"Ένας χρόνος χωρίς τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο"

ImageΤα ξημερώματα της Δευτέρας (05:15) 28 Ιανουαρίου 2008, εκοιμήθη ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος στην Αρχιεπισκοπική κατοικία στο Παλαιό Ψυχικό, μετά από ολιγόμηνη μάχη με την επάρατο νόσο. 

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έδωσε επί επτά ολόκληρους μήνες μάχη με τον καρκίνο, με σθένος και υποδειγματική ψυχική δύναμη.

 

Παρακάτω παραθέτουμε τους δύο συγκινητικούς επικήδειους λόγους για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο «εις μνημόσυνον αιώνιον…», του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμου.

 

Επικήδειος Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου:

 

Μακαριώτατοι,

 

Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Καρυστίας και Σκύρου κύριε Σεραφείμ, Τοποτηρητά του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου των Αθηνών, Εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας, Σεβασμία Ιεραρχία της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, Εξοχώτατε κύριε Πρωθυπουργέ μετά των επιλέκτων μελών του Υπουργικού Συμβουλίου,Εξοχώτατοι, Πατέρες, Αδελφοί, πενθηφόρε Λαε,

 

Χρέος αγάπης και ευθύνης επιτελούντες και κομίζοντες την παραμυθίαν και φιλοστοργίαν της Μητρός Εκκλησίας προς όλους υμάς, εξήλθομεν από της εν Φαναρίω ιεράς σκηνής και αφίχθημεν ενταύθα δια να προπέμψωμεν σήμερον ομοθυμαδόν, εν δεδικαιολογημένη θλίψει, τον δια τας αιωνίους μονάς αναχωρήσαντα αγαπητόν αδελφόν ημών νυν μακαριστόν Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος και Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος κυρόν Χριστόδουλον, και να απευθύνωμεν αυτώ τον έσχατον αποχαιρετιστήριον λόγον ως εκ μέρους και δια των αισθημάτων πασών των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, ενώπιον συμπάσης της τεθλιμμένης Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώπιον ποιμένων και ποιμαινομένων, αρχόντων και πιστού λαού, κληρικών και λαϊκών, μοναχών τε και μοναζουσών.

 

Και όντως, ατενίζομεν πεφορτισμένοι δια βαθείας συγκινήσεως «ποίμνιον ηπορημένον και καταβεβλημένον... γέμον αθυμίας και κατηφείας» δια την στέρησιν του καλού ποιμένος αυτού, κατά τον λόγον του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.

 

Είναι φυσικόν τούτο, διότι δεν είναι δυνατόν να είμεθα απαθείς προς το συμβάν και να μη αισθανώμεθα την ζημίαν, όμως ου πρέπον υπό της λύπης καταπίπτειν κατά το παράγγελμα του Αποστόλου Παύλου, προτρέποντος «μη λυπήσθε ως και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (Α Θεσ. 4, 13).

 

 

Και έχομεν την ελπίδα ότι ο καλός ποιμήν μεταβαίνει από του «παρόντος και ουχ εστώτος κόσμου» εις τον «νοούμενον και μένοντα», τον «πάσης ελεύθερον ταραχής και συγχύσεως».

 

Είναι δε συγχρόνως η παρούσα εσχάτη εκδημία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, ο οποίος καθ  λον τον βίον αυτού ουκ ενάρκησεν εκδημών εις τας εσχατιάς της Ελλαδικής γης δια να στηρίξη εις Χριστόν τον λαόν, υπόμνησις ότι και ημείς «προς Δεσπότην αγαθόν επειγόμεθα, και βελτίων η κατοικία της παροικίας».

 

Διότι, αυτό το οποίον είναι δι  σους πλέουν εις το τρικυμιώδες πέλαγος ο εύδιος λιμήν, τουτ  ατ είναι δια τούς εις το πέλαγος του παρόντος βίου πλέοντας η μετάστασις και μετάθεσις προς τον φιλάνθρωπον Δεσπότην ημών Χριστόν.

 

Η αγάπη του Θεού, «πόρρωθεν το περί έκαστον ημών συμφέρον προβλεπομένου»,  εκάλεσε τον αείμνηστον Αδελφόν ίνα αναπαυθή από της δοκιμασίας της ασθενείας, η οποία εν τέλει κατά την πρόνοιαν του Κυρίου καθίσταται εφόδιον ζωής και καθάρσεως.

 

Εθαυμάσαμεν και εμακαρίσαμεν τον αδελφόν Χριστόδουλον κατά το έσχατον στάδιον της ασθενείας αυτού συνομιλούντα γενναίως μετά του θανάτου και αντεχόμενον μετ  μπιστοσνης της χειρός του Θεού και καθ  μραν βεβαιούμενον από τον «δυνάμενον σώζειν αυτόν εκ θανάτου» Θεόν (Εβρ. 5, 7), Όστις «θάνατον ουκ εποίησεν», αλλά δια του αναστάντος Κυρίου επάτησε τον θάνατον. «Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο· είη το όνομα του Κυρίου ευλογημένον» (Ιωβ 21, 5) από του νυν και έως του αιώνος, ως ανεφώνησεν ο πολύτλας Ιωβ.

 

Δεχόμενος τούς λόγους των Αγίων Πατέρων, ότι αι θλίψεις παραχωρούνται ημίν «είτε εις κάθαρσιν και της μικράς ιλύος, είτε εις βάσανον αρετής και πείραν φιλοσοφίας, είτε εις παίδευσιν των ασθενεστέρων εν εκείνω μανθανόντων το καρτερείν, αλλά μη εκκακείν τοις πάθεσιν», ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος, ως τύπος του αρχιποίμενος Χριστού, εβάδισε την ιδίαν σταυρικήν οδόν του αγιαστικού πόνου, την οποίαν βαδίζουν καθ’ εκάστην χιλιάδες αδελφοί ημών εν τη κλίνη της ασθενείας, δια να παράσχη παραμυθίαν εις αυτούς.

 

Αληθώς, η καρτερία, η αξιοπρέπεια και η πίστις του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου, υπολιμπάνοντος υπογραμμόν και παράδειγμα ημίν τοις περιλειπομένοις, συνεκίνησαν το πανελλήνιον και πέραν αυτού.

 

Μετά συγκινήσεως κατά την εξόδιον ταύτην στιγμήν ενθυμούμεθα την εκ νεότητος ολοτελή αφιέρωσίν του εις τον Θεόν, την λιπαράν μόρφωσιν και το υψηλόν ήθος του, την αφοσίωσιν αυτού εις την λατρευτικήν και λειτουργικήν ζωήν της Εκκλησίας, το νυχθήμερον επίμοχθον πρόγραμμα και τον ακάματον ζήλον του, τον φλογερόν κηρυκτικόν και μυσταγωγικόν λόγον του προς τον λαόν και προς την νεότητα, την συμπάθειάν του προς τούς πάσχοντας και εν ανάγκαις όντας, τας παρεμβάσεις του δια την επικράτησιν των πνευματικών αξιών, ιδία την προσήλωσίν του εις την Ελληνικήν ιδιαιτερότητα και τας παραδόσεις του ευσεβούς Γενους μας.

