Εισήγηση Βαρθολομαίου στην Σύναξη των Προκαθημένων
- Δημιουργηθηκε στις Παρασκευή, 10 Οκτωβρίου 2008
-
Γράφτηκε από τον/την Romfea.gr 18:30
-
Αυτοκεφάλων και Αυτονόμων Ορθοδόξων Εκκλησιών, εν τω Ιερώ τούτω Κέντρω, προς επιβεβαίωσιν της εν Χριστώ αρρήκτου ενότητος ημών και διαβούλευσιν επί των απασχολούντων την Εκκλησίαν ζητημάτων εν τη εκπληρώσει της αποστολής αυτής εις τον σύγχρονον κόσμον.
Εν αγαλλιάσει πολλή και χαρά ανεκλαλήτω η καθ ἡμᾶς Αγιωτάτη Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως και ημείς προσωπικώς υποδεχόμεθα πάντας υμάς τους Μακαριωτάτους και Σεβασμιωτάτους Προκαθημένους των κατά τόπους Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών και τους εκπροσώπους των μη δυναμένων ίνα παρευρεθούν προσωπικώς, μετά των τιμίων συνοδειών υμών, και κατασπαζόμενοι ένα έκαστον εξ υμών φιλήματι αγίω αναφωνούμεν μετά του ψαλμωδού «Ιδού δη τι καλόν η τι τερπνόν, αλλ ἤ το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό».
Ευχαριστίας εκφράζομεν προς πάντας υμάς, διότι εν προθυμία και αγάπη αδελφική ανταπεκρίθητε εις την πρόσκλησιν της ημετέρας Μετριότητος όπως συνέλθωμεν ενταύθα, υποβληθέντες εις την θυσίαν και τον κόπον του ταξειδίου μέχρι της Πόλεως ημών. Την ανταπόκρισιν υμών ταύτην βαθέως εκτιμώμεν ως ένδειξιν αδελφικής αγάπης, αλλά και μερίμνης δια την ενίσχυσιν και επαναβεβαίωσιν της ενότητος της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Εκκλησίας, της οποίας ενότητος ετάχθημεν υπό της θείας Χάριτος φρουροί και φύλακες και εγγυηταί.
2. Αφ ἧς, ελέω Θεώ, ανελάβομεν τους οίακας της Πρωτοθρόνου ταύτης Εκκλησίας χρέος ιερόν και επιτακτικόν εθεωρήσαμεν την σύσφιγξιν των δεσμών αγάπης και ενότητος πάντων των πεπιστευμένων την ηγεσίαν των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Διο και, ανταποκρινόμενοι εις την επιθυμίαν και άλλων αδελφών Προκαθημένων, έσχομεν την πρωτοβουλίαν παρομοίων Συνάξεων το πρώτον εν τη Πόλει ταύτη κατά την Κυριακήν της Ορθοδοξίας του έτους 1992, μετά δε τούτο εν τη ιερά νήσω Πάτμω, εν έτει 1995, και είχομεν την ευλογίαν αναλόγων συναντήσεων και συλλειτουργιών εν Ιεροσολύμοις και Φαναρίω αρχομένου και λήγοντος του έτους 2000 επί τη εισόδω ημών εις την τρίτην μ. Χ. χιλιετίαν.
Βεβαίως, αι Συνάξεις αύται δεν αποτελούν «θεσμόν» κατά κανονικήν ακριβολογίαν. Ως γνωστόν, οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας ημών αναθέτουν την ανωτάτην ευθύνην και εξουσίαν αποφάσεων επί εκκλησιαστικών θεμάτων εις το Συνοδικόν σύστημα, του οποίου μετέχουν άπαντες οι εν ενεργεία αρχιερείς είτε εκ περιτροπής είτε εν ολομελεία. Την κανονικήν ταύτην δομήν ουδόλως υποκαθιστά η Σύναξις των Προκαθημένων. Κρίνεται όμως αναγκαία και λυσιτελής η τοιαύτη κατά καιρούς Σύναξις, και δη και εις καιρούς, ως οι σημερινοί, ότε η πρόσωπον προς πρόσωπον συνάντησις και συνομιλία των υπευθύνων ηγετών εις όλους τους τομείς του δημοσίου βίου των ανθρώπων καθίσταται διαρκώς και περισσότερον εφικτή και χρήσιμος. Ούτω, και εκ της προσωπικής συναντήσεως των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών το δια την Εκκλησίαν όφελος δεν δύναται παρά να είναι, του Θεού συνεργούντος, μέγα.
3. Η παρούσα Σύναξις ημών, προσφιλείς εν Κυρίω αδελφοί, πραγματοποιείται εις τα πλαίσια μιας μεγάλης επετείου δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, αλλά και σύμπαντα τον χριστιανικόν κόσμον. Καίτοι η χρονολογία της γεννήσεως του Αποστόλου των Εθνών Παύλου δεν είναι επακριβώς γνωστή, συμβατικώς τοποθετείται περί το έτος 8 μ. Χ., ήτοι προ δύο χιλιάδων ετών. Τούτο έχει οδηγήσει άλλας Χριστιανικάς Εκκλησίας, ως η Ρωμαιοκαθολική, εις την καθιέρωσιν του ενεστώτος έτους ως έτους του Αποστόλου Παύλου, είναι δε προφανές ότι δεν θα ηδύνατο να μη πράξη τούτο η Ορθόδοξος Εκκλησία, η οποία οφείλει τόσον πολλά εις τον κορυφαίον τούτον Απόστολον.
