Η Μητρόπολη Ναυπάκτου για τον έλεγχο στη Μονή Μεταμορφώσεως
- Δημιουργηθηκε στις Σάββατο, 27 Αυγούστου 2011
-
Γράφτηκε από τον/την Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου 18.21
-
Το πρόβλημα της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος Ναυπάκτου είναι κατ' εξοχήν πρόβλημα εκκλησιαστικό και θεολογικό.
Η Ι. Μονή είχε πάντοτε διενέξεις με τους εκάστοτε Μητροπολίτες Ναυπάκτου, τα δε τελευταία δεκατρία χρόνια και με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, για θέματα ανυπακοής, φατρίας, τυρείας, αλλοιώσεως του ορθοδόξου μοναχισμού κλπ. και η Ιερά Σύνοδος εξέδωσε πάνω από τριανταπέντε αποφάσεις που δεν εφαρμόζονται από την Ι. Μονή.
Επομένως, δεν είναι πρόβλημα της Ι. Μονής μόνον με την Ι. Μητρόπολη Ναυπάκτου, αλλά με όλη την Εκκλησία.
Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, επειδή πολλά γράφονται για τον μηδέποτε καταλήξαντα σε κάποιο πόρισμα έλεγχο στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Ναυπάκτου, η Ιερά Μητρόπολη υπευθύνως πληροφορεί τους ενδιαφερομένους τα ακόλουθα:
1. Σύμφωνα με την εκκλησιαστική νομοθεσία, οι νομοθετημένοι έλεγχοι για τις επισκοπικές Ιερές Μονές, όπως είναι η Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος, Σκάλας Ναυπάκτου, είναι οι εξής:
α) Ο έλεγχος της νομιμότητος της οικονομικής διαχειρίσεως των Ιερών Μονών που ασκείται από τον Μητροπολίτη (άρθρ. 39 παρ. 6 Ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος»). Επίσης, σύμφωνα με τον Κανονισμό 39/1972 (άρθρ. 11, παρ. στ') ο Μητροπολίτης ελέγχει και εγκρίνει τους απολογισμούς και προϋπολογισμούς της Μονής.
β) Ο έλεγχος από την Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, βάσει του Κανονισμού 100/1998, άρθρ. 16 παρ. 3β.
γ) Ο έλεγχος από το Κράτος, από Επιθεωρητές Δημοσίων Διαχειρίσεων, οριζομένων δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που προβλέπεται από τον Νόμο 590/1977 άρθρ. 46, παρ. 4.
δ) Έκτακτο έλεγχο δικαιούται να διενεργή για συγκεκριμένες παραβάσεις και το Σώμα Διώξεως Οικονομικού Εγκήματος (ΣΔΟΕ).
Ο πρώτος (α) και ο δεύτερος (β) έλεγχος στην Ι. Μονή Μεταμορφώσεως δεν έγιναν ποτέ, από το 1997 και εντεύθεν, λόγω αποδεδειγμένης αρνήσεως των υπευθύνων της Μονής να παρέχη κατά νόμιμο τρόπο τα πλήρη παραστατικά στοιχεία τόσο στον Μητροπολίτη όσο και στους εκκλησιαστικούς οικονομικούς επιθεωρητές της ΕΚΥΟ της Ιεράς Συνόδου, παρά τις αποφάσεις του Σ.τ.Ε. στο οποίο προσέφυγε η ίδια η Μονή. Έφθασε δε σε σημείο η Ι. Μονή να προσβάλη ως παράνομη την ίδρυση και συγκρότηση της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών.
Ο τρίτος (γ) έλεγχος διατάχθηκε από τα Υπουργεία Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων από το 2005 και ακόμη δεν ολοκληρώθηκε. Οι δύο Οικονομικοί Επιθεωρητές αναγκάσθηκαν να προσφύγουν στον Εισαγγελέα, μετά την κατ' εξακολούθηση άρνηση των υπευθύνων της Μονής Μεταμορφώσεως, από το 2008 και εντεύθεν, να παράσχουν τα βασικά στοιχεία διεξαγωγής πραγματικού ελέγχου που ζητούσαν, όχι μόνον αυτά τα οποία προσεκόμιζαν οι ίδιοι κατ' επιλογήν τους, για να διευκολύνουν, ως έλεγαν, τον έλεγχο. Και το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ναυπάκτου πράγματι για τους λόγους αυτούς έκρινε ενόχους και τιμώρησε τρεις Ιερομονάχους για απείθεια από κοινού κατ' εξακολούθηση.
