Συλλείτουργο Προκαθημένων στο Φανάρι
- Δημιουργηθηκε στις Πέμπτη, 28 Μαΐου 2009
-
Γράφτηκε από τον/την Romfea.gr 13:23
-
του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου και του Πατριάρχη Ρουμανίας κ. Δανιήλ.
Να αναφερθεί, πως στο ιερό συλλείτουργο συμμετείχαν και Αρχιερείς της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, Επίσκοπος Κάτω Δουνάβεως κ. Κασσιανός και ο Επίσκοπος Καμπινάουλ κ. Κυπριανός.
Μετά το πέρας, του ιερού συλλείτουργου προς τιμήν του Πατριάρχη Ρουμανίας κ. Δανιήλ και της συνοδείας του, παρατέθηκε επίσημο γεύμα εντός του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
ΟΜΙΛΙΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΣΤΟ ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟ:
Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Βουκουρεστίου, Μητροπολίτα Μουντένιας και Δοβρουτσάς και Πατριάρχα Ρουμανίας, λίαν αγαπητέ και περιπόθητε Αδελφέ και Συλλειτουργέ κύριε Δανιήλ,
Ιερώτατοι Αδελφοί, οι τε εκ Ρουμανίας και οι εντεύθεν,
Εξοχώτατοι, Ευλαβέστατοι Πρεσβύτεροι και Διάκονοι, Εντιμολογιώτατοι Άρχοντες,
Τέκνα της Εκκλησίας αγαπητά εν Κυρίω!
Ευλογητός ο εν δόξη Αναληφθείς σήμερον εις τους ουρανούς και απαθανατίσας εν δόξη το πρόσλημμα της ανθρωπίνης φύσεως Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Οποίος εις την μεγαλην χαράν και ευλογίαν της Εορτής Του προσέθηκεν ημίν δευτέραν μεγάλην χαράν και ευφροσύνην, εκείνην της υποδοχής εις τας αυλάς της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως του Μακαριωτάτου νέου Πατριάρχου της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ρουμανίας κυρίου Δανιήλ και της αξιονομάστου συνοδείας του, και την ευλογίαν του σημερινού πανηγυρικού και επισήμου Πατριαρχικού Συλλειτούργου!
Η εορτή της Αναλήψεως, αγαπητοί, έχει πάντοτε χαρακτήρα εν ταυτώ χαρμόσυνον και λυπηρόν! Λυπηρόν, διότι οι Μαθηταί στερούνται εις το εξής της οφθαλμοφανούς σωματικής παρουσίας του Θείου Διδασκάλου των εν μέσω αυτών.
Αλλά και χαρμόσυνον, διότι «ο Κύριος ανελήφθη εις τους ουρανούς» όχι μόνον «ίνα πέμψη τον Παράκλητον τω κόσμω»,[1] καθώς εψάλαμεν, αλλά και δια να δώση εις την ανθρωπίνην ημών φύσιν την πλήρη δικαίωσιν της πλάσεώς της, δια της αναγωγής αυτής, εν λαμπρότητι κάλλους και αφθαρσίας και δόξης, εις τον Θρόνον της Θεότητος, εν δεξιά του Πατρός, όπου πλέον συμβασιλεύει μετ’ Αυτού και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος εις τους αιώνας!
Λυπούμεθα και ημείς διότι εσταματήσαμε δι’ εφέτος να ψάλλωμεν το «Χριστός ανέστη», τον νικητήριον κατά του θανάτου παιάνα της ζωής, ο οποίος επί τεσσαρακονθήμερον ήτο ο καθημερινός μας γλυκασμός, χαιρετισμός και ευφροσύνη, αλλά και χαιρόμεθα διότι ο Χριστός, «την υπέρ ημών πληρώσας οικονομίαν και τα επί γης ενώσας τοις ουρανίοις, ανελήφθη εν δόξη, ουδαμόθεν χωριζόμενος, αλλά μένων αδιάστατος, και βοών τοις αγαπώσιν Αυτόν: Εγώ ειμι μεθ’ υμών και ουδείς καθ’ υμών»![1]
Χαιρόμεθα με την διαβεβαίωσιν αυτήν, η οποία μας ενισχύει τα μέγιστα, αλλά χαιρόμεθα επίσης διότι πλέον η θέσις μας εις την αιωνιότητα δυνάμει ευρίσκεται μετά του Αναληφθέντος Κυρίου μας, εις τα δεξιά του Πατρός, μέσα εις το ανέσπερον φως της Παναγίας Τριάδος!
