Στον Ουκρανικό λαό μίλησε ο Οικουμενικός Πατριάρχης

ImageΟμιλία προς το Ουκρανικό Λαό έδωσε σήμερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, αλλά και ο Πρόεδρος της Ουκρανίας κ. Βίκτωρ Γιουσένκο,

στην κατάμεστη πλατεία του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας Κιέβου.

 

Χιλιάδες Ουκρανοί παρά την βροχή παρακολούθησαν την ομιλία του Παναγιώτατου και του Προέδρου της Ουκρανίας, με σημαίες της Ουκρανίας στα χέρια.

 

Να αναφερθεί πως ο κ. Γιουσένκο υποδέχθηκε τον Οικουμενικό Πατριάρχη στα ελληνικά λέγοντας του ότι τον υποδέχεται στο σπίτι του.

Επίσης στην ομιλία του ο Πρόεδρος της Ουκρανίας μεταξύ άλλων τόνισε πως "Παράλληλα με την εκκλησιαστική σημασία η επέτειος που εορτάζεται είναι μεγάλος σταθμός στην ιστορία του ουκρανικού έθνους" συνεχίζοντας ότι "η Εκκλησία και το κράτος είναι θεσμοί που πρέπει να συνεργάζονται για τη σταθερότητα του Έθνους".

 

Παρακάτω παραθέτουμε ολόκληρη την Ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου προς τον Ουκρανικό λαό.

 

ΟΜΙΛΙΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΛΑΟ

 

Ευλογημένα τέκνα της Εκκλησίας, φιλόχριστε λαέ της Ουκρανίας,

 

 

Η πρωτοβουλία της πολιτειακής, της πολιτικής, της θρησκευτικής και της πνευματικής ηγεσίας του μεγάλου Ουκρανικού λαού δια την οργάνωσιν του επισήμου και λαμπρού εορτασμού της επετείου των χιλίων και είκοσιν ετών από της οριστικής αποφάσεως του Μεγάλου Ηγεμόνος (Velikii Knıaz) της Ηγεμονίας του Κιέβου αγίου Βλαδιμήρου να αποδεχθή την χριστιανικήν πίστιν από το Οικουμενικόν  Πατριαρχείον ως επίσημον Θρησκείαν δια τον λαόν της Κιεβινής ηγεμονίας και κατ  πέκτασιν όλων των αυτονόμων Ρωσικών Ηγεμονιών είναι όχι μόνον οφειλετική προς τον ευλαβή λαόν της Δημοκρατίας της Ουκρανίας, αλλά και σημαντική δια τας μελλοντικάς προοπτικάς αυτής εις μίαν περίοδον ραγδαίων και συγκλονιστικών μεταβολών εις παγκόσμιον κλίμακα.

 

Η πρωτοβουλία αυτή είναι οφειλετική, διότι όλοι οι μεγάλοι λαοί οφείλουν να διαφυλάσσουν ως κόρην οφθαλμού την ιστορικήν μνήμην αυτών δια τα σημαντικά γεγονότα, τα οποία εσφράγισαν κατά τρόπον ανεξίτηλον την ιδιαιτέραν πνευματικήν ταυτότητα της εθνικής συνειδήσεως των και προσδιώρισαν κατά το μάλλον η ήττον την διαχρονικήν συμβολήν των εις την παγκόσμιον κοινωνίαν των λαών.

 

Είναι όμως και ιδιαζόντως σημαντική  σήμερον, διότι το ιστορικόν βάθος της ζωής των μεγάλων λαών αποτελεί αστείρευτον πηγήν δυνάμεως και ακτινοβολίας προς τους εγγύς και τους μακράν.

