Ο Ενθρονιστήριος Λόγος του Μητροπολίτη Ζακύνθου Διονυσίου
- Δημιουργηθηκε στις Σάββατο, 12 Νοεμβρίου 2011
-
Γράφτηκε από τον/την Romfea.gr 13.27
-
Παρακάτω ακολουθεί ο Ενθρονιστήριος Λόγος του νέου Μητροπολίτη Ζακύνθου κ. Διονυσίου του Δ΄.
« Αναστάς πορεύου συν αυτοίς μηδέν διακρινόμενος »
(Πραξ. 10, 20)
Αυτή η Χάρις του Θεού η αποκαλυφθείσα θαυμαστώς εις τον Θείον και Πρωτοκορυφαίον Πέτρον, η ιδία απεκαλύφθη και εις την εμήν ελαχιστότητα, εκδηλωθείσα δαψιλώς δια της ομοθύμου γνώμης της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ανέδειξεν εμέ, τον πραγματικά ελάχιστον εν τοις αδελφοίς μου, Επίσκοπον και πνευματικόν Ποιμένα της κατά την Θεόσωστον ταύτην επαρχίαν λογικής του Χριστού ποίμνης.
Ανερχόμενος τάς βαθμίδας του αγίου τούτου θρόνου, ακούω να ηχεί εν τη ψυχή μου μυστική φωνή λέγουσα μοι, ως πάλαι τω Μωυσή: «Λύσον τον ιμάντα των υποδημάτων σου, ο γάρ τόπος εν ω έστηκας άγιος εστί». Και αληθινά είναι όντως γη αγία ο θρόνος ούτος, δι’ ο και επ’ αυτού ιστάμενος αισθάνομαι δεδικαιολογημένην συντριβήν εν τη καρδιά μου, φοβούμενος μη εν τω υπάτω τούτου αξιώματι της Εκκλησίας ομοιάσω τον το πύρ εγγίζοντα χόρτον.
Χαίρω, ότι με ηλέησεν, η τα πάντα διέπουσα Θεία Πρόνοια, να παραλάβω μίαν Μητρόπολιν του Ιονίου, μίαν Μητρόπολιν με λαμπρή ιστορία και πλούσια πνευματική και πολιτισμική παράδοση.
Αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Θεόκριτος, ο Στράβων και ο Πλίνιος, ύμνησαν την Ζάκυνθο. Η Ζάκυνθος δια μέσου των αιώνων ονομάστηκε «άνθος της Ανατολής», «νύμφη του Ιονίου», χαρακτηρίστηκε δε και «γήινος Παράδεισος». Είναι πατρίδα πολλών λογίων ανδρών και ποιητών, που με το έργο τους συνέθεσαν αυτή την λαμπρή πολιτισμική παράδοση.
Μεταξύ άλλων, προβάλλουν φωτεινές οι φυσιογνωμίες των μεγάλων ποιητών Ανδρέα Κάλβου και Διονυσίου Σολωμού, που υπήρξαν βαθείς μελετητές της Αγίας Γραφής.
Ο Κάλβος, ο ποιητής της «Λύρας», των σονέτων και των ωδών, κατέλαβε εξέχουσα θέση στον Ελληνικό Παρνασσό, αποκληθείς «νέος Πίνδαρος». Ο Διονύσιος Σολωμός, ο εθνικός ποιητής μας του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν», εκφράζοντας την έντονη θρησκευτικότητά του, ψάλλει: «Γλυκό ΄ναι της Παράδεισος να μελετάς τα κάλλη».
Αλλά και ο Ζακύνθιος ποιητής των «Τάφων» και των «Χαρίτων» και θεατρικός συγγραφέας Ούγκος Φώσκολος κατέχει ιδιαίτερη θέση στην ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος.
Ο Γεώργιος Τερτσέτης, επίσης με την πλούσια ποιητική και πεζογραφική προσφορά του, αλλά και την θαυμαστή και γενναία στάση του μέσα στην ιστορία της Ελληνικής Δικαιοσύνης, κοσμεί την λαμπρή αυτή χορεία των πνευματικών τέκνων της Ζακύνθου. Μεγάλα, τέλος, πνευματικά αναστήματα, όπως οι ιεράρχες Κατήφορος, Κατραμής και Λάτας και ο ιεροδιδάσκαλος Αντώνιος Μαρτελάος, λαμπρύνουν την ιστορία της τοπικής Εκκλησίας.