 

Εξ ετέρου, η ικανή οργάνωσις και πολύπλευρος προσφορά αυτού και εις τον τομέα της κοινωνικής και φιλανθρωπικής δράσεως θα μείνη ευδιάκριτος. Δια ταύτης ο μακαριστός αδελφός και συλλειτουργός επλούτισε την Εκκλησίαν της Ελλάδος, αλλά συγχρόνως συνέβαλε μεγίστως και εις την σύσφιγξιν του πνευματικού συνδέσμου μεταξύ πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών και εις την στήριξιν και στερέωσιν της εν Αφρική ιεραποστολής. Χαρις εις αυτήν την δράσιν του η Εκκλησία της Ελλάδος υπήρξε το στήριγμα και η παραμυθία του Ελληνικού Λαού, αλλά και πλείστων άλλων εκτός Ελλάδος αναξιοπαθούντων αδελφών ημών, εις καιρούς δυσχειμέρους και στιγμάς τραγικάς, εν Σερβία, Ρωσσία, Λιβάνω και πολλαίς άλλαις εμπεριστάτοις περιοχαίς. «Τις πένησιν η την ψυχήν συμπαθέστερος η την χείρα δαψιλέστερος» αυτού, «ως οικονόμος δε αλλοτρίων διενοείτο περί των ιδίων, επικουφίζων την πενίαν εις δύναμιν», κατά τον Άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον.

 

Εκ παραλλήλου, ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος, καίπερ τελών εν γονίμω και ζωηρώ διαλόγω δια τα προκύπτοντα προβλήματα μετά της Μητρός Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, εγγύς ενίοτε συγκρούσεων, κατά βάθος εσέβετο τον θεσμόν του Οικουμενικού Θρόνου και προσέβλεπεν εις την Μητέρα Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως ως προς την κιβωτόν και την ευσεβή πηγήν του Γενους, εκτιμών την μακραίωνα ιστορίαν και πολύτιμον οικουμενικήν προσφοράν αυτής.

 

Πεποίθαμεν, ότι νυν εν ουρανοίς, απηλλαγμένος των γηΐνων, επιθυμεί και εύχεται να κυριαρχή πάντοτε η ενότης και η σύμπνοια εις τας σχέσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών και η συνάθροισις  Προκαθημένων και εκπροσώπων αυτών πέριξ του σκήνους αυτού επιβεβαιοί την βούλησιν της ημετέρας Μετριότητος προσωπικώς και πάντων δια την συνέχισιν αυτών υπό το πνεύμα τούτο του αμοιβαίου σεβασμού, αδελφικής εμπιστοσύνης και ειρηνικής συμπορεύσεως, δια την καλλιέργειαν του οποίου φιλοτίμως και επιτυχώς ειργάσθη.

 

 

Όμως, μακάριος όστις θησαυρίζει και δια την αιωνιότητα. Μακάριος και ο εκλιπών, διότι ηυλογήθη να διακρίνη πέραν των επιγείων, να ετοιμασθή δια τα επέκεινα της επιγείου ζωής, τα αιώνια και άφθαρτα, τα οποία θα συνοδεύουν αυτόν ες αεί. Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού έχει κεφαλήν Αυτόν τον ίδιον, ως λέγει ο θείος Παύλος: «Ο Χριστός κεφαλή της Εκκλησίας, και αυτός εστι σωτήρ του σώματος» (Εφεσ. 5, 23). Ημείς δε είμεθα διάκονοι Αυτού, «πάροικοι και παρεπίδημοι» (Α Πετρ. 2, 11), ερχόμεθα και παρερχόμεθα, μένομεν εν αυτή ίνα σωθώμεν.

 

Διαπύρως, λοιπόν,  και εκτενώς δεόμεθα, ομού μετά πάντων των αδελφών Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος, των αγίων Προκαθημένων και εκπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, των Εξοχωτάτων Αρχόντων του τόπου και παντός του κλήρου και του λαού και των μοναχικών ταγμάτων,  ίνα ο Κυριος ημών «ως ολοκάρπωμα λογικόν, ιερείον πνευματικόν αντί νομικού θύματος καλώς δαπανώμενον» δεχθή τούς υπέρ της Εκκλησίας κόπους και τας οδύνας της ασθενείας του αοιδίμου αδελφού.

 

Ας ευχηθώμεν κατά την στιγμήν ταύτην, κατά την οποίαν ο επίγειος βίος του αγαπητού αδελφού ημών διακόπτεται, υπέρ μακαρίας μνήμης, αναπαύσεως και αφέσεως των αμαρτιών του προπεμπομένου νυν εις την αιωνιότητα μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου.

 

Ευχηθώμεν ίνα προσλάβη την μακαρίαν αυτού ψυχήν προθύμως ο φιλεύσπλαγχνος Δεσπότης και Θεός ημών εις την αιωνίαν και άλυπον ζωήν, την εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα εις τούς αιώνας των αιώνων. Αμήν.

 

Επικήδειος Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμου:

 

Α­δελ­φοί,

 

Τις πρώ­τες πρω­ϊ­νές ώ­ρες και πριν α­κό­μη φέ­ξη το φυ­σι­κό φως του ου­ρα­νού, στο Εκ­κλη­σι­α­στι­κό Κτί­ρι­ο της αρ­χι­ε­πι­σκο­πι­κής κα­τοι­κί­ας στο Ψυ­χι­κό της Ατ­τι­κής, έ­νας ι­ε­ρός άν­δρας, έ­να πο­λύ­τι­μο κό­σμη­μα της δω­ρε­άς του Θε­ού στην Εκ­κλη­σί­α Του, α­φή­κε την τε­λευ­ταί­α του πνο­ή, πα­ρα­δί­δο­ντας την ψυ­χή του σε Κεί­νον που την εί­χε πλά­σει.

 

Έκ­πλη­κτοι οι θε­ρά­πο­ντες ι­α­τροί και οι άν­θρω­ποι οι δι­κοί του, στά­θη­καν ε­νε­οί μπρο­στά στον α­νε­πι­θύ­μη­το ε­πι­σκέ­πτη, τον θά­να­το.

 

Το ση­μεί­ο του σταυ­ρού α­πό τους πα­ρό­ντες ε­πε­σφρά­γι­σε το «μυ­στή­ρι­ο» του θα­νά­του. Ο Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Α­θη­νών και πά­σης Ελ­λά­δος Χρι­στό­δου­λος ή­ταν νε­κρός.

 

Το ω­ρο­λό­γι­ο της ι­στο­ρί­ας της α­γι­ω­τά­της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος εί­χε στα­μα­τή­σει. Σαν το φως με­τά τα χα­ρά­μα­τα, δι­α­δό­θη­κε τα­χύ­τα­τα η εί­δη­ση της εκ­δη­μί­ας του Αρ­χι­ε­πι­σκό­που Χρι­στο­δού­λου, που ήλ­θε και ε­πά­γω­σε τις καρ­δι­ές των Ελ­λή­νων α­π’ ά­κρου εις ά­κρον της ελ­λη­νι­κής πα­τρί­δας και ε­κτός αυ­τής στον α­πό­δη­μο Ελ­λη­νι­σμό.