 

1. Είναι κοινή και αδιαμφισβήτητος πλέον η διαπίστωσις ότι η επιλογή της θρησκευτικής πίστεως υπήρξεν, υπό διαφορετικάς βεβαίως προοπτικάς, καθοριστικός παράγων δια τα ιστορικά πεπρωμένα όλων των λαών του κόσμου, αφ  νός μεν διότι διεμόρφωσε τα ιδιαίτερα ποιοτικά στοιχεία της πνευματικής ταυτότητός των, αφ  τέρου δε διότι προσδιώρισε κατά το μάλλον η ήττον και το περιεχόμενον της εθνικής συνειδήσεώς των.

 

Αι εορταστικαί εκδηλώσεις αποτελούν σαφή έκφρασιν της ευγνωμοσύνης του ευσεβούς Ουκρανικού λαού προς τον μεγαλόπνοον Ηγεμόνα δια την προσωπικήν αγωνίαν και την σοφήν επιλογήν της Θρησκείας του λαού του, ως ταύτα περιγράφονται εις την εκτενή διήγησιν του Κιεβινού μοναχού Νέστορος (ΙΑ’ αιών).

 

Είναι προφανές ότι η απόφασις του Μεγάλου Ηγεμόνος του Κιέβου να επιλέξη δια τον λαόν του την Χριστιανικήν πίστιν και να ζητήση το βάπτισμα από το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως υπήρξεν ο ώριμος καρπός σοφής και διορατικής αξιολογήσεως πασών των κυρίων και των παρεπομένων συνεπειών της επιλογής, αι οποίαι εκάλυπτον όχι μόνον τας προσωπικάς ευαιασθησίας, αλλά και το όραμα αυτού δια την ευδαιμονίαν του λαού του.

 

Ούτω, προετίμησε τον Χριστιανισμόν και μάλιστα της βυζαντινής παραδόσεως, αφ  νός μεν διότι αι πολιτικαί, οικονομικαί και πνευματικαί σχέσεις της Κιεβινής Ρωσσίας προς την Κωνσταντινούπολιν είχον ήδη μακράν και επίσημον προϊστορίαν από της εποχής του Οικουμενικού Πατριάρχου ιερού Φωτίου, του ηγαπημένου Πατριάρχου εις την ιστορικήν μνήμην του Κιεβινών, αφ  τέρου δε διότι συνέδεε δια της επιλογής ταύτης τον λαόν του και προς τον υψηλότερον πολιτισμόν της εποχής.

 

Υπό την έννοιαν αυτήν, ο Ηγεμών του Κιέβου, δια του βαπτίσματος των Κιεβινών υπό της πολυμελούς αποστολής του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εθεμελίωσεν όχι μόνον τους ακαταλύτους πνευματικούς δεσμούς του ευλαβούς Ουκρανικού λαού μετά της Μητρός Εκκλησίας, οι οποίοι ανεπτύχθησαν δια του σπουδαίου έργου της βυζαντινής ιεραποστολής και εις τας άλλας αυτονόμους ρωσικάς Ηγεμονίας, αλλά και τας νέας προοπτικάς των διεθνών σχέσεών των προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, ως εκφραστών πλέον της βυζαντινής πνευματικής κληρονομίας και της ορθοδόξου παραδόσεως. Το Κίεβον κατέστη το επιτελικόν κέντρον δια την μεταλαμπάδευσιν της όλης πολιτιστικής κληρονομίας του Βυζαντίου εις πάσας τας αυτονόμους ρωσσικάς Ηγεμονίας, ενώ ο Μέγας Ηγεμών του Κιέβου υπήρξεν ο μεγαλόπνους υποστηρικτής της μυσταγωγικής ταύτης διαδικασίας.