Πρώτη δε και μεγίστη οφειλή είναι η δια του κηρύγματος και του όλου αποστολικού έργου του «σκεύους της εκλογής του Χριστού» ίδρυσις των Εκκλησιών εν τοις κλίμασι των σημερινών Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ως είναι αι εν Μικρά Ασία, Αντιοχεία, Κύπρω και Ελλάδι Εκκλησίαι. Αναλογιζόμενον την οφειλήν ταύτην το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ήχθη εις την απόφασιν όπως οργανώση προσκυνηματικήν επίσκεψιν εις τινας των εντός του κανονικού αυτού κλίματος τόπων, ένθα εκήρυξεν ο Απόστολος, καλέση δε εις αυτήν και τους αδελφούς Προκαθημένους των λοιπών Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ίνα από κοινού τιμήσωμεν τους αμετρήτους κόπους και θυσίας και πάντα όσα υπέμεινε και έπραξεν ο θεσπέσιος Παύλος «εν πληγαίς υπερβαλλόντως, εν φυλακαίς περισοτέρως, εν θανάτοις πολλάκις ... οδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εκ γένους, κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις∙ εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψει, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι» (Β’ Κορ. 11, 23 – 27) –ταύτα δε πάντα ίνα ιδρύση και στερεώση τας Εκκλησίας, των οποίων την μέριμναν και διαποίμανσιν ανέθηκε και ημίν το έλεος του Κυρίου.
Ετέρα οφειλή προς τον «κόπον της αγάπης» του μεγάλου Αποστόλου είναι η αφορώσα εις την διδασκαλίαν αυτού, την αποτυπωθείσαν εις τας επιστολάς του και τας υπό του συνεργού αυτού εν τω Ευαγγελίω ευαγγελιστού Λουκά συγγραφείσας «Πράξεις Αποστόλων». Η διδασκαλία αύτη, εκφράζουσα την «υπερβολήν των αποκαλύψεων» (Β’ Κορ. 12, 7), των οποίων ηξιώθη ο Παύλος από την χάριν του Κυρίου, παραμένει οδηγός και πυξίς της Εκκλησίας του Χριστού δια μέσου των αιώνων, θεμέλιον των δογμάτων της πίστεως ημών, απαράβατος δε κανών πίστεως και ζωής δια πάντας ημάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Εκ του ύψους και του βάθους των νοημάτων της διδασκαλίας ταύτης ήντλησε δια μέσου των αιώνων και εξακολουθεί να αντλή η θεολογία της Εκκλησίας.
4. Πρέπον, όθεν, εθεωρήσαμεν όπως εν τω πλαισίω των Παυλείων τούτων εορτασμών οργανώσωμεν διεθνές και διαχριστιανικόν επιστημονικόν συμπόσιον, κατά το οποίον εκλεκτοί εισηγηταί εκ τε της Ορθοδόξου Εκκλησίας και εξ άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών θα αναπτύξουν και θέσουν προς συζήτησιν θέματα αφορώντα εις πτυχάς της προσωπικότητος και της διδασκαλίας του Αποστόλου Παύλου κατά την διάρκειαν των προσκυνηματικών ημών επισκέψεων εις τους ιερούς τόπους ένθα εκήρυξε και έδρασεν ο Απόστολος των Εθνών. Τα κείμενα των εισηγήσεων τούτων και των επ αυτών συζητήσεων αναμένεται να εκδοθούν εις ιδιαίτερον τόμον, ο οποίος ελπίζεται ότι θα συμβάλη εις τας περί τον Παύλον σπουδάς.
Ως θα καταφανή, αναμφιβόλως, και εκ των εργασιών του ως άνω συμποσίου, η διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου δεν αφορά μόνον εις το παρελθόν, αλλ ἔχει πάντοτε, και σήμερον, σημασίαν και επικαιρότητα. Ιδιαιτέρως δια την Σύναξιν ημών η διδασκαλία αύτη είναι άκρως σημαντική, κυρίως ως προς μίαν εκ των βασικών αυτής πτυχών, ήτις αφορά εις το μέγα και αείποτε επίκαιρον θέμα της ενότητος της Εκκλησίας, ήτις και, ως προείπομεν, αποτελεί μείζονα ευθύνην και μέριμναν πάντων των Επισκόπων της Εκκλησίας, μάλιστα δε των Προκαθημένων των Εκκλησιών.
5. Ο Απόστολος Παύλος είναι ο πρώτος, ίσως, θεολόγος της ενότητος της Εκκλησίας. Η Εκκλησία ανέκαθεν, από της ιδρύσεως αυτής, εβίωνε την ενότητα ως ουσιώδες αυτής γνώρισμα. Τούτο, άλλωστε, απετέλει ρητήν επιθυμίαν του ιδρυτού αυτής, την οποίαν εκφράζει μετά ιδιαιτέρας επιτάσεως εις την προς τον Πατέρα Του προσευχήν ολίγον προ του πάθους Του: «Ου περί τούτων δε ερωτώ μόνον, αλλά και περί των πιστευ(σ)όντων δια του λόγου αυτών εις εμέ, ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι συ με απέστειλας. Και εγώ την δόξαν, ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμεν, εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις εν» (Ιωάν. 17, 20 – 23). Ο Παύλος όμως είναι ο πρώτος, ο οποίος αναπτύσσει και αναλύει εν λεπτομερεία την ενότητα αυτήν, δια την οποίαν και ηγωνίσθη όσον ουδείς άλλος εκ των Αποστόλων.