 

Βα­ρύ­τα­το το πέν­θος, α­νε­κτί­μη­τος η α­πώ­λει­α, σκλη­ρός ο α­πορ­φα­νι­σμός, παν­στρα­τι­ά οι δα­κρύ­ο­ντες γι­α την στέ­ρη­σή τους α­πό τον πνευ­μα­τι­κό πα­τέ­ρα, παλ­λα­ϊ­κή και σε ε­πί­πε­δο θε­σμι­κών και δι­α­κε­κρι­μέ­νων προ­σω­πι­κο­τή­των η ο­μο­λο­γί­α ό­τι η Ορ­θό­δο­ξος Εκ­κλη­σί­α της Ελ­λά­δος ε­στε­ρή­θη του Αρ­χι­ε­πι­σκό­που Α­θη­νών Χρι­στο­δού­λου, αν­δρός ι­ε­ρού, ευ­παι­δεύ­του, εκ­κλη­σι­α­στι­κού, ευ­γε­νούς, χα­ρι­σμα­τι­κού, ευ­τόλ­μου, φι­λαν­θρώ­που και φι­λο­πά­τρι­δος.

 

Ταυ­τό­χρο­να με την θλί­ψη, μέ­σα α­πό τα α­πο­θέ­μα­τα της ορ­θο­δό­ξου πνευ­μα­τι­κό­τη­τος, α­νέ­τει­λε α­πό τις ψυ­χές των πι­στευ­ό­ντων Χρι­στι­α­νών, κλή­ρου και λα­ού, η κα­τα­φυ­γή στον αι­ώ­νι­ο λό­γο του Σω­τή­ρος Χρι­στού γι­α τον θά­να­το· «Μη θαυ­μά­ζε­τε τού­το ό­τι έρ­χε­ται ώ­ρα εν η πά­ντες οι εν τοις μνη­μεί­οις α­κού­σο­νται της φω­νής αυ­τού και εκ­πο­ρεύ­σο­νται οι τα α­γα­θά ποι­ή­σα­ντες εις α­νά­στα­σιν ζω­ής» (Ι­ω. 5,28-29). Και ο θε­ό­πνευ­στος μέ­γας Α­πό­στο­λος Παύ­λος συμ­βου­λεύ­ει· «Ου θέ­λο­μεν υ­μάς α­γνο­είν πε­ρί των κε­κοι­μη­μέ­νων, ί­να μη λυ­πή­σθε κα­θώς και οι λοι­ποί οι μη έ­χο­ντες ελ­πί­δα» (Α Θεσσ. 4,13).

 

Πο­λύ­φω­τος ου­ρα­νός η Εκ­κλη­σί­α α­ντι­φεγ­γί­ζου­σα την δό­ξα της μο­ναρ­χού­σης στον κό­σμο Τρι­ση­λί­ου Θε­ό­τη­τος, στρέ­φει τους προ­βο­λείς της, δι­δα­κτι­κά, α­πο­κα­λυ­πτι­κά και στον πε­ρί­πυ­στο αρ­χι­ε­πι­σκο­πι­κό θρό­νο της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος, ό­που ο κε­κοι­μη­μέ­νος Προ­κα­θή­με­νος αυ­τής Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Χρι­στό­δου­λος δι­έ­θε­σε τις δω­ρε­ές του Θε­ού και τα αν­θρώ­πι­να χα­ρί­σμα­τα, που με την σει­ρά τους α­ντα­να­κλούν πνευ­μα­τι­κά πά­νω στα ε­κα­τομ­μύ­ρι­α των ψυ­χών του πλη­ρώ­μα­τος της στρα­τευ­ο­μέ­νης Εκ­κλη­σί­ας.

 

Κλί­νου­σα γό­νυ σε­βα­σμού ευ­γνω­μο­σύ­νης και ευ­χα­ρι­στι­ών η Εκ­κλη­σί­α της Ελ­λά­δος δι­α της σε­πτής Ι­ε­ραρ­χί­ας αυ­τής, προς τον «μα­κα­ρί­α τη λή­ξει γε­νό­με­νον» α­οί­δι­μο Αρ­χι­ε­πί­σκο­πο Χρι­στό­δου­λο, δη­μι­ουρ­γεί και ο­νο­μά­ζει στα­θμό α­να­φο­ράς ό­λη την αρ­χι­ε­πι­σκο­πεί­α του, στην ο­ποί­α κα­τα­φαί­νε­ται, «θεί­α συ­νάρ­σει» η ε­ξε­λίξι­μη, προ­ϊ­ού­σα και ευ­λο­γη­μέ­νη πα­ρά του Θε­ού Εκ­κλη­σί­α της Ελ­λά­δος προς τον σκο­πό της εκ­πλη­ρώ­σε­ως της υ­ψη­λής α­πο­στο­λής της.

 

Υ­πεί­κο­ντες στην πα­ρα­δε­δο­μέ­νη τε­λε­τουρ­γι­κή τα­κτι­κή της α­γί­ας μας Εκ­κλη­σί­ας κα­τά τις ι­ε­ρές εκ­δη­μί­ες των εκ­κλη­σι­α­στι­κών προ­σω­πι­κο­τή­των, να πα­ρα­τί­θε­νται συ­νο­πτι­κώς τα βι­ο­γρα­φι­κά αυ­τών, πα­ρα­θέ­το­μεν τα α­κό­λου­θα, ως μί­α συ­νο­πτι­κή ε­νη­μέ­ρω­ση:

 

Ο κε­κοι­μη­μέ­νος Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Α­θη­νών και πά­σης Ελ­λά­δος κυ­ρός Χρι­στό­δου­λος, κα­τά κό­σμο Χρή­στος Πα­ρα­σκευ­α­ΐ­δης του Κων­στα­ντί­νου και της Βα­σι­λι­κής, γεν­νή­θη­κε στην Ξάν­θη της Δυ­τι­κής Θρά­κης το 1939.

 

Το 1941 η οι­κο­γέ­νει­ά του με­τοι­κί­ζει στην Α­θή­να. Στην Α­θή­να ο Χρι­στό­δου­λος α­να­πτυσ­σό­με­νος πνευ­μα­τι­κά μέ­σω των κα­τη­χη­τι­κών ευ­και­ρι­ών της ε­νο­ρί­ας της α­γί­ας Ζώ­νης Κυ­ψέ­λης, ε­φοί­τη­σε στη Λε­ό­ντει­ο Σχο­λή και ε­σπού­δα­σε στη Νο­μι­κή Σχο­λή (1956-1961) και στη Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή (1962-1967) του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Α­θη­νών, με βα­θμό και εκ των δύ­ο σχο­λών Ά­ρι­στα.