 

 

Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δεν εφείσθη κόπων και θυσιών εις την μακραίωνα αυτήν διαδικασίαν όχι μόνον δια την ευρυτέραν διάδοσιν, αλλά και δια την ορθήν αξιοποίησιν της βυζαντινής πνευματικής κληρονομίας, η οποία διεπότισεν όλους τους τομείς του δημοσίου, του εκκλησιαστικού και του πνευματικού βίου των αυτονόμων ηγεμονιών και επλούτισε δια των καθιερωμένων κριτηρίων της ορθοδόξου παραδόσεως τον λειτουργικόν χαρακτήρα της εθνικής συνειδήσεως των λαών, επί τη βάσει του πνευματικού περιεχομένου του Βαπτίσματος, δια του οποίου υπερβαίνονται πάσαι αι διασπάσεις του κόσμου εν τη ενότητι του εκκλησιαστικού σώματος.

 

Επί τη  βάσει  του κριτηρίου τούτου διεμορφώθη εις την ορθόδοξον παράδοσιν αφ  νός μεν η ιδιαιτέρα πνευματική σχέσις της Εκκλησίας προς την εθνότητα, αφ  τέρου δε η συμβατική σχέσις της Εκκλησίας προς το Κράτος, διότι τόσον ο «διαμερισμός» των εθνών εις την Παλαιάν Διαθήκην, όσον και η «επισύναψις» των εθνών δια του Βαπτίσματος εις την Καινήν Διαθήκην, προσδιώρισαν και τα όρια της λειτουργίας της εθνικής συνειδήσεως των ορθοδόξων λαών.

 

Ούτως, η ορθόδοξος παράδοσις εμμένει εις την αποστολήν της Εκκλησίας να κηρύσση το Ευαγγέλιον εις πάντα τα έθνη, αλλά δεν υποτάσσει την αποστολήν της και εις ξένας προς αυτήν επιδιώξεις των εθνών, δια τούτο και υπήγαγε την πνευματικήν σχέσιν προς τας εθνότητας, αφ  νός μεν εις το απόλυτον κανονικόν κριτήριον της εδαφικότητος των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών, αφ  τέρου δε εις την συμβατικήν ρύθμισιν της σχέσεως της Εκκλησίας προς την κρατικήν εξουσίαν.

 

Υπό την έννοιαν ταύτην, η μεγάλη Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (1872) κατεδίκασεν ως εκκλησιολογικήν αίρεσιν οιανδήποτε αυθαίρετον εθνοφυλετικήν η και εθνικιστικήν αξίωσιν, η οποία περιφρονεί την εδαφικότητα των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών η την συμβατικήν αρμοδιότητα της κρατικής εξουσίας δια την ρύθμισιν της σχέσεως Κράτους και Εκκλησίας, αφ  νός μεν διότι είναι αντίθετοι προς την ορθόδοξον παράδοσιν, αφ  τέρου δε διότι εισάγουν επικίνδυνον σύγχυσιν εις αυτήν ταύτην την λειτουργικήν δομήν της Εκκλησίας.

 

Είναι λοιπόν ευνόητον ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν ανέχεται την οιανδήποτε αθέτησιν η αλλοίωσιν της σχέσεως αυτής προς την κρατικήν εξουσίαν η προς τας εθνότητας, δια τούτο και, καίτοι απεδέχθη δια ποιμαντικούς λόγους την αρχήν ότι «τα εκκλησιαστικά τοις πολιτικοίς συμμεταβάλλεσθαι είωθεν», προέβαλλε πάντοτε τα κριτήρια του εσωτερικού δικαίου της Εκκλησίας εις οιανδήποτε συμβατικήν ρύθμισιν.

 

Ο νεώτερος όμως νομικός πολιτισμός της κρατικής ιδεολογίας αμφεσβήτησεν η και απέρριψε τον θεσμικόν ρόλον της Εκκλησίας εις τας δομάς η την λειτουργίαν του συγχρόνου κράτους, αλλά δεν ηδυνήθη να πλήξη την παραδοσιακήν πνευματικήν σχέσιν αυτής προς τας εθνότητας, η οποία παρέμεινεν αλώβητος και εβεβαίωσε την εντυπωσιακήν ιστορικήν αντοχήν της σχέσεως της Εκκλησίας προς την κοινωνίαν και υπό τας πλέον αντιξόους συνθήκας.