Όντως, όσον ζήλον επέδειξεν ο Παύλος δια το κήρυγμα του Ευαγγελίου τόσον, και περισσότερον, ηγωνίζετο και ηγωνία δια την ενότητα της Εκκλησίας. Το πάθος του δια την «μέριμναν πασών των εκκλησιών» (Β’ Κορ. 11, 28) και δια την εν Χριστώ ενότητα αυτών συνείχε την ύπαρξίν του. Όπως παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, «ο ουκ οικίας μιας, αλλά και πόλεων και δήμων και εθνών και ολοκλήρου της οικουμένης την φροντίδα έχων, και υπέρ τηλικούτων πραγμάτων, και τοσούτων όντων των επηρεαζόντων, και μόνος ων, και τοσαύτα πάσχων, και ούτω κηδόμενος ως ουδέ πατήρ παίδων, εννόησον τι υπέμενεν» (Migne, PG 61, 571Β).
Ουδέν ελύπει τόσον πολύ την καρδίαν του Αποστόλου όσον η έλλειψις ενότητος και αγάπης μεταξύ των μελών της Εκκλησίας: «ει γαρ αλλήλους δάκνετε και κατεσθίετε, βλέπετε μη υπ ἀλλήλων αναλωθήτε», γράφει με πόνον ψυχής προς τους Γαλάτας (Γαλ. 5, 15). Διο και απευθυνόμενος προς τους Κορινθίους παρακαλεί «δια του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα το αυτό λέγητε πάντες, και μη η εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοΐ και εν τη αυτή γνώμη» (Α’ Κορ. 1, 10). Και διαπιστών ότι οι πιστοί της Κορίνθου ήσαν διηρημένοι εις ομάδας αναφωνεί μετά πόνου: «μεμέρισται ο Χριστός;» (Α’ Κορ. 1, 13).
Όντως, δια τον Απόστολον Παύλον το σχίσμα εν τη Εκκλησία είναι τόσον φοβερόν και αποτρόπαιον όσον ο μερισμός του ιδίου του Χριστού. Διότι, κατά τον Απόστολον, η Εκκλησία είναι «σώμα Χριστού», είναι αυτός ούτος ο Χριστός. «Υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους», γράφει προς τους Κορινθίους (Α’ Κορ. 12, 27). Είναι γνωστή η εμμονή του Παύλου εις τον χαρακτηρισμόν της Εκκλησίας ως «σώματος του Χριστού», την οποίαν διασαφηνίζει δια μακρών εις το δωδέκατον κεφάλαιον της Α’ προς Κορινθίους επιστολής. Η εικών αυτή δεν έχει μεταφορικόν, αλλ ὀντολογικόν περιεχόμενον. Το σχίσμα εν τη Εκκλησία σχίζει αυτόν τον Χριστόν, και είναι τόσον απεχθές και φοβερόν ώστε, κατά τον ιερόν Χρυσόστομον (Migne, PG 62, 85) ερμηνεύοντα τον Παύλον, ουδέ αυτό το μαρτύριον να μη δύναται να εξαλείψη την αμαρτίαν του προκαλούντος αυτό και εμμένοντος εις αυτό (P.G.62,85).
Δυνάμεθα, συνεπώς, να διερωτηθώμεν τι θα έλεγε σήμερον ο Παύλος, εάν συνήντα την αδιαφορίαν πολλών εκ των συγχρόνων ημών δια την αποκατάστασιν της ενότητος της Εκκλησίας. Ασφαλώς θα έψεγεν αυτούς δριμύτατα, ως θα έπραττεν ίσως και προς πάντας ημάς ανεχομένους και ολιγωρούντας ενώπιον των ποικίλων σχισμάτων και διαιρέσεων των επικαλουμένων το όνομα του Χριστού η και αυτής ακόμη της Ορθοδοξίας. Δεν είναι δυνατόν να τιμά τις δεόντως τον Απόστολον Παύλον, εάν δεν αγωνίζεται δια την ενότητα της Εκκλησίας.
6. Τοιούτον αγώνα υπέρ της ενότητος της Εκκλησίας διεξήγαγεν ο ίδιος ο Παύλος προκειμένου να γεφυρώση το χάσμα μεταξύ των ιουδαϊζόντων εξ Ιουδαίων χριστιανών και των εξ εθνών τοιούτων. Μεταξύ των εκκλησιών, τας οποίας ίδρυσεν ο Παύλος εν μέσω του εθνικού κόσμου και εκείνης της Ιερουσαλήμ υπήρχον, ως γνωστόν, διαφοραί, αι οποίαι ηπείλησαν σοβαρώς την αρχικήν Εκκλησίαν. Αι διαφοραί αύται συνεδέοντο προς την τήρησιν η μη διατάξεων του Μωσαϊκού Νόμου, με αιχμήν κυρίως την τήρησιν η μη της περιτομής και δια τους εξ εθνικών χριστιανούς. Η στάσις του Παύλου ως προς το θέμα τούτο είναι ιδιαιτέρως διδακτική. Εις την στάσιν ταύτην θα ηδυνάμεθα να διακρίνωμεν τα πρώτα σπέρματα της πράξεως της Εκκλησίας, η οποία αργότερον έγινε γνωστή εις το κανονικόν δίκαιον της ημετέρας Ορθοδόξου Εκκλησίας ως οικονομία.