Στέκομαι με θαυμασμό απέραντο και ιδιαίτερη συγκίνηση μπροστά σ΄ αυτήν την πνευματική και πολιτισμική παράδοση της Ζακύνθου, η οποία προξενεί μέσα μου έναν έντονο συγκλονισμό και με ωθεί να αναφωνώ, όπως και ο Ανδρέας Κάλβος στον «Φιλόπατρι»: «ωραία και μόνη η Ζάκυνθος με κυριεύει...» και να προσεύχομαι μαζί με τον Σολωμό στον Άγιο Διονύσιο, τον προστάτη του νησιού μας, να διατηρεί ζωντανή αυτή την πνευματική πορεία της πατρίδας μας.
Χαίρω επίσης, διότι ο Καλός Θεός με αξιώνει να διακονήσω σε μία Μητρόπολη, όπου ο προκάτοχός μου Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης πρώην Ζακύνθου και νυν Μητροπολίτης Δωδώνης κ.κ. Χρυσόστομος εργάστηκε επί μακρά σειρά ετών και με τη σοφή του ποιμαντορία εδημιούργησε πλούσιο πνευματικό και προνοιακό – κοινωνικό έργο.
Αυτή η ευτυχής συγκυρία δημιουργεί εις την συνείδησίν μου, εις την φιλότιμον υπευθυνότητά μου και εις την ευθιξίαν μου δύο υποχρεώσεις: Πρώτον μεν ευγνωμόνως να ενθυμούμαι πάντοτε και να μνημονεύω ευλαβώς εν πάσαις μου ταις Ιερουργίαις τον Γέροντά μου. Δεύτερον δε, να προσπαθήσω και εγώ, με όλες μου τις δυνάμεις, να προσθέσω ευχρήστους δομικούς λίθους εις το Θεόκτιστον και ευαγέστατον τούτο οικοδόμημα, της Ιεράς Μητρόπολεως Ζακύνθου.
Από τα βάθη της συγκινημένης καρδιάς μου ολόθερμα αναπέμπω δοξολογία και ύμνον προς τον Πανάγαθον Δωρεοδότη Κύριο, τον ποιούντα μεγάλα και ανεξιχνίαστα, ένδοξά τε και εξαίσια ων ουκ έστιν αριθμός εις όλον τον κόσμο, εις όλη την Εκκλησία του, εις όλα τα παιδιά του, τους πιστούς και ευλαβείς Χριστιανούς και εις τους θεοσεβείς υπηρέτες και λειτουργούς του Ιερού Του θυσιαστηρίου.
Δοξάζω τον Πανάγιο Τριαδικό Θεό, διότι ανάμεσα εις τα πλάσματα του, δεν παρέβλεψε την αμαρτωλότητά μου και δεν αρνήθηκε να χορηγήσει και εις εμέ το θείο έλεος Του.
Αλλ’ οικονόμησε τόσο τέλεια τα γεγονότα της ζωής μου, ώστε μετέτρεψε την ασθένεια σε δύναμη, την αγνωσία σε γνώση, την ταπεινότητα και αφάνεια σε λαμπρότητα και δόξα, την οποία ουδέποτε είχα σκεφθεί ότι ήταν δυνατόν να αποκτήσω. Διότι δεν υπάρχει, νομίζω, μεγαλυτέρα τιμή, από το να καθίσταται ο χοϊκός και γήινος άνθρωπος κληρικός και Ιερεύς των Μυστηρίων του Θεού.