 

Ταυ­το­χρό­νως σπού­δα­σε βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή στο Ω­δεί­ο Α­θη­νών και ε­πε­δό­θη στην ε­κμά­θη­ση ξέ­νων γλωσ­σών. Το Μάρ­τι­ο του 1981 α­να­γο­ρεύ­ε­ται δι­δά­κτωρ του Κα­νο­νι­κού Δι­καί­ου α­πό την Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή του Α­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης.

 

Α­κο­λου­θή­σας τον ά­γα­μο εκ­κλη­σι­α­στι­κό βί­ο, το 1961 ε­χει­ρο­το­νή­θη­κε δι­ά­κο­νος και το 1965 πρε­σβύ­τε­ρος και ως αρ­χι­μαν­δρί­της το­πο­θε­τεί­ται προ­ϊ­στά­με­νος και ι­ε­ρο­κή­ρυξ στον ι­ε­ρό Να­ό της Πα­να­γί­τσας Πα­λαι­ού Φα­λή­ρου, ό­που α­νέ­πτυ­ξε πλου­σι­ω­τά­τη ποι­μα­ντι­κή και ι­ε­ρα­πο­στο­λι­κή δρά­ση.

 

Την ί­δι­α πε­ρί­ο­δο α­να­λαμ­βά­νει, κα­τό­πιν δι­α­γω­νι­σμού, κα­θή­κο­ντα γραμ­μα­τέ­ως της Ι­ε­ράς Συ­νό­δου και στη συ­νέ­χει­α αρ­χι­γραμ­μα­τεύ­ο­ντος αυ­τής. Τον Ι­ού­λι­ο του έ­τους 1974 ε­κλέ­γε­ται Μη­τρο­πο­λί­της Δη­μη­τρι­ά­δος, με έ­δρα τον Βό­λο, ό­που α­να­πτύσ­σει πλού­σι­α και πο­λι­σχι­δή δρά­ση, με πρω­το­βου­λί­ες που το πρώ­τον ε­φηρ­μό­σθη­σαν σε το­πι­κή Εκ­κλη­σί­α. Η Ι­ε­ρά Σύ­νο­δος της Εκ­κλη­σί­ας τον ε­χρη­σι­μο­ποί­η­σε πολ­λά­κις σε δι­α­φό­ρους το­μείς και σε α­πο­στο­λές μα­ζύ και με άλ­λους Ι­ε­ράρ­χες γι­α σο­βα­ρό­τα­τα ζη­τή­μα­τα της Εκ­κλη­σί­ας.

 

Χη­ρεύ­σα­ντος του αρ­χι­ε­πι­σκο­πι­κού θρό­νου των Α­θη­νών, με­τά την εκ­δη­μί­α του μα­κα­ρι­στού Αρ­χι­ε­πι­σκό­που κυ­ρού Σε­ρα­φείμ Τί­κα την 10η Α­πρι­λί­ου 1998, η Ι­ε­ρά Σύ­νο­δος της Ι­ε­ραρ­χί­ας της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος, ε­ξέ­λε­ξε τον α­πό Δη­μη­τρι­ά­δος Μη­τρο­πο­λί­τη Χρι­στό­δου­λο, την 28η Α­πρι­λί­ου 1998, νο­μί­μως και κα­νο­νι­κώς, Αρ­χι­ε­πί­σκο­πο Α­θη­νών και πά­σης Ελ­λά­δος, ως τον 19ο α­πό της Πα­λιγ­γε­νε­σί­ας του Ελ­λη­νι­κού Κρά­τους Αρ­χι­ε­πί­σκο­πο με α­πό­λυ­τα νό­μι­μες, κα­νο­νι­κές, δη­μο­κρα­τι­κές και συ­νο­δι­κές δι­α­δι­κα­σί­ες και μά­λι­στα υ­πό της Συ­νό­δου της Ι­ε­ραρ­χί­ας της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος.

 

Α­πό την δι­α­δι­κα­σί­α της εν­θρο­νί­σε­ως την 9η Μα­ΐ­ου 1998, ε­κτός α­πό τις εν­θου­σι­ώ­δεις εκ­δη­λώ­σεις του ευ­σε­βούς λα­ού και πέ­ραν της ε­φαρ­μο­γής των νο­μο­κα­νο­νι­κών δι­α­τά­ξε­ων, ο Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Χρι­στό­δου­λος κα­τέ­λι­πε δύ­ο μνη­μει­ώ­δη κεί­με­να πνευ­μα­τι­κού, εκ­κλη­σι­α­στι­κού και νο­μο­κα­νο­νι­κού πε­ρι­ε­χο­μέ­νου.

 

1ο Τον εν­θρο­νι­στή­ρι­ο λό­γο του και 2ο Την ει­σα­γω­γι­κή ο­μι­λί­α του ε­νώ­πι­ον της Ι­ε­ραρ­χί­ας της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος, κα­τά την πρώ­τη σύ­γκλη­ση αυ­τής υ­πό την προ­ε­δρί­α του την 6η Ο­κτω­βρί­ου 1998.

 

Τα δύ­ο κεί­με­να αυ­τά ή­σαν οι προ­άγ­γε­λοι και προ­πο­μποί γι­α τις ε­νέρ­γει­ες, τις πρω­το­βου­λί­ες, τις ε­μπνεύ­σεις και τις δρά­σεις του νέ­ου Αρ­χι­ε­πι­σκό­που, ο ο­ποί­ος κυ­ρι­ο­λε­κτι­κώς, ερ­γα­ζό­με­νος νυ­χθη­με­ρόν και κι­νού­με­νος προς «πά­σαν α­να­γκαί­αν χρεί­αν» ε­πε­λή­φθη ε­γκαί­ρως της με­γά­λης και δυ­σχε­ρούς α­πο­στο­λής που α­παι­τεί το ευ­λο­γη­μέ­νο, αλ­λά κο­πι­ώ­δες και ρι­ψο­κίν­δυ­νο έρ­γο του Αρ­χι­ε­πι­σκό­που της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος.

 

Το ση­μα­ντι­κώ­τε­ρο κα­τόρ­θω­μα του Αρ­χι­ε­πι­σκό­που Χρι­στο­δού­λου εί­ναι το γε­γο­νός ό­τι ε­το­πο­θέ­τη­σε την Εκ­κλη­σί­α στο κέ­ντρο του εν­δι­α­φέ­ρο­ντος, των προ­βλη­μα­τι­σμών και της ε­πι­και­ρό­τη­τος.

 

Με τον με­στό λό­γο, αλ­λά και τις ευ­φυ­είς πα­ρεμ­βά­σεις του σε θέ­μα­τα κα­τα­λυ­τι­κά γι­α την πνευ­μα­τι­κή και η­θι­κή ζω­ή του τό­που, κα­τώρ­θω­σε να α­να­δεί­ξη τις θέ­σεις της Εκ­κλη­σί­ας και να υ­πο­στα­σι­ά­ση την προσ­δο­κί­α της «άλ­λης φω­νής» στην πο­λυ­φω­νι­κή Βα­βέλ των δι­α­φό­ρων σκο­πών και σκο­πι­μο­τή­των.