Ο Νόμος, ως και οι Ιεροί Κανόνες αργότερον, δέον να είναι σεβαστοί, δεν δύνανται όμως να μη λαμβάνουν υπ ὄψιν των τον άνθρωπον, δια τον οποίον, άλλωστε, και εγένετο το Σάββατον (δηλονότι ο Νόμος), κατά την γνωστήν φράσιν του Κυρίου (Μαρκ. 2, 27). Εις την θέσιν ταύτην, απηχών το πνεύμα του Κυρίου, επέμενεν ο Παύλος, δεικνύων κατ αὐτόν τον τρόπον την οδόν της «οικονομίας», ίνα μη διαταράσσηται η ενότης της Εκκλησίας δια της επιθέσεως επί των ώμων των ασθενών δυσβαστάκτων φορτίων.
Αλλά και ο τρόπος, δια του οποίου επεδίωξεν ο Απόστολος Παύλος να διατηρηθή η ενότης της Εκκλησίας κατά την κρισιμωτάτην περίπτωσιν εκείνην, είναι λίαν διδακτικός.
Η λύσις εδόθη τη πρωτοβουλία του Παύλου δια της συγκλήσεως Συνόδου εν Ιεροσολύμοις, της καλουμένης Αποστολικής Συνόδου, δια της οποίας, τη χάριτι του Αγίου Πνεύματος, διετηρήθη τελικώς η ενότης της Εκκλησίας (Πραξ. 15). Ούτω, ενώ ο Παύλος ήτο πεπεισμένος περί της ορθότητος των απόψεών του, δεν ηρκέσθη εις την εμμονήν του εις την αλήθειαν. Το πάθος του δια την ενότητα της Εκκλησίας τον ωδήγησεν εις την μόνην δυνατήν και έγκυρον κατοχύρωσιν των θέσεών του, η οποία ευρίσκεται εις την συνοδικήν απόφασιν. Τούτο ετήρησεν η Εκκλησία δια μέσου των αιώνων καθορίζουσα δια Συνόδων και μόνον τι είναι αληθές και τι αιρετικόν. Μόνον εις τας ημέρας μας παρατηρείται παρά τοις Ορθοδόξοις το φαινόμενον άτομα η ομάδες να φωνασκούν υπέρ των απόψεών των εις πείσμα ενίοτε συνοδικών αποφάσεων των Εκκλησιών. Αλλά, κατά το παράδειγμα του Παύλου, ως και διαχρονικώς όλης της Εκκλησίας, τόσον η αλήθεια όσον και η ενότης της Εκκλησίας, μόνον συνοδικώς διασφαλίζονται.
7. Αλλά δια τον Απόστολον Παύλον η ενότης δεν είναι απλώς θέμα εσωτερικόν της Εκκλησίας. Εάν επιμένη τόσον πολύ εις την διατήρησίν της, είναι διότι η ενότης της Εκκλησίας συνδέεται αρρήκτως προς την ενότητα όλης της ανθρωπότητος. Η Εκκλησία δεν υπάρχει δια τον εαυτόν της, αλλά δια τον άνθρωπον και, έτι ευρύτερον, δια την κτίσιν ολόκληρον.
Ο Απόστολος Παύλος περιγράφει τον Χριστόν ως τον «δεύτερον» η «έσχατον» Αδάμ, δηλαδή την ανθρωπότητα εν τω συνόλω της (Α’ Κορ. 15, 14 και Ρωμ. 5, 14). Και «ώσπερ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Α’ Κορ. 15, 22. Πρβλ. Ρωμ. 5, 19). Όπως εις τον Αδάμ υπάρχει ενότης του ανθρωπίνου γένους, ούτω και εις τον Χριστόν, εν τω οποίω «ανακεφαλαιούνται» τα πάντα, «τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης» (Εφ. 1, 10). Ως παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, το «ανακεφαλαιώσασθαι» σημαίνει ότι «μίαν κεφαλήν άπασιν επέθηκε το κατά σάρκα Χριστόν, και αγγέλοις και ανθρώποις· […] τοις μεν το κατά σάρκα, τοις δε τον Θεόν Λόγον∙ […]πάντας υπό μίαν ήγαγε κεφαλήν. Ούτω γαρ αν γένοιτο ένωσις […] ακριβής και συνάφεια» (Migne, PG 62, 16D).
