Εκοιμήθη ο Ιεροκήρυκας Αρχιμ. Κωνσταντίνος Ζαχαριουδάκης
- Δημιουργηθηκε στις Τρίτη, 13 Σεπτεμβρίου 2011
-
Γράφτηκε από τον/την εκ της μητροπόλεως 13.20
-
Η σορός του εκλιπόντος κατέφθασε στον Ιερό Ναό Αγίου Αντωνίου Καστελλίου Πεδιάδος στις τέσσερις το απόγευμα, όπου τον υποδέχθηκαν πλήθος κλήρου και κόσμου, ο δε Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου κ. Ανδρέας τέλεσε, αμέσως με την άφιξη της σορού, τρισάγιο.
Το ίδιο βράδυ τελέστηκε Θεία Λειτουργία ιερουργούντος του πανοσιολ. αρχιμανδρίτου Δημητρίου Σταματάκη, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καλλέργη Πεδιάδος, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της νύκτας ιερείς αναγίγνωσκαν το Ιερόν Ευαγγέλιον.
Την Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011, το πρωί, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Ανδρέας τέλεσε την Θεία Λειτουργία και στις 12 το μεσημέρι την νεκρώσιμο ακολουθία παρουσία των οικείων του εκλιπόντος, πλήθους κληρικών και πιστών.
Στις τέσσερις το απόγευμα η σορός του μεταστάντος αφίχθηκε στον τόπο καταγωγής του, στην Αρχαία Ελεύθερνα Ρεθύμνου, όπου ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Ευγένιος τον υποδέχθηκε στον Ιερό Ναό Προφήτου Ηλιού και τέλεσε τρισάγιο και στη συνέχεια, με πομπή, μεταφέρθηκε στο Κοιμητήριο, όπου ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Ανδρέας τον εξοδίασε εις τον τάφον.
Παραθέτουμε τον επικήδειο λόγο του Αιδεσιμολ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μαραυγάκη, θεολόγου καθηγητού, εφημερίου της Ενορίας Αγίου Αντωνίου Καστελλίου Πεδιάδος:
«Εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσετε εις τον αιώνα και ο άρτος ον εγώ δώσω, η σαρξ μου εστιν» (Ιω. 6,51).
Τους λόγους τούτους του Κυρίου, Σεβασμιώτατε πάτερ και Δέσποτα, Ποιμενάρχα της θεοσώστου Μητροπόλεως Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου, τίμιον πρεσβυτέριον, κύριε Δήμαρχε, κύριοι εκπρόσωποι των αρχών, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, οι οποίοι μας μιλούν δια την ατελεύτητον αιωνιότητα, δια την ζωήν την αιώνιον, αναλογίζομαι από της χθες όταν είδα να κείται άπνους ο πολυσέβαστος και αγαπητός εν Κυρίω αδελφός και συλλειτουργός Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου και Ιεροκήρυξ της Ιεράς Μητροπόλεως Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου Κωνσταντίνος Ζαχαριουδάκης και αναλογίζομαι τους λόγους τούτους δια να απαλύνω τον δικαιολογημένον πόνον μου για την ξαφνικήν εκδημίαν του μεταστάντος, ο οποίος πρεπόντως συνελειτούργει και προετοιμάζετο δια της κοινωνίας των Αχράντων του Χριστού Μυστηρίων εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν την αιώνιον.
Ευρίσκετο στην κλινικήν όταν απεκόπη το νήμα της εφημέρου ζωής, κατόπιν βαρέως εγκεφαλικού επεισοδίου και ήτο εφοδιασμένος με όλα τα εφόδια δια την ασφαλή πορείαν προς την αιωνιότητα, όταν η αγγελική σάλπιγγα εσήμανεν και δι’ αυτόν την μεγάλην στιγμήν του κρισίμου ξεκινήματος. Και έτσι ανηρπάγη η ψυχή του εκλιπόντος πατρός προς το υπερουράνιον θυσιαστήριον.