 

Πρώ­τη φο­ρά το κή­ρυ­γμα του Αρ­χι­ε­πι­σκό­που Α­θη­νών, α­πο­κτά κε­ντρι­κή θέ­ση σε ό­λα τα δελ­τί­α ει­δή­σε­ων της Κυ­ρι­α­κής, έ­στω και α­πο­σπα­σμα­τι­κά. Πρώ­τη φο­ρά το πε­ρι­ε­χό­με­νο εκ­κλη­σι­α­στι­κής δι­δα­χής γί­νε­ται α­ντι­κεί­με­νο αυ­θορ­μή­των κα­θη­με­ρι­νών συ­ζη­τή­σε­ων, έ­στω και αν δι­α­τυ­πώ­νο­νται α­ντιρ­ρή­σεις η ποι­κί­λα σχό­λι­α.

 

Πρώ­τη φο­ρά δη­μι­ουρ­γεί­ται η αί­σθη­ση στην ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α ό­τι υ­πάρ­χει φω­νή α­δέ­σμευ­τη, έ­τοι­μη να δι­α­σαλ­πί­ση τον λό­γο της α­λη­θεί­ας που ε­λευ­θε­ρώ­νει, τον λό­γο της λυ­τρώ­σε­ως που ει­ρη­νεύ­ει, τον λό­γο της ελ­πί­δος που α­να­νε­ώ­νει, χω­ρίς να α­γνο­ού­νται και οι δι­α­τυ­πού­με­νες α­ντιρ­ρή­σεις.

 

Ο ι­ε­ρός Α­πό­στο­λος Παύ­λος, ε­μπνε­ό­με­νος υ­πό του α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, δι­δά­σκει ει­δι­κώ­τε­ρα: «Έ­χο­ντες δε χα­ρί­σμα­τα κα­τά την χά­ριν την δο­θεί­σαν η­μίν δι­ά­φο­ρα, εί­τε προ­φη­τεί­αν, κα­τά την α­να­λο­γί­αν της πί­στε­ως, εί­τε δι­α­κο­νί­αν εν τη δι­α­κο­νί­α, εί­τε ο δι­δά­σκων εν τη δι­δα­σκα­λί­α εί­τε ο πα­ρα­κα­λών εν τη πα­ρα­κλή­σει, ο με­τα­δι­δούς εν α­πλό­τη­τι, ο προ­ϊ­στά­με­νος εν σπου­δή, ο ε­λε­ών εν ι­λα­ρό­τη­τι» (Ρωμ. 12,6-8).

 

 

Μέ­σα σ’ αυ­τή την α­γι­ο­γρα­φι­κή δι­α­τύ­πω­ση, δι­α της Χά­ρι­τος του α­γί­ου Θε­ού, μπο­ρού­με να α­να­ζη­τή­σω­με τη Δι­α­κο­νί­α και τον λό­γο του Αρ­χι­ε­πι­σκό­που Χρι­στο­δού­λου, ως ποι­μέ­νος ε­πι­σκό­που και Αρ­χι­ε­πι­σκό­που της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος, τα ξε­χω­ρι­στά χα­ρί­σμα­τα, ή­τοι την προ­νο­η­τι­κό­τη­τα, την πρό­βλε­ψη, την εκ­κλη­σι­α­στι­κή δι­α­κο­νί­α, την δι­δα­σκα­λί­α, την προ­τρο­πή προς τον ε­νά­ρε­το βί­ο, την πρα­γμά­τω­ση α­γα­θών πρά­ξε­ων με τα­πεί­νω­ση, την ε­πι­στα­σί­α και ε­πι­μέ­λει­α γι­α τα κα­λά έρ­γα, την ά­σκη­ση της ε­λε­η­μο­σύ­νης με χα­ρά και προ­σή­νει­α.

 

Αυ­τό το ευ­λο­γη­μέ­νο πο­λύ­πτυ­χο των εκ­κλη­σι­α­στι­κών δρα­στη­ρι­ο­τή­των υ­πήρ­ξε προ­σφο­ρά προς τον δι­δά­σκα­λο, Λυ­τρω­τή και Σω­τή­ρα μας Χρι­στό, με α­να­γω­γή στον ου­ρά­νι­ο Πα­τέ­ρα, ό­πως ο ί­δι­ος ο Κύ­ρι­ος δι­δά­σκει: «Ε­άν τις ε­μοί δι­α­κο­νή τι­μή­σει αυ­τόν ο πα­τήρ» (Ι­ω. 12,26).

 

Και κα­θώς ε­ζή­σα­με τον Αρ­χι­ε­πί­σκο­πο ο­λη­με­ρίς, αλ­λά και με­τά τα με­σά­νυ­κτα, να με­ρι­μνά, να σχε­δι­ά­ζει, να α­γω­νι­ά, να α­νη­συ­χεί γι­α το έρ­γο της Εκ­κλη­σί­ας, τον ε­νοι­ώ­σα­με να παίρ­νει α­να­πνο­ές ελ­πί­δος, α­φού και άλ­λους α­δελ­φούς, κλη­ρι­κούς και λα­ϊ­κούς, κα­τέ­στη­σε στα χα­ρα­κώ­μα­τα του χρέ­ους, και να ε­πα­να­λαμ­βά­νει προς ό­λους τους λό­γους των α­γί­ων Α­πο­στό­λων: «Η­μείς δε τη προ­σευ­χή και τη δι­α­κο­νί­α του λό­γου προ­σκαρ­τε­ρή­σο­μεν α­δελ­φοί» (Πραξ. 6,4), γι­α την πο­ρεί­α της Εκ­κλη­σί­ας του Χρι­στού.

 

Η πο­ρεί­α του Προ­κα­θη­μέ­νου της Εκ­κλη­σί­ας μας υ­πήρ­ξε μί­α συ­νε­χής προ­σπά­θει­α, έ­νας α­κά­μα­τος τρό­πος ζω­ής, έ­νας σκλη­ρός α­γώ­νας, μι­α ευ­ρη­μα­τι­κή α­να­ζή­τη­ση λύ­σε­ως στα προ­βλή­μα­τα που συ­νε­χώς α­να­φύ­ο­νται, μι­α α­δι­ά­κο­πη σύ­γκρου­ση με συμ­φέ­ρο­ντα και πα­λαι­ές πι­κρί­ες, υ­πήρ­ξε ά­μυ­να και ε­πί­θε­ση στα μέ­τω­πα της α­θε­ΐ­ας, του υ­λι­σμού και κά­ποι­ων μο­ντέρ­νων ι­δε­ών, υ­πήρ­ξε ε­νί­ο­τε πά­λη πνευ­μα­τι­κή με την ύ­βρι και τη συ­κο­φα­ντί­α. Και μέ­σα σ’ αυ­τή την α­τμό­σφαι­ρα των α­γώ­νων και της α­γω­νί­ας, στά­θη­κε όρ­θι­ος, ι­σχυ­ρός, νη­φά­λι­ος, προ­ση­νής και φι­λι­κός «πά­ντα ι­σχύ­ων εν τω εν­δυ­να­μού­ντι αυ­τόν Χρι­στώ» (Φι­λιπ. 4,13).