Αλλ ἡ «ανακεφαλαίωσις» αύτη σύμπαντος του κόσμου εν Χριστώ δεν νοείται δια τον Απόστολον Παύλον εκτός της Εκκλησίας. Όπως εξηγεί εις την προς Κολασσαείς επιστολήν του (1, 16 - 18), εν τω Χριστώ «εκτίσθη τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης ... και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε», διότι ακριβώς «αυτός εστιν η κεφαλή του σώματος, της Εκκλησίας». «Και αυτόν έδωκεν (ο Θεός) κεφαλήν υπέρ πάντα τη Εκκλησία, ήτις εστί το σώμα αυτού, το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφ. 1, 22-23). Ο Χριστός, λοιπόν, είναι δια τον Παύλον κεφαλή των πάντων, όλης της ανθρωπότητος και όλης της κτίσεως, διότι είναι συγχρόνως κεφαλή της Εκκλησίας. Το σώμα του Χριστού, η Εκκλησία, δεν «πληρούται», εάν δεν περιλάβη εν εαυτώ όλον τον κόσμον.
Πολλά χρήσιμα δι ἡμᾶς συμπεράσματα δύνανται να συναχθούν εκ της εκκλησιολογίας ταύτης του Αποστόλου. Περιοριζόμεθα εις το να επισημάνωμεν πρώτον την σπουδαιότητα, την οποίαν έχει δια την ζωήν της Εκκλησίας, και ειδικώτερον δια την διακονίαν πάντων ημών, το χρέος της ιεραποστολής. Ο ευαγγελισμός του λαού του Θεού, αλλά και των μη πιστευόντων εις Χριστόν, αποτελεί υπέρτατον χρέος της Εκκλησίας. Το χρέος τούτο, όταν δεν εκπληρούται επιθετικώς, ως συνέβαινεν άλλοτε κυρίως εν τω δυτικώ Χριστιανισμώ, η δια δολίων μέσων, ως συμβαίνει δια των διαφόρων μορφών του προσηλυτισμού, αλλ ἐν αγάπη, ταπεινοφροσύνη και σεβασμώ προς την πολιτισμικήν ιδιαιτερότητα κάθε ανθρώπου, ανταποκρίνεται προς την επιθυμίαν του Κυρίου όπως δια της ενότητος της Εκκλησίας «ο κόσμος πιστεύση» εις Αυτόν (Ιωάν. 17, 21). Οφείλομεν, όθεν, να ενθαρρύνωμεν και στηρίξωμεν δια παντός μέσου την προς τους εκτός της Εκκλησίας ιεραποστολήν, όπου αύτη ασκείται, ως συμβαίνει ιδιαιτέρως εν τω κλίματι του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας εν τη απεράντω ηπείρω της Αφρικής.
Αλλά και εντός των Εκκλησιών ημών η ανάγκη και το χρέος του ευαγγελισμού των ανθρώπων καθίσταται σήμερον επιτακτική.
Οφείλομεν να συνειδητοποιήσωμεν ότι εις τας συγχρόνους κοινωνίας, μάλιστα δε εις τα πλαίσια του δυτικού πολιτισμού, η εις Χριστόν πίστις παν άλλο η δεδομένη πλέον δέον να θεωρήται. Η Ορθόδοξος θεολογία δεν δύναται σήμερον να αναπτυχθή και επιτελέση το έργον της άνευ διαλόγου μετά των συγχρόνων ρευμάτων φιλοσοφικού και κοινωνικού στοχασμού και προβληματισμού, ως και των διαφόρων μορφών τέχνης και πολιτισμού της εποχής μας. Προς τούτο, το κήρυγμα και ο πάσης μορφής λόγος της Ορθοδοξίας δέον να μη είναι επιθετικός, ως ατυχώς κατά κανόνα συμβαίνει, διότι εις ουδέν τούτο ωφελεί, αλλά διαλεκτικός, διαλογικός και διαλλακτικός. Οφείλομεν πρώτον να κατανοήσωμεν τους άλλους και να ανεύρωμεν τας βαθυτέρας ανησυχίας των, διότι όπισθεν και αυτής ακόμη της απιστίας κρύπτεται η αναζήτησις του αληθινού Θεού.
Τέλος, η σύνδεσις της ενότητος της Εκκλησίας προς την ενότητα του κόσμου, επί της οποίας επιμένει ο Απόστολος των Εθνών, επιβάλλει εις ημάς να διαδραματίσωμεν ρόλον ειρηνοποιόν εις τον σπαρασσόμενον από αντιθέσεις κόσμον. Η Εκκλησία δεν δύναται, δεν επιτρέπεται, να τροφοδοτή καθ οἱονδήποτε τρόπον, συνειδητώς η ασυνειδήτως, τον θρησκευτικόν φανατισμόν. Όταν ο ζηλωτισμός καθίσταται φανατισμός, εκτρέπεται της φύσεως της Εκκλησίας, και μάλιστα της Ορθοδόξου. Αντιθέτως, δέον να αναπτύξωμεν πρωτοβουλίας καταλλαγής εκεί όπου σοβούν η εκσπούν συγκρούσεις μεταξύ των ανθρώπων. Ο διαχριστιανικός και διαθρησκειακός διάλογος είναι το ελάχιστον του χρέους ημών, και δέον να το εκπληρώσωμεν.