 

Πηγή της πνευματικής αυτής σχέσεως της Εκκλησίας προς το σώμα των πιστών (corpus fidelium) είναι η κολυμβήθρα του Βαπτίσματος, εις την οποίαν τελεσιουργείται η πνευματική αναγέννησις των ανθρώπων και δομείται το εκκλησιαστικόν σώμα εις τα πλαίσια του εθνικού η κρατικού σώματος. Ούτως, η Εκκλησία έχει βεβαίαν την συνείδησιν ότι το σώμα των μελών αυτής συγκροτεί μίαν πλήρη κοινωνίαν πιστών, ως το Κράτος έχει βεβαίαν την συνείδησιν ότι συγκροτεί μίαν πλήρη κοινωνίαν πολιτών.

 

 

Εν τούτοις, υπάρχει μία ειδοποιός διαφορά εις την συγκρότησιν και την λειτουργίαν των δύο πλήρων κοινωνιών, διότι το μεν κράτος γεννάται υπό των πολιτών, ενώ η Εκκλησία γεννά τα μέλη αυτής εις μίαν νέαν πνευματικήν σχέσιν, η οποία διακρίνεται αλλά δεν αναιρεί τας εννόμους σχέσεις των πολιτών.

 

Η μητρική λοιπόν σχέσις της Εκκλησίας προς τα μέλη της, η οποία τρέφεται δια της συνεχούς μυστηριακής εμπειρίας του εκκλησιαστικού σώματος, εξηγεί μεν την ιστορικήν αντοχήν της σχέσεως αυτής προς τα έθνη, αλλά δεν επιτρέπει την οιανδήποτε αμφισβήτησιν του καθιερωμένου ρόλου της κρατικής εξουσίας να καθορίζη τα θεσμικά πλαίσια αγαστής συνεργασίας Κράτους και Εκκλησίας προς το συμφέρον των πολιτών και των πιστών, ιδία εις περιπτώσεις εκρύθμων η και ανεξελέγκτων εκκλησιαστικών διασπάσεων.

 

2. Η  Ορθόδοξος  Εκκλησία είναι μία συντεταγμένη   κοινωνία αυτοκεφάλων η αυτονόμων Εκκλησιών, η οποία έχει βεβαίαν την συνείδησιν της εν αυτή αυθεντικής συνεχείας της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, εκπληροί δε την πνευματικήν αποστολήν της δια της κινητοποιήσεως των υπό της κανονικής παραδόσεως καθιερωμένων τοπικών η και μειζόνων συνοδικών οργάνων, προς συνεχή βεβαίωσιν της κοινωνίας των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών προς αλλήλας και προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον.

 

Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ως ο Πρώτος Θρόνος εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, έχει επωμισθή, δι  ποφάσεων Οικουμενικών συνόδων (καν. 3 της Β’, 9, 17 και 28 της Δ’, 36 της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου) και δια της μακραίωνος εκκλησιαστικής πράξεως, την εξαιρετικήν ευθύνην και την οφειλετικήν αποστολήν να μεριμνά δια την προστασίαν της παραδεδομένης πίστεως και της κανονικής τάξεως.

 

Ούτως, υπηρέτησε μετά της δεούσης συνέσεως επί δεκαεπτά αιώνας την οφειλετικήν ταύτην διακονίαν προς τας κατά τόπους Ορθοδόξους Εκκλησίας, πάντοτε εντός των πλαισίων της κανονικής παραδόσεως και πάντοτε δια της άξιοποιήσεως του συνοδικού συστήματος, ενώ συγχρόνως ανέλαβεν υπέροχον αγώνα δια την αποστολικήν προβολήν της ορθοδόξου πίστεως εις πάντας τους λαούς της Ανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης.