Συνεπώς:
–όντως ο έλεγχος από το Υπουργείο Οικονομικών αργεί να ολοκληρωθή για μια εξαετία, παρά τα επανειλημμένα έγγραφα και τις διαρκείς οχλήσεις,
–όντως η Ιερά Μονή αρνήθηκε κατ' εξακολούθηση να δώση κρίσιμα και βασικά στοιχεία που ζητούσαν οι Επιθεωρητές και κωλυσιέργησε τον έλεγχο,
–όντως τα ελεγκτικά όργανα προσέφυγαν στον Εισαγγελέα,
–όντως το Δικαστήριο τιμώρησε πρωτοδίκως τους παρουσιασθέντας ως υπευθύνους Ιερομονάχους με την ποινή της φυλάκισης για απείθεια από κοινού κατ' εξακολούθηση και εξήσκησαν έφεση.
Τα ανωτέρω είναι αποδεδειγμένα αντικειμενικώς. Τώρα, αν οι Μοναχοί της Μονής Μεταμορφώσεως μετά την τιμωρία τους από το Δικαστήριο και μετά την παρέλευση έξι ετών άρχισαν να δέχωνται τον έλεγχο και άρχισαν να δίνουν κάποια στοιχεία, αυτό είναι θετικό, αλλά το ζητούμενο είναι το πόρισμα του ελέγχου, βάσει των ερωτημάτων που κατατέθησαν από την Ι. Μητρόπολη, και όχι απλώς η διαδικασία του ελέγχου, που ούτως ή άλλως έχει καθυστερήσει υπερβολικά και πιθανόν να οδηγήση σε παραγραφή τυχόν αδικημάτων, όπως οι ίδιοι οι Επιθεωρητές έχουν επισημάνει, και σε αντίστοιχη ζημία του Κράτους.
Σχετικά με τον τέταρτο (δ) έκτακτο έλεγχο από το ΣΔΟΕ, το μόνο που μπορούμε αυτήν την στιγμή να πούμε είναι ότι είναι ακόμη ανοικτός καί, φυσικά, και στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει τελικό πόρισμα, είναι δε απόρρητος και δεν παρέχονται πληροφορίες.
Εννοείται ότι η Ιερά Μητρόπολη θα χαρή εάν ο οικονομικός και διαχειριστικός έλεγχος της Ιεράς Μονής και των Σωματείων πέριξ αυτής αποδειχθή άψογος.
2. Πέρα από τους απολογισμούς και προϋπολογισμούς της Ι. Μονής ο έλεγχος πρέπει να ολοκληρωθή ως προς την επένδυση ύψους 760 περίπου εκατομ. δρχ. για την ανοικοδόμηση Ξενώνος κλπ., η οποία είναι προβληματική στα εξής σημεία:
–Η Επένδυση έγινε άνευ γνώσεως της Ιεράς Μητροπόλεως, η οποία ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητος της οικονομικής διαχειρίσεως καί, τούτο εξ αρχής την παριστά νόμω ως αδιαφανή.
–Δεν αναγράφονται στους απολογισμούς της Ιεράς Μονής ούτε τα ποσά τα οποία εισέπραξε από το Κράτος ούτε τα ποσά συμμετοχής της Ιεράς Μονής στην επένδυση.
–Δεν αποδεικνύεται εάν η Μονή είχε την δυνατότητα να συμμετάσχη με υψηλό ποσοστό 65% στην επένδυση (πού έφθασε τελικά στα 543.851.951 δρχ.).
–Στην Επένδυση, η οποία είχε ως φορέα το Ν.Π.Δ.Δ. της Μονής Μεταμορφώσεως, ενεπλάκησαν και άλλα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή άλλα σωματεία και εταιρείες. Δηλαδή, η επένδυση γινόταν στο Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου της Ιεράς Μονής και τα οφέλη (επιστροφές ΦΠΑ) εισέρχονταν σε ταμεία άλλων Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου.