Να υπηρετεί τον επί γης Θεϊκό θρόνο, να λειτουργεί εις το Ιερό θυσιαστήριο, να χειραγωγεί τις αθάνατες ψυχές για να τις οδηγήσει, ανάμεσα από τις παγίδες του πονηρού εις την οδόν της λυτρώσεως και της σωτηρίας. Και δεν υπάρχει ανώτερο αξίωμα και γνησιοτέρα δόξα, από το να κληθεί κανείς από τον Φιλάνθρωπο Κύριο εις το μέγα της Αρχιεροσύνης Υπούργημα «ου γαρ εαυτώ τις λαμβάνει την τιμήν αλλά καλούμενος υπό του Θεού» και να γίνει της Εκκλησίας Επίσκοπος και Ποιμήν ψυχών αθανάτων.
Ύμνον ευχαριστίας προσφέρω και προς τον πολιούχο και προστάτη της Νήσου μας, τον Άγιο της συγγνώμης, τον Άγιο που βρήκε την δύναμη να συγχωρέσει τον φονιά του αδελφού του, τον Άγιο Διονύσιο, πού η πληρότητα της χριστιανικής αρετής διαπερνά και την ανθρώπινη και τη θεία υπόστασή του.
Το γεγονός αυτό συνειδητοποιήθηκε από όλους τους πιστούς σε τέτοιο υψηλό βαθμό, ώστε κανείς να μην αμφισβητεί ότι ο ασκητής της Αναφωνήτρας και των Στροφάδων, υπήρξε ο πολικός αστήρ της Αγιοσύνης. Έτσι κι εγώ αυτή την ιερή στιγμή, κλίνοντας ευλαβικά το γόνυ μου μπροστά στον πολιούχο και προστάτη της νήσου μας, δοκιμάζω την μεγαλυτέρα της ζωής μου συγκίνησιν.
Δεν είναι εκκλησιαστικώς επιτρεπτόν να αναπτύξω πρόγραμμα στην Αγάπη Σας, τον Περιούσιο λαό του Θεού. Διότι, πρόγραμμα μου είναι το Ευαγγέλιο του Χριστού, το οποίον είναι δύναμις εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι, κατά τον πρώτον μετά τον Ένα θείον ουρανοβάμονα Παύλον.
Το πρόγραμμά μου είναι εκείνο της Εκκλησίας Του. Δια τους εκκλησιαστικούς ποιμένας, έλεγεν μεγάλος Πατριάρχης, ένα πρόγραμμα υπάρχει, το πρόγραμμα το αιώνιο της Εκκλησίας. Και αυτό το πρόγραμμα, είναι η εν Χριστώ Ζωή και σωτηρία, η Θέωσις του ανθρώπου.
Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας και του βιώματος της εν Χριστώ Θείας του Ιερού Ευαγγελίου Αληθείας, ήτις εστίν ο Χριστός. Τούτον λοιπόν, αδελφοί μου αγαπητοί, ευαγγελίζομαι Υμίν σήμερον. Δια τούτο δε ακριβώς και ιδιαιτέρα σημασία πρέπει να δοθεί εις την διακονίαν και πιστήν συμμετοχήν εις την μυστηριακήν ζωήν, της εκκλησίας, διότι αυτά αποτελούν την πηγή αλλά και την βάσιν της όλης εκκλησιαστικής και πνευματικής αλλά και ηθικής και φιλανθρωπικής ζωής, μετά της κοινωνικής ωσαύτως της Εκκλησίας.
Αυτές τις δραστηριότητες θα προσπαθήσω να διακονήσω με όλες μου τις δυνάμεις, συμπαραστάτας πολυτιμοτάτους έχων πρώτον τον Γέροντά μου κ.κ. Χρυσόστομον, σε συνεργασία με τους ευλογημένους συνεργούς μου και συνεκδήμους εις τον αμπελώνα του Κυρίου, αγαπητούς αδελφούς συμπρεσβύτερους και συλλειτουργούς μου και συνδιακόνους μου και συμμοναστάς.
Μέσα σ’ αυτό τα πλαίσιο του Ευαγγελικού καθήκοντός μου, θα είναι εκ προοιμίου δεδομένη η στοργή και μέριμνα και η άγρυπνος φροντίδα μου προς την μαθητιώσαν και φοιτητιώσαν νεολαίαν, ιδιαίτερα δε στα δύσκολα αυτά χρόνια που διαστρέφεται και μολύνεται η ψυχή της. Ομοίως για τους αδελφούς της λεγομένης τρίτης ηλικίας, τους συμπαθείς ηλικιωμένους, απομάχους της ζωής, απαιτείται η εκδήλωσις σεβασμού και αγάπης και στοργής όλων μας ανθ’ ων εμόχθησαν υπέρ ημών εις την ζωήν τους.