Αλλ ὁ σύγχρονος κόσμος μαστίζεται ατυχώς και από κρίσιν, η οποία δεν περιορίζεται μόνον εις τας μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις, αλλά εκτείνεται και εις την σχέσιν του ανθρώπου προς το φυσικόν του περιβάλλον. Κατά τον Απόστολον Παύλον, ως ήδη παρετηρήσαμεν, ο Χριστός αποτελεί κεφαλήν των πάντων, ορατών τε και αοράτων, ήτοι πάσης της κτίσεως, η δε Εκκλησία, ως το σώμα Αυτού, δεν ενοποιεί μόνον την ανθρωπότητα, αλλά και όλην την κτίσιν. Πρόδηλον, συνεπώς, τυγχάνει το ότι η Εκκλησία δεν δύναται να παραμένη αδιάφορος έναντι της κρίσεως, την οποίαν διέρχεται σήμερον η σχέσις του ανθρώπου προς το φυσικόν του περιβάλλον. Χρέος ημών αποτελεί η ανάπτυξις πάσης δυνατής πρωτοβουλίας, πρώτον μεν προς συνειδητοποίησιν υπό του ιδίου ημών ποιμνίου της ανάγκης σεβασμού της κτίσεως δια της αποφυγής καταχρήσεως η αλογίστου χρήσεως των φυσικών πόρων, ύστερον δε προς ενθάρρυνσιν πάσης προσπαθείας αποβλεπούσης εις την προστασίαν της δημιουργίας του Θεού. Διότι, ως αναγνωρίζεται υπό πάντων, τα αίτια της οικολογικής κρίσεως είναι βαθύτατα πνευματικά, οφειλόμενα κυρίως εις την απληστίαν του ανθρώπου και τον ευδαιμονισμόν, ο οποίος χαρακτηρίζει τον σύγχρονον άνθρωπον.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία με την μακράν ασκητικήν παράδοσιν και το λειτουργικόν της ήθος δύναται να συνεισφέρη τα μέγιστα εις την αντιμετώπισιν της απειλητικής πλέον δια τον πλανήτην μας οικολογικής κρίσεως. Τούτο συναισθανόμενον το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ήδη από του 1989, ήτοι πρώτον αυτό εκ του χριστιανικού κόσμου, δια Μηνύματος του αοιδίμου προκατόχου ημών Πατριάρχου Δημητρίου ώρισε την 1ην Σεπτεμβρίου εκάστου έτους ως ημέραν προσευχών δια την προστασίαν του φυσικού περιβάλλοντος, και προέβη έκτοτε εις σειράν ενεργειών, ως η διοργάνωσις διεθνών συμποσίων μεταξύ επιστημόνων και θρησκευτικών ηγετών, προς εξεύρεσιν τρόπων διαφυλάξεως της κτίσεως του Θεού από την επαπειλουμένην καταστροφήν της.
Εις την προσπάθειαν ταύτην του ημετέρου Πατριαρχείου καλούμεν και παρακαλούμεν πάσας τας αδελφάς Ορθοδόξους Εκκλησίας να συστρατευθούν, διότι κοινόν το χρέος και η ευθύνη κοινή έναντι του Θεού και της Ιστορίας.
8. Και τα νυν, αγαπητοί εν Κυρίω αδελφοί, στρέψωμεν την σκέψιν ημών προς τα εσώτερα της καθ ἡμᾶς Ορθοδόξου Εκκλησίας, της οποίας την ηγεσίαν ενεπιστεύθη εις ημάς το έλεος του Κυρίου. Ηλεήθημεν υπό του Κυρίου να ανήκωμεν εις την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, της οποίας πιστός συνεχιστής και εκφραστής εν τη Ιστορία είναι η Αγία Ορθόδοξος ημών Εκκλησία. Παρελάβομεν και διατηρούμεν την αληθινήν πίστιν, ως την παρέδωκαν εις ημάς οι άγιοι Πατέρες δια των Οικουμενικών Συνόδων της μιας αδιαιρέτου Εκκλησίας. Κοινωνούμεν του αυτού Σώματος και Αίματος του Κυρίου εν τη μια Θεία Ευχαριστία, και μετέχομεν των αυτών Ιερών Μυστηρίων. Τηρούμεν κατά βάσιν το αυτό λειτουργικόν τυπικόν, και διοικούμεθα υπό των αυτών Ιερών Κανόνων. Ταύτα πάντα διασφαλίζουν την ενότητα ημών, και παρέχουν θεμελιώδεις προϋποθέσεις δια την μαρτυρίαν ημών εν τω συγχρόνω κόσμω.
Παρά ταύτα, οφείλομεν να ομολογήσωμεν εν ειλικρινεία ότι ενίοτε παρέχομεν την εικόνα ελλιπούς ενότητος ως να μη είμεθα μία Εκκλησία, αλλά συνομοσπονδία η ομοσπονδία Εκκλησιών.
