Δ΄ Ιερατική Σύναξη στη Μητρόπολη Δημητριάδος
- Δημιουργηθηκε στις Τρίτη, 20 Ιανουαρίου 2015
-
Γράφτηκε από τον/την Ι.Μ. Δημητριάδος - 15.10
-
Πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας η 4η Γενική Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, για το τρέχον Ιεραποστολικό έτος, υπό την προεδρία του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Ιγνατίου.
Στο πλαίσιο του γενικού θέματος της φετινής χρονιάς, που είναι «Ιησούς Χριστός, χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας», εξετάστηκε το επιμέρους θέμα «Ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο άνθρωπος».
Πρώτος ομιλητής ήταν ο κ. Χρήστος Καρακόλης, Αναπληρωτής Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, ο οποίος μίλησε με θέμα «Ο Ιησούς Χριστός ως ο θαυματουργός Μεσσίας – Διδάσκαλος. Τα θαύματα του Χριστού ως επισφράγιση της διδασκαλίας Του».
Ο κ. Καθηγητής συνοπτικά επεσήμανε τα εξής: «Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν δύο κύριοι πόλοι εξουσίας, οι προφήτες και οι βασιλείς.
Οι πρώτοι εκπροσωπούν το χαρισματικό στοιχείο, ενώ οι δεύτεροι το θεσμικό. Ο βασιλεύς του Ισραήλ ονομάζεται μεσσίας (δηλαδή χριστός). Την εποχή της Καινής Διαθήκης δεν υπάρχουν πια βασιλείς στον Ισραήλ, με αποτέλεσμα οι Ιουδαίοι να αναμένουν τον εσχατολογικό μεσσία, για να τους απελευθερώσει από τον ρωμαϊκό ζυγό.
Ο Ιησούς Χριστός ως μεσσίας συνδυάζει στο πρόσωπό του την προφητική και τη βασιλική λειτουργία.
Όντας ο ίδιος ο αληθινός Θεός δεν χρειάζεται πια να εκπροσωπείται από βασιλείς και προφήτες, αλλά αναλαμβάνει ο ίδιος απευθείας την καθοδήγηση του περιουσίου λαού, καθώς επίσης και τη σωτηρία ολοκλήρου του κόσμου.
Με τα θαύματά του ο Χριστός αποσαφηνίζει και τεκμηριώνει τη διδασκαλία του.
Δείχνει έμπρακτα ότι είναι αληθινός Θεός και αληθινός άνθρωπος, ότι έχει την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες, αλλά και ότι μπορεί να σώσει τον όλον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ενότητα.
Τα θαύματά του σχετίζονται άμεσα με την πίστη. Ενώ αρχικά οι άνθρωποι τον πλησιάζουν ως θαυματοποιό που μπορεί να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες τους και να λύσει τα προβλήματά τους, εν συνεχεία η πίστη τους, εφόσον προσπεράσει τον σκόπελο της πωρώσεως, μπορεί να φτάσει σταδιακά στην αναγνώριση ότι ο Ιησούς προέρχεται από τον Θεό και τελικά ότι είναι ο ίδιος ο Θεός που έγινε άνθρωπος.
Η υπέρτατη πίστη, όμως, είναι αυτή που δεν έχει ανάγκη από θαύματα, αλλά στηρίζεται στη μαρτυρία της Εκκλησίας για τον Χριστό. Η πίστη αυτή μπορεί να ικανώσει τους πιστεύοντες, κατά τον λόγο του Κυρίου, ακόμη και στην επανάληψη των θαυμάτων του χάριν της σωτηρίας του ανθρώπου».
Δεύτερος ομιλητής ήταν ο Πρωτ. Γεώργιος Δορμπαράκης, Θεολόγος - Συγγραφέας, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Το κέντρο της διδασκαλίας του Κυρίου: η αγάπη προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο».
Ο ομιλητής, απαντώντας στο ερώτημα αν η αγάπη είναι αρετή, επεσήμανε ότι «χωρίς να αποκλείσουμε και τη διάσταση αυτή, από πλευράς ανθρώπινης, η αγάπη υπερβαίνει την αρετολογική απλή κατανόησή της, γιατί αποτελεί έκφρασης της ίδιας της ζωής του Χριστού, αλλά και όλης της Αγίας Τριάδος. Ο Θεός αγάπη εστί (Α´ Ιωάν. 4, 16), που σημαίνει ότι έχει βάθος μυστηριακό. Μιλώντας για αγάπη μιλάμε για τον ίδιο τον Θεό. Όπως ευστόχως έχει τονισθεί: ὁ Θεός δεν έχει αγάπη, είναι αγάπη, κατά συνέπεια, ψηλαφώντας τις ενέργειές Του, όπως φαίνονται αυτές στην Αγία Γραφή, απαρχής της Δημιουργίας και μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος, ψηλαφάμε τα χαρακτηριστικά της αγάπης. Με άλλα λόγια, ο Δημιουργός Θεός την αγάπη Του αποτυπώνει στα δημιουργήματά Του, ο Λυτρωτής Θεός και στην πρώτη και στη δεύτερη φάση της αποκάλυψής Του εξίσου την αγάπη Του αποκαλύπτει, ο Τελειωτής εν τη Εκκλησία Θεός επίσης την αγάπη Του μαρτυρεί...».
Αλλά στο σημείο αυτό, έχουμε και το θεμέλιο της αγάπης ως της καίριας εντολής του αποκαλυμμένου Θεού προς τον άνθρωπο.