 

Με­ρι­κοί πα­ρά­γο­ντες ε­πέ­κρι­ναν, δι­ε­φώ­νη­σαν, αμ­φι­σβή­τη­σαν, πα­ρε­ξή­γη­σαν, πα­ρερ­μή­νευ­σαν, και γε­νι­κώς προ­σε­πά­θη­σαν να βλά­ψουν αυ­τό το έρ­γο με ταυ­τό­χρο­νη α­πό­πει­ρα να μει­ώ­σουν την α­κτι­νο­βο­λί­α της προ­σω­πι­κό­τη­τος του δη­μι­ουρ­γού του.

 

Κύ­ρι­α αι­τί­α αυ­τής της στά­σε­ως ή­ταν η προ­κα­τά­λη­ψη και κά­θε ι­δε­ο­λο­γί­α α­ντί­θε­τη προς το Ευ­αγ­γέ­λι­ο του Χρι­στού και προς την Ορ­θό­δο­ξη χρι­στι­α­νι­κή πα­ρά­δο­ση. Ε­π’ αυ­τού του φαι­νο­μέ­νου, ο λό­γος του Κυ­ρί­ου έρ­χε­ται λυ­τρω­τι­κός και το­μώ­τε­ρος υ­πέρ πά­σαν μά­χαι­ραν: «Ει ε­μέ ε­δί­ω­ξαν και υ­μάς δι­ώ­ξου­σιν, ει τον λό­γον μου ε­τή­ρη­σαν και τον υ­μέ­τε­ρον τη­ρή­σου­σιν· αλ­λά ταύ­τα πά­ντα ποι­ή­σου­σιν υ­μίν δι­α το ό­νο­μά μου, ό­τι ουκ οί­δα­σι τον πέμ­ψα­ντά με» (Ι­ω. 15,20-21).

 

Ό­ταν οι άν­θρω­ποι δεν πι­στεύ­ουν στο Χρι­στό, πως θα πι­στεύ­σουν σ’ αυ­τούς που τον υ­πη­ρε­τούν; Η θέ­ση αυ­τή σε κα­μι­ά πε­ρί­πτω­ση δεν α­πο­τε­λεί κα­τα­κύ­ρω­ση του α­λα­θή­του στους ποι­μέ­νες της Εκ­κλη­σί­ας.

 

Βε­βαί­ως εί­ναι πι­θα­νό και αν­θρώ­πι­νο κά­πο­τε να λά­βω­με μι­α α­πό­φα­ση που εί­ναι λά­θος, να δι­α­τυ­πώ­σω­με μί­α ε­σφαλ­μέ­νη ά­πο­ψη η ε­κτί­μη­ση, η ο ε­κά­στο­τε Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος η κά­ποι­ος α­πό μας ό­λους. Άλ­λο αυ­τό και άλ­λο να εί­ναι κά­ποι­οι α­ντι­κεί­με­νοι ε­πί σκο­πόν γι­α να πυ­ρο­βο­λούν α­δι­α­κό­πως.

 

Εί­ναι δε α­λη­θές ό­τι ο Μα­κα­ρι­ώ­τα­τος, ως α­κά­μα­τος δι­ά­κο­νος του λό­γου, υ­πήρ­ξε πά­ντο­τε δι­α­λε­κτι­κός, πά­ντο­τε έ­τοι­μος γι­α ε­σω­τε­ρι­κό δι­ά­λο­γο, ό­ταν ω­μι­λού­σε α­πό του άμ­βω­νος η του βή­μα­τος, γι­α προ­φο­ρι­κό η γρα­πτό δι­ά­λο­γο, ό­ταν δι­ε­λέ­γε­το δη­μό­σι­α, γε­νι­κώς σε κά­θε μορ­φής κα­λο­προ­αί­ρε­τη συ­ζή­τη­ση.

 

Ο Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Χρι­στό­δου­λος ού­τε αυ­ταρ­χι­κός ή­το, ού­τε δο­γμα­τι­κός, ού­τε α­πό­λυ­τος, ού­τε ε­πί­μο­νος, ού­τε α­νυ­πο­χώ­ρη­τος, ού­τε α­συμ­βί­βα­στος. Ε­κεί ό­που ο λό­γος του α­νε­δει­κνύ­ε­το σθε­να­ρός, ή­το βε­βαί­ως εις ο,τι α­φο­ρά στις α­λή­θει­ες της Ορ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας, στα α­πό αι­ώ­νων ι­σχύ­ο­ντα δι­και­ώ­μα­τα της Εκ­κλη­σί­ας και στην ελ­λη­νορ­θό­δο­ξη πο­λι­τι­στι­κή μας πα­ρά­δο­ση.

 

Αλ­λά και ε­π’ αυ­τών δι­ε­λέ­γε­το ο Χρι­στό­δου­λος, δι­ό­τι δι­έ­θε­τε ε­πι­χει­ρή­μα­τα, γνώ­ση και α­δι­αμ­φι­σβή­τη­τη ι­κα­νό­τη­τα λό­γου. Κά­πο­τε δι­ε­κή­ρυ­ξε· «Με­ρι­κοί με λέ­νε ε­θνι­κι­στή και άλ­λοι λα­ϊ­κι­στή. Λά­θος. Ού­τε ε­θνι­κι­στής εί­μαι ού­τε λα­ϊ­κι­στής. Υ­πη­ρε­τώ και α­γα­πώ την Εκ­κλη­σί­α μας με ό­λες μου τις δυ­νά­μεις. Α­γα­πώ και την πα­τρί­δα μας την Ελ­λά­δα, την έν­δο­ξη χώ­ρα μας».

 

Ό­ταν ο ι­ε­ρός αυ­τός άν­δρας ω­μι­λού­σε και υ­πε­ρα­μύ­νε­το των δι­και­ω­μά­των της ορ­θο­δό­ξου Εκ­κλη­σί­ας η ψυ­χή του φλε­γό­ταν α­πό εν­θου­σι­α­σμό και α­πό φρό­νη­μα χρέ­ους και δυ­νά­με­ως υ­πέρ της κι­βω­τού της σω­τη­ρί­ας, «ην ο Κύ­ρι­ος πε­ρι­ε­ποι­ή­σα­το δι­α του ι­δί­ου αί­μα­τος».

 

Κο­ρώ­να του λό­γου του η Εκ­κλη­σί­α, σκή­πτρο ο τί­μι­ος του Κυ­ρί­ου Σταυ­ρός, δώ­ρο του η ευ­λο­γί­α, κα­τά­στι­χο αι­ώ­νι­ο το Ι­ε­ρό Ευ­αγ­γέ­λι­ο, πνευ­μα­τι­κό έν­δυ­μα η ελ­λη­νορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση και ελ­πί­δα του η αι­ω­νι­ό­τη­τα.