Χαιρόμεθα ακόμη διότι αναμένομεν συντόμως τον υπεσχημένον «άλλον Παράκλητον»[1] - το Πανάγιον Πνεύμα της Αληθείας, ο Οποίος θα καταστήση πνευματοφόρητον τον βίον μας, θα χαριτώση τους ευαγγελικούς κόπους μας και θα καρποφορήση εν δαψιλεία αμητού τους ιερούς αγώνας της ευσεβείας, την μετάνοιαν και τας υπομονάς μας, και, εν τέλει, το «δυνάμει» θα το μετατρέψη εις «ενεργεία», καθιστών ημάς συμβασιλείς και συγκληρονόμους του Υιού και Λόγου!
Εις μίαν τοιαύτην σύμμικτον κατάστασιν συναισθημάτων και βιωμάτων ευρισκόμενοι, δεχόμεθα σήμερον εν τη μαρτυρική ταύτη Αποστολική καθέδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου την παρακλητικήν και χαροποιόν και στηρικτικήν επίσκεψιν της Υμετέρας Μακαριότητος, πολύτιμε και επιπόθητε άγιε Αδελφέ, αναφωνούντες: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου»![1]
Ήλθετε εις ημάς προπομπός και προμηνύτωρ του Παρακλήτου! Λευχειμονών ως ο κήρυξ της Αναστάσεως Άγγελος, «ούτως ωραίος εν στολή»,[1] ιλαρός το πρόσωπον, χαρίεις την όψιν, ευθύς την καρδίαν, ευλαβής την προσευχήν, θερμός τα αισθήματα, γλυκύς τους λόγους, ειρηνικός την αναστροφήν!
Από κέντρου ψυχής και καρδίας Σας απευθύνομεν ακόμη μίαν φοράν θερμότατον και φιλαδελφότατον το «ως ευ παρέστητε»! Καλώς ήλθετε εις την θεόσωστον και θεομητοροσκέπαστον Βασιλεύουσαν, την Πόλιν εις την οποίαν ετέθη υπό του Θεού η λυχνία της πρωτευθύνου Μητρός Εκκλησίας, όπου η ευλογία του Κυρίου Παντοκράτορος, η ευχή της Παμμακαρίστου Θεοτόκου, το φως της του Θεού Σοφίας, η προστασία της Οδηγητρίας των Βλαχερνών, το ασκητικόν θυμίαμα του αρχαίου Στουδίου, η χαρά της Χώρας των Ζώντων, η δρόσος των πολλών «Αγιασμάτων», η αγάπη, η φιλόστοργος σκέψις και η ανύστακτος προσευχή του, αδιακόπως φωτεινού εν τω διαρκεί σταυρώ του, Φαναρίου!
Ενταύθα όπου ευρίσκονται αι ιεραί ρίζαι της ευσεβείας και του χριστωνύμου Ρουμανικού λαού, η ευσεβής πηγή και του υμετέρου φιλοχρίστου Έθνους! Βεβαίως δεν είναι η πρώτη φορά που θέτετε πόδα εις την Κωνσταντινούπολιν.
Έχετε έλθει και παλαιότερον, ως Μητροπολίτης, την γνωρίζετε και Σας γνωρίζει, την αγαπάτε και Σας αγαπά. Μάλιστα, επί πολλά έτη, ως Μητροπολίτης Μολδαβίας και Μπουκοβίνας, ευρίσκεσθο εν Ιασίω υπό την άμεσον προστασίαν της μεγάλης μας Αγίας Παρασκευής της Επιβατηνής, η οποία είναι εν λαμπρόν άνθος του μυστικού κήπου της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως!
Όμως, Μακαριώτατε, σήμερον ίστασθε εν μέσω ημών ως ο Πρώτος της αγιωτάτης και προσφιλεστάτης, θυγατρός εν ταυτώ και αδελφής, Εκκλησίας της Ρουμανίας, ως Πατριάρχης, ο κατά σειράν 6ος Πατριάρχης αυτής!
Ως συνισταμένη του ευσεβούς φρονήματος, της ευλαβείας, της Θεολογικής μαρτυρίας, της εις Χριστόν απερικλονήτου αφοσιώσεως και της προς ημάς αγάπης ολοκλήρου του Ορθοδόξου Ρουμανικού λαού! Ευωδιάζετε όλος από τας καθαράς προσευχάς, τα ασκητικά δάκρυα, τα μαρτυρικά αίματα, την καλήν ομολογίαν, την πνευματικήν χάριν και τα υπερφυή θαύματα στρατιάς μεγάλης Αγίων, τους οποίους ανέδειξεν η αγιοτόκος Ρουμανική γη!
Εις το μέτωπόν Σας βλέπομεν ονόματα μεγάλων στοιχείων, τα οποία έχουν καταγραφή με χρυσά γράμματα εις το Βιβλίον της Ζωής!
Εις χείρας Σας κρατείτε «ράβδον δυνάμεως»,[1] την οποίαν Σας ενεπιστεύθη ο Κύριος δια να ποιμάνητε αποστολικώς λαόν μέγαν! Λαόν, ο οποίος έχει από αιώνων άρρηκτον δεσμόν πνευματικόν με την ενταύθα Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν και είναι «οστούν εκ των οστέων» και «σαρξ εκ της σαρκός»[1] αυτής!