«Εκείνο δηλ. που ερμηνεύει το γιατί της αγάπης ως της συνισταμένης της διδασκαλίας του Χριστού για τον άνθρωπο είναι η κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργία του ανθρώπου. Εφόσον ο Θεός αγάπη εστί, αντιστοίχως και ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να αγαπά. Δεν μπορεί ο άνθρωπος, ως εκ της φύσεώς του, να είναι κάτι διαφορετικό από το αρχέτυπό Του, τον ίδιο τον Θεό, συνεπώς κάθε έκπτωση από την αγάπη συνιστά διαστροφή και ανωμαλία...».
Ακολούθως ο π. Γεώργιος έθεσε το ερώτημα, «εφόσον η αγάπη αποτελεί τη φυσιολογία του ανθρώπου και την κανονική λειτουργία του, γιατί να δίνεται ως εντολή;... Ο άνθρωπος θα πορευόταν εν αγάπη, δηλ. μέσα στην κανονικότητά του, αλλά μόνο με τη θέλησή του. Ο Θεός δεν δημιούργησε ρομπότ και μηχανές, ώστε αναγκαστικά και μηχανιστικά ο άνθρωπος να Τον υπακούει... Αρνήθηκε να υπακούσει στον Δημιουργό του και η ανυπακοή του αυτή τον έφερε στον δρόμο της ανωμαλίας της αμαρτίας. Η αγάπη χάθηκε ως φυσιολογική οδός και ο εγωισμός - η διεστραμμένη αγάπη - έγινε ο τραγικός και ζοφερός μονόδρομος του ανθρώπου...». Στη συνέχεια παρατήρησε ότι «δεν είναι δυνατόν η αγάπη του Χριστού, που είναι το κέντρο Του, να μην περνά και σ᾽ εμάς. Στην περίπτωση αδιαβροχίας μας σημαίνει ότι την πίστη μας σ᾽ Αυτόν την έχουμε κάνει ιδεολογία και την κατανοούμε ως μία επί πλέον θρησκεία του κόσμου τούτου. Οπότε, είναι επόμενο να φτάνουμε στη δαιμονική πράγματι κατάσταση, εν ονόματί Του να καταδιώκουμε τους συνανθρώπους μας, να τους εχθρευόμαστε, να θεωρούμε αντιπάλους καθένα που δεν συμφωνεί μ᾽ εμάς και στο όνομα του Σταυρού Του να σταυρώνουμε τον κόσμο...».
Ο π. Γεώργιος μίλησε και για το φαινόμενο χαλάρωσης της αγάπης, τονίζοντας ότι «η χαρισματική εν Εκκλησία και διαρκώς ανανεούμενη, διά των Μυστηρίων και διά της τηρήσεως της εντολής της αγάπης, αίσθηση της ζωντανής σχέσης με τον Χριστό δεν έχει διακοπές. Θέλουμε να πούμε ότι δεν υπάρχει διάλειμμα στη χριστιανικότητα κάποιου, δηλ. δεν μπορεί να ονομάζεται χριστιανός εκείνος που άλλοτε μετέχει στο γεγονός της Εκκλησίας και άλλοτε όχι, που άλλοτε κρατάει την αγάπη και άλλοτε όχι. Διότι, στην περίπτωση αυτή, έχουμε ίσως τη χειρότερη δυνατή μαρτυρία της πίστεως, περίπτωση που ο λόγος της Γραφής έχει χαρακτηρίσει ως χλιαρότητα και ως διψυχία...».
Πολύ σημαντική ήταν η αναφορά του στην αγάπη ως προϋπόθεση της γνώσης του Θεού, όπως θεολογεί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «η γνώση του Θεού δεν έχει εγκεφαλικό και νοησιαρχικό χαρακτήρα, αλλ᾽ απολύτως εμπειρικό, όταν συναντάται η ανθρώπινη θέληση με τη χάρη του Θεού. Γι᾽ αυτό και η πίστη μας δεν έχει τόσο την ανάγκη των κοσμικών γνώσεων και της θύραθεν σοφίας, όσο την έτοιμη καρδιά, την απλότητα δηλ. εκείνη που σπεύδει, με παιδικό τρόπο, να ανταποκριθεί στην κλήση του Κυρίου της...»
Ολοκληρώνοντας την εισήγησή του, ο π. Γεώργιος επεσήμανε τα χαρακτηριστικά της αληθινής αγάπης: α) Η αληθινή του Χριστού αγάπη δεν είναι λόγια.
β) Όλα τα χαρισματικά φαινόμενα, χωρίς την αγάπη, είναι αποπροσανατολιστικά.
γ) Η πίστη, χωρίς την εμψύχωσή της από την αγάπη, είναι άνευ περιεχομένου.
δ) Το κριτήριο της πίστης των μαρτύρων που τους καθιστά μάρτυρες της Εκκλησίας είναι η αγάπη.
ε) Η ελπίδα είναι η επέκταση της αγάπης.
Στ) Και τέλος, θεμέλιο της αγάπης, η οποία στηρίζεται στην πίστη του Χριστού και εκβάλλει στην ελπίδα σ᾽ Αυτόν, είναι η ταπείνωση.
Ακολούθησε εκτενής συζήτηση επί των εισηγήσεων και η σύνοψη των συμπερασμάτων από τον Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο.
- Εμφανίσεις: 29208