 

Ε­ξει­δί­κευ­ε δε τον λό­γο του ό­ταν α­πευ­θυ­νό­ταν προς την νε­ό­τη­τα, στους μα­θη­τές της μέ­σης παι­δεί­ας, στους φοι­τη­τές ό­λων των ε­πι­στη­μών, προς τους ερ­γα­ζο­μέ­νους νέ­ους, προς τα στρα­τευ­μέ­να νει­ά­τα, εκ­φω­νώ­ντας προ­σκλη­τή­ρι­ο γι­α να δώ­σουν ό­λοι το «πα­ρών» του σε­βα­σμού στην Εκ­κλη­σί­α και να δρο­σι­σθούν με τα ου­ρά­νι­α νά­μα­τα αυ­τής και να γευ­θούν τα ι­ε­ρά μυ­στή­ρι­α της Χά­ρι­τος του Θε­ού.

 

Έ­να προ­σκλη­τή­ρι­ο δυ­να­τό γι­α να προ­σεγ­γί­ση τις νε­α­νι­κές καρ­δι­ές, χω­ρίς δι­α­κρί­σεις και χω­ρίς ε­ξω­τε­ρι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Και τους ε­κέρ­δι­σε χά­ριν της Εκ­κλη­σί­ας και της κοι­νω­νί­ας.

 

Η προ­σφο­ρά του στον το­μέ­α της εκ­κλη­σι­α­στι­κής φι­λαν­θρω­πί­ας και α­γά­πης υ­πέρ ό­λων α­δι­α­κρί­τως, ό­σοι εί­χαν βι­ο­τι­κές α­νά­γκες α­παι­τεί ξε­χω­ρι­στή με­λέ­τη και πα­ρου­σί­α­ση. «Η πί­στις χω­ρίς των έρ­γων νε­κρά ε­στί» δι­ε­κή­ρυτ­τε. Ε­ξα­σφα­λί­στε φα­γη­τό στους α­πό­ρους, στέ­γη στους ά­στε­γους, κά­θε βο­ή­θει­α στους με­τα­νά­στες, συμ­βού­λευ­ε τους συ­νερ­γά­τες του ι­ε­ρείς και λα­ϊ­κούς.

 

Έ­νας άλ­λος πλού­σι­ος α­γρός πνευ­μα­τι­κής οι­κο­δο­μής του μα­κα­ρι­στού Αρ­χι­ε­πι­σκό­που ή­ταν η συγ­γρα­φι­κή του πα­ρα­γω­γή, ου ο­ποί­ου δρέ­πει τους καρ­πούς ο α­να­γνώ­στης α­να­δι­φώ­ντας σε βι­βλί­α και σε φυλ­λά­δι­α που φθά­νουν τις 198 εκ­δό­σεις, ε­κτός α­πό τα δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κά άρ­θρα.

 

Ο λό­γος του πά­ντο­τε με­στός, σα­φής, ε­ναρ­γής, οι­κο­δο­μη­μέ­νος σε γε­ρά θε­μέ­λι­α. Και μέ­σα α­πό τον πλού­το της πα­ρα­γω­γής, της καρ­δι­άς και του νου, υ­πέρ της Εκ­κλη­σί­ας και του λα­ού μας, α­να­δυ­ό­ταν πά­ντα η με­γά­λη α­γά­πη του γι­α την πα­τρί­δα μας, γι­α την Ελ­λά­δα μας, γι­α τον πο­λι­τι­σμό μας, γι­α την λα­ϊ­κή μας πα­ρά­δο­ση, γι­α την ι­στο­ρί­α μας, γι­α την ε­θνι­κή μας ε­νό­τη­τα και την νε­ο­ελ­λη­νι­κή δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τά μας.

 

 

Ο Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Χρι­στό­δου­λος υ­πήρ­ξε έ­νας ξε­χω­ρι­στός εκ­κλη­σι­α­στι­κός άν­δρας και ει­λι­κρι­νής Έλ­λη­νας. Υ­πήρ­ξε έ­νας χλο­ε­ρός λει­μώ­νας, με αλ­λε­πάλ­λη­λες καρ­πο­φό­ρες φύ­τρες που βλα­στά­νουν και καρ­πο­φο­ρούν συ­νε­χώς, μέ­σα α­πό τον πλού­σι­ο προ­φο­ρι­κό και γρα­πτό λό­γο.

 

Μι­α σύγ­χρο­νη πα­τε­ρι­κή φυ­σι­ο­γνω­μί­α, χρυ­σο­στο­μι­κού τύ­που, υ­πό­δει­γμα τέ­λει­ου λει­τουρ­γού των ι­ε­ρών μυ­στη­ρί­ων και ι­ε­ρο­φά­ντης γνή­σι­ος. O Χρι­στό­δου­λος υ­πήρ­ξε μι­α α­δι­αμ­φι­σβή­τη­τη η­γε­τι­κή φυ­σι­ο­γνω­μί­α, που ω­μί­λη­σε στις α­κο­ές και στις καρ­δι­ές των Ορ­θο­δό­ξων Ελ­λή­νων και ο­λό­κλη­ρη η ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α α­ντα­πο­κρί­θη­κε στους προ­βλη­μα­τι­σμούς και στις προ­τρο­πές του.

 

Η ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α έ­βα­λε την υ­πο­γρα­φή της, με­τά σε­βα­σμού στο Χρι­στό­δου­λο, με την συ­μπα­ρά­στα­σή της στην αρ­ρώ­στι­α του, και με το παλ­λα­ϊ­κό προ­σκύ­νη­μα αυ­τών των η­με­ρών με πλα­τει­ά, αν­θρώ­πι­νη πα­ρου­σί­α, που ξε­κι­νού­σε α­πό τον σο­λέ­α του Κα­θε­δρι­κού Να­ού, δι­έ­τρε­χε την Εκ­κλη­σί­α, συ­νε­χι­ζό­ταν στην πλα­τεί­α και έ­φθα­νε μέ­χρι την α­νη­φο­ρι­ά της ο­δού Μη­τρο­πό­λε­ως.

 

Ξέ­νον θέ­α­μα … Εύ­γε σου Ελ­λη­νι­κέ Λα­έ μας.

 

Πα­να­γι­ώ­τα­τε Οι­κου­με­νι­κέ Πα­τρι­άρ­χα κύ­ρι­ε κ. Βαρ­θο­λο­μαί­ε, βε­βαι­ω­θή­τε τού­τη την ώ­ρα ό­τι ο α­δελ­φός μας αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Χρι­στό­δου­λος Σας α­γα­πού­σε και Σας ε­σέ­βε­το βα­θύ­τα­τα, μέ­σα α­πό τα φίλ­τρα της καρ­δι­άς του.

 

Και Σας και τους Ε­πι­σκό­πους του Θρό­νου ό­λους και το σε­πτό και πα­νέν­δο­ξο Οι­κου­με­νι­κό μας Πα­τρι­αρ­χεί­ο και ό­λον τον α­πα­ντα­χού Ελ­λη­νι­σμό. Σας α­γα­πού­σε, ό­πως και Σεις μας α­γα­πά­τε, και Σας ε­σκέ­πτε­το πο­λύ ο Χρι­στό­δου­λος.