Τα ευαγή του Κυρίου Σκηνώματα, τα πανσέβαστα Μοναστήρια μας αναμένουν την εκδήλωσιν της αγάπης μας, αφού παραλαμβάνω αυτά εκ των τιμίων χειρών του Σεπτού Προκατόχου μου, πολλά επίσης ποιήσαντος υπέρ ανακαινίσεως αυτών, υποδειγματικώς δε εκ βάθρων ανεγείραντος το καλλιμάρμαρον νέον Σέμνωμα της Νήσου μας τας δύο νοτιοανατολικάς πτέρυγας της Ιεράς Αυτοκρατορικής και Κοινοβιακής Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου.
Ήλθα με θείαν εντολήν εις την Ζάκυνθον, ουδέν να πάρω, αλλά τουναντίον να δώσω εμαυτόν εις την διακονίαν του ευγενούς Ζακυνθινού Λαού. Ήλθα να συνεχίσω το έργον το θαυμαστόν του Γέροντός μου, ο οποίος την στιγμήν αυτήν μου παραδίδει την ιεράν σκυτάλην.
Είναι σαν να ακούω τα λόγια του Κυρίου «Εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός. Ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων».
Αυτή την πολύτιμη παρακαταθήκη που σήμερον παραλαμβάνω θα διαφυλάσσω με την ενδυναμούσαν με χάριν του Κυρίου και την Ευλογίαν προ πάντων του Πολιούχου μας Αγίου Διονυσίου, ούτινος ανάξιος φερώνυμος υπάρχω, έχων Αυτόν εμπνευστήν μου στην εξάσκησιν του ποικιλόμορφου ποιμαντικού έργου μου.
Η οργάνωσις της εμπράκτου αγάπης και χριστιανικής αλληλεγγύης δέον να αποτελεί το νυχθήμερον μέλημά μου, ως επισκόπου, το μέλημα των πρεσβυτέρων συγκυρηναίων και όλων των ειδικών συνεργατών μου, ώστε Κλήρος και Λαός να μη είμεθα Χριστιανοί των λόγων μόνον, αλλά και των έργων, προπαντός των έργων συμπάθειας και συμπαραστάσεως παντός ανεξαιρέτως δοκιμαζομένου τέκνου της Εκκλησίας, αλλά και παντός ανθρώπου ως εικόνος Θεού. Και κατά την επίσημον αυτήν ημέραν και ώραν, θα επεθύμουν μακράν πάσης εννοίας προγραμματισμού ως είπον, ήδη, να ταξινομήσω κάπως πιο συγκεκριμένα τις σκέψεις μου.
«Και πρώτον μεν και πρώτον εστίν», κατά τον μύστην της θεολογίας και υψιπετήν της Αριανζού αετόν Θεολόγον Γρηγόριον, το της επικειμένης ευγνωμοσύνης μου πανίερον καθήκον. Ακούω κάλλιστα του Σωτήρος Χριστού εν τω Ευαγγελίω της Διαθήκης Του, λέγοντος προς τους μαθητάς Του, «μείζονα ταύτης αγάπης ουδείς έχει ίνα τις θή την ψυχήν αυτού υπέρ των φίλων αυτού». Ταύτην ισοστασίως επλήρωσε ακριβοδικαίως ειπείν και ο παριστάμενος και συνοδεύων με Γέροντάς μου.
Εθυσίασε τον θρόνο του υπέρ της εμής ευτελείας και ταπεινότητος. Είναι το δείγμα αψευδές. «Βοά και κηρύττει και φθέγγεται». Και επίκαιρα προσθέτει και ο φωστήρας των Νυσσαέων θεολόγος ότι, «πάς λόγος των έργων διεζευγμένος μάταιος αν είη καθ’ εαυτόν και ανυπόστατος, η δε των έργων φύσις εν υποστάσει και αληθεία τα λεγόμενα δείκνυσι».