Αλλ’ ήλθετε και ως Τοποτηρητής του καθ’ ημάς Μητροπολιτικού Θρόνου Καισαρείας της Καππαδοκίας, διότι δι’ αυτού του ψιλού μεν, λίαν τιμητικού δε, τίτλου, εφιλοτίμησεν ο ημέτερος αγιώτατος Αποστολικός και Πατριαρχικός Οικουμενικός Θρόνος τον εκάστοτε Μακαριώτατον Πατριάρχην Ρουμανίας.
Ο τίτλος ούτος εδόθη προς υπόμνησιν των ακαταλύτων ιερών και ιστορικών δεσμών μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Βουκουρεστίου, προς υπογράμμισιν της ανάγκης δια κοινόν πνευματικόν βηματισμόν, κοινόν φρόνημα και κοινήν μαρτυρίαν και εις έκφρασιν ότι «εν σώμά εσμεν εν Χριστώ» εσαεί και «αλλήλων μέλη»![1] Είναι ένας, τρόπον τινά, «ομφάλιος λώρος», ο οποίος συνδέει την Μητέρα Εκκλησίαν με την Θυγατέρα Εκκλησίαν, η οποία χειραφετηθείσα προ εκατόν εικοσιτεσσάρων ετών, ανηγορεύθη εκ Θυγατρός εις Αδελφήν ομότιμον, αργότερον δε και εις Πατριαρχείον, το 7ον τη τάξει, μαρτυρεί δε και ότι η μεταξύ των δύο Εκκλησιών ημών αγάπη «ουδέποτε εκπίπτει»![1]
Πολλοί Οικουμενικοί Πατριάρχαι, εν οις και ο προσφάτως καταγραφείς εις το υμέτερον Εορτολόγιον Αθανάσιος Γ ὁ Πατελλάρος, οι αοίδιμοι Παρθένιοι Α καὶ Β , ο Καλλίνικος Β , ο Άγιος Νήφων και ει τις έτερος, εποίμαναν το πάλαι διαφόρους περιοχάς της σήμερον Αυτοκεφάλου Υμετέρας Εκκλησίας, ενώ οι Άγιοι Ιερομάρτυρες Ευαγγελικός ο Θραξ, Τίτος και Γορδιανός οι Καππαδόκαι Επίσκοποι Τόμιδος, ο Όσιος Νικήτας ο Πρεσβύτερος και Βετράντος Επίσκοπος Τόμιδος, Καππαδόκαι και αυτοί, μαζί με την Αγίαν Παρασκευήν την Επιβατηνήν και πολλούς άλλους εντεύθεν Αγίους, αποτελούν χρυσούς συνδετικούς κρίκους των Εκκλησιών ημών! Δόξα τω Θεώ πάντων τούτων ένεκεν!
Αλλά, Μακαριώτατε, ημείς, στηριζόμενοι πάντοτε επί των ισχυρών θεμελίων της κοινής ημών πνευματικής κληρονομίας και παραδόσεως, καλούμεθα να δώσωμεν από κοινού καινήν ελπίδα εις τον εν συγχύσει και φόβω και αγωνία πολλή ευρισκόμενον σύγχρονον άνθρωπον!
Να δώσωμεν κοινήν και σύγχρονον μαρτυρίαν Ιησού Χριστού εις τον κόσμον! Να αγωνισθώμεν από κοινού δια τα πολλά και ακανθώδη προβλήματα, τα οποία αντιμετωπίζει η ανθρωπότης, εν οις και εκείνα της κρατούσης αδικίας, του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, της εθνικιστικής μισαλλοδοξίας, των δια ποικίλους λόγους συγκρούσεων και συρράξεων, της καταβαραθρώσεως των ηθών και των βασικών πανανθρωπίνων αξιών, ως και της καταστροφής του περιβάλλοντος.
Να αγωνισθώμεν συντόνως δια την προσέγγισιν, συνεννόησιν και καταλλαγήν εν αληθεία και αγάπη πάντων των διϊσταμένων Χριστιανών, ώστε να μη αποτελή μακρυνόν όνειρον η επιθυμία του Κυρίου «ίνα ώσιν εν»[1] πάντες οι πιστεύοντες εις Αυτόν!
Είμεθα απολύτως βέβαιοι ότι τα αυτά και Υμείς φρονείτε, διο και πολλάς χρηστάς ελπίδας στηρίζομεν σχετικώς εις την αγαστήν συνεργασίαν ημών, τόσον εις διαπροσωπικόν, όσον και εις διεκκλησιαστικόν επίπεδον. Επικαλούμενοι προς τούτο την θείαν συναντίληψιν και βεβαίωσιν, παρακαλούμεν όπως δεχθήτε ως συμβολικόν δώρον της πολλής αγάπης ημών τα ιερά ταύτα εγκόλπια.
