H καρέκλα που τρίζει...

karek-neok

Από τις παλάμες μου δεν έλεγε να φύγει το κόκκινο. Ξύδι έβαλα, με νέφτι τρίφτηκα, μάταια. Τόσες ντουζίνες αυγά είχα βάψει μέσα στο Μεγαλοβδόμαδο, απόκαμα ο ταπεινός και εγώ και τα άκρα μου. Όπου ακουμπούσα, έβαφα τα πάντα κόκκινα.

Αυτός ήταν και ο λόγος που με έδιωξαν από την τράπεζα που έκανα απογευματινά μεροκάματα. Δεν ήθελαν, λένε, κάποιον που λερώνει τα χαρτονομίσματά τους.

Τους πρότεινα να βάζω, ειδικά αυτά τα μωβ που λένε πως θ’ αποσύρουν, σε μπουγάδα. Η εξυπνάδα μου δεν τους άρεσε.

«Οι καιροί είναι περίεργοι και μπορεί να κατηγορηθούμε για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος», απάντησε ειρωνικά ο τραπεζίτης και με ξαπόστειλε δίχως άλλο.

«Βρε νεωκόρε, ο μαστρό - Κωστής, ο ξυλουργός της γειτονιάς έχει πάρει μια μεγάλη δουλειά έμαθα. Γιατί δεν πάς να του κάνεις τον βαστάζο;», πρότεινε ο προϊστάμενος για να με βγάλει από την απελπισία μου. Κακή ιδέα δεν τη λες, σκέφτηκα.

Με το μόνο ξύλο που είχα σχέση μέχρι τότε, είναι το ξύλο της… χρονιάς που υπόσχονται κάποιοι δεσποτάδες πως θα φάω όταν με πιάσουν στα χέρια τους.

Ο μαστρό – Κωστής με συμπαθούσε. Καρδιτσιώτης, συμπονετικός άνθρωπος, δεν ήθελε να κάνω βαριές δουλειές.

«Εσύ παιδί μου είσαι άμαθος από τέτοια. Θα κουβαλάς το πριονίδι, θα βιδώνεις τα πόμολα στα ντουλάπια κι ως εκεί».

Υποσχέθηκα πως δε θα μπλέξω στα πόδια του. Τον θαύμαζα είναι η αλήθεια. Έκοβε τα ξύλα στη «σέγα» αριστοτεχνικά.

Τέτοιο σμίλευμα, ούτε τα γλυπτά του Μπερνίνι στη βίλα Μποργκέζε. Τέτοια κοπή, ούτε στη λίστα των ρασοφόρων που ήθελαν να συνοδεύσουν τον Αρχιεπίσκοπο στην Αμερική!

Ο μόνος καημός του μαστρό – Κωστή ήταν που δε μπορούσε να φτιάξει την «καρέκλα που τρίζει».

Έτσι την είχε ονομάσει. Σαν θρόνος αρχιερατικός μου έμοιαζε εμένα. Τον είχε εκεί σκονισμένο και σε μια γωνιά παραπεταμένο.

«Άσε, νεωκόρε, δε φτιάχνεται με τίποτα», έλεγε με αναστεναγμό ακουμπώντας την πλάτη του στην μεγάλη πόρτα του ξυλουργείου.

Έβγαζε τέτοιον καημό και πίκρα, που θύμιζε αυτούς που στέκονται και αναστενάζουν μπροστά στο «Τείχος των Δακρύων».

Πάνω της η καρέκλα είχε σκαλιστά κάτι γράμματα που ο αγράμματος δεν ήξερα να ξεχωρίσω.

Μην ήταν αραβικά; Μην ήταν αραμαϊκά; Δεν ξέρω να σας πω. Μια ημερομηνία μόνο ξεχώριζα από το πριονίδι και τη σκόνη. 22 Αυγούστου 2005, έγραφε.

«Η καρέκλα τρίζει και δεν υπάρχει τρόπος να τη φτιάξουμε» έλεγε με στεναγμό ο έμπειρος ο ξυλουργός. Και τον πιστεύω.

Τον προβληματισμό για την καρέκλα που τρίζει δεν την είχε μόνο ο μαστρο – Κωστής. Και στο ιστορικό Μέγαρο του Ανδρέα Συγγρού, που ξέρουν από τέτοιες καρέκλες όσο λίγοι, εξίσου σκεπτικοί ήταν. Δεν ήξεραν την προέλευση του σκώρου.

Κάποιοι είπαν πως ανήκει στην οικογένεια των λεπιδοπτέρων που κυρίως απαντάται στο μακρινό Κατάρ. Άλλοι λένε πως το σαράκι που τρώει την καρέκλα και κάνει την καρέκλα να τρίζει βρίσκεται κυρίως στο νησί του Πυθαγόρα.

Λύση αν θα βρεθεί δεν ξέρω να σας πω. Η ιστορία έχει γράψει πάντως πως μια καρέκλα που τρίζει στο τέλος ή θα σπάσει ή θα την αντικαταστήσουν...

Ο Νεωκόρος

Εμφανίσεις: 183820
Γίνετε ενεργά η πηγή του Romfea.gr! Στείλτε ειδήσεις και φωτογραφίες που πιστεύετε πως ενδιαφέρουν τους αναγνώστες στο [email protected]
FOLLOW ROMFEA:
top
Has no content to show!