Πολυσέβαστέ μου Γέροντα, Σάς διαβεβαιώ ότι θα εκφράζω εσαεί την βαθυτάτην ευγνωμοσύνην μου προς το πρόσωπό Σας για την γενναία αυτή πράξη σας. Διότι, ό,τι γίνεται σήμερα εις την Ζάκυνθον, δεν θα εγένετο χωρίς την ιδικήν Σας στοργήν και θυσίαν. Και προέχει και τούτο ακόμη. Ότι, ενώ είναι πασίγνωστον ότι «είσθε άμπελος ευκληματούσα» και πολλάς και πλείστους αναδενδράδας ευκληματούσας και εκείνας, δηλαδή πολλά πνευματικά τέκνα, άξιους αδελφούς κληρικούς υπηρέτας έχετε προσφέρει εις την Εκκλησίαν, εκ πάντων τούτων, εμέ τον ελάχιστον επελέξατε εις διαδοχήν Σας. Εύξασθε, λοιπόν, ίνα φανώ άξιος της τιμής ταύτης.
Δεύτερον δε καθήκον επιτακτικόν, απορρέον εκ της επισκοπικής μου ομολογίας, είναι η διαφύλαξις της αμωμήτου ορθοδόξου ημών Πίστεως, διό και δηλώ με ακραιφνή συνείδησιν των λόγων μου ότι, θα διαφυλάξω με ιερά ευθύνη το ποίμνιόν μου από τους λύκους των αιρέσεων, ποικιλωνύμων και ποικιλομόρφων, και των ψευτοδιδασκάλων, επικαλούμενος εσαεί τον φωτισμόν του Κυρίου και τις αδιάλειπτες ευχές του Οσίου Διονυσίου, περιθριγκούντος την Αγίαν Ορθοδοξίαν μας επί τόσους αιώνας και φυλάσσοντος τα σύνορα της Ορθοδοξίας προς δυσμάς.
Το ίδιο όμως ενδιαφέρον και την πατρική αγάπη θα δείξω και προς τους τυχόν παραπλανηθέντας αδελφούς, προς τους οποίους απευθύνω θερμή παράκληση να επανέλθουν στην αγία κληρονομία των πατέρων μας, μέσα στην μάνδρα του Αγίου Διονυσίου μας, του οποίου πιστός οικονόμος καθίσταμαι την στιγμήν αυτήν ομού μετά του Αγίου Καθηγουμένου και των Πατέρων της Ιεράς Μονής του.
Παρακαλώ και ικετεύω τους συνεκδήμους εις το πνευματικόν σκάμμα αδελφούς συγκληρικούς μου Πρεσβυτέρους και Διακόνους και Μοναστάς, δια την πολυτιμότατην συναντίληψίν των. Και την τοιαύτην συναντίληψιν θερμώς εξαιτούμαι και παρά των αδελφών Λαϊκών και προ παντός πάσης Αρχής και Εξουσίας της Μυροβόλου Νήσου του Αγίου μας, των εκκλησιαστικών Επιτρόπων, των Συλλόγων και φορέων του τοπικού τύπου, ως και την πολυτιμότατην συναντίληψιν όλων σας, την πρόθυμον και ευγενή συνεργασίαν και συμπαράστασίν σας, για την πνευματικήν πρόοδον της Νήσου και την εν Χριστώ προκοπήν βίου και πίστεως πάντων ανεξαιρέτως. Ζητώ την σταθερή εμμονή σας, την προσήλωσή σας στην Αγίαν και Αμώμητον Ορθόδοξον Πίστιν και Αλήθειαν, μετά της οποίας είναι συνυφασμένα και τα ευγενή ιδανικά της Πίστεως και της Πατρίδος, όπως και οι υπό πρωτοφανή κρίσιν ευρισκόμενες ηθικές αξίες.
Τρίτον επιτακτικόν καθήκον ορθούται η καλλιέργεια του ήθους και του υψηλού ελληνορθοδόξου φρονήματος της σπουδαζούσης νεολαίας, της χρυσής αυτής ελπίδος της Πατρίδος, της Εκκλησίας και της κοινωνίας μας.