Σας ευχόμεθα μακράν, πολύκαρπον, καλλίκαρπον, λαοσωτήριον, αγίαν, ένδοξον και, κατά το ανθρωπίνως δυνατόν, ανέφελον και άλυπον Πατριαρχείαν! Να ζήσετε και να μας έλθετε πολλάς φοράς εις την Βασιλίδα των πόλεων!
ΟΜΙΛΙΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ κ. ΔΑΝΙΗΛ ΣΤΟ ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟ:
Παναγιώτατε Αρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικέ
Πατριάρχα, κ. κ. Βαρθολομαίε,
Πανιερώτατοι και Ιερώτατοι Άγιοι αδελφοί Αρχιερείς, Εντιμολογιώτατοι Άρχοντες,
Ευλαβέστατοι Πρεσβύτεροι και Διάκονοι,
Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Εν πράγματι, μεγάλη εστίν η χαρά την οποίαν ζώμεν σήμερον! Χαιρόμεθα διότι το συλλείτουργον και αι συνομιλίαι μετά της Υμετέρας Παναγιότητος προσφέρουσιν ημίν ευλογημένην ευκαιρίαν ίνα βιώσωμεν «την ενότητα του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης» (Προς Εφεσίους Δ’, 3).
Σήμερον, κατά την πανήγυριν της Αναλήψεως του Κυρίου, χαιρόμεθα ιδιαιτέρως δια την επιστεφάνωσιν του μυστηρίου της αναβάσεως της ανθρωπίνης φύσεως ημών, και, δι αὐτῆς, όλης της του Θεού δημιουργίας «ουκ από των υπογείων επί την γην, αλλ’ από γης επί τον ουρανόν των ουρανών, και τον επέκεινα τούτου θρόνου του τα πάντα δεσπόζοντος» όπως τόσον ωραίως διαλαλεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Παναγιώτατε,
Το θαυμαστόν μυστήριον της Αναλήψεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εις τον ουρανόν εμπεριέχει πολλαπλάς και βαθυτάτας σημασίας. Εξ αυτών, προτιθέμεθα ίνα υπογραμμίσωμεν μόνον τρεις˙
1. Η Ανάληψις του Κυρίου σημαίνει την θέωσιν της ανθρωπίνης υπάρξεως.
Η εν σαρκί Ανάληψις εις τον ουρανόν του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού υποδηλοί, εν πρώτοις, την ανάβασιν της ανθρωπίνης φύσεως εις την θείαν δόξαν, εις το αξίωμα και την τιμήν την οποίαν αύτη ουκ εγνώρισε προηγουμένως «και την πεσούσαν φύσιν ημών συμπαθώς ανυψώσας, τω Πατρί συνεκάθησας», γράφει εις το Πεντηκοστάριον.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διδάσκει ότι, δι Ἀναλήψεως, η ανθρωπίνη φύσις «υπερέβη αγγέλους, παρήλθεν αρχαγγέλους, υπερέβη τα Χερουβείμ, ανέβη ανώτερον των Σεραφείμ, παρέδραμε τας αρχάς, ου πρότερον έστη, έως ου του θρόνου επιλάβετο του Δεσποτικού».
Εις το Εσπερινόν της εορτής της Αναλήψεως επισημαίνεται ότι αυτή αποτελεί την πλήρην έξοδον από του σκότους του θανάτου και του Άδου, και τον εισερχόμενον εν τω φωτί της αιωνίου ζωής και την υποδοχήν και εγκαθίδρυσιν επί του θρόνου της θείας δόξης. «Άγγελοι θαυμάζουσιν, άνθρωπον ορώντες υπεράνω αυτών, ο Πατήρ εκδέχεται, ον εν κόλποις έχει συναΐδιον. Το Πνεύμα το άγιον κελεύει πάσι τοις Αγγέλοις αυτού˙ άρατε πύλας οι άρχοντες ημών! Πάντα τα έθνη κροτήσατε χείρας, ότι ανέβη Χριστός, όπου ην το πρότερον».
Αυτή η ανάληψις του ανθρωπίνου εγένετο δυνατή δεδομένου ότι ο εν δόξη αναληφθείς Χριστός ουκ εγκατέλειψε την των γηγενών φύσιν, αλλ ἀντιθέτως ανέλαβεν αυτήν πλήρως, καθοδηγήσας ταύτην εν τω ιδίω τω πυρήνι της ζωής της Παναγίας Τριάδος. Ο Χριστός ουκ επιστρέφει εις τους ουρανούς και ουκ εμφανίζεται ενώπιον του Πατρός ως Θεός μόνον, αλλά και ως άνθρωπος, ίνα ημάς τους ανθρώπους αναπλάση κατά χάριν τεκνία του επουρανίου Πατρός, εν τη δόξη της Βασιλείας των ουρανών (βλ. Ιωάν. 1,12,17,24).
Η Ορθόδοξος θεολογία διδάσκει ότι η Ανάληψις του Χριστού και η εγκαθίδρυσις Αυτού εκ δεξιών του Πατρός αποτελεί την πλήρη θέωσιν της ανθρωπίνης φύσεως Αυτού και την εν Θεώ διαιώνισιν του ανθρώπου, την εντελή αγιοπνευματικήν μεταμόρφωσιν του ανθρωπίνου σώματος αυτού, ήτοι την υπερτάτην αναγωγήν αυτού εις την κατάστασιν «του διαφανούς χώρου, εν τω οποίω λάμπει η άπειρος αγάπη του Θεού»[1] -καθώς γράφει ο π. Dumitru Staniloae.
Ο άνθρωπος ανάγεται εις την υψίστην τιμήν, εν τη μεγίστη εξοικειώσει και τελεία κοινωνία μετά του Δημιουργού αυτού, εν τη ενδομύχω υπάρξει της Παναγίας Τριάδος. Τοιουτοτρόπως διαφαίνεται ότι η ανάληψις του ανθρώπου εις την θείαν δόξαν απετέλεσε το τέλος της συγκαταβάσεως και της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού.
Εις ομιλίαν τινά του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εις την Ανάληψιν του Κυρίου αναφέρεται ότι «ανήλθεν εν δόξη και εισήλθεν εις τα αχειροποίητα Άγια των αγίων, και εκάθισεν εν δεξιά της μεγαλωσύνης εν ουρανοίς, ομόθρονον ως ομόθεον ποιήσας το ημέτερον φύραμα».
Λοιπόν, η Ανάληψις του Χριστού σημαίνει την θέωσιν και τον δοξασμόν του ανθρώπου εν τη αιωνίω αγάπη του Θεού.
2. Ο εν τη δόξη αναληφθείς Χριστός γίγνεται η Ζωή της ζωής του χριστιανού.
Η υψίστη ανύψωσις της ανθρωπότητος του Χριστού εν τω ενδομύχω πυρήνι της ζωής της Παναγίας Τριάδος δεν σημαίνει απομόνωσιν Αυτού από τους εν Αυτώ πιστεύοντας. Όσον παράδοξον δύναται ίνα φανή, η Ανάληψις του Κυρίου τυγχάνει, ταυτοχρόνως, η υπερτάτη προσέγγυσις του ανθρώπου προς τον Θεόν.
Δεδομένης της πλήρους παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, εν τω υψίστω βαθμώ, εις το σώμα του Χριστού δια της Αναλήψεως, ο Χριστός εμμένει «εντός των εις Αυτόν πιστευόντων» (βλ. Ιωάν. 17, 26). Η ανθρωπίνη φύσις Αυτού, αναληφθείσα εν τη τελεία ενδομύχω υπάρξει της Παναγίας Τριάδος γίνεται κέντρον διαφανείας της θείας χάριτος, της οποίας οι άνθρωποι μετέχουσιν εν Αγίω Πνεύματι. Δια του Παναγίου Πνεύματος, ο Χριστός παρέστι εν τη ζωή των Χριστιανών (βλ. Ιωάν. 16, 21, 16, 13-15).
Επομένως, η πλήρης παρουσία του Αγίου Πνεύματος η η πλήρης μεταμόρφωσις εν τω ανθρώπω Χριστώ δεν σημαίνει ανύψωσιν μόνον εις την θείαν δόξαν, αλλά και εσωτερικήν μονήν Αυτού εις άλλους ανθρώπους, ως ενοίκησις του σταυρωθέντος και δοξασμένου Χριστού εν τοις εις Αυτόν πιστεύουσι και Αυτόν αγαπώσιν.
Αυτοί έχουσι την δυνατότητα ίνα γίνωσι «Χριστοφόροι», κατά την επαγγελίαν του Χριστού: «εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ αὐτῷ ποιήσωμεν» (Ιωάν. 14, 13). Λοιπόν, ο θεάνθρωπος, ο εις τους ουρανούς αναληφθείς, κάθηται επί του θρόνου της θείας δόξης και ενοικεί εν τη καρδία των Αυτόν αγαπόντων.
Αυτός ευρίσκεται ταυτοχρόνως εν τη εσωτάτη υπάρξει της Παναγίας Τριάδος και εν τω κέντρω του βίου της Εκκλησίας, ανυψώνεται επί του θρόνου της δόξης και κατέρχεται εν ταις των γηγενών καρδίαις (βλ. Εφ. 12, 2, 22, 3,17 και Κολασσαείς 1, 2). Υπό την έννοιαν ταύτην, ο Ιερός Αυγουστίνος λέγει ότι ο Κύριος «ουκ απεμακρύνθη από των ουρανών όταν κατήλθε ίνα έλθη προς ημάς.
Ουκ απεμακρύνθη αφ ἡμῶν όταν ανέλθη ίνα επανέλθη εις τον ουρανόν. Ήδη ην εκεί, άνω, όταν ευρίσκετο εδώ, κάτω, όπως ο Ίδιος βεβαιοί˙ ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς, ο Υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ» (Ιωάν. 3, 13).
Το λειτουργικόν ορθόδοξον κείμενον της ακολουθίας της Αναλήψεως εξαίρει, επίσης σαφώς, την αυτήν αλήθειαν. Εν τω κοντακίω της Εορτής αναγινώσκομεν˙ «την υπέρ ημών πληρώσας οικονομίαν και τα επί γης ενώσας τοις ουρανοίς, ανελήφθης εν δόξει, Χριστέ ο Θεός ημών, ουδαμόθεν χωριζόμενος, αλλά μένων αδιάστατος και βοών τοις αγαπώσι σε˙ εγώ ειμί μεθ ὑμῶν και ουδείς καθ ὑμῶν».
3. Η Εκκλησία – χώρος αναβάσεως του ανθρώπου εις την αιώνιον ζωήν.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υπογραμμίζει την σχέσιν μεταξύ του μυστηρίου της Αναλήψεως του Κυρίου και της ιδρύσεως της Εκκλησίας δια της επιδημίας του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστήν, όταν λέγει «τον υπερουράνιον Δεσπότην εκείθεν (εκ των ουρανών) καταβάντα και την γην ουρανώσαντα και αύθις αναβάντα όθεν και κατέβη και τα κάτω τοις άνω συνάψαντα, και μίαν Εκκλησίαν εις δόξαν της οικείας φιλανθρωπίας ουράνιον άμα και επίγειον συστησάμενον.
Χαίροντες αύτοι (οι Μαθηταί) υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ και ήσαν δια παντός εν τω ιερώ, τον νουν εις ουρανόν έχοντες και αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν και προς υποδοχήν της επηγγελμένης επιδημίας του Θείου Πνεύματος εαυτούς ετοιμάζοντες».
Τοιουτοτρόπως η Εκκλησία τυγχάνει εκδήλωσις της ενοικήσεως του Χριστού δια του Αγίου Πνεύματος, εν ταις των ανθρώπων καρδίαις. Αυτή ιδρύεται ορατώς κατά την Πεντηκοστήν ως εκχύλισις της εν Χριστώ ζωής. Ο Χριστός, εις Άγιός εστιν εν τοις πολυαρίθμοις ανθρώποις, τοις εις Αυτόν πιστεύσασι, η Κεφαλή της Εκκλησίας Αυτός εστιν, ίνα οι άνθρωποι γένωσι άγιοι και τεκνία κατά χάριν του Θεού (βλ. Ιωάν. 1, 16 και Εφεσ. 2, 18).
Η πανήγυρις της Αναστάσεως του Κυρίου, η πανήγυρις της Αναλήψεως του Κυρίου και η πανήγυρις της Πεντηκοστής συσχετίζονται μυστικώς δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, της επενεργηθείσης επί τω αναστάντι σώματι του Χριστού. Δια του σταυρωθέντος, αναστάντος και εν τη δόξη αναληφθέντος σώματος Αυτού, εκχυλίζεται κατόπιν η θεανθρωπίνη αιώνιος ζωή του Χριστού επί τη Αυτού Εκκλησία ίνα προετοιμάση αυτήν ως νύμφην δια την αιώνιον ζωήν (βλ. Ιω. 6, 40 και Ρωμ. 6, 22-23, Εφ. 2, 6), εν όψει της δόξης της Βασιλείας του Θεού και της δόξης των επουρανίων Ιεροσολύμων (βλ. Αποκ. 21).
Τοιουτοτρόπως ο εν δόξη αναληφθείς Χριστός παρέστιν εν τη Εκκλησία δια του Αγίου Πνεύματος διορθών και καθοδηγών αδιαλείπτως τον βίον και την πολιτείαν των Χριστιανών προς την κοινήν Ανάστασιν και την επουράνιον Βασιλείαν της δόξης της Παναγίας Τριάδος, συμφώνως προς την υπόσχεσιν Αυτού˙ «Καγώ εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν» (Ιω. 12, 32).
Επομένως, ο τελικός προορισμός της Εκκλησίας τυγχάνει η επουράνιος Βασιλεία της Παναγίας Τριάδος, την οποίαν Βασιλείαν εορτάζομεν ως απαρχήν και προτυπούμεν εν τοις θείοις Μυστηρίοις και εν τη ολοκλήρω λειτουργική ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δια τούτο, λέγεται ότι «η Εκκλησία πλήρης της Αγίας Τριάδος εστί» (Ωριγενής) και ότι αυτή εστι «ο προθάλαμος της Βασιλείας των ουρανών» (ο Άγιος Νικόλαος ο Καβασίλας).
Ύμνος τις του Όρθρου της Αναλήψεως λέγει: Εν τω Ναώ έστωτες της δόξης σου, εν ουρανώ έσταναι νομίζομεν».
Παναγιώτατε,
Εν τω φωτί της εορτής της Αναλήψεως του Κυρίου και της επιδημίας του Αγίου Πνεύματος, τα προβλήματα του σημερινού κόσμου τα οποία υπενθυμίσατε ημίν, καλούσιν ημάς αφ ἑνός μεν ίνα διοργανώσωμεν την ιεράν ιεραποστολήν του εντονωτέρου κηρύγματος του Ευαγγελίου της αγάπης του Χριστού και του καλέσματος των ανθρώπων εις την απόκτησιν της σωτηρίας και της αγιότητος εν τη Εκκλησία του Χριστού, αφ ἐτέρου δε ίνα συνειδητοποιήσωμεν την αναγκαιότητα της συνυπευθυνότητος, συνεργασίας, συνδιασκέψεως, αλληλοϋποστηρίξεως και αλληλοβοηθείας.
Δια τούτο ημείς επιθυμούμεν ίνα συνδιασκεφθώμεν κατά περιόδους μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των λοιπών Ορθοδόξων αδελφών Εκκλησιών. Συλλειτουργούμεν και ως εκ τούτου έχομεν εικόνα φωτός και πηγήν εμπνεύσεως εις ο,τι αφορά την ποιμαντικήν συνυπευθυνότητα και συνεργασίαν.
Η δοξασμένη πανήγυρις της Αναλήψεως του Κυρίου προσφέρει ημίν μίαν εισέτι φοράν, ευκαιρίαν ίνα εκφράσωμεν την αγάπην και τον σεβασμόν προς τον σεπτόν Οικουμενικόν Θρόνον, ο οποίος πρώτος εστί μεταξύ των Ορθοδόξων Πατριαρχικών Θρόνων και Μήτηρ Εκκλησία εστίν, από της οποίας η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ρουμανίας εδέχθη το αυτοκέφαλον τω έτει 1885, και υπό της οποίας ανεγνωρίσθη ως Πατριαρχείον τω 1925.
Εν ταυτώ, θεωρούμεν ότι, επί τη βάσει του αυτοκεφάλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας, του αποκτηθέντος τω έτει 1885 και επί τη βάσει του Πατριαρχικού αξιώματος, του κατά το έτος 1925 παραχωρηθέντος, τα δύο Πατριαρχεία επωμίζονται την από κοινού ευθύνην ίνα συνεργάζωνται και συνδιακονώσι τους πιστούς.
Ούτως, έχοντες υπ ὄψιν ακριβώς τα περιεχόμενα εν τω Τόμω δια του οποίου παρεχωρήθη το αυτοκέφαλον τη 26η Απριλίου του 1885, δηλαδή τα χαρακτηρίζοντα την Ιεράν Σύνοδον της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως Σύνοδος «αδελφή εν Χριστώ», διαπιστούμεν ότι αι δύο αδελφαί Εκκλησίαι έχουσι το καθήκον ίνα εξασκώσιν αδελφικήν συνυπευθύνοντα δια την διατήρησιν και προώθησιν της Ορθοδόξου πίστεως και δια την εντατικοποίησιν της Ορθοδόξου ιεραποστολής εν τω κόσμω».
Υπενθυμίσατε και πάλιν, Παναγιώτατε, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ρουμανίας ανεκηρύχθη τω 1885 από θυγάτηρ Εκκλησία εις ομότιμον αδελφήν Εκκλησίαν. Αυτή η υπόμνησις επιβάλλει ημίν ίνα γενώμεθα εργατικώτεροι εν πνεύματι συνεργασίας δια την διατήρησιν και προβολήν των Ορθοδόξων αξιών, σήμερον.
Επίσης, εκτιμούμεν όλως ιδιαιτέρως την αγάπην του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως προς την Μητρόπολιν της Ουγγροβλαχίας και θεωρούμεν ότι τιμητικός ο τίτλος του «Τοποτηρητού του Θρόνου Καισαρείας της Καππαδοκίας», ο οποίος εξεχωρήθη τω 1776, προτρέπει ημάς με τρόπον επιβλητικόν ίνα τιμήσωμεν και ημείς δια λόγου και έργου την παρακαταθήκην της Καππαδοκίας.
Όθεν, η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας προτιθεμένη ίνα προβάλη μίαν εισέτι φοράν την εκλεκτήν πνευματικήν προσωπικότητα των Αγίων της Καππαδοκίας, εν γένει, και ιδιαιτέρως την προσωπικότητα του Μεγάλου Βασιλείου, απεφάσισε, κατόπιν της ημετέρας προτάσεως, ίνα ανακηρύξη δι ὅλον το Πατριαρχείον της Ρουμανίας, το έτος 2009 ως «Αναμνηστικόν και επετειακόν έτος του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, Αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας (+379)», από την εις τα αιώνια εκδημίαν του οποίου συμπληρούνται 1630 χρόνια, και των άλλων Καππαδοκών Αγίων.
Εν τω πλαισίω τούτω, το Πατριαρχείον της Ρουμανίας δημοσιεύει, κατά το τρέχον έτος, δια πρώτην φοράν, «Τα άπαντα» του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου – σημειωτέον επί τούτου ότι πρόκειται περί κριτικής εκδόσεως! – και σειράν μελετών, τιτλοφορουμένη «Studia Basiliana», εις τρεις τόμους. Τα επόμενα έτη δημοσιευθήσονται και τα Άπαντα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης.
Εις αυτά προστίθεται πληθώρα εκλαϊκευτικών βιβλίων, τα οποία παρουσιάζουσι επιλεκτικώς και κατά θέματα, τα ωραιώτερα διδάγματα του Αγίου Βασιλείου και άλλων Αγίων της Καππαδοκίας, τόσον απαραίτητα και ψυχωφελή τω κλήρω και τοις ημετέροις πιστοίς.
Κατά το ίδιον αναμνηστικόν και επετειακόν έτος, εξεδόθη και επίχρυσον αργυρούν μετάλλιον, επί του οποίου αναπαρίσταται το πρόσωπον του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου. Αυτό το μετάλλιον προσφέρομεν μετά πολλής αγάπης τη Υμετέρα Παναγιότητι και πάσι τοις μέλεσι της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως.
Εις την αυτήν κατεύθυνσιν και εις την ιδίαν προοπτικήν, απεφασίσαμεν όπως, κατά το τρέχον έτος, το Προσκυνηματικόν Κέντρον «Ο Απόστολος Παύλος» του Πατριαρχείου Ρουμανίας εντατικοποιήση τας εν τη Καππαδοκία προσκυνηματικάς εκδρομάς. Ως απόδειξιν περί τούτου, ιδού η παρουσία πολλών Ορθοδόξων Ρουμάνων πιστών από την χώραν ημών, ακόμη και από την Ορθόδοξον Ρουμανικήν Επισκοπήν της Βορείου Ευρώπης (Σκανδιναυΐα), οι οποίοι συμπαρετάχθησαν ημίν κατά την πνευματικήν ταύτην εκδρομήν εις την Κωνσταντινούπολιν και Καππαδοκίαν.
Δια τούτο, ευελπιστούμεν ότι το φως της πανηγύρεως της Αναλήψεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού καθοδηγήσει τα ταπεινά βήματα των προσκυνητών επί τα ίχνη των μεγάλων Αγίων της Καππαδοκίας, οι οποίοι Άγιοι, μάρτυρες Χριστού όντες, καλούσιν ημάς ίνα «εις ύψους επάρωμεν όμματα και νοήματα... πετάσωμεν τας όψεις... επί τας ουρανίους πύλας», προς την αγάπην της Παναγίας Τριάδος.
Γρηγορώμεν, λοιπόν, και ατενίζομεν τους οφθαλμούς της ψυχής ημών προς τα αγαθά της Βασιλείας του Θεού, επειδή η Ανάληψις του Κυρίου καλεί πάντας ημάς εις αξιοπρέπειαν και αγιότητα, ανυψοί ημάς πέραν των πειρασμών του κόσμου τούτου, προτρέπει πάντας ημάς εις ουράνιον φρόνημα ίνα έχωμεν «νουν Χριστού» (βλ. Α’ Κορ. 4), ο Οποίος δωρίζεται ημίν ειρήνην και πνευματικήν χαράν.
Εις ένδειξιν βαθείας ευγνωμοσύνης δια την χαράν την οποίαν απεκομίσαμεν από, το συλλείτουργον εν τω Πατριαρχικώ Καθεδρικώ Ναώ της Κωνσταντινουπόλεως, θέλομεν ίνα προσφέρωμεν τη Υμετέρα Παναγιότητι, μετά βαθυτάτου σεβασμού και αδελφικής αγάπης, αυτό το άγιον ποτήριον και τα εγκόλπια ταύτα, εκ μέρους του Πατριαρχείου Ρουμανίας, ευχόμενοι όπως Χριστός ο Θεός δωρίση υμίν ειρήνην και χαράν, υγείαν, και πολλήν βοήθειαν, δια την διακονίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της αδελφικής πανορθοδόξου κοινωνίας.
- Εμφανίσεις: 133962