Μεγαλοπρεπής ο Εορτασμός του Αγ. Διονυσίου στη Ζάκυνθο
- Δημιουργηθηκε στις Τετάρτη, 17 Δεκεμβρίου 2008
-
Γράφτηκε από τον/την Romfea.gr
-
στο συγκλονιστικό παράστημα του Προστάτη και Πολιούχου των Ζακυνθίων, του οποίου το Σκήνωμα, με τη Χάρη του Θεού, δεν έχει αγγίξει ο κοσμοχαλαστής Χρόνος!
Στο πανεπίσημο, πανηγυρικό και πολυαρχιερατικό Συλλείτουργο προέστη ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος Β΄, φιλοξενούμενος αυτές της μέρες του Σεβ. Μητροπολίτη Ζακύνθου κ. Χρυσοστόμου Β΄ και της τοπικής Εκκλησίας.
Σε κάθε περίπτωση και μάλιστα κατά την τέλεση της σημερινής Θείας Λειτουργίας ο Μακαριώτατος αναδείχθηκε Πατέρας ευπροσήγορος, μειλίχιος και γλυκύς, προκαλώντας αισθήματα τιμής και σεβασμού εκ μέρους όσων τον συναναστράφηκαν και δέχτηκαν την ευλογία του.
Δυστυχώς, λόγω των κακών καιρικών συνθηκών, δεν έγινε η προγραμματισμένη Λιτάνευση του Αγίου Διονυσίου στην πόλη, αλλά μόνον μέχρι τα Προπύλαια του Ναού για την ευλογία του συγκεντρωμένου πλήθους των πιστών.
Μετά την Δέηση ενώπιον του Λειψάνου, ο Σεβ. Μητροπολίτης Ζακύνθου προσφώνησε θερμότατα τον Μακαριώτατο, δωρίζοντάς του μιαν Εμβάδα του Αγίου εκ μέρους της Μονής.
Στη συνέχεια ομίλησε κατάλληλα ο Αρχιεπίσκοπος, αντιδωρίζοντας στη Μονή έναν ασημένιο σταυρό ευλογίας, στον δε Μητροπολίτη Ζακύνθου ένα κεντημένο επιγονάτιο.
Έπειτα ο Αρχιεπίσκοπος απένειμε επιστηθίους σταυρούς, τόσο στον Καθηγούμενο της Μονής Στροφάδων και Αγ. Διονυσίου Αρχιμανδρίτη Διονύσιο Λιβέρη, όσο και στον Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο της Μητροπόλεως Ζακύνθου Πρωτοπρεσβύτερο Παναγιώτη Καποδίστρια.
Προσφώνηση Μητροπολίτη Ζακύνθου κ. Χρυσοστόμου:
Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμε,
Προσφιλέστατοι Άγιοι Αρχιερείς,
Εντιμότατοι Άρχοντες,
Λαέ του Θεού ευλογημένε,
Η Ζάκυνθος -νήσος Αγίων και Ποιητών, «ωραία και μόνη» κατά Κάλβον- παρά την άσχημη και δυσοίωνη κοινωνική συγκυρία για την πατρίδα μας, έχει ενδυθεί αυτές τις μέρες «ένδυμα αγαλλιάσεως» για δύο συγκεκριμένους λόγους:
Πρώτον, ότι τιμά και πανηγυρίζει τη μνήμη του προστάτη και πολιούχου της Αγίου Διονυσίου του θαυματουργού, του Οποίου το πανσεβάσμιο Σκήνωμα, αλώβητο από τους καιρούς, ορθώνεται μπροστά μας, ευλογώντας και αγιάζοντας τον λαό μας, και Δεύτερον, ότι κατ’ αυτάς μάς τιμάτε με την παρουσία Σας Εσείς Μακαριώτατε, ο Πρώτος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος κατά το ολιγόμηνο διάστημα της πηδαλιουχίας Σας έχετε δώσει αξιόλογα δείγματα γραφής και ποιμαντικής ευαισθησίας.
Στο πρόσωπό Σας όλη πλέον η πατρίδα μας διακρίνει τον Πατέρα, με ό,τι ετούτο προϋποθέτει ή συνεπάγεται.
