργο της, το έθεσε υπόψει της Ιεράς Συνόδου με έκθεσή της, η δε Ιερά Σύνοδος ανέθεσε στον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ως Διαπραγματευτή, άλλωστε, την σύνταξη της Συνοδικής Πράξεως αποδοχής της διοικήσεως των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών, αλλά υπό κάποιους Όρους, που θα διευκρίνιζαν σημεία «νέα» του Κειμένου της Πατριαρχικής Πράξεως, πέραν των συμφωνημένων, κατά τις σχετικές διαπραγματεύσεις, όπως προείπαμε.
Το τελικό κείμενο της δευτέρας αυτής Εκκλησιαστικής Πράξεως, διά της γλαφυράς και κρυσταλλίνης γραφίδος του Ίδιου του Αρχιεπισκόπου συνταχθέν, συζητήθηκε λεπτομερώς εν Συνόδω και εγκρίθηκε στην Συνεδρία της, της 20ης Νοεμβρίου 1928, ημέρα Τρίτη, και αμέσως διά της ιδίας αρμοδίας οδού εστάλη στην ΚΠολη.
Την Πράξη αυτή ανέμενε το Φανάρι ανυπερθέτως, όπως διαπιστώσαμε στα Διοικητικά Πρακτικά της Πατριαρχικής Συνόδου, του μηνός Νοεμβρίου 1928. Αποφασίσθηκε, μάλιστα, συνοδικώς να ανατεθεί στον αντιπρόσωπο του Πατριαρχείου στην Αθήνα Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο, διάδοχο του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο αντί του κανονικώς εκλεγέντος Κορινθίας Δαμασκηνού, να ανιχνεύσει τις προθέσεις της Ιεράς Συνόδου Αθηνών περί της αποδοχής της Πατριαρχικής Πράξεως, και πώς;
Εν τω μεταξύ, η Πράξις των Αθηνών είχε φθάσει στο Φανάρι, αρχές Δεκεμβρίου 1928. Στα ίδια Διοικητικά Πρακτικά της Συνεδρίας της Πατριαρχικής Συνόδου, της 12ης Δεκεμβρίου 1928, διαβάζουμε, εν περιλήψει, τα εξής: «Γράμμα τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου – 2971 ἀπὸ 20 Νοεμβρίου ἐ. ἒ. –, ἀνακοινουμένου ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἀποσταλεῖσαν αὐτῷ Συνοδικὴν Πρᾶξιν περὶ διοικήσεως τῶν ἐν Ἑλλάδι Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ὅτι ἡ Δ. Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἑλλάδος ἀπεδέξατο αὐτὴν ἐν τῷ συνόλῳ αὐτῆς, ἅτε συνάδοντι τῷ σχετικῷ, πρὸς τὴν ἐπελθοῦσαν διοικητικὴν ἀφομοίωσιν τῶν Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν πρὸς τὴν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, Νόμῳ καὶ ἀποστέλλοντος συνημμένως τὴν ἐπὶ τῇ ἀποδοχῇ τῆς διοικήσεως τῶν ἐν Ἑλλάδι Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐπίσημον τῆς Δ. Ἱ. Συνόδου τῆς Ἑλλάδος Πρᾶξιν…Παραπέμπεται τῇ Κανονικῇ Ἐπιτροπῇ πρὸς μελέτην καὶ εἰσήγησιν».
Όπως, δηλαδή, η Πατριαρχική Πράξις ετέθη υπό μελέτη Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά τον ίδιο τρόπο τώρα και η Πράξις των Αθηνών «Παραπέμπεται τῇ Κανονικῇ Ἐπιτροπῇ πρὸς μελέτην καὶ εἰσήγησιν». Πολύ λογικό και εύλογο να γίνει η διαδικασία αυτή και από τις δύο πλευρές ˙ κάθε μιά από την δική της σκοπιά ενδιαφερόντων και συμφερόντων.