Η προσπάθεια αυτή πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο θερμής προσευχής και νυχθημέρου μερίμνης της Εκκλησίας, του Επισκόπου, της οικογενείας, του Ιερού Κλήρου και των εκπαιδευτικών. Έτσι, θα διαφυλάξωμεν, ως κόρην οφθαλμού, τα παιδιά μας από τον λευκόν θάνατον των ναρκωτικών και από την εξαχρείωσιν του χαρακτήρος των, δια να τα καμαρώσωμεν ευτυχείς και καταξιωμένους οικογενειάρχας, επιστήμονας και επαγγελματίας, εκ των οποίων η Εκκλησία και η Πολιτεία, αλλά και ο φιλόχριστος κατά ξηράν, θάλασσαν και αέρα στρατός, θα επιλέξουν τα χρηστά και άριστα στελέχη των.
Ο αγροτικός κόσμος και ο αστικός κόσμος των μικρών και των μεγάλων επιχειρήσεων, βιοτεχνιών και βιομηχανιών και η αριστοκρατία του πνεύματος, οι επιστήμονες, οι ιατροί, οι δικαστικοί, οι δικηγόροι και δημοσιογράφοι μαζί με τους αόκνως εργαζομένους εις την κρατικήν μηχανήν της υπαλληλίας και τους άγρυπνους φρουρούς της τάξεως και της ασφαλείας μας, αποτελούν επίσης το επίκεντρο των προσευχών μας και καύχησι και υπερηφάνειά μας.
Ο Επίσκοπος δεν απολαμβάνει μόνο χαρές από τα παιδιά του.
Κυρίως επωμίζεται τις ευθύνες και τις αγωνίες τους. Οφείλει να προσεύχεται όχι μόνον δια τον εαυτό του, αλλά και δια το ποίμνιό του. Να δακρύζει όχι μόνο για τα ιδικά του αμαρτήματα, αλλά και για των χριστιανών τα αγνοήματα. Να ανησυχεί και να αγωνίζεται για την αντιμετώπιση και των δικών τους πειρασμών, όπως προσπαθεί και τις δικές του να υπερβεί δυσκολίες. Υπόδειγμα πρέπει να έχει τον Θείο Απόστολο Παύλο, ο οποίος έλεγε «Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι;»
* * *
Έρχομαι να διακονήσω ένα λαό με πολιτισμό, με θαυμάσια έθιμα, τα οποία παραλαμβάνω από τον Γέροντά μου και θα τα συνεχίσω με θρησκευτική ευλάβεια, ένα λαό με κουλτούρα, ένα λαό συνετό, ευγενικό, θεοσεβή, με τη γνωστή έμφυτο και πηγαία καλοσύνη και εγκαρδιότητα, χαρακτηριστικό γνώρισμα των Ιονίων Νήσων.
Δια τούτο, καθώς βλέπω συγκεντρωμένο το πλήθος μέσα εις τον ιερόν χώρον του περικαλλούς τούτου Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Νικολάου των Ξένων, αδιστάκτως επαναλαμβάνω του προφητάνακτος ψαλμωδού τους λόγους: «Αύτη η γενεά ζητούντων τον Κύριον, ζητούντων το πρόσωπον του Θεού Ιακώβ». Τι άλλο θα ήτο δυνατόν να ζητήσω, αναλαμβάνων την διαποίμανσι της Ιεράς αυτής Μητροπόλεως, από το να αποκτήσω τέκνα πορευόμενα εν φόβω Κυρίου;
Ο Επίσκοπός σας δεν επιδιώκει τίποτε άλλο, παρά μόνο τούτο να σας διδάξει και να κηρύξει, Ιησούν Χριστόν και τούτον Εσταυρωμένον. Δεν ζητώ τίποτε από σας. Καθώς λέγει ο Θείος Παύλος: «Ου ζητώ τα υμών, αλλά υμάς ζητώ». Ζητώ το χέρι σας δια να σας χειραγωγήσω εις Χριστόν. Ζητώ την καρδιά σας δια να την μεταφέρω εις τον Χριστόν.
Ζητώ το πρόσωπό σας, όχι να με διακονήσει, αλλά να το υπηρετήσω. Προ του Μυστικού Δείπνου ο Κύριος και Διδάσκαλος Ιησούς Χριστός εζώσθη το λέντιον και ένιψε των μαθητών Του τους πόδας. Και εγώ θα τολμήσω το υπόδειγμά του να μιμηθώ και να επαναλάβω τους λόγους Του: «Ουκ ήλθον διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι».
Όταν θα κάθομαι εις το Μητροπολιτικό Γραφείο, του οποίου η πόρτα θα είναι ανοικτή, όπως ήταν ανοικτή και επί Χρυσοστόμου Β΄, θα δέχομαι τους χριστιανούς και θα προσφέρω σ’ αυτούς τις υπηρεσίες μου.
Και όταν εντός του Ιερού Ναού θα υψώνω τα χέρια εις προσευχήν, πάλιν προς εξυπηρέτησιν της σωτηρίας σας θα προσφέρομαι. Άλλωστε, από σήμερον, η σωτηρία σας θα είναι συνυφασμένη με την δική μου σωτηρία, εφ’ όσον κατά την ημέρα της κρίσεως, από την ιδική σας εν Χριστώ πρόοδο θα κριθή το δικό μου έργο και η δική μου ψυχή. Φροντίστε να με κρατήσετε μακριά από μικρότητες και υποθέσεις που δεν αρμόζουν σε λειτουργούς του Υψίστου.
Καθώς και εγώ θα προσπαθήσω να σας βοηθήσω να υψωθείτε υπεράνω ακόμη και των ιδικών σας αδυναμιών. Αισθάνομαι τις ψυχές σας να εξαρτώνται εις τα κρόσσια του Ιερού επιτραχηλίου μου και να κάμπτουν τον τράχηλόν μου. Εύχομαι ο Κύριος να τις κάνει να λάμψουν ως αστέρες και ως πολύτιμοι λίθοι να κοσμήσετε την επισκοπική μίτρα. Να γίνετε καύχησίς μου εν Κυρίω.
Θεέ μου!!! Πόσον είναι τρομερά βαρύ να είσαι Επίσκοπος, όταν ο Άγιος Ιερομάρτυς Κυπριανός, με όλον το κύρος του Αποστολικού Πατρός δογματίζει «Δεν δύναται να έχη πατέρα τον εν Ουρανοίς Θεόν, όστις δεν έχει επί της γης πνευματικόν Πατέρα του τον Επίσκοπον. Και δεν δύναται να έχη εν ουρανοίς Πατέρα, όποιος δεν έχει επί της γης την Εκκλησίαν Μητέρα». Και έτερος Αποστολικός Πατήρ και Ιερομάρτυς, ο αδελφός Ιγνάτιος νομοθετεί Θεοπνεύστως «όπου ο επίσκοπος εκεί και η Εκκλησία» και «Δίχα του Επισκόπου μηδέν γιγνέσθω» και «άνευ αυτού εκκλησία ου καλείται».
Άγιασόν με, λοιπόν, Κύριε ολοκληρωτικώς, ίνα δύναμαι, μιμούμενός Σε, να λέγω και εγώ «και υπέρ αυτών εγώ αγιάζω εμαυτόν». Και αείποτε να ενθυμούμαι ότι: Όταν ο Επίσκοπος της Νεοκαισαρείας Γρηγόριος ο Θαυματουργός, ενεθρονίζετο εις την Επισκοπήν του εις την Νεοκαισάρειαν του Πόντου, εύρε μόνον 17 Χριστιανούς. Και όταν εκοιμήθη, εις την επαρχίαν της Μητροπόλεως του είχαν απομείνει μόνον 17 άπιστοι, διότι όλοι οι άλλοι είχαν γίνει πιστοί. Αισθάνομαι ότι εις μήκος προήλθεν ο λόγος, αλλ’ ανάγκη ακόμη επίκειταί μοι το Ιερό Μνημόσυνον των εξ ίσου Ιερών δι’ εμέ προσώπων.
Εκ των Ζώντων,
Μνησθείη Κύριος ο Θεός του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου και των τιμίων Μελών της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίοι εξέλεξάν με.
Μνησθείη Κύριος ο Θεός του Γέροντός μου Μητροπολίτου Δωδώνης κ. Χρυσοστόμου και δώη Αυτώ Κύριος κατά την Καρδίαν Αυτού.
Εκ των κεκοιμημένων.
Μνησθείη Κύριος ο Θεός των αειμνήστων γονέων μου Γεωργίου και Ιωάννας, εις ων τας προσευχάς και την αγωγήν οφείλω την κατά Θεόν βιοτήν και πολιτείαν μου.
Μνησθείη Κύριος ο Θεός του προς Μητρός Πάππου μου ευλαβεστάτου Ιερέως Διονυσίου, προσεδρεύσαντος εις το Ιερόν θυσιαστήριον επι χρόνους μακρούς και του οποίου ως καρπός των ευχών εβλάστησε η εμή οικτρότης.
Μνησθείη Κύριος ο Θεός των αοιδίμων προκατόχων μου Αγίων Ιεραρχών, οι οποίοι ελάμπρυναν τον πανίερον τούτον και όσον περίδοξον Θρόνον. Και όλως ιδιαιτέρως δε, μνησθείη Κύριος ο Θεός του προς Μητρός συγγενούς μου αοιδίμου προκατόχου μου Κυρού Διονυσίου Γ΄ του Πλέσσα, υποδειγματικώς διακονήσαντος και περιδοξάσαντος τον Θρόνον τούτον. Τέλος έχω σαφή την συνείδησιν του νοήματος του τρισσού αξιώματος, για το οποίο ομιλεί ο Αθηναίος Ποιητής Αγάθων, λέγοντας τα εξής: «τον Άρχοντα μνηστέον τριών τινών, ότι α) ανθρώπων, άρχει, ότι, β) κατά νόμον -και εν προκειμένω και κανόνα – άρχει, και ότι, γ) ουκ αεί άρχει».
Οι γλυκόηχες καμπάνες της Μητροπόλεως ηχούν χαρμόσυνα και ευαγγελίζονται την ενθρόνισιν του ταπεινού Επισκόπου των. Οι ίδιες θα ηχήσουν κάποτε να πληροφορήσουν την μετάστασίν μου, είθε εις τον ποθεινόν Παράδεισον, διά τον οποίον θα εργασθώ με όλες μου τις δυνάμεις.
Δώσατέ μου την πίστιν Σας, την αγάπην Σας και τας προσευχάς Σας, ίνα τότε, ανεπαίσχυντος παραστώ, συναποκομίζων ως πολυτιμοτάτους αδάμαντας τας αρετάς Σας εις τον Δικαιοκρίτην Χριστόν, επί του φοβερού Βήματος του οποίου ευχηθήτε όλοι, ίνα έχω καλήν απολογίαν, όλους Υμάς προσάγων τω Χριστώ, ως πιστά τέκνα του Αγίου Διονυσίου, ως εύορκον διακονίαν μου. Προς τον Πανύψιστον στρέφων από την ιερή αυτή στιγμή το όμμα της ψυχής και του σώματος, ακατάπαυστα Τον καθικετεύω:
«Ύψιστε Θεέ και Κύριε του ελέους ο κατά το μέγα και πολύ έλεός Σου καταστήσας με εις την υψηλήν ταύτην Διακονίαν του Λαού Σου, δός μοι την των σων θρόνων πάρεδρον σοφίαν, ίνα συμπαρούσα μοι οδηγή εκάστοτε εις την πιστήν εφαρμογήν του Θείου Θελήματός Σου.
Είη το Όνομα Κυρίου ευλογημένον και δεδοξασμένον, του Πατρός και του Υιού και του Πανάγιου Πνεύματος, της Παναγίας και ομοουσίου και ζωαρχικής Τριάδος, της Τρισυποστάτου Θεότητος, Ήν και αύθις ομολογώ, ανυμνώ, προσκυνώ και μεγαλύνω έως υπάρχω και εις τους αιώνας».
Αμήν.
- Εμφανίσεις: 47352