Μεσσηνίας Χρυσόστομος "Οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας ένα θέμα πολυδιάστατο καί πολυεπίπεδο"
- Δημιουργηθηκε στις Τρίτη, 19 Οκτωβρίου 2010
-
Γράφτηκε από τον/την Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος 22:10
-
Παρακάτω ακολουθεί η εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, στο 2ο άτυπο Forum Διαλόγου μεταξύ των εν Ευρώπη Ορθοδόξων Εκκλησιών και των εν Ευρώπη Επισκοπικών Συνελεύσεων της Ρ/Καθολικής Εκκλησίας, που πραγματοποιείται στην Ρόδο.
Η εισήγηση έχει ως εξής:
Τον τελευταίο καιρό, με αφορμή γεγονότα που σχετίζονται με τον τρόπο διαχείρησης μοναστικής περιουσίας, επανήλθε στο προσκήνιο το διαθρυλλούμενο από ετών θέμα του έπαναπροσδιορισμού των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, μάλλον δε του λεγομένου χωρισμού.
Αν και από πρώτης άποψης φαίνεται ένα ζήτημα εύκολο να το εξαγγείλεις εντούτοις στην υλοποίησή του παρουσιάζει ανάλογες και αντίστοιχες δυσκολίες, και τούτο γιατί είναι ένα θέμα πολυδιάστατο και πολυεπίπεδο.
Μία ιστορική προσέγγιση της νομοθετικής παραγωγής των 200 περίπου χρόνων, μέσα από την οποίαν περιγράφονται οι συνάλληλες σχέσεις των δύο αυτών θεσμών, της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ελληνικής Πολιτείας, έχουν δημιουργήσει τέτοια μορφή συνεργασίας και αλληλοσυμπλήρωσης που θεωρώ, ότι το θέμα του χωρισμού η του επαναπροσδιορισμού των σχέσεών τους δεν περιορίζεται μόνο στην συνταγματική αναθεώρηση μερικών μόνων άρθρων αλλά αφορά και εκείνα, με τα οποία κατοχυρώνονται συνταγματικά δικαιώματα και άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και Μοναστικών Κοινοτήτων.
Στα πλαίσια της οποιασδήποτε μορφής αναθεώρησης των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και ο τρόπος με τον οποίον θα επιλυθούν τα ανακύπτοντα προβλήματα από την ύπαρξη, μιας τόσο πολυδικαιοδοσιακής μορφής εκκλησιαστικής πραγματικότητας στα όρια της ενιαίας Ελληνικής Επικρατείας.
Το σπουδαιότερο όμως θέμα, το οποίο ανακύπτει, κυρίως για την Ελληνική Πολιτεία, είναι ότι θα πρέπει να διασφαλίζει στα πλαίσια της νομιμότητας τις << επίσημες >> Θρησκείες και Εκκλησίες από τις όποιες παραθρησκευτικές ομάδες και τις σχέσεις οι οποίες ευελπιστούν να αποκτήσουν, ίσων και ίδιων διαστάσεων, ως προς τα δικαιώματα, γεγονός το οποίο, στις τοπικές κοινωνίες, θα προκαλέσει αναταραχή κυρίως στο επίπεδο της κοινωνικής συνοχής.
Συνεπώς το ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στα θέματα εκείνα, τα οποία αφορούν τα της εκκλησιαστικής περιουσίας ( μοναστηριακής και ενοριακής ), της φορολογίας των εκκλησιαστικών εσόδων η της μισθοδοσίας του ιερού κλήρου. Αυτά όλα ίσως αποτελούν το επικοινωνιακό << φαίνεσθαι >> μιας αναθεώρησης, τα ουσιαστικότερα προβλήματα, που αποτελούν και το << είναι >> του όλου θέματος, είναι αυτά τα οποία αναφέραμε παραπάνω και τα οποία έχουν και τις προεκτάσεις τους.
Οι μορφές των γενομένων συμβάσεων, υπό όρους, που έγιναν κατά καιρούς, μεταξύ της Εκκλησίας και της Πολιτείας, για την παραχώρηση εκκλησιαστικής περιουσίας σε ακτήμονες ( 1952 ) και για την εξυπηρέτηση και ικανοποίηση κοινωφελών και κοινωνικών σκοπών της ακτήμονης μέχρι τότε Πολιτείας (1823 κ.εξ.), δεν μπορούν να παραθεωρηθούν η να διαγραφούν, εν ονόματι οποιασδήποτε σκοπιμότητος η εφήμερης επικοινωνιακής προσέγγισης του όλου θέματος.
Η κατά καιρούς φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και των εκκλησιαστικών εσόδων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς το ανταποδοτικό όφελος στα διάφορα κοινωφελή και φιλανθρωπικά ιδρύματα, τα οποία λειτουργεί και συντηρεί η Εκκλησία από μόνη της στον ελλαδικό χώρο γενικότερα, και τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις, σε τοπικό επίπεδο, υποκαθιστούν ακόμη και την παροχή κύριας κοινωνικής πρόνοιας, γεγονός το οποίο αποτελεί αποκλειστικό έργο της Πολιτείας ενώ η Εκκλησία θα << υποχρεούτο >> μόνο επικουρικά να συμβάλλει στο έργο αυτό.
Η μέχρι σήμερα ορθολογική διαμόρφωση και ο καθορισμός των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας δεν συνεπάγεται ότι, η Εκκλησία και ιδιαίτερα η Ορθόδοξη Εκκλησία, για να πραγματοποιήσει το ποιμαντικό, το κοινωνικό και το φιλανθρωπικό της έργο, κυρίως δε το αγιαστικό της, έχει ανάγκη από κάποια νομοθετική κάλυψη η κατοχύρωση.
Αντίθετα το νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει απλά περιγράφει ένα χώρο κοινών δράσεων, με το οποίο διασφαλίζεται και διαφυλάσσεται η αξιόπιστη μορφή επικοινωνίας και σχέσεων μεταξύ των δύο θεσμών σε κοινές δράσεις.
Οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, ποτέ δεν σχηματοποιούνται, στις διαπιστωτικού τύπου ενέργειες της Πολιτείας προς την Εκκλησία η με την συνύπαρξη πολιτικών και εκκλησιαστικών προσώπων σε δημόσιες τελετές.
Οι κατά καιρούς γενόμενες προτάσεις για διαμόρφωση των μορφών σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, έχουν και τα θετικά και τα αρνητικά τους σημεία, εκείνο όμως το οποίο είναι απαραίτητο προκειμένου να προσεγγίσουμε πρώτιστα είναι ποιά μορφή σχέσεων επιζητούμε, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους που προαναφέραμε και πολλές άλλες που έχουν διατυπωθεί παλαιότερα.
Το θέμα της αναθεωρήσεως των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας απαιτεί σοβαρότητα, υπευθυνότητα, έντιμους συνομιλητές και πάνω απ’ όλα να τεθεί ως κριτήριο, για την υιοθέτηση της οποιασδήποτε μορφής σχέσεων, η διατήρηση και η διαφύλαξη, στις τοπικές κυρίως κοινωνίες, της κοινωνικής συνοχής και ενότητας.
- Εμφανίσεις: 74077