Τούτο οφείλεται εν πολλοίς εις τον θεσμόν της αυτοκεφαλίας, ο οποίος χαρακτηρίζει την δομήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο θεσμός ούτος ανάγεται, ως γνωστόν, εις την αρχαίαν Εκκλησίαν, ότε ίσχυεν η λεγομένη «Πενταρχία» των παλαιφάτων Αποστολικών εδρών και Εκκλησιών, ήτοι της Ρώμης, της Κωνσταντινουπόλεως, της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων, η κοινωνία και «συμφωνία» των οποίων εξέφραζε την ενότητα της καθόλου Εκκλησίας εν τη οικουμένη. Η Πενταρχία αύτη διεσπάσθη μετά το τραγικόν Σχίσμα του 1054 μ. Χ. μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως αρχικώς, και κατ ἐπέκτασιν μεταξύ Ρώμης και των λοιπών Πατριαρχείων. Εις τα εναπομείναντα μετά το Σχίσμα τέσσαρα Ορθόδοξα Πατριαρχεία προσετέθησαν από των μέσων της δευτέρας χιλιετίας μέχρι σήμερον και άλλαι αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι μέχρι της κρατούσης σήμερον διαρθρώσεως της ανά τον κόσμον Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Αλλ ἐνῷ το αρχικόν σύστημα της Πενταρχίας επήγαζεν εκ του σεβασμού προς την αποστολικότητα και την ιδιαιτερότητα των παραδόσεων των παλαιφάτων Πατριαρχείων, το δε αυτοκέφαλον των μετά ταύτα Εκκλησιών εκ του σεβασμού της πολιτισμικής ταυτότητος των λαών, εις το όλον σύστημα της αυτοκεφαλίας παρεισέφρυσε κατά τους νεωτέρους χρόνους, εκ κοσμικών επιρροών, το πνεύμα του εθνοφυλετισμού, η και έτι χείρον, του πολιτειακού κρατισμού, εις τρόπον ώστε βάσιν της αυτοκεφαλίας να αποτελή πλέον το εκάστοτε κοσμικόν κράτος, του οποίου τα όρια, ως γνωστόν, δεν παραμένουν σταθερά, αλλ ἐξαρτῶνται εκ της ιστορικής συγκυρίας. Εφθάσαμεν ούτως εις την αντίληψιν ότι η Ορθοδοξία αποτελεί ομοσπονδίαν εθνικών Εκκλησιών, αι οποίαι ουχί σπανίως δίδουν προτεραιότητα εις τα εθνικά συμφέροντα εις τας μεταξύ αλλήλων σχέσεις. Προ της εικόνος ταύτης, η οποία ενθυμίζει πως την εν Κορίνθω κατάστασιν, ότε εγράφη η Α’ προς Κορινθίους επιστολή, ο Απόστολος Παύλος θα ηρώτα: μεμέρισται η Ορθοδοξία; Το ερώτημα τούτο τίθεται υπό πολλών παρατηρητών των Ορθοδόξων πραγμάτων εις τας ημέρας μας.
Βεβαίως, η απάντησις εις το ερώτημα τούτο, η οποία συνήθως δίδεται, είναι ότι παρά την διοικητικήν κατάτμησιν η Ορθοδοξία παραμένει ηνωμένη εν τη πίστει, τοις Μυστηρίοις κ.λ.π. Αλλ εἶναι τούτο αρκετόν; Όταν ενώπιον των μη Ορθοδόξων εμφανιζώμεθα ενίοτε διηρημένοι εις τους θεολογικούς διαλόγους και αλλαχού η όταν αδυνατώμεν να προχωρήσωμεν εις την πραγματοποίησιν της προ πολλού αναγγελθείσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας∙ η στερώμεθα μιας ενιαίας φωνής έναντι των συγχρόνων προβλημάτων και, αντ αὐτοῦ, συγκροτώμεν διμερείς διαλόγους επί των θεμάτων τούτων μετά των μη Ορθοδόξων∙ η όταν αδυνατώμεν να συγκροτήσωμεν ενιαίαν Ορθόδοξον Εκκλησίαν εν τη λεγομένη Διασπορά συμφώνως προς τας εκκλησιολογικάς και κανονικάς αρχάς της Εκκλησίας ημών∙ πως δυνάμεθα να αποφύγωμεν την εικόνα του μερισμού της Ορθοδοξίας, και δη και επί τη βάσει μη θεολογικών, κοσμικών κριτηρίων;
Έχομεν, όθεν, ανάγκην περισσοτέρας ενότητος, ώστε να εμφανιζώμεθα προς τους έξω ουχί ως ομοσπονδία Εκκλησιών, αλλ ὡς μία και ενιαία Εκκλησία. Ο Θρόνος ούτος δια μέσου των αιώνων, και δη και μετά το Σχίσμα, ότε η Εκκλησία της Ρώμης έπαυσε να ευρίσκεται εν κοινωνία μετά των Ορθοδόξων, εκλήθη εκ της κανονικής τάξεως να διακονήση την ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως πρωτόθρονος αυτής, όπερ και έπραξε διαχρονικώς συγκαλέσας σειράν όλην πανορθόδοξων Συνόδων επί κρισίμων εκκλησιαστικών θεμάτων, έτοιμος δε πάντοτε να παράσχη την βοήθειαν και συμπαράστασιν αυτού προς εμπεριστάτους Ορθοδόξους Εκκλησίας, οσάκις τούτο εζητήθη απ αὐτοῦ. Διεμορφώθη ούτω μία κανονική τάξις, δια της οποίας ο συντονιστικός ρόλος του Πατριαρχείου τούτου εξησφάλιζε το ενιαίον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, χωρίς το παράπαν να παραβλάπτηται η μειώται η αυτοτέλεια των κατά τόπους αυτοκεφάλων Εκκλησιών δια τινος επεμβάσεως εις τα εσωτερικά αυτών.