 

Είναι λοιπόν σημαντικόν ότι ουδέποτε Οικουμενικός Πατριάρχης ηξίωσε την διεύρυνσιν της κανονικής αυθεντίας του, καίτοι ηδύνατο, ως ουδέποτε διεξεδίκησε την αυτονόμησιν της εξαιρετικής ταύτης αυθεντίας εκ του συνοδικού συστήματος, καίτοι επίσης ηδύνατο, διότι ο εγγυητής της τηρήσεως της κανονικής τάξεως δεν ήτο δυνατόν να παραβιάση την κανονικήν τάξιν αζημίως δια την ενότητα της Εκκλησίας.

 

Παν τουναντίον, ο Οικουμενικός Θρόνος εσχετικοποίησε και αυτά εισέτι τα κανονικά όρια της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του επί μίαν ολόκληρον χιλιετίαν, δια να προσφέρη την αναγκαίαν υποστήριξιν δια την επιβίωσιν των δοκιμαζομένων Πατριαρχικών Θρόνων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, ως επίσης και των αυτοκεφάλων Αρχιεπισκοπών Κύπρου, Αχρίδος, Πεκίου και Τυρνόβου.

 

Βεβαίως, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, καίτοι γνωρίζει καλώς το μέγεθος των κανονικών δικαίων του, εν τούτοις ήσκησε πάντοτε ταύτα όχι ως υπεροχικόν δικαίωμα, αλλ  ς οφειλετικήν εκκλησιαστικήν διακονίαν προς πάσας τας κατά τόπους Ορθοδόξους Εκκλησίας, και πάντοτε επί θυσία η και επί ζημία των αδιαμφισβητήτων δικαιωμάτων του.

 

Υπό την έννοιαν αυτήν, απεδέχθη το αίτημα του Τσάρου της Ρωσίας δια την απόδοσιν εις τον Μητροπολίτην Μόσχας της Πατριαρχικής τιμής και αξίας (1589) δια την ενίσχυσιν των προοπτικών του αναπτυσσομένου ρωσικού κράτους, παρά τον σκεπτικισμόν η και τας επιφυλάξεις των άλλων Πατριαρχικών Θρόνων, ενώ συνήνεσεν εις την έγγραφον παράκλησιν του Τσάρου Μ. Πέτρου δια την κατάργησιν του Πατριαρχείου Μόσχας και την Συνοδικήν οργάνωσιν της Εκκλησίας της Ρωσίας (1720) δια να προλάβη η αποτρέψη νέαν επικίνδυνον κρίσιν εις τας ήδη τεταμένας σχέσεις των δύο κορυφαίων θεσμικών εκφράσεων της ενότητος του ρωσικού λαού, και δη εις περίοδον συγκεχυμένων μεταρρυθμιστικών  ζυμώσεων.

 

Η επί προφανεί θυσία των ιδίων δικαιωμάτων οφειλετική διακονία του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία έχει την περισσοτέραν έκφρασιν εις την όλην εξέλιξιν της σχέσεως αυτού προς την εκλεκτήν μεταξύ των θυγατέρων Εκκλησιών, την Εκκλησίαν της Ουκρανίας, η οποία υπήγετο υπό την κανονικήν δικαιοδοσίαν του επί επτά συναπτούς αιώνας, ήτοι από του Βαπτίσματος της μεγάλης ηγεμονίας του Κιέβου (988-1687), μέχρι της προσαρτήσεως αυτής υπό του Μ. Πέτρου εις το ρωσικόν κράτος.

 

Πράγματι, η Μήτηρ Εκκλησία προσέφερε προθύμως επί επτά αιώνας και εκ του υστερήματος αυτής, υπό τας γνωστάς μάλιστα αντιξόους συνθήκας, εις την Εκκλησίαν της Ουκρανίας πάσαν εκκλησιαστικήν, πνευματικήν και υλικήν υποστήριξιν όχι μόνον δια την πληρεστέραν αξιοποίησιν της όλης πνευματικής κληρονομίας του Βυζαντίου, αλλά και δια την υπεράσπισιν της ορθοδόξου ταυτότητος της εκ των αφορήτων πολιτικών πιέσεων  των ετεροδόξων προπαγανδών εις ιδιαιτέρως χαλεπούς καιρούς δια τον ευσεβή ουκρανικόν λαόν.

 

Ούτως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ’, μετά την προσάρτησιν της Ουκρανίας εις την Ρωσίαν και υπό την πίεσιν του Μ. Πέτρου, έκρινεν αναγκαίαν, υπό τας περιστάσεις εκείνας, και την εκκλησιαστικήν υπαγωγήν αυτής εις το Πατριαρχείον Μόσχας (1687), παρά την ομόφωνον και σθεναράν αντίθεσιν της Ιεραρχίας της Ουκρανίας δια την απόφασιν ταύτην, και επί προφανεί ζημία των κανονικών  δικαίων της Μητρός Εκκλησίας, ίνα μη αι δοκιμασίαι του ευσεβούς ουκρανικού λαού καταστούν επαχθέστεραι υπό την ορθόδοξον πολιτικήν ηγεσίαν.

 

Υπό το πνεύμα τούτο η Μήτηρ Εκκλησία συνήνεσεν εις την αξίωσιν των Κυβερνήσεων των νεοσυστάτων κρατών των ορθοδόξων λαών της Βαλκανικής χερσονήσου δια την ανακήρυξιν της αυτοκεφαλίας των εκ της κανονικής δικαιοδοσίας αυτής αποσπασθεισών Εκκλησιών Ελλάδος (1850), Σερβίας (1831), Βουλγαρίας (1945) και Αλβανίας (1937) δια την υποστήριξιν της εθνικής συνοχής των, καίτοι τούτο συνεπήγετο δραματικήν συρρίκνωσιν της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας της.

 

3. Συνεπώς, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ως ο κατ   ξοχήν εγγυητής της ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τη παραδεδομένη πίστει και τη κανονική τάξει, ήσκησε πάντοτε την οφειλετικήν αυτήν διακονίαν δια του συντονισμού των ευαισθήτων πνευματικών κεραιών αυτού προς τας επιτακτικάς ανάγκας των ορθοδόξων λαών και τας ιδιαιτέρας συνθήκας εκάστης εποχής, αλλά πάντοτε εντός των καθιερωμένων πλαισίων της ορθοδόξου παραδόσεως.

 

Ως η Μήτηρ Εκκλησία των ορθοδόξων λαών ουδέποτε εταυτίσθη προς εν ορθόδοξον έθνος, αλλ  πεστήριξε πάντοτε προθύμως τα ιστορικά πεπρωμένα πάντων των ορθοδόξων εθνών, έστω και επί ζημία των κατά κόσμον ιδίων δικαιοδοσιακών η άλλων συμφερόντων αυτής, εν οφειλετική και ομοτίμω πάντοτε συνεργασία μετά της πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας αυτών, κατά το λαμπρόν υπόδειγμα του Κυρίου, των Αποστόλων και των εγκρίτων Πατέρων της Εκκλησίας.

 

Υπό την έννοιαν αυτήν, απεδέχθημεν προθύμως την τιμητικήν  πρόσκλησιν του Εξοχωτάτου Προέδρου της Δημοκρατίας της Ουκρανίας κ. Victor Yushchenko δια την συμμετοχήν  εις τας εορταστικάς εκδηλώσεις επί τω Βαπτίσματι των Ουκρανών εις τον Χριστιανισμόν προ χιλίων και είκοσιν ετών υπό της Μητρός Εκκλησίας, αφ  νός μεν διότι δια του πολυσημάντου εκείνου γεγονότος ελαμπρύνθη η συμβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου εις τον εκχριστιανισμόν των λαών της Ευρώπης, αφ   τέρου δε, διότι δι   κείνου αναδεικνύεται η νέα ευρωπαϊκή προοπτική του ουκρανικού λαού εις μίαν περίοδον μεγάλων και ραγδαίων μεταβολών εις παγκόσμιον κλίμακα.

 

Η Μήτηρ Εκκλησία χαίρει και συγχαίρει μετά του ευσεβούς Ουκρανικού λαού, διότι το Βάπτισμα εκείνο παραμένει πάντοτε μία αστείρευτος πηγή δυνάμεως όχι μόνον δια την ενίσχυσιν της εσωτερικής πνευματικής συνοχής αυτού, αλλά και δια την πληρεστέραν αξιοποίησιν αυτής εις τον σημαντικόν χώρον των διεθνών σχέσεών του.

 

Κοινόν λοιπόν χρέος της πολιτειακής, της πολιτικής, της εκκλησιαστικής και της καθ  λου πνευματικής ηγεσίας του Ουκρανικού λαού είναι η δια παντός προσφόρου μέσου αξιοποίησις του θείου δώρου του Βαπτίσματος, όχι μόνον δια την άμεσον  θεραπείαν των ποικίλων συγχύσεων η τραυματικών εμπειριών του ιστορικού παρελθόντος, αλλά και δια την αποκατάστασιν του παραδοσιακού  συνεκτικού ρόλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την συνείδησιν του φιλοχρίστου Ουκρανικού λαού.

 

Η τυχόν παράτασις των συγχύσεων, δια την εξυπηρέτησιν ξένων προς την πνευματικήν αποστολήν της Εκκλησίας εθνοφυλετικών η και πολιτικών σκοπιμοτήτων, καταργεί την συνεκτικήν δύναμιν του Βαπτίσματος και οξύνει την ήδη επικίνδυνον διάσπασιν του εκκλησιαστικού σώματος, η οποία τραυματίζει όχι μόνον την πνευματικήν ενότητα,  αλλά και την κοινωνικήν συνοχήν του Ουκρανικού λαού, με προφανείς  επαχθείς συνεπείας δια τας μελλοντικάς προοπτικάς της Δημοκρατίας της Ουκρανίας.

 

Η Μήτηρ Εκκλησία όχι μόνον δικαιούται, αλλά και υποχρεούται να υποστηρίξη εν τω πλαισίω της καθιερωμένης ορθοδόξου παραδόσεως, πάσαν εποικοδομητικήν και λυσιτελή πρότασιν δια την αμεσωτέραν δυνατήν θεραπείαν των επικινδύνων διασπάσεων του εκκλησιαστικού σώματος, «ίνα μη το κακόν χείρον γένηται» δια τε την αγιωτάτην Εκκλησίαν της Ουκρανίας και δια την καθ  λου Ορθόδοξον Εκκλησίαν.

 

Αι εκ των υφισταμένων συγχύσεων προκύπτουσαι  ποικίλαι πολιτικαί και εκκλησιαστικαί δυσχέρειαι είναι προφανείς και γνωσταί εκ του μακραίωνος ιστορικού παρελθόντος, αλλ   είναι επίσης γνωστόν τοις πάσιν ότι η οφειλετική μέριμνα δια την προστασίαν η την αποκατάστασιν της ενότητος της Εκκλησίας είναι κοινή υποχρέωσις πάντων, η οποία υπέρκειται των οιωνδήποτε άλλων πολιτικών η εκκλησιαστικών σκοπιμοτήτων, συμφώνως και προς την προτροπήν του θείου Ιδρυτού της Εκκλησίας, «ίνα πάντες εν ώσιν» (Ιωάν. 17: 21).
Εμφανίσεις: 31133
Γίνετε ενεργά η πηγή του Romfea.gr! Στείλτε ειδήσεις και φωτογραφίες που πιστεύετε πως ενδιαφέρουν τους αναγνώστες στο [email protected]
FOLLOW ROMFEA:
top
Has no content to show!