Να σχολιάσουμε εδώ ότι η ανωτέρω περίληψη, οφειλομένη στον Πρακτικογράφο, δεν κάλυπτε το όλο – το ουσιώδες – του Συνοδικού Γράμματος, της 20ης Νοεμβρίου 1928 και της συνημμένης Πράξεως των Αθηνών. Ομιλεί για την αποδοχή της Πατριαρχικής Πράξεως «ἐν τῷ συνόλῳ» αυτής του Αρχιεπισκοπικού Γράμματος, αλλ’ όχι και «ὑπὸ Ὄρους» της Πράξεως των Αθηνών. Όταν εντοπίσαμε την περίληψη αυτή στα Διοικητικά Πρακτικά της Πατριαρχικής Συνόδου, κατά τις προ πολλών χρόνων έρευνές μας στο Πατριαρχικό Αρχειοφυλακίο, καταλήγαμε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι εδώ τελείωνε οριστικά το Ζήτημα.
Που, όμως, αποδεικνύεται, το 2003, ότι από κει και πέρα άρχιζε νέος κύκλος διαπραγματεύσεων ενδοσυνοδικών, αυτή τη φορά, επί των κειμένων των δύο αντιστοίχων, ομοίων και επισήμων Πράξεων.
Οι ενδοσυνοδικές αυτές διαπραγματεύσεις διεξάγονται μέσω επίσημης, μεταξύ των δύο Συνόδων, αλληλογραφίας. Μέρος αυτής δημοσιοποιήθηκε στο επίσημο Περιοδικό-Όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος ΕΚΚΛΗΣΙΑ, τον Σεπτέμβριο 2003.
Εμείς για πρώτη φορά την βλέπαμε δημοσιευμένη. Η μελέτη των δημοσιοποιουμένων τώρα δύο Πρώτων Γραμμάτων (ενός του Αρχιεπισκόπου και ετέρου του Πατριάρχου, απαντητικού στο πρώτο), που κάποιοι θεωρούσαν – πρόχειρα, βέβαια – άνευ σημασίας, ως τρόπον τινά ιδιωτικών και όχι επισήμων, μας ενέβαλε σε ερευνητικές υποψίες ότι η αλληλογραφία αυτή, από μόνη της, δεν δικαιολογείτο. Γιατί ο λόγος εδώ και ο σχολιασμός μιάς άλλης Εκκλησιαστικής Πράξεως, πέραν εκείνης, της πολύ γνωστής μας Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως. Την άλλη αυτή Πράξη των Αθηνών ούτε ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ερωτηθείς, ούτε η Αρχιγραμματεία της Ιεράς συνόδου των Αθηνών, γνώριζαν, αν υπήρχε.
Παρακαλέσας για την εκχώρηση αδείας ερεύνης στα Ιστορικά Αρχεία της Συνόδου – που ευτυχώς τώρα, επιτέλους, ψηφιοποιούνται – και ερευνήσας τους Κώδικες Αλληλογραφίας, εντόπισα λίγο πριν το πρώτο Γράμμα του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, της 20ης Νοεμβρίου 1928, καταχωρημένο το Κείμενο της Πράξεως των Αθηνών. Αυτό λειτούργησε ως αιτία της ακολουθησάσης αλληλογραφίας. Το κείμενο αυτό για πρώτη φορά δημοσιοποιείται μέσω του περιοδικού ΕΚΚΛΗΣΙΑ, τον Ιανουάριο 2004, στην ακμή της κρίσεως μεταξύ των δύο Εκκλησιών, με κεντρικό ερώτημα: ο τελικός Κατάλογος «προς έγκρισιν» ή «προς ενημέρωσιν» και «υπόδειξιν» υποψηφίων στο Φανάρι, και τίνι τρόπω. Αυτά έτσι για την ιστορία ευρέσεως και σημασίας του Κειμένου της Πράξεως αυτής.