Τούτο, άλλωστε, είναι το υγιές νόημα του θεσμού της αυτοκεφαλίας, ότι, ενώ διασφαλίζει το αυτοδιοίκητον εκάστης Εκκλησίας ως προς την εσωτερικήν αυτής ζωήν και οργάνωσιν, επί θεμάτων απτομένων της όλης Ορθοδόξου Εκκλησίας και των προς τους εκτός αυτής σχέσεών της εκάστη αυτοκέφαλος Εκκλησία, δεν ενεργεί αυτοτελώς, αλλ ἐν συντονισμώ μετά των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Εάν ο συντονισμός ούτος εκλείψη η ατονίση, η αυτοκεφαλία καθίσταται «αυτοκεφαλισμός», τουτέστι παράγων διαιρέσεως και ουχί ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Καλούμεθα, λοιπόν, προσφιλέστατοι εν Κυρίω αδελφοί, να συμβάλωμεν δια παντός μέσου εις την ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπερβαίνοντες πάντα τοπικισμόν η εθνικοφυλετικόν πειρασμόν ώστε να ενεργώμεν ως ενιαία Εκκλησία, ως εν κανονικώς συγκεκροτημένον σώμα. Τούτο δεν είναι βεβαίως ευχερές. Δεν διαθέτομεν, ως συνέβαινε κατά την Βυζαντινήν περίοδον, πολιτειακόν παράγοντα εγγυώμενον - η ενίοτε και επιβάλλοντα - την ενότητα ημών. Ουδέ επιτρέπει η εκκλησιολογία ημών συγκεντρωτικήν εξουσίαν δυναμένην να επιβάλη άνωθεν την ενότητα. Η ενότης ημών εναπόκειται εις την συνείδησιν ημών. Η συναίσθησις της ανάγκης και του χρέους ημών όπως αποτελώμεν εν συγκεκροτημένον κανονικώς σώμα, μίαν Εκκλησίαν, είναι ικανή να διασφαλίση την ενότητα ημών, άνευ οιασδήτινος έξωθεν επεμβάσεως.
Ταύτα αναλογιζόμενοι, και συναισθανόμενοι το χρέος της Εκκλησίας ημών έναντι του Θεού και της Ιστορίας εις εποχήν, κατά την οποίαν η ηνωμένη μαρτυρία της Ορθοδοξίας κρίνεται αναγκαία και αναμένεται υπό πάντων, καλούμεν και παρακαλούμεν αδελφικώς όπως τη εγκρίσει και των περί ημάς Ιερών Συνόδων, προβώμεν εις τας αναγκαίας ενεργείας, ίνα:
α) Προωθηθή η αρξαμένη δια Πανορθοδόξων προσυνοδικών Διασκέψεων προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
β) Ενεργοποιηθή η υπό της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου του έτους 1993 συμφωνία δια την επίλυσιν του εκκρεμούντος θέματος της Ορθοδόξου Διασποράς.
γ) Ενισχυθή δια περαιτέρω Θεολογικών δυνάμεων η πανορθοδόξως αποφασισθείσα συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τους διεξαγομένους θεολογικούς διαλόγους μετά των μη Ορθοδόξων.
δ) Διακηρυχθή και αύθις το ζωηρόν ενδιαφέρον συνόλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας δια το φλέγον και επείγον θέμα της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, και υποστηριχθή πανορθοδόξως η σχετική πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
ε) Συσταθή Διορθόδοξος Επιτροπή προς μελέτην των αναφυομένων σήμερον ζητημάτων βιοηθικής, επί των οποίων ο κόσμος αναμένει δεδικαιολογημένως και την τοποθέτησιν της Ορθοδοξίας.
Τας προτάσεις ταύτας εκρίναμε καλόν να θέσωμεν υπ ὄψιν υμών εν τη επιθυμία ημών όπως η παρούσα Σύναξις, συν τη ανταλλαγή γενικωτέρων σκέψεων, καταλήξη και εις συγκεκριμένας αποφάσεις, δια των οποίων θα εκφρασθή και εν τη πράξει η ενότης της ημετέρας Εκκλησίας. Τούτο, άλλωστε, αναμένει εξ ημών και η κοινή γνώμη, τόσον των ημετέρων ποιμνίων, όσον και του περιβάλλοντος ημάς κόσμου. Εις τας προτάσεις ταύτας δύνασθε, βεβαίως, να προσθέσητε και άλλας, εάν κρίνητε τούτο αναγκαίον, Μακαριώτατοι και Ιερώτατοι αδελφοί.
Κατακλείοντες την εισήγησιν ημών εκφράζομεν και αύθις δοξολογίαν τω Παναγάθω Θεώ, διότι ηξίωσεν ημάς να συνέλθωμεν επί το αυτό εν τω πλαισίω των Παυλείων εορτασμών, ευχόμενοι όπως η εν Κυρίω αδελφική αναστροφή ημών κατά τας ημέρας ταύτας ενώση ημάς έτι μάλλον εν τω συνδέσμω της αγάπης.
«Τω δε δυναμένω υπέρ πάντα ποιήσαι υπερεκπερισσού ων αιτούμεθα η νοούμεν, κατά την δύναμιν την ενεργουμένην εν ημίν, αυτώ η δόξα εν τη Εκκλησία εν Χριστώ Ιησού» (Εφεσίους 3, 20 - 21). Αμήν.
- Εμφανίσεις: 46166