Παράδοξος πράγματι αλλά προνομιούχος η αλλαγή αυτή, ως θέλομεν να την οραματιζόμεθα και ως μας την υπόσχεται ο αδιάψευστος λόγος του Θεού «εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα, και ο άρτος ον εγώ δώσω η σαρξ μου εστίν». Και ο προκείμενος αδελφός έφαγε και έδωκε και εις άλλους δια να φάγουν.
Και τον είδαμε εν κοινωνία να παραλαμβάνεται, ψάλλοντα εορταστικώς να απέρχεται, εργαζόμενον τιμίως, να πέφτη μεν σωματικώς, να εισέρχεται δε πνευματικώς «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Μεγαλειώδης και χριστιανοπρεπής η έξοδος αυτή, τρανόν δείγμα της Θείας ευαρέσκειας.
Έχοντες υπ’ όψιν αυτά αντιμετωπίζομεν το «όντως φοβερώτατον του θανάτου μυστήριον» με βεβαίαν την χριστιανικήν ελπίδα. Και ναι μεν είναι αληθινό, ότι λυπούμεθα ως άνθρωποι όχι όμως «καθώς και οι λοιποί, οι μη έχοντες ελπίδα» και κλαίομεν ως ο Κύριος τον Λάζαρον δια τον χωρισμόν, τον οποίον θεωρούμεν πρόσκαιρον. Λυπούμεθα δια τον χωρισμόν αφ’ ημών του πολυφιλήτου γέροντος Αρχιμανδρίτου Κωνσταντίνου. Ας μας επιτραπεί να φυλλομετρήσωμεν μερικές σελίδες του βιβλίου της παρούσης ζωής του εκλιπόντος λειτουργού της Εκκλησίας προχείρως, διότι η ζωηρά συγκίνησις δεν μας παρέχει την απαιτουμένην άνεσιν της ακριβούς εξετάσεως.
Εγεννήθη εξ ευσεβών γονέων Νικολάου και Αργυρής, εις την Αρχαίαν Ελεύθερναν Μυλοποτάμου Ρεθύμνης, όπου έλαβε και την εγκύκλιον μόρφωσιν. Επεράτωσε τας σπουδάς του εις την Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εκάρη μοναχός εις την Ιεράν Μονήν Αρκαδίου.
Εχειροτονήθη Διάκονος από τον θείο του Επίσκοπο Ρεθύμνης Αθανάσιο Αποστολάκη την 23η-4-1958. Ακολούθως εχειροτονήθη Πρεσβύτερος και Αρχιμανδρίτης από τον Μητροπολίτη Σάμου Παντελεήμονα Χρυσοφάκη την 20ή-5-1966, όπου υπηρέτησε ως Πρωτοσύγκελλος.
Το 1968 διωρίσθη καθηγητής θεολόγος εις το Γυμνάσιον Καστελλίου, όπου παραλλήλως ιερουργούσε και υπηρετούσε ως ιεροκήρυξ εις όλην την περιφέρειαν Καστελλίου μέχρι της σήμερον.
Το δε έτος 2004 ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριος Κύριος Βαρθολομαίος ετίμησεν αυτόν με το οφφίκιον του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου.
Ο σεβαστός αδελφός υπήρξεν ως πρόσωπον αξιοπρεπής, νηφάλιος, σώφρων, κόσμιος, φιλόξενος, διδακτικός (Α΄ Τιμ. 3,2), ζηλωτής, καλοκάγαθος, ώστε η μετ’ αυτού αναστροφή ήταν εποικοδομητική και ωφέλιμος. Ως λειτουργός της Εκκλησίας υπήρξεν άνευ υπερβολής υποδειγματικός.