 

Το μι­κρό δι­ά­λειμ­μα της πί­κρας την Ά­νοι­ξη του 2004 ας ξε­χα­σθή γι­α πά­ντα μέ­σα στη λή­θη και η α­γά­πη του Αρ­χι­ποί­με­νος Χρι­στού μας ας μας ε­νώ­νη ό­λους και ε­δώ και στην αι­ω­νι­ό­τη­τα.

 

Η σε­πτή Ι­ε­ραρ­χί­α της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος, συ­γκρο­του­μέ­νη υ­πό των ε­βδο­μή­κο­ντα εν­νέ­α Σε­βα­σμι­ω­τά­των Αρ­χι­ε­ρέ­ων και Μη­τρο­πο­λι­τών αυ­τής, ως η κο­ρυ­φαί­α δι­οι­κη­τι­κή και πνευ­μα­τι­κή Αρ­χή αυ­τής, με­τά του α­νά την Ι­ε­ρά Αρ­χι­ε­πι­σκο­πή και τις Ι­ε­ρές Μη­τρο­πό­λεις ευ­σε­βε­στά­του ι­ε­ρού κλή­ρου και του ευ­λα­βε­στά­του Ελ­λη­νι­κού Λα­ού, δέ­ε­ται της υ­πε­ρου­σί­ου, υ­πε­ρα­γά­θου και πα­ντο­δυ­νά­μου Α­γί­ας Τρι­ά­δος ό­πως α­να­παύ­ση την ψυ­χή του κε­κοι­μη­μέ­νου πνευ­μα­τι­κού πα­τρός και α­δελ­φού μας Χρι­στο­δού­λου Αρ­χι­ε­πι­σκό­που «ε­π’ ελ­πί­δι α­να­στά­σε­ως ζω­ής αι­ω­νί­ου εν χώ­ρα ζώ­ντων, εις βα­σι­λεί­αν ου­ρα­νών, εν πα­ρα­δεί­σω τρυ­φής δι­α των φω­τει­νών αγ­γέ­λων του ει­σά­γων αυ­τόν εις τας α­γί­ας του μο­νάς, συ­νε­γεί­ρων και το σώ­μα αυ­τού εν η­μέ­ρα η ώ­ρι­σε, κα­τά τας α­γί­ας του και α­ψευ­δείς ε­παγ­γε­λί­ας».

 

Μη θαυ­μά­ζε­τε α­δελ­φοί, ό­τι ε­πί της γης χω­ρι­ζό­με­θα α­πό του σε­βα­στού και προ­σφι­λούς μας Αρ­χι­ε­πι­σκό­που Χρι­στο­δού­λου. Με­τά την ε­ξα­γι­α­στι­κή δο­κι­μα­σί­α του εκ της α­σθε­νεί­ας και των πολ­λών πό­νων και κό­πων, ο Χρι­στό­δου­λός μας «ευ­ά­ρε­στος τω Θε­ώ γε­νό­με­νος, η­γα­πή­θη και ζων με­τα­ξύ α­μαρ­τω­λών με­τε­τέ­θη. Ηρ­πά­γη μη κα­κί­α αλ­λά­ξη σύ­νε­σιν αυ­τού… Α­ρε­στή γαρ ην Κυ­ρί­ω η ψυ­χή αυ­τού, δι­α τού­το έ­σπευ­σεν εκ μέ­σου πο­νη­ρί­ας».

 

Και θα πε­ρα­τώ­σω τον πα­ρό­ντα ε­πι­κή­δει­ο λό­γο με τον ε­πί­λο­γο α­πό τον Ε­πι­τά­φι­ο Λό­γο του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Θε­ο­λό­γου «εις τον Μέ­γαν Βα­σί­λει­ον», σε με­τά­φρα­ση.

 

«Αυ­τά εί­ναι τα λό­γι­α μου γι­α σέ­να, α­γα­πη­τέ Χρι­στό­δου­λε, με γλώσ­σα γλυ­κει­ά, που σου ή­ταν κά­πο­τε ι­σό­τι­μη και συ­νή­λι­κος. Ε­άν ε­πλη­σι­ά­σα­με την α­ξί­α σου εί­ναι τού­το δι­κό σου χά­ρι­σμα. Έ­χο­ντας το θάρ­ρος μου μπρο­στά σε σέ­να έ­στη­σα τον λό­γο μου γι­α χά­ρη σου.

 

Ε­άν ό­μως έ­μει­να πο­λύ πο­λύ μα­κρυ­ά α­πό ο,τι ήλ­πι­ζα, τι πρέ­πει να υ­πο­στώ α­φού έ­τσι κι αλ­λι­ώς με δο­κι­μά­ζει η ω­ρι­μό­τη­τα της η­λι­κί­ας και η με­γά­λη α­γά­πη μου γι­α σέ­να. Αλ­λά το κα­τά δύ­να­μη εί­ναι α­γα­πη­τό και στο Θε­ό.

 

Συ μας πα­ρα­κο­λου­θείς α­πό ψη­λά, θε­ϊ­κέ φί­λε και σε­βα­στέ, και την δο­κι­μα­σί­α της σαρ­κός που μας έ­δω­σε ο Θε­ός να μας παι­δα­γω­γή, η στα­μά­τη­σέ την με τις πρε­σβεί­ες σου η κά­νε μας να την υ­πο­μέ­νω­με με δύ­να­μη. Ό­λη μας την ζω­ή, με την προ­σευ­χή σου, ο­δή­γη­σέ την προς το κα­λύ­τε­ρο.

 

Ό­ταν δε με­τα­τε­θού­με α­πό ε­δώ δέ­ξου μας ε­κεί στις δι­κές σου σκη­νές, ώ­στε μα­ζύ ζώ­ντας και μα­ζύ θε­ω­ρώ­ντας την α­γί­α και μα­κα­ρί­α Τρι­ά­δα, κα­θα­ρό­τε­ρα και τε­λει­ό­τε­ρα α­πό ό­σο την αι­σθαν­θή­κα­με ε­δώ, να στα­θού­με σ’ αυ­τό το ση­μεί­ο της ε­πι­θυ­μί­ας μας και να λά­βω­με αυ­τή την α­ντα­πό­δο­ση γι­α ό­σες ε­πι­θέ­σεις δε­χθή­κα­με και γι­α ό­σους α­γώ­νες ε­κά­να­με. Αυ­τός εί­ναι ο λό­γος μου γι­α σέ­να.

 

Ε­μάς ό­μως ποι­ός θα μας ε­παι­νέ­ση ό­ταν ε­γκα­τα­λεί­ψω­με την ζω­ή με­τά α­πό σέ­να; Αν βέ­βαι­α κα­τορ­θώ­σω­με κά­τι ά­ξι­ο ε­παί­νου γι­α τον Κύ­ρι­ό μας Ι­η­σού Χρι­στό στον ο­ποί­ο α­νή­κει η δό­ξα στους αι­ώ­νας. Α­μην».
Εμφανίσεις: 27892
Γίνετε ενεργά η πηγή του Romfea.gr! Στείλτε ειδήσεις και φωτογραφίες που πιστεύετε πως ενδιαφέρουν τους αναγνώστες στο [email protected]
FOLLOW ROMFEA:
top
Has no content to show!