–Το Κτήριο του Ξενώνος ανεγέρθηκε αποδεδειγμένως χωρίς άδεια από την Ναοδομία ή την Πολεοδομία και κατατέθηκαν παραπλανητικά στοιχεία για να εγκριθή η Επένδυση και χωρίς να γίνουν νόμιμες διαδικασίες, ήτοι διαγωνισμοί, δημοπρασίες.
–Το υψηλό ποσό των 71 εκατομ. δρχ. ΦΠΑ, το οποίο επιστράφηκε από την ΔΟΥ Ναυπάκτου στην Ιερά Μονή με αίτησή της δόθηκε χωρίς επιτόπιες αυτοψίες και εκθέσεις ελέγχου, χωρίς πιστοποιήσεις των επιβλεπόντων μηχανικών για κάθε πορεία των επενδύσεων και τις σχετικές μελέτες επένδυσης, και αποδεδειγμένως δεν εισήλθε στο ταμείο της Ιεράς Μονής, αλλά σε άλλο ταμείο ιδιωτικού δικαίου.
–Πρίν παρέλθη δεκαετία από την Επένδυση το κτήριο ή μέρος του κτηρίου εισήλθε σε άλλο επενδυτικό πρόγραμμα (ΚΕΚ) καίτοι εισπράχθηκε υψηλό ποσό επιστροφής ΦΠΑ.
–Βάσει της ΠΟΛ (Πολυγραφημένης αποφάσεως) 1078/7-4-95 (ΑΥΟ –Απόφαση Υπουργείου Οικονομικών– 1031790) και του άρθρου 4 παρ. δ', με υπεύθυνη δήλωση ο υποκείμενος στον φόρο δηλώνει ότι τα επενδυτικά αγαθά θα χρησιμοποιηθούν για την πραγματοποίηση φορολογητέων πράξεων ή απαλλασσομένων με δικαίωμα εκποίησης των φόρων εισροών.
Στην προκειμένη περίπτωση καταστρατηγείται ο Νόμος περί επιστροφών ΦΠΑ (άρθρ. 23, παρ. 1, Ν. 1642/86) και «ξεπροβάλλει το ΚΕΚ» με καθαρά απαλλασσόμενες πράξεις, που σημαίνει απώλεια ΦΠΑ για το Δημόσιο.
–Αποδεδειγμένως και ύστερα από έλεγχο και επανέλεγχο από την ΔΟΥ Ναυπάκτου η Ιερά Μονή οφείλει να επιστρέψη στο Κράτος ποσό 400 εκατομ. δρχ. περίπου. Η υπόθεση εκκρεμεί στα Δικαστήρια.
–Τέλος να σημειωθή ότι για την ανοικοδόμηση του Ξενώνος εξεδόθη απόφαση της Πολεοδομίας Ναυπάκτου ότι είναι αυθαίρετο κτίσμα και πρέπει να κατεδαφισθή και η υπόθεση εκκρεμεί στα Δικαστήρια.
Συμπερασματικά για τον έλεγχο στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως:
—Κανένα Πόρισμα νομίμου ελέγχου δεν έχει συνταχθή μέχρι τώρα και δεν έχει δημοσιευθή από τον Μητροπολίτη, την ΕΚΥΟ και το Υπουργείο Οικονομικών από το έτος 1997 και εξής, για δεκατρία (13) χρόνια. Και αυτό με αποκλειστική ευθύνη, αποδεδειγμένως, των υπευθύνων της Ιεράς Μονής.
—Ενώ έχει καταγγελθή επισήμως, επανειλημμένως και αρμοδίως η ύπαρξη Εταιρειών και Σωματείων, ακόμη και με την ίδια ονομασία με την Ιερά Μονή, και η διαχείριση εκ μέρους του Σωματείων αυτών τόσο των επιχορηγήσεων που δίνονται από το Κράτος στην Ιερά Μονή όσων και άλλων εσόδων της Μονής, εν τούτοις δεν έχει γίνει κάποιος έλεγχος, απ' ό,τι γνωρίζουμε, στα Σωματεία αυτά, δεν έχει δημοσιευθή κάποιο στοιχείο και δεν έχει διελευκανθή η σχέση τους με την Ιερά Μονή.
—Γενικά η Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως κινείται σε αδιαφάνεια, έχοντας δημιουργήσει ένα πλέγμα παράλληλων διαχειρίσεων (συγκοινωνούντα δοχεία) που όλα πρέπει να ελεγχθούν.
Η Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου έχει ενδιαφέρον για το θέμα αυτό από πλευράς Κανόνων και εκκλησιαστικής νομοθεσίας, ως υπεύθυνη εκκλησιαστική Αρχή, διότι η αδιαφορία ή η συγκάλυψη τέτοιων γεγονότων συνιστά κανονικό και ποινικό αδίκημα και δεν επιθυμεί να θεωρηθή συμμέτοχος σε θέματα που πιθανόν να καλύπτωνται κάτω από την δυστροπία της Μονής προς τον έλεγχο.
Επισημαίνεται δε ότι τόσο η Ιερά Μητρόπολη όσο και ο Μητροπολίτης επανειλημμένως έχουν βεβαιώσει γραπτώς την Ιερά Μονή ότι δεν επιθυμούν να κατατίθενται ποσά ή ποσοστά στην Ιερά Μητρόπολη, παρά τις σχετικές αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου ότι οι Ι. Μονές πρέπει να ενισχύουν το φιλανθρωπικό έργο των Ιερών Μητροπόλεων, και μάλιστα ο Μητροπολίτης αρνήθηκε να εισπράξη και τα αναγραφέντα ποσά στους προϋπολογισμούς της Ιεράς Μονής ως δωρεές προς την Ι. Μητρόπολη.
Αυτή είναι συνοπτικά η αλήθεια για το θέμα του ελέγχου στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Σκάλας Ναυπάκτου και αυτά έχουν αποδειχθή από τους αρμοδίους Οικονομικούς Επιθεωρητές της Εκκλησίας και της Πολιτείας, από τα Συνοδικά Δικαστήρια, από την Πολεοδομία, την ΔΟΥ Ναυπάκτου και την Πολιτική Δικαιοσύνη.
Όλα τα ανωτέρω δεν περιγράφουν απλώς ένα οικονομικό πρόβλημα, αλλά δείχνουν και την βαθύτερη εκκλησιολογική εκτροπή της Ι. Μονής Μεταμορφώσεως, όπως επανειλημμένως έχει επισημάνει η Ιερά Σύνοδος.
Για παράδειγμα, ήδη από το 1999 η Ι. Σύνοδος έγραφε στην Ι. Μονή: «Κατά την εκτίμησιν της Ιεράς Συνόδου, η αυτόθι κατάστασις έχει οπωσδήποτε εκτραπεί έκ τε της ευαγγελικής και της κανονικής οδού, επί δεινώ σκανδαλισμώ και του Ιερού Κλήρου και του χριστωνύμου Λαού της ειρημένης Ιεράς Μητροπόλεως».
Το 2000 η Ι. Σύνοδος απεφάνθη: «Όπως έχομεν διαπιστώσει εκ των τριμελών Επιτροπών και των διαφόρων εισηγήσεων κατά τάς Συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου των προηγουμένων τριών Συνοδικών Περιόδων, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος δεν εζήτησεν υπερβολικόν τι από υμάς, ούτε έπραξεν τι καθ υπέρβασιν των Ιερών Κανόνων και των καθηκόντων αυτού ως Ποιμενάρχου της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου».
Το 2003: «Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος ανεφέρθη διεξοδικώς εις την Ιεράν Σύνοδον και Αύτη έλαβε τάς συγκεκριμένας αποφάσεις. Επομένως το πρόβλημα υμών δεν υφίσταται μόνον μετά του οικείου υμών Ποιμενάρχου αλλά μετά της Ιεράς Συνόδου και γενικώτερον μετά της καθ' όλου Εκκλησίας» κ.ά.
Αυτά, προς το παρόν, προς γνώση και ενημέρωση των ενδιαφερομένων.
- Εμφανίσεις: 55778