Συνεπής προς την ιδιότητα και την αποστολήν του ουκ αφίστατο από του ιερού τούτου ναού. Φιλακόλουθος και άριστος λειτουργός ελάμπρυνε την Εκκλησίαν δια της παρουσίας του. Καλλίφωνος διέθετε το τάλαντον προς δόξαν Θεού και αίνεσιν των θαυμασίων Αυτού.
Η απαγγελία του, μελωδική και κατ’ έννοιαν συνήρπαζε και εμύει τον πιστόν εις τους ωραίους κόσμους της εν Χριστώ σωτηρίας. Οι υπεράνω ημών θόλοι αντήχησαν από την ανεπανάληπτον φωνήν του, ψάλλουσαν τα μεγαλεία το Θεού κατά τρόπον αληθώς μεγαλειώδη.
Υπηρέτησεν ευδοκίμως και εόρτασεν το ιωβηλαίον της ιερωσύνης του υπέρ τα πεντήκοντα έτη ιερατικής διακονίας. Και τώρα κοιμάται τον ύπνον του δικαίου, τον αιώνιον ύπνον περιμένων «τον της δικαιοσύνης στέφανον ον αποδώσει εν εκείνη την ημέραν ο δίκαιος κριτής» (Β΄ Τιμ. 4,8) εις επιβράβευσιν των κόπων και μόχθων αυτού υπέρ της Εκκλησίας και της Παιδείας.
Πεφιλημένε συμπρεσβύτερε, σεβάσμιε προκάτοχε, εκλεκτέ αδελφέ. Χθες είπες το «Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα κατά το ρήμα σου εν ειρήνη» (Λουκ. 2,29).
Και εισήκουσεν Κύριος της φωνής της δεήσεώς σου και σε παρέλαβεν εν ειρήνη, επειδή έτσι εκείνος έκρινεν, ίσως δε επειδή θα σε εύρεν εις την πρέπουσαν προετοιμασίαν, σου εδώρησεν ό,τι του είχες ζητήσει, δηλαδή «Χριστιανά τα τέλη της ζωής σου ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά».
Και τώρα πορεύεσαι ως άξιος λειτουργός της Εκκλησίας τον δρόμον προς το φοβερόν βήμα του Χριστού ίνα ακούσεις το «ευ δούλε αγαθέ και πιστέ» (Ματθ. 25,21).
Σε προπέμπομεν ημείς οι ζώντες με αγάπη και σεβασμό και τιμή προς την αγήρω μακαριότητα εξαιτούμενοι τας ευχάς σου. Η Εκκλησία με επικεφαλής τον Σεβασμιώτατον Ποιμενάρχην μας σε προπέμπει ως εκλεκτόν λειτουργόν.
Ο χορός των πρεσβυτέρων πενθηφορών κυκλώνει το φέρετρόν σου και σε προπέμπει ως επίλεκτον μέλος αυτού. Ο λαμπρός τούτος ναός, τον οποίον δια της παρουσίας σου έτι ελάμπρυνας σε προπέμπει ως έμψυχον αυτού κιβωτόν.
Οι ευλαβείς ενορίτες σου και μαθητές σου, οι οποίοι περικυκλώνουν το σκήνωμά σου σε προπέμπουν ως τον αγαπητόν των πνευματικόν πατέρα. Η κοινωνία του Καστελλίου σε προπέμπει ως έντιμον στέλεχος αυτής.
Και εγώ σε προπέμπω ως αδελφόν και συλλειτουργόν υποκλινόμενος ευλαβώς προ της σορού σου ραίνοντας αυτήν με δάκρυα.
Πορεύου εν ειρήνη τον δρόμον της νέας ζωής σου. Έφαγες την σάρκα του Κυρίου και έπιες Αυτού το αίμα ως αντίδοτα του μη αποθανείν. Πορεύου την μακαρίαν οδόν ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως.
Αιωνία σου η μνήμη αξιομακάριστε και αείμνηστε αδελφέ και συλλειτουργέ.
- Εμφανίσεις: 62849