Επίσης, να επισημάνουμε εδώ ότι τα δύο κείμενα, οι δύο Πράξεις, από άποψη κύρους, συνιστούσαν δύο «αντίστοιχα», «όμοια» και «επίσημα» κείμενα μεταξύ τους. Προέχει, εν προκειμένω, η κρίση και απόφανση της Πατριαρχικής Συνόδου περί του κύρους της Πράξεως των Αθηνών. Το Πατριαρχικό και Συνοδικό Γράμμα, από θ΄ Φεβρουαρίου 1929, προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ορίζει το κείμενο αυτό ως: «αντίστοιχον, ομοίαν, επίσημον Πράξιν της Ιεράς Συνόδου» Αθηνών, προς την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη ΚΠόλεως.
Γράφει ο Πατριάρχης προς τον Αρχιεπίσκοπο: «…ἀγγέλλει ἡμῖν τὴν λῆψιν καὶ τὴν ἐν συνόλῳ ἀποδοχὴν τῆς σταλείσης ἡμετέρας κυρωτικῆς τῆς εὐλογημένης διευθετήσεως Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Πράξεως, διαβιβάζουσα ἅμα καὶ τὴν ἀντίστοιχον ὁμοίαν ἐπίσημον Πρᾶξιν τῆς περὶ Αὐτὴν Ἱερὰς Συνόδου».
Επί τη βάσει αυτών, λοιπόν, καμιά άλλη ερμηνεία υποβαθμίσεως του ενός κειμένου έναντι του άλλου μπορεί να αντέξει, σε κανονικό επίπεδο ομιλούντες. Πώς εξηγείται όμως, ότι η Πράξη των Αθηνών ετέθη στο Αρχείο λησμονηθείσα ˙ η δε Πατριαρχική Πράξη αυτή και μόνη προβάλλει ισχύουσα; Απλούστατα, διότι το μεν Πατριαρχείο ενεργεί υπέρ των Δικαίων του διά Πράξεων, που, ευκαίρως ακαίρως, επιδεικνύει (είναι οι τίτλοι ιδιοκτησίας, θα λέγαμε), η δε Εκκλησία της Ελλάδος διοικείται με τους Καταστατικούς Χάρτες της, στους οποίους όμως μετά το 1928-1929 έχουν συσσωματωθεί οι Όροι όχι μόνο της Πατριαρχικής της ΚΠόλεως αλλά και της Συνοδικής των Αθηνών Πράξεως. Η Πράξις των Αθηνών, αφού επετέλεσε την αποστολή της, στη δεδομένη εκείνη συγκυρία (1928-1929), ετέθη στο Αρχείο, από το οποίο, χρειάσθηκε, να εξέλθει τον Δεκέμβριο του 2003.
Ο εν ισχύϊ Καταστατικός Χάρτης, ο καλλίτερος μέχρι σήμερα ως προς το Κεφάλαιο των σχέσεων μεταξύ των δύο Εκκλησιών – και Εκκλησίας και Πολιτείας στην Ελλάδα –, κινείται στα πλαίσια εναρμονίου κανονικής και εννόμου τάξεως.
Το Πατριαρχείο μας, δυστυχώς ακόμη, βρίσκεται, κατά τις ομολογίες αξιωματούχων της Κυβερνήσεως Erdogan, εκτός νόμου και ότι τώρα μελετάται το έννομο καθεστώς Του ˙ και έτσι είναι. Τα δικαιώματά Του διεκδικεί προς πάσα κατεύθυνση με τις Εκκλησιαστικές Κανονικές Πράξεις Του.
Εξού και το Πατριαρχείο στην Ελλάδα επιθυμεί και επιδιώκει – και ορθώς πράττει – και την νομοθετική και συνταγματική κατοχύρωση της Πράξεώς Του, όχι μόνο ανεξαρτήτως σε κανονικό επίπεδο αλλά και σε έννομο, που δεν μπορεί όμως να είναι εις βάρος της Κυριάρχου Εκκλησίας στην Επικράτεια, που είναι η Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος.
Γι’ αυτό, η νομολογία του Σ. τ. Ε., επ’ ευκαιρία προσφυγών, έχει διευκρινίσει τα όρια Όρων της Πατριαρχικής Πράξεως, νομολογία που είναι υποχρεωτική για όλα τα μέρη, ως προς την έννομη τάξη στην Επικράτεια, όλων των θεσμών, ανεξαιρέτως. Η νομολογία αυτή απορρίπτει την αρχή της εγκρίσεως του Καταλόγου από το Πατριαρχείο, κατ’ ακολουθία της Πράξεως των Αθηνών, του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη, του 1977, και της εννόμου τάξεως.
4. Ας έλθουμε, όμως, στο γ΄ Όρο της Συνοδικής Πράξεως των Αθηνών, όπου ο λόγος για το Ζήτημα της «εγκρίσεως» ή «υποδείξεως» και «ανακοινώσεως» του τελικού Καταλόγου Υποψηφίων για αρχιερατεία στις Νέες Χώρες εκκλησιαστικά, σε αντιπαραβολή για το ίδιο Ζήτημα προς τον αντίστοιχο Όρο Ε΄ της Πατριαρχικής Πράξεως.
Διατυπώνεται ως εξής στην Πράξη των Αθηνών: «γ΄) Οἱ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἐπαρχιῶν τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου Ἀρχιερεῖς ἐκλέγονται ἐφεξῆς κατὰ τὰ ἐν τοῖς σχετικοῖς νόμοις περὶ ἐκλογῆς Ἀρχιερέων τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὁριζόμενα, ὡς ἀπαιτεῖ καὶ ὁ νόμος 3615 ἐκ καταλόγου ἐκλογίμων, ἐν ᾧ ἐγγράφονται καὶ οἱ ἑκάστοτε ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν ὑποδεικνυόμενοι καὶ ἔχοντες τὰ ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν νόμων ὁριζόμενα προσόντα». Επομένως, η Εκκλησία της Ελλάδος, που διαμαρτυρόταν το 2003 και δικαίως, μόνο το «υποδεικνύειν» αποδέχεται και όχι και το «εγκρίνειν» της Πατριαρχικής Πράξεως, σεβομένη και την δική Της Πράξη και το πηδάλιό Της, που είναι ο Καταστατικός Χάρτης Της.
Πώς απαντά το Πατριαρχείο επ’ αυτού; Στο από θ΄ Φεβρουαρίου 1929 Πατριαρχικό Γράμμα: «…ε) ὅπως ὁ κατάλογος τῶν πρὸς ἀρχιερατείαν ἐκλεξίμων…ἐγκρίνηται καὶ ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὡς καὶ τούτου ὄντος ἐνδείξεως τῶν κανονικῶν δικαιωμάτων τοῦ Θρόνου, οὐ θίγοντος δὲ ἐν τῇ οὐσίᾳ τὴν θέσιν τῆς ἐπιτροπικὼς ἀναλαβούσης τὴν διοίκησιν ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς μὴ ῥητῆς ἀναγραφῆς ἐν τῷ Νόμῳ τῆς τοιαύτης ἐγκρίσεως οὐδαμῶς ἐμφαινούσης κώλυμα ἢ ἀντίρρησιν πρὸς αὐτήν. Παρατηρητέον δ’ ἐνταύθα καὶ τοῦτο ὅτι αἱ τυχὸν ἐπιφερόμεναι ἑκάστοτε ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀλλοιώσεις ἐν τῷ σχετικῷ καταλόγῳ προϋποτίθεται ὅτι πάντως ἔσονται σύμφωνοι πρὸς τοὺς Νόμους τοῦ Κράτους, μέλλουσι δὲ ὑπαγορεύεσθαι ἀφεύκτως ἐκ λόγων κανονικῶν, οὕς ἐξ ἴσου πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὑποχρεοῦται λαμβάνειν ὑπ’ ὄψιν καὶ ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐν τῇ καταστρώσει τοῦ καταλόγου τῶν πρὸς ἀρχιερατείαν ἐκλεξίμων…».
Το Πατριαρχείο εξακολουθεί να επιμένει στις αλλοιώσεις του Καταλόγου διά «του εγκρίνειν». Η Εκκλησία της Ελλάδος, μετά μελέτη συνοδικώς των νέων αυτών διευκρινιστικών απαιτήσεων του Πατριαρχείου, επανέρχεται με νέο Συνοδικό Γράμμα από 28 Μαΐου 1929, με νέα επιχειρηματολογία, ωσαύτως, διευκρινιστική και επεξηγηματική.
Γράφει στο Πατριαρχείο: «…ε) Καὶ περὶ τοῦ καταλόγου τῶν ἐκλεξίμων εἰς ἀρχιερατείαν, ἱκανῶς διελάβομεν ἐν τῷ εἰρημένῳ ἀπὸ κ’ Νοεμβρίου Γράμματι καὶ αὔθις δὲ δηλοῦμεν ὅτι δικαίωμα ἀναφαίρετον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἔσται τὸ εἰσηγεῖσθαι διὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν τὴν ἐν τῷ καταλόγῳ ἀναγραφὴν ὀνομάτων ἐκλογίμων κληρικῶν…λαμβάνειν δὲ γνῶσιν τοῦ ἑκάστοτε καταρτιζομένου καταλόγου…Ἀλλὰ τὸ ζητούμενον ὅπως ὁ κατάλογος ἐγκρίνηται ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου καὶ ὅπως τοῦτο ἔχῃ τὸ δικαίωμα, ἀλλοιώσεως καὶ μεταβολῆς αὐτοῦ, προσθήκης ἢ διαγραφῆς ὀνομάτων διὰ κανονικοὺς λόγους, ἀναμφιβόλως δύναται προκαλεῖν σοβαρὰς προστριβὰς καὶ ἀνωμαλίας μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν…τὶ δὲ συμβήσεται εἴ ποτέ τὸ μὲν Πατριαρχεῖον διαγράψῃ ὄνομά τι ἐκ τοῦ καταλόγου, ἡ δὲ Ἱερὰ Σύνοδος καὶ ἡ Ἱεραρχία θεωρῇ αὐτὸ ἄξιον πρὸς ἐκλογήν; Ὅθεν, σκόπιμον καὶ κανονικὸν ὑπολαμβάνομεν ὅπως τὸ μὲν Πατριαρχεῖον ποιῆται διὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τάς περὶ ἐκλογίμων συστάσεις, ἡ δὲ τελικὴ κρίσις ἀφεθῇ τῇ Ἱερᾲ Συνόδῳ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος…».
Τελικά, το Πατριαρχείο σε ένα δεύτερο Γράμμα, από γ΄ Αυγούστου 1929, εις απάντηση του παραπάνω των Αθηνών, αποδέχεται την τελευταία επιχειρηματολογία-διευκρίνιση της Εκκλησίας της Ελλάδος. Απαντά ως εξής: «…Εἰς τὸ καὶ ἐν ταῖς σκέψεσι δὲ ταύταις ἐκδηλούμενον καὶ βεβαιούμενον πρὸ παντὸς πνεῦμα τῆς πολλῆς ἀγάπης καὶ στοργῆς καὶ τιμῆς τῆς πεφιλημένης ἀδελφῆς αὐτόθι Ἐκκλησίας πρὸς τὴν καθ’ ἡμᾶς Μητέρα Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν ἀφορῶντες καὶ τούτου τὴν ἀξίαν ἐν ταῖς σκέψεσιν ἡμῶν προτάσσοντες, ἔγνωμεν μηδαμῶς περαιτέρω περὶ τῶν σημείων τούτων πολυπραγμονῆσαι καὶ ἐμμεῖναι εἰς ὅσα περὶ αὐτῶν προλαβόντως ὡς ἀναγκαῖα κρίναντες ἀπεφασίσαμεν, ἀλλὰ μετὰ πρόφρονος τῆς διαθέσεως, χάριν τῆς ἐν πᾶσιν ἁρμονικῆς ὁμογνωμίας, τροποποιοῦντες τὴν περὶ αὐτῶν ἀπόφασιν ἡμῶν, ἀποδέξασθαι πλήρως τὴν περὶ αὐτῶν γνώμην καὶ τὴν διατύπωσιν, ἥτις ἐκτίθεται καὶ ἐπεξηγηματικῶς ἀναλύεται ἐν τῇ ὡς ἄνω ἐπιστολῇ τῆς Ὑμετέρας φίλης Μακαριότητος…».
Τελικά, και μετά την κρίση αυτή του 2003 κ. ε., ο Κατάλογος από μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος – αλλά και της Εκκλησίας ΚΠόλεως νομίζω – κείται «προς υπόδειξιν» και όχι «προς έγκρισιν», κατά τα ανωτέρω επίσημα κείμενα με τις ενδοσυνοδικές διευκρινίσεις και επεξηγήσεις. Ενώ έγινε αποκατάσταση, καθαρά κανονικής εσωτερικής υφής, σημείων από μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος, που είχαν ατονήσει στο διάβα του χρόνου. Ενώ κάποια άλλα κρίσιμα σημεία βρίσκονται ακόμη σε εκκρεμότητα, λόγω διαφορετικής ερμηνείας και νοοτροπίας, που όμως δεν ευοδούνται από κανονικής και εννόμου τάξεως και στα πλαίσια των «ιστορικών ισορροπιών».
Αυτή, λοιπόν, Μακαριώτατε, σεβαστό ακροατήριο, είναι η εις βάθος ιστορική ανάλυση και κρίση του Ζητήματος του Καταλόγου, το οποίο, κυρίως, με απασχόλησε προσωπικά ως ερευνητή τότε, με την ελπίδα συμβολής προς όφελος αμφοτέρων των Εκκλησιών, τις οποίες – τολμώ να πω – υπηρετώ ακαδημαϊκώς επί 50 σχεδόν χρόνια ανιδιοτελώς και ανυστεροβούλως και συνεχίζω να το πράττω, αδιαφορώντας για πικρίες και στενοχώριες, που έχουν καταντήσει να είναι αυτές το άλας της ζωής μας, πλην γλυκύθυμο άλας.
5. Βέβαια, η εξάσκηση της «ιστορικής ισορροπίας» δεν είναι πάντοτε αυτονόητη μόνο μέσω των κειμένων συμπεφωνημένων. Χρειάζεται ανάλογη προσέγγιση και σε προσωπικό επίπεδο, ιδία των Κεφαλών και των Ανωτάτων Οργάνων Διοικήσεως. Μεταφέρω εδώ σχετική σοφή απάντηση του Μακαριωτάτου μας σε ερώτημα συνεντεύξεως, που μεταδίδει το Εκκλησιαστικό Πρακτορείο ΡΟΜΦΑΙΑ- Romfea.gr, 1 Μαρτίου 2011, υπό τον τίτλο: «Αρχιεπίσκοπος. Ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους δεν συνάδει με την ορθόδοξη παράδοση». Στο ερώτημα: «Ποιά η γνώμη Σας για τον διαχωρισμό του Κράτους από την Εκκλησία», απαντά ο Μακαριώτατος: «Η σωστή λύση είναι η συναλληλία. Τούτο, ωστόσο, δεν είναι αυτονόητο. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα πρόσωπα».
6. Για το δεύτερο σκέλος της Ανακοινώσεώς μας, «Η φιλολογική αξία των δύο κανονικών κειμένων μας», τούτο μόνο τηλεγραφικά επισημαίνουμε εδώ, γιατί χρειάζεται ειδική για το φιλολογικό αυτό Ζήτημα άλλη Ανακοίνωση.
Πρόκειται για δύο κείμενα κλασσικού φιλολογικού κάλλους μοναδικής ομοειδούς διαρθρώσεως και διατυπώσεως, πολύ εύκαμπτης διπλωματίας διά της καλλιεπείας, όπως θα διαπιστώσατε από την ανάγνωση αποσπασμάτων των.
Εμείς οι αρχαιότεροι έχουμε από παιδείας και εκπαιδεύσεως την δυνατότητα εντρυφείας σ’ αυτό το είδος Γραμματείας. Γιατί οι νέοι διανοούμενοι, με την πρώτη και δεύτερη ανάγνωση των κειμένων αυτών, δηλώνουν απορία και άγνοια, ως απορρυθμισμένοι γλωσσικά, ένεκα των πάσης φύσεως εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων της τελευταίας γενιάς, των καιρών μας.
Σας ευχαριστώ για την ακρόαση
Β΄ ΚΕΙΜΕΝΟ
Συνοδική Πράξις της Ιεράς Συνόδου Αθηνών,
20 Νοεμβρίου 1928
Π ρ ᾶ ξ ι ς
«Συναντιλαμβάνεσθαι ἀλλήλαις τάς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί συντρέχειν πρός τά ἑκάστοτε αὐταῖς συμβαίνοντα τῶν πρωτίστων αὐτῶν εἰσι καθηκόντων καί τῆς θεοστηρίκτου αὐτῶν ἑνώσεως τεκμήριον περιφανέστατον. Καί γάρ σῶμα Χριστοῦ εἰσι καί μέλη ἐκ μέρους. Οἱ πολλοί ἕν Σῶμα ἐσμέν ἐν Χριστῷ, τό δέ καθ' εἷς ἀλλήλων μέλη. Τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει τοίνυν Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, κρίμασιν οἷς Κύριος οἶδε, περιστάσεσι δειναῖς ὑπαχθείσης καί μή δυναμένης κυβερνᾶν τάς ἐν τῷ Θεοφρουρήτῳ Ἑλληνικῶ Κράτει ἐκκλησιαστικάς αὐτῆς Ἐπαρχίας, ἐζητήθη τρόπος διακυβερνήσεως αὐτῶν παρά τῆς ἐν τῷ Κράτει Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, τάξιν καί ἔννομον κατάστασιν αὐταῖς ἀσφαλίζων, μή μέντοι γε διασπῶν τήν πρός τήν Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν καί τόν προκαθήμενον αὐτῆς Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κανονικήν συνάφειαν καί ἀναφοράν. Ἐπί τούτοις καί νόμον ἐψηφίσατο ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων, πάντα τ' ἀνωτέρω κατοχυροῦντα, διά δέ τῆς ἀπό δ'. παριππεύσαντος μηνός Σεπτεμβρίου ενεστῶτος ἒτους Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως, ὅτι ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἐπιδοκιμάζουσα τά νομοθετηθέντα, ἀνατίθησιν ἐπιτροπικῶς τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας τήν διοίκησιν τῶν ἐν Ἑλλάδι ἐκκλησιαστικῶν Ἐπαρχιῶν αὐτῆς. Ἡ Δ. Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπεδέξατο προθύμως τήν διοίκησιν τῶν ἐν Ἑλλάδι Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὑπό τούς ἑξῆς ὅρους :
********************
γ'.) Οἱ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἐπαρχιῶν τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου Ἀρχιερεῖς ἐκλέγονται ἐφεξῆς κατά τά ἐν τοῖς σχετικοῖς νόμοις περί ἐκλογῆς Ἀρχιερέων τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὁριζόμενα, ὡς ἀπαιτεῖ καί ὁ νόμος 3615 ἐκ καταλόγου εκλογίμων, ἐν’ ᾧ ἐγγράφονται καί οἱ ἑκάστοτε ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν ὑποδεικνυόμενοι καί ἔχοντες τά ὑπό τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν νόμων ὁριζόμενα προσόντα.
- Εμφανίσεις: 74259