Γνωρίζω, Μακαριώτατε, ότι δεν επιθυμείτε ν’ ακούτε λόγους επαινετικούς, ως φύσει και ουσία σεμνός. Εκείνο μόνο, το οποίο θα επιθυμούσα να επισημάνω στην ομήγυρή μας είναι ότι αναδεικνύεσθε συν τω χρόνω ως ο Αρχιεπίσκοπος της Σιωπής, μιας Σιωπής όμως που διδάσκει ή και τύπτει, καθώς άπαντες τριγύρω σας υψώνουν λόγον άνευ περιεχομένου και ουσίας, λόγον αδιέξοδο και θορυβώδη, λόγον υπερφίαλο και άχρηστο σε ύστατη ανάλυση.
Η Σιωπή Σας, γνωρίζουμε Μακαριώτατε, δεν είναι αδυναμία, αλλά άσκηση στην αυτοσυνειδησία και αυτομεμψία, προστάδιο πάντως για τα μεγάλα και σπουδαία που ετοιμάζετε υπέρ του λαού μας. Γι’ αυτό ακριβώς Σας υποληπτόμαστε και προσβλέπουμε στην ταπεινή Σας παρουσία ως αξίου προεστώτος της καθ’ Ελλάδα Ιεράς Συνόδου.
Όμως σήμερα, καθώς ευφραινόμαστε γύρω από το κοινό Ποτήριο της Θείας Ευχαριστίας τιμώντας συνάμα τον Άγιο της Συγνώμης, Σας παρακαλούμε να εξέλθετε από το ασκητήριο της Σιωπής και να μας μεταδώσετε από εκεί «λόγον αγαθόν» πνευματικής οικοδομής και παραμυθίας.
Αντιφώνηση Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου:
Σεβασμιώτατοι αδελφοί Αρχιερείς,
Εντιμότατοι άρχοντες,
Αγαπητοί μου λοιποί αδελφοί,
Με την ευγενική πρόσκληση και την άδεια του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ζακύνθου κ. Χρυσοστόμου, έχω τη χαρά και την ευλογία να προΐσταμαι της σημερινής Θείας Λειτουργίας και την τιμή να απευθύνω δι’ ολίγων λόγο παρακλητικό προς εσάς.
Συναχθήκαμε σήμερα επί το αυτό στη Θεία Λειτουργία για να εορτάσουμε την πανεύφημον μνήμη του πολιούχου της νήσου Ζακύνθου Αγίου Διονυσίου, επισκόπου Αιγίνης.
Στην ευαγγελική περικοπή, που μόλις προ ολίγου ακούσαμε, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έθεσε προ των οφθαλμών μας μερικές εικόνες και περιγραφές, οι οποίες διευκρινίζουν με απόλυτη σαφήνεια τι σημαίνει καλός ποιμένας για τη ζωή της Εκκλησίας.
Ταυτόχρονα, όμως, εάν κάποιος θελήσει να εμβαθύνει στα νοήματα και τις προτροπές του συγκεκριμένου ευαγγελικού αναγνώσματος και να προβληματισθεί σχετικά με το τι σημαίνουν όλα αυτά για το σήμερα, τότε αναπόφευκτα θα βρεθεί μπροστά σε καίρια και ουσιώση ερωτήματα και προβληματισμούς.
Η ευαγγελική περικοπή περιγράφει με τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών δυό διαφορετικούς τύπους ποιμένων:
Ο πρώτος είναι ο «ποιμήν ο καλός». Ο Κύριος είναι κατηγορηματικός: Καλός Ποιμένας είναι αυτός ο οποίος «την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων». Είναι αυτός που θυσιάζει την ύπαρξή του ολόκληρη για τους αδελφούς του. Είναι αυτός που διακονεί την Εκκλησία και το λαό του Θεού με την αφοσίωση και την αγαπητική ανιδιοτέλεια του καλού πατέρα.
Ο Ποιμήν ο καλός είναι βέβαια ο ίδιος ο Χριστός. Όμως οι αρχιερείς της Εκκλησίας και κατά προέκταση και κατ’ αναφορά εις αυτούς και οι ιερείς ιστάμεθα, εντός της Εκκλησίας, εις τύπον και τόπον Χριστού.
Καλούμαστε λοιπόν εμείς, οι Ποιμένες του λογικού Ποιμνίου του Χριστού, να είμεθα εις τύπον και τόπον Χριστού, διαθέτοντας και θυσιάζοντας την ύπαρξή μας υπέρ των λογικών προβάτων˙ υπέρ του ποιμνίου που ο Χριστός μας εμπιστεύθηκε, να διακονούμε ως πατέρες της Εκκλησιαστικής Οικογένειας.
Ο δεύτερος τύπος ποιμένος είναι αυτός που ο ίδιος ο Κύριος αποκαλεί «μισθωτό».
Μιλώντας με σύγχρονους όρους, θα λέγαμε ότι είναι εκείνος ο οποίος κατανοεί τον εαυτό του ως μισθοφόρο˙ ως ένα υπάλληλο μιας θρησκευτικής υπηρεσίας με αρμοδιότητα την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών κάποιων ανθρώπων.
Όμως αυτός ο ποιμένας δεν έχει αίσθηση ότι βρίσκεται εκεί εις τύπον και τόπον Χριστού. Δεν θεωρεί παιδιά του, δηλαδή σάρκα από τη σάρκα του, τους ανθρώπούς τους οποίους καλείται να υπηρετήσει ως κατά χάριν πατέρας των παιδιών του Θεού.
Γι’ αυτό και όταν έρχονται τα προβλήματα˙ όταν οι άνθρωποι δοκιμάζονται˙όταν εγείρονται απειλές καταρράκωσης και καταστροφής των ουσιωδών του βίου˙όταν φανεί ο λύκος να έρχεται - όπως παραβολικά λέει το ευαγγελικό κείμενο – τότε
αυτός ο ποιμένας φεύγει.
Εγκαταλείπει τα παιδιά του στο έλεος της καταστροφής, στις δυνάμεις του διχασμού και του κατακερματισμού τους, και δραπετεύει.
Και αυτά συμβαίνουν επειδή απλούστατα: «ο μισθωτός φεύγει, ότι μισθωτός εστι, και ου μέλει αυτώ περί των προβάτων» (Ιω. 10, 13)
Εδώ όμως πρέπει να διευκρινήσουμε κάτι, το οποίο είναι θεμελιώδες και ζωτικής σημασίας.
Η διάκριση μεταξύ «καλού» και «μισθωτού» ποιμένα δεν είναι καταρχάς ηθική.
Το καίριο πρόβλημα δεν είναι μια ηθική διάκριση μεταξύ του καλού και του κακού ποιμένα, αλλά κατ’ αρχήν η θεμελιώδης διαφοροποίηση μεταξύ του ποιμένα της Εκκλησίας και αυτού που ο κόσμος κατανοεί ως υπάλληλο μιας θρησκευτικής υπηρεσίας.
Η διαφοροποίηση όμως αυτή κρύβει πίσω της πολύ σοβαρά ζητήματα, τα οποία σχετίζονται άμεσα με φαινόμενα αποκλίσεων όχι μόνον του εκκλησιαστικού βίου από την ευαγγελική παράδοση, αλλά και της σύγχρονης κοινωνίας από τον ορθό τρόπο του «είναι» στην υποδούλωση της ζωής στο «φαίνεσθαι».
Ο Κύριος είναι σαφής και ως προς αυτό το σημείο.
Μιλώντας για τον εαυτό Του αναφέρει χαρακτηριστικά: «Εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός και γινώσκω τα εμά και γινώσκομαι υπό των εμών» (Ιω. 10, 14).
Ο καλός ποιμένας λοιπόν διακρίνεται από το γεγονός ότι γνωρίζει τα παιδιά του και αναγνωρίζεται από αυτά. Έχει, δηλαδή, προσωπικές σχέσεις με το ποίμνιό του. Αναγνωρίζει τους ανθρώπους γύρω του ως πρόσωπα και αυτοί τον γνωρίζουν ως πρόσωπο.
Σε αυτό το σημείο αναδύεται λοιπόν μια – θα τολμούσα να πω - τραγική πτυχή του συγχρόνου εκκλησιαστικού βίου, αλλά και της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας.
Όσον αφορά την Εκκλησία, σήμερα ζούμε μια αντίφαση. Η θεολογία μας και η Παράδοσή μας δεν γνωρίζουν άλλο τρόπο ύπαρξης του ανθρώπου και άλλη ποιότητα ανθρωπίνων σχέσεων παρά αυτήν κατά την οποίαν εν Χριστώ και εν τη Ευχαριστία «εν σώμα οι πολλοί εσμεν» (Α Κορ. 10, 17). Κανείς δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον άλλο.
Κατά συνέπεια δεν υπάρχουν απρόσωπες ποιμαντικές σχέσεις και η Εκκλησία δεν υπάρχει για να εξυπηρετεί ατομικές θρησκευτικές ανάγκες ψυχολογικού η συναισθηματικού τύπου, αλλά για να καθίσταται συνεχώς εφικτή η ενότητα των ανθρώπων.
Για να μπορούν οι άνθρωποι να απελευθερωθούν από τη δουλεία του ατομοκεντρικού εγωϊσμού και να συναντηθούν στην ελευθερία των προσωπικών σχέσεων αγάπης, ομόνοιας και ειρήνης: «ίνα ώσι εν καθώς ημείς εν εσμεν» (Ιω. 17, 22).
Η Εκκλησία δεν είναι ούτε θρησκευτικό σωματείο ούτε ιδεολογική παράταξη, αλλά τρόπος ζωής.
Γι’ αυτό τον καλό ποιμένα δεν ενδιαφέρει η τυπολατρεία αλλά η ουσία. Ο καλός ποιμένας δεν είναι απρόσωπος θεματοφύλακας θρησκευτικών τύπων, αλλά βιωματικός εκφραστής των συνεπειών εκείνης της κατά Θεόν σχέσης, η οποία συνεπάγεται να γνωρίζεις το ποίμνιό σου προσωπικά˙ να είσαι γνώστης και μέτοχος των προβλημάτων του˙ να θέτεις την ψυχή σου υπέρ αυτού.
Και έτσι να σε γνωρίζουν, να σε αναγνωρίζουν και να εμπιστεύονται ότι ο δρόμος που τους δείχνεις είναι ο σωστός. Είναι ο δρόμος του Θεού.
Αυτή ακριβώς η σύγχυση μεταξύ ατομισμού και προσωπικών σχέσεων, η οποία φαίνεται μερικές φορές να αλλοιώνει δραματικά τον εκκλησιαστικό βίο, είναι επίσης ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία που δηλητηριάζουν και οδηγούν σε κρίση και αδιέξοδο και τον ευρύτερο κοινωνικό βίο, αλλά και τον πολιτισμό μας ολόκληρο.
Ο σύγχρονος πολιτισμός δίνει έμφαση στην ατομικότητα.
Στη διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων.
Στην προτεραιότητα του εγώ έναντι του εμείς.
Όταν όμως μένουμε σε αυτό το επίπεδο, όταν ο άνθρωπος κατανοείται και κατανοεί τον εαυτό του ως άτομο και όχι ως πρόσωπο, αυτή του η επιλογή δεν είναι άμοιρη συνεπειών.
Με τον ίδιο τρόπο που ο «μισθωτός», ο οποίος δεν έχει πίστη και όραμα και δεν διακατέχεται από αίσθηση προσωπικής ευθύνης απέναντι σε προσωπικές υπάρξεις, δεν είναι ποιμένας, το ίδιο ισχύει και για τον δάσκαλο που είναι μισθωτός ενός εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο αγνοεί τι σημαίνει παιδεία˙ τον πολιτικό που λειτουργεί ως «μισθωτός» της κομματικής συντεχνίας, ο,τι χρώμα και να έχει αυτή και δεν λειτουργεί κατ’ αρχήν ως γνήσιος μέτοχος και εκφραστής των ανθρώπων που εκπροσωπεί στον τομέα της διακονίας του˙ τον γιατρό που εκπαιδεύεται να θεραπεύει ασθένειες και όχι ασθενείς˙ τον δημόσιο υπάλληλο που μαθαίνει να εξυπηρετεί απρόσωπους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και όχι προσωπικές ανάγκες και προβλήματα των συνανθρώπων του.
Έτσι οδηγούμαστε σε απρόσωπες οικογενειακές σχέσεις, σε απρόσωπο σύστημα, σε απρόσωπους διοικητικούς μηχανισμούς κ.ο.κ.
Δεν υπάρχει λοιπόν διέξοδος; Δεν υπάρχουν παραδείγματα, που να υποδεικνύουν ότι υπάρχει και άλλος δρόμος, και άλλη επιλογή από αυτήν που κυριαρχεί σήμερα στη ζωή μας;
Δεν χρειάζεται, αδελφοί μου, να κοιτάξουμε πολύ μακριά για να ανακαλύψουμε την απάντηση. Ας στρέψουμε απλά λίγο τη ματιά και την προσοχή μας στο ζωντανό παράδειγμα που έχουμε σήμερα μπροστά στα μάτια μας:
Ο Άγιος Διονύσιος, τη μνήμη του οποίου εορτάζουμε σήμερα, έχει σημαδέψει την ιστορία με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Όταν τον πλησίασε ο φονιάς του αδελφού του για να εξομολογηθεί μετανοημένος για το έγκλημά του, ο άγιος φανέρωσε με τον πιο εναργή και αδιάψευστο τρόπο τι σημαίνει εν Χριστώ υπέρβαση της ατομικότητας. Αν δρούσε με κριτήριο τη θιγμένη και αιματοβαμμένη ατομική του οδύνη και την προστασία των δικαιωμάτων του ως αδελφός του δολοφονημένου, θα έπρεπε να καταδώσει τον φονιά του.
Λειτουργώντας όμως ως καλός ποιμένας εκτιμά την μετάνοια, δημιουργεί προσωπική σχέση με τον μετανοούντα και ταυτόχρονα τον βοηθά να κτίσει την προσωπική του σχέση με τον Θεό. Αυτή είναι η ουσιαστική σωτηρία, ανεξάρτητα τι θα γίνει μετά κατά την κοσμική διαδικασία για τη λύση του δράματος.
Όμως αυτό το θαυμαστό γεγονός δεν έγινε τυχαία και παρεπιπτόντως. Είναι καρπός μακρού και επίπονου αγώνα του αγίου να ζήσει κατά Θεόν και να γίνει έτσι δοχείο και εκφραστής του αγίου Πνεύματος.
Αδελφοί μου,
Σήμερα, που ο ατομικός ευδαιμονισμός με τις γνωστές του συνέπειες:
* την καλλιέργεια της φιλαυτίας,
* την επικράτηση της απληστίας,
* την κυριαρχία της διαπλοκής και της αδιαφορίας για τον δοκιμαζόμενο πλησίον, η Εκκλησία καλείται να φανερώσει δυναμικά την αλήθειά της. Να αντιτάξει στα φαινόμενα της εγωκεντρικής παρακμής τη δημιουργική δύναμη της αγάπης.
Να τροφοδοτήσει τον πολιτισμό με τη σημασία που έχει η υπέρβαση του εγώ προς χάριν του εμείς.
Η Εκκλησία σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε ίσως, έχει χρέος να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για την τροφοδοσία του κοινωνικού γίγνεσθαι με ο,τι είναι δυνατόν να καλλιεργεί ήθος, νόημα ζωής και τρόπους να ξεπεράσουμε την ατομοκεντρική και αδιέξοδη πορεία του κοινωνικού μας βίου.
Στην αμηχανία του κόσμου για το πως μπορεί η ζωή να είναι γεμάτη νόημα, και πως μπορούν οι άνθρωποι να γνωρίζονται προσωπικά μεταξύ τους, συγκροτώντας πολιτισμό προσώπων και όχι ατομικοτήτων, έχει να παραθέσει το παράδειγμα των αγίων της.
Ας ευχηθούμε λοιπόν, η σημερινή μας προσωπική συνάντηση με τον πολυούχο της Ζακύνθου άγιο Διονύσιο, να αποτελέσει απαρχή για προσπάθεια να μετακινηθούμε από το εγώ στο εμείς.
Και τούτο όχι μόνο για το καλό το δικό μας, αλλά και για το καλό των πλησίον μας και της χώρας μας
- Εμφανίσεις: 64591