"Ένας χρόνος χωρίς τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο"
- Δημιουργηθηκε στις Σάββατο, 24 Ιανουαρίου 2009
-
Γράφτηκε από τον/την Αιμίλιος Πολυγένης 06:00
-
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έδωσε επί επτά ολόκληρους μήνες μάχη με τον καρκίνο, με σθένος και υποδειγματική ψυχική δύναμη.
Παρακάτω παραθέτουμε τους δύο συγκινητικούς επικήδειους λόγους για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο «εις μνημόσυνον αιώνιον…», του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμου.
Επικήδειος Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου:
Μακαριώτατοι,
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Καρυστίας και Σκύρου κύριε Σεραφείμ, Τοποτηρητά του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου των Αθηνών, Εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας, Σεβασμία Ιεραρχία της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, Εξοχώτατε κύριε Πρωθυπουργέ μετά των επιλέκτων μελών του Υπουργικού Συμβουλίου,Εξοχώτατοι, Πατέρες, Αδελφοί, πενθηφόρε Λαε,
Χρέος αγάπης και ευθύνης επιτελούντες και κομίζοντες την παραμυθίαν και φιλοστοργίαν της Μητρός Εκκλησίας προς όλους υμάς, εξήλθομεν από της εν Φαναρίω ιεράς σκηνής και αφίχθημεν ενταύθα δια να προπέμψωμεν σήμερον ομοθυμαδόν, εν δεδικαιολογημένη θλίψει, τον δια τας αιωνίους μονάς αναχωρήσαντα αγαπητόν αδελφόν ημών νυν μακαριστόν Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος και Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος κυρόν Χριστόδουλον, και να απευθύνωμεν αυτώ τον έσχατον αποχαιρετιστήριον λόγον ως εκ μέρους και δια των αισθημάτων πασών των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, ενώπιον συμπάσης της τεθλιμμένης Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώπιον ποιμένων και ποιμαινομένων, αρχόντων και πιστού λαού, κληρικών και λαϊκών, μοναχών τε και μοναζουσών.
Και όντως, ατενίζομεν πεφορτισμένοι δια βαθείας συγκινήσεως «ποίμνιον ηπορημένον και καταβεβλημένον... γέμον αθυμίας και κατηφείας» δια την στέρησιν του καλού ποιμένος αυτού, κατά τον λόγον του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.
Είναι φυσικόν τούτο, διότι δεν είναι δυνατόν να είμεθα απαθείς προς το συμβάν και να μη αισθανώμεθα την ζημίαν, όμως ου πρέπον υπό της λύπης καταπίπτειν κατά το παράγγελμα του Αποστόλου Παύλου, προτρέποντος «μη λυπήσθε ως και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (Α´ Θεσ. 4, 13).
Και έχομεν την ελπίδα ότι ο καλός ποιμήν μεταβαίνει από του «παρόντος και ουχ εστώτος κόσμου» εις τον «νοούμενον και μένοντα», τον «πάσης ελεύθερον ταραχής και συγχύσεως».
Είναι δε συγχρόνως η παρούσα εσχάτη εκδημία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, ο οποίος καθ ὅλον τον βίον αυτού ουκ ενάρκησεν εκδημών εις τας εσχατιάς της Ελλαδικής γης δια να στηρίξη εις Χριστόν τον λαόν, υπόμνησις ότι και ημείς «προς Δεσπότην αγαθόν επειγόμεθα, και βελτίων η κατοικία της παροικίας».
Διότι, αυτό το οποίον είναι δι ὅσους πλέουν εις το τρικυμιώδες πέλαγος ο εύδιος λιμήν, τουτ αὐτό είναι δια τούς εις το πέλαγος του παρόντος βίου πλέοντας η μετάστασις και μετάθεσις προς τον φιλάνθρωπον Δεσπότην ημών Χριστόν.
Η αγάπη του Θεού, «πόρρωθεν το περί έκαστον ημών συμφέρον προβλεπομένου», εκάλεσε τον αείμνηστον Αδελφόν ίνα αναπαυθή από της δοκιμασίας της ασθενείας, η οποία εν τέλει κατά την πρόνοιαν του Κυρίου καθίσταται εφόδιον ζωής και καθάρσεως.
Εθαυμάσαμεν και εμακαρίσαμεν τον αδελφόν Χριστόδουλον κατά το έσχατον στάδιον της ασθενείας αυτού συνομιλούντα γενναίως μετά του θανάτου και αντεχόμενον μετ ἐμπιστοσύνης της χειρός του Θεού και καθ ἡμέραν βεβαιούμενον από τον «δυνάμενον σώζειν αυτόν εκ θανάτου» Θεόν (Εβρ. 5, 7), Όστις «θάνατον ουκ εποίησεν», αλλά δια του αναστάντος Κυρίου επάτησε τον θάνατον. «Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο· είη το όνομα του Κυρίου ευλογημένον» (Ιωβ 21, 5) από του νυν και έως του αιώνος, ως ανεφώνησεν ο πολύτλας Ιωβ.
Δεχόμενος τούς λόγους των Αγίων Πατέρων, ότι αι θλίψεις παραχωρούνται ημίν «είτε εις κάθαρσιν και της μικράς ιλύος, είτε εις βάσανον αρετής και πείραν φιλοσοφίας, είτε εις παίδευσιν των ασθενεστέρων εν εκείνω μανθανόντων το καρτερείν, αλλά μη εκκακείν τοις πάθεσιν», ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος, ως τύπος του αρχιποίμενος Χριστού, εβάδισε την ιδίαν σταυρικήν οδόν του αγιαστικού πόνου, την οποίαν βαδίζουν καθ’ εκάστην χιλιάδες αδελφοί ημών εν τη κλίνη της ασθενείας, δια να παράσχη παραμυθίαν εις αυτούς.
Αληθώς, η καρτερία, η αξιοπρέπεια και η πίστις του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου, υπολιμπάνοντος υπογραμμόν και παράδειγμα ημίν τοις περιλειπομένοις, συνεκίνησαν το πανελλήνιον και πέραν αυτού.
Μετά συγκινήσεως κατά την εξόδιον ταύτην στιγμήν ενθυμούμεθα την εκ νεότητος ολοτελή αφιέρωσίν του εις τον Θεόν, την λιπαράν μόρφωσιν και το υψηλόν ήθος του, την αφοσίωσιν αυτού εις την λατρευτικήν και λειτουργικήν ζωήν της Εκκλησίας, το νυχθήμερον επίμοχθον πρόγραμμα και τον ακάματον ζήλον του, τον φλογερόν κηρυκτικόν και μυσταγωγικόν λόγον του προς τον λαόν και προς την νεότητα, την συμπάθειάν του προς τούς πάσχοντας και εν ανάγκαις όντας, τας παρεμβάσεις του δια την επικράτησιν των πνευματικών αξιών, ιδία την προσήλωσίν του εις την Ελληνικήν ιδιαιτερότητα και τας παραδόσεις του ευσεβούς Γενους μας.
Εξ ετέρου, η ικανή οργάνωσις και πολύπλευρος προσφορά αυτού και εις τον τομέα της κοινωνικής και φιλανθρωπικής δράσεως θα μείνη ευδιάκριτος. Δια ταύτης ο μακαριστός αδελφός και συλλειτουργός επλούτισε την Εκκλησίαν της Ελλάδος, αλλά συγχρόνως συνέβαλε μεγίστως και εις την σύσφιγξιν του πνευματικού συνδέσμου μεταξύ πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών και εις την στήριξιν και στερέωσιν της εν Αφρική ιεραποστολής. Χαρις εις αυτήν την δράσιν του η Εκκλησία της Ελλάδος υπήρξε το στήριγμα και η παραμυθία του Ελληνικού Λαού, αλλά και πλείστων άλλων εκτός Ελλάδος αναξιοπαθούντων αδελφών ημών, εις καιρούς δυσχειμέρους και στιγμάς τραγικάς, εν Σερβία, Ρωσσία, Λιβάνω και πολλαίς άλλαις εμπεριστάτοις περιοχαίς. «Τις πένησιν η την ψυχήν συμπαθέστερος η την χείρα δαψιλέστερος» αυτού, «ως οικονόμος δε αλλοτρίων διενοείτο περί των ιδίων, επικουφίζων την πενίαν εις δύναμιν», κατά τον Άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον.
Εκ παραλλήλου, ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος, καίπερ τελών εν γονίμω και ζωηρώ διαλόγω δια τα προκύπτοντα προβλήματα μετά της Μητρός Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, εγγύς ενίοτε συγκρούσεων, κατά βάθος εσέβετο τον θεσμόν του Οικουμενικού Θρόνου και προσέβλεπεν εις την Μητέρα Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως ως προς την κιβωτόν και την ευσεβή πηγήν του Γενους, εκτιμών την μακραίωνα ιστορίαν και πολύτιμον οικουμενικήν προσφοράν αυτής.
Πεποίθαμεν, ότι νυν εν ουρανοίς, απηλλαγμένος των γηΐνων, επιθυμεί και εύχεται να κυριαρχή πάντοτε η ενότης και η σύμπνοια εις τας σχέσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών και η συνάθροισις Προκαθημένων και εκπροσώπων αυτών πέριξ του σκήνους αυτού επιβεβαιοί την βούλησιν της ημετέρας Μετριότητος προσωπικώς και πάντων δια την συνέχισιν αυτών υπό το πνεύμα τούτο του αμοιβαίου σεβασμού, αδελφικής εμπιστοσύνης και ειρηνικής συμπορεύσεως, δια την καλλιέργειαν του οποίου φιλοτίμως και επιτυχώς ειργάσθη.
Όμως, μακάριος όστις θησαυρίζει και δια την αιωνιότητα. Μακάριος και ο εκλιπών, διότι ηυλογήθη να διακρίνη πέραν των επιγείων, να ετοιμασθή δια τα επέκεινα της επιγείου ζωής, τα αιώνια και άφθαρτα, τα οποία θα συνοδεύουν αυτόν ες αεί. Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού έχει κεφαλήν Αυτόν τον ίδιον, ως λέγει ο θείος Παύλος: «Ο Χριστός κεφαλή της Εκκλησίας, και αυτός εστι σωτήρ του σώματος» (Εφεσ. 5, 23). Ημείς δε είμεθα διάκονοι Αυτού, «πάροικοι και παρεπίδημοι» (Α´ Πετρ. 2, 11), ερχόμεθα και παρερχόμεθα, μένομεν εν αυτή ίνα σωθώμεν.
Διαπύρως, λοιπόν, και εκτενώς δεόμεθα, ομού μετά πάντων των αδελφών Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος, των αγίων Προκαθημένων και εκπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, των Εξοχωτάτων Αρχόντων του τόπου και παντός του κλήρου και του λαού και των μοναχικών ταγμάτων, ίνα ο Κυριος ημών «ως ολοκάρπωμα λογικόν, ιερείον πνευματικόν αντί νομικού θύματος καλώς δαπανώμενον» δεχθή τούς υπέρ της Εκκλησίας κόπους και τας οδύνας της ασθενείας του αοιδίμου αδελφού.
Ας ευχηθώμεν κατά την στιγμήν ταύτην, κατά την οποίαν ο επίγειος βίος του αγαπητού αδελφού ημών διακόπτεται, υπέρ μακαρίας μνήμης, αναπαύσεως και αφέσεως των αμαρτιών του προπεμπομένου νυν εις την αιωνιότητα μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου.
Ευχηθώμεν ίνα προσλάβη την μακαρίαν αυτού ψυχήν προθύμως ο φιλεύσπλαγχνος Δεσπότης και Θεός ημών εις την αιωνίαν και άλυπον ζωήν, την εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα εις τούς αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Επικήδειος Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμου:
Αδελφοί,
Τις πρώτες πρωϊνές ώρες και πριν ακόμη φέξη το φυσικό φως του ουρανού, στο Εκκλησιαστικό Κτίριο της αρχιεπισκοπικής κατοικίας στο Ψυχικό της Αττικής, ένας ιερός άνδρας, ένα πολύτιμο κόσμημα της δωρεάς του Θεού στην Εκκλησία Του, αφήκε την τελευταία του πνοή, παραδίδοντας την ψυχή του σε Κείνον που την είχε πλάσει.
Έκπληκτοι οι θεράποντες ιατροί και οι άνθρωποι οι δικοί του, στάθηκαν ενεοί μπροστά στον ανεπιθύμητο επισκέπτη, τον θάνατο.
Το σημείο του σταυρού από τους παρόντες επεσφράγισε το «μυστήριο» του θανάτου. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος ήταν νεκρός.
Το ωρολόγιο της ιστορίας της αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος είχε σταματήσει. Σαν το φως μετά τα χαράματα, διαδόθηκε ταχύτατα η είδηση της εκδημίας του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, που ήλθε και επάγωσε τις καρδιές των Ελλήνων απ’ άκρου εις άκρον της ελληνικής πατρίδας και εκτός αυτής στον απόδημο Ελληνισμό.
Βαρύτατο το πένθος, ανεκτίμητος η απώλεια, σκληρός ο απορφανισμός, πανστρατιά οι δακρύοντες για την στέρησή τους από τον πνευματικό πατέρα, παλλαϊκή και σε επίπεδο θεσμικών και διακεκριμένων προσωπικοτήτων η ομολογία ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος εστερήθη του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου, ανδρός ιερού, ευπαιδεύτου, εκκλησιαστικού, ευγενούς, χαρισματικού, ευτόλμου, φιλανθρώπου και φιλοπάτριδος.
Ταυτόχρονα με την θλίψη, μέσα από τα αποθέματα της ορθοδόξου πνευματικότητος, ανέτειλε από τις ψυχές των πιστευόντων Χριστιανών, κλήρου και λαού, η καταφυγή στον αιώνιο λόγο του Σωτήρος Χριστού για τον θάνατο· «Μη θαυμάζετε τούτο ότι έρχεται ώρα εν η πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής» (Ιω. 5,28-29). Και ο θεόπνευστος μέγας Απόστολος Παύλος συμβουλεύει· «Ου θέλομεν υμάς αγνοείν περί των κεκοιμημένων, ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (Α Θεσσ. 4,13).
Πολύφωτος ουρανός η Εκκλησία αντιφεγγίζουσα την δόξα της μοναρχούσης στον κόσμο Τρισηλίου Θεότητος, στρέφει τους προβολείς της, διδακτικά, αποκαλυπτικά και στον περίπυστο αρχιεπισκοπικό θρόνο της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπου ο κεκοιμημένος Προκαθήμενος αυτής Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος διέθεσε τις δωρεές του Θεού και τα ανθρώπινα χαρίσματα, που με την σειρά τους αντανακλούν πνευματικά πάνω στα εκατομμύρια των ψυχών του πληρώματος της στρατευομένης Εκκλησίας.
Κλίνουσα γόνυ σεβασμού ευγνωμοσύνης και ευχαριστιών η Εκκλησία της Ελλάδος δια της σεπτής Ιεραρχίας αυτής, προς τον «μακαρία τη λήξει γενόμενον» αοίδιμο Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, δημιουργεί και ονομάζει σταθμό αναφοράς όλη την αρχιεπισκοπεία του, στην οποία καταφαίνεται, «θεία συνάρσει» η εξελίξιμη, προϊούσα και ευλογημένη παρά του Θεού Εκκλησία της Ελλάδος προς τον σκοπό της εκπληρώσεως της υψηλής αποστολής της.
Υπείκοντες στην παραδεδομένη τελετουργική τακτική της αγίας μας Εκκλησίας κατά τις ιερές εκδημίες των εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων, να παρατίθενται συνοπτικώς τα βιογραφικά αυτών, παραθέτομεν τα ακόλουθα, ως μία συνοπτική ενημέρωση:
Ο κεκοιμημένος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Χριστόδουλος, κατά κόσμο Χρήστος Παρασκευαΐδης του Κωνσταντίνου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Ξάνθη της Δυτικής Θράκης το 1939.
Το 1941 η οικογένειά του μετοικίζει στην Αθήνα. Στην Αθήνα ο Χριστόδουλος αναπτυσσόμενος πνευματικά μέσω των κατηχητικών ευκαιριών της ενορίας της αγίας Ζώνης Κυψέλης, εφοίτησε στη Λεόντειο Σχολή και εσπούδασε στη Νομική Σχολή (1956-1961) και στη Θεολογική Σχολή (1962-1967) του Πανεπιστημίου Αθηνών, με βαθμό και εκ των δύο σχολών Άριστα.
Ταυτοχρόνως σπούδασε βυζαντινή μουσική στο Ωδείο Αθηνών και επεδόθη στην εκμάθηση ξένων γλωσσών. Το Μάρτιο του 1981 αναγορεύεται διδάκτωρ του Κανονικού Δικαίου από την Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ακολουθήσας τον άγαμο εκκλησιαστικό βίο, το 1961 εχειροτονήθηκε διάκονος και το 1965 πρεσβύτερος και ως αρχιμανδρίτης τοποθετείται προϊστάμενος και ιεροκήρυξ στον ιερό Ναό της Παναγίτσας Παλαιού Φαλήρου, όπου ανέπτυξε πλουσιωτάτη ποιμαντική και ιεραποστολική δράση.
Την ίδια περίοδο αναλαμβάνει, κατόπιν διαγωνισμού, καθήκοντα γραμματέως της Ιεράς Συνόδου και στη συνέχεια αρχιγραμματεύοντος αυτής. Τον Ιούλιο του έτους 1974 εκλέγεται Μητροπολίτης Δημητριάδος, με έδρα τον Βόλο, όπου αναπτύσσει πλούσια και πολισχιδή δράση, με πρωτοβουλίες που το πρώτον εφηρμόσθησαν σε τοπική Εκκλησία. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας τον εχρησιμοποίησε πολλάκις σε διαφόρους τομείς και σε αποστολές μαζύ και με άλλους Ιεράρχες για σοβαρότατα ζητήματα της Εκκλησίας.
Χηρεύσαντος του αρχιεπισκοπικού θρόνου των Αθηνών, μετά την εκδημία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Σεραφείμ Τίκα την 10η Απριλίου 1998, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, εξέλεξε τον από Δημητριάδος Μητροπολίτη Χριστόδουλο, την 28η Απριλίου 1998, νομίμως και κανονικώς, Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ως τον 19ο από της Παλιγγενεσίας του Ελληνικού Κράτους Αρχιεπίσκοπο με απόλυτα νόμιμες, κανονικές, δημοκρατικές και συνοδικές διαδικασίες και μάλιστα υπό της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Από την διαδικασία της ενθρονίσεως την 9η Μαΐου 1998, εκτός από τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις του ευσεβούς λαού και πέραν της εφαρμογής των νομοκανονικών διατάξεων, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος κατέλιπε δύο μνημειώδη κείμενα πνευματικού, εκκλησιαστικού και νομοκανονικού περιεχομένου.
1ο Τον ενθρονιστήριο λόγο του και 2ο Την εισαγωγική ομιλία του ενώπιον της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά την πρώτη σύγκληση αυτής υπό την προεδρία του την 6η Οκτωβρίου 1998.
Τα δύο κείμενα αυτά ήσαν οι προάγγελοι και προπομποί για τις ενέργειες, τις πρωτοβουλίες, τις εμπνεύσεις και τις δράσεις του νέου Αρχιεπισκόπου, ο οποίος κυριολεκτικώς, εργαζόμενος νυχθημερόν και κινούμενος προς «πάσαν αναγκαίαν χρείαν» επελήφθη εγκαίρως της μεγάλης και δυσχερούς αποστολής που απαιτεί το ευλογημένο, αλλά κοπιώδες και ριψοκίνδυνο έργο του Αρχιεπισκόπου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Το σημαντικώτερο κατόρθωμα του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου είναι το γεγονός ότι ετοποθέτησε την Εκκλησία στο κέντρο του ενδιαφέροντος, των προβληματισμών και της επικαιρότητος.
Με τον μεστό λόγο, αλλά και τις ευφυείς παρεμβάσεις του σε θέματα καταλυτικά για την πνευματική και ηθική ζωή του τόπου, κατώρθωσε να αναδείξη τις θέσεις της Εκκλησίας και να υποστασιάση την προσδοκία της «άλλης φωνής» στην πολυφωνική Βαβέλ των διαφόρων σκοπών και σκοπιμοτήτων.
Πρώτη φορά το κήρυγμα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, αποκτά κεντρική θέση σε όλα τα δελτία ειδήσεων της Κυριακής, έστω και αποσπασματικά. Πρώτη φορά το περιεχόμενο εκκλησιαστικής διδαχής γίνεται αντικείμενο αυθορμήτων καθημερινών συζητήσεων, έστω και αν διατυπώνονται αντιρρήσεις η ποικίλα σχόλια.
Πρώτη φορά δημιουργείται η αίσθηση στην ελληνική κοινωνία ότι υπάρχει φωνή αδέσμευτη, έτοιμη να διασαλπίση τον λόγο της αληθείας που ελευθερώνει, τον λόγο της λυτρώσεως που ειρηνεύει, τον λόγο της ελπίδος που ανανεώνει, χωρίς να αγνοούνται και οι διατυπούμενες αντιρρήσεις.
Ο ιