Μεγάλη Εβδομάδα - Η Μεγάλη Παρασκευή

m.paraskeuiἹερὰ καὶ πενθήρης ἡμέρα δι᾿ ὁλόκληρον τὸν ὀρθόδοξον χριστιανικὸν κόσμον.

Συμμετέχουμε πνευματικῶς στὰ σεπτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου, ἐνατενίζουμε τὸ Σταυρό, αἰσθανόμεθα τὴν Ἀποκαθήλωση καὶ προσκυνοῦμε τὸν Πανάγιον Τάφον.

Ὅση ἀδιαφορία καὶ ἂν ὑπάρχει, ὅση ψυχρότης καὶ ἂν ἀνεβαίνει στὶς καρδιές, ὅση ὑλιστικὴ νοοτροπία καὶ ἂν κατακυριεύει τὴν κοινωνία δὲν εἶναι δυνατὸν σήμερα νὰ μὴ συγκλονισθῇ ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα τοῦ θείου Πάθους, τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ταφὴ τοῦ Κυρίου.

Ἡ ὑμνολογία κατ᾿ ἐξοχὴν σήμερα εἶναι μοναδική. Μὲ ρίγη βαθυτάτης κατανύξεως καὶ πολλῆς εὐλαβείας ψάλλουμε τὰ Ἐγκώμια. Μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὸν ὑπέροχο ὕμνο «Ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατό μου Τέκνον, ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος;»

Ὁ στίχος βρίσκεται στὴν ἐκπληκτικὴ ποιοτικὰ σύνθεση τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ἡ ὁποία ἀποκαλεῖται Ἐπιτάφιος Θρῆνος καὶ ψάλλεται ἐνώπιον τοῦ στολισμένου μὲ ἄνθη Ἱεροῦ Ἐπιταφίου σ᾿ ὅλους τοὺς ὀρθοδόξους ναούς μας μικροὺς καὶ μεγάλους.

Πρόκειται γιὰ θαυμάσια ποιητικὰ ἀντίφωνα σὲ τρεῖς στάσεις. Ἡ πρώτη στάση ἀρχίζει μὲ τό: «Ἡ Ζωὴ ἐν τάφῳ κατετέθης Χριστὲ καὶ ἀγγέλων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι τὴν σήν».

Ἡ δεύτερη «Ἄξιόν ἐστιν μεγαλύνειν σε τὸν Ζωοδότην, τὸν ἐν τῷ σταυρῷ τὰς χεῖρας ἐκτείναντα καὶ συντρίψαντα τὸ κράτος τοῦ ἐχθροῦ» καὶ ἡ τρίτη «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου».

Στὰ ἐγκώμια τοῦ ἀγνώστου ποιητοῦ ἄγγελοι, ἄνθρωποι, προφῆτες, πτηνά, ζῶα, ἀστέρες καὶ ἡ ἄλλη ἄψυχος φύση, τὰ πάντα ἀναφέρονται καὶ συγκλονίζονται ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν Ταφήν Του.

Πῶς ἡ Ζωὴ ἐν τάφῳ! Πῶς ὁ Ζωοδότης Κύριος, ὁ Δοτὴρ τῆς Ζωῆς ἀποθνήσκει καὶ θάπτεται!

Πράγματι ἔκπληκτος ὁ ὑμνογράφος ἐνώπιον τοῦ θείου αὐτοῦ μαρτυρίου τοῦ ἀνεξηγήτου μὲ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα τῆς ταφῆς τοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐκφράζει τὸ στοχασμό του μὲ τοὺς παρακάτω στίχους:

     Ἡ ζωὴ πῶς θνήσκεις; Πῶς καὶ τάφῳ οἰκεῖς; τοῦ θανάτου τὸ βασίλειον λύεις δέ, καὶ τοῦ ᾋδου τοὺς νεκροὺς ἐξανιστᾶς.

     Ὁ ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντας βροτούς, ὡς ἀνείδεος (=ἄμορφος) νεκρὸς καταφαίνεται, ὁ τὴν φύσιν ὡραΐσας τοῦ παντός.

Ὦ θαυμάτων ξένων! ὦ πραγμάτων καινῶν! ὁ πνοῆς μοι χορηγὸς ἄπνους φέρεται, κηδευόμενος χερσὶ τοῦ Ἰωσήφ.

Αὐτὲς οἱ ἀντιθέσεις τῷ ὄντι περιγράφουν τὸ μυστήριον τοῦ Θεανθρώπου. Αὐτός, ποὺ εἶναι ἡ Ζωή, ν᾿ ἀποθνήσκῃ.

Ὡστόσο ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ ὁ ποιητὴς νὰ εἰσχωρήσῃ σ᾿ αὐτὸ τὸ θεϊκὸ μυστήριο ἔρχεται μὲ δέος καὶ εὐλάβεια νὰ χρησιμοποιήσῃ εἰκόνες καὶ παραστάσεις ἀπὸ τὴν κτιστὴ δημιουργία, τὴ φύση, γιὰ νὰ μπορέσῃ κάπως νὰ ἐκφραστῇ.

Χρησιμοποιεῖ τὸν ἥλιο ποὺ δύει καὶ λέγει: «ὑπὸ γῆν ἐκρύβης, ὥσπερ Ἥλιος νῦν, καὶ νυκτὶ τῇ τοῦ θανάτου κεκάλυψαι· ἀλλ᾿ ἀνάτειλον φαιδρότερον Σωτήρ». Χρησιμοποιεῖ ἔπειτα τὴν ἔκλειψη τοῦ ἡλίου καὶ γράφει: «Ὡς ἡλίου δίσκον ἡ σελήνη, Σωτήρ, ἀποκρύπτει καὶ σὲ τάφος νῦν ἔκρυψεν, ἐκλιπόντα τοῦ θανάτου σαρκικῶς».

Ἡ ἀστείρευτη ποιητικὴ ἱκανότητα τοῦ ποιητοῦ ἔρχεται σὲ ἄλλη βιβλικὴ εἰκόνα, τὴν ὁποία παρουσιάζει σὲ ἀλλεπάλληλες λυρικότατες παραλλαγές: τὴν εἰκόνα τῆς Πέτρας, ἡ ὁποία συμβολίζει τὸ Χριστό. Στὴν πρώτη παραλλαγὴ παρουσιάζεται ὁ παμφάγος ᾋδης, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη στὴν κοιλίαν του τὴν Πέτραν τῆς Ζωῆς, ἀλλ᾿ ἐξήμεσεν ὅσους νεκροὺς εἶχε καταπίει.

Στὴ δεύτερη παραλλαγή, ἀπευθυνόμενος ὁ ποιητὴς στὸ Σωτῆρα, τοῦ λέγει ὅτι «κἂν ὡς πέτρα, Σῶτερ, ἡ ἀκρότομος σὺ κατεδέξω τὴν τομήν, ἀλλ᾿ ἐπήγασας ζῶν τὸ ρεῖθρον ὡς πηγὴν ὢν τῆς ζωῆς».

Καὶ τελικὰ ὁ ποιητὴς ὄχι ἁπλῶς ἐξεικονίζει ἐπιτυχῶς καὶ πρωτοτύπως τὴ συγκατάβαση τῆς ταφῆς τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ τονίζει τὶς συνέπειες τῆς τριημέρου ταφῆς, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπήγασε ἡ νέα ζωή, τῆς λαμπροφόρου ἀναστάσεως.

Ἀλλὰ περισσότερο ἡ γόνιμος πέννα τοῦ ποιητοῦ κορυφώνεται σὲ μία εἰκόνα ὑπερόχου κάλλους καὶ βαθυτάτης νοσταλγίας, ἡ ὁποία ἔχει μείνει κλασικὴ στοὺς αἰῶνες.

Ἀναφέρεται στὸ συμπαθὲς ἐκεῖνο πτηνό, τὸν πελεκάνο, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ἐνστικτῶδες φίλτρο του ραμφίζει τὴν πλευράν του, ὥστε μὲ τὶς σταγόνες τοῦ αἵματός του νὰ ἰάσει τοὺς τρωθέντας ὑπὸ ἰοβόλου ὄφεως νεοσσούς του.

«Ὥσπερ πελεκάν, τετρωμένος τὴν πλευράν σου, Λόγε, σοὺς θανόντας παῖδας ἐζώωσας, ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνούς».

Ἐδῶ πλέον ὁ λυρισμὸς ξεχειλίζει. Ἡ ποίηση, ὡς εὐῶδες λιβάνι, ποὺ καίεται στὸ πῦρ τῶν ἱερωτέρων αἰσθημάτων, ἀναδίδει τὸ γλυκύτερο ἄρωμα. Αὐτὸ πλέον δὲν εἶναι ἁπλῶς ποίηση. Εἶναι λατρεία, θυσία μυστική, εὐλαβὴς προσφορὰ στὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Χριστοῦ.

Λοιπόν, σήμερα ἰδιαιτέρως ἂς σταθοῦμε «ἐν ἱερᾷ σιωπῇ καὶ κατανύξει» καὶ ἂς ἀνάψουμε καὶ μεῖς τὸ κερὶ τῆς ὕπαρξής μας.

Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπαθανασίου

Ἱεροκῆρυξ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Ἀθηνῶν

Διευθυντὴς Ἰδ. Γραφείου Μακαριωτάτου

Εμφανίσεις: 62676
Γίνετε ενεργά η πηγή του Romfea.gr! Στείλτε ειδήσεις και φωτογραφίες που πιστεύετε πως ενδιαφέρουν τους αναγνώστες στο [email protected]
FOLLOW ROMFEA:
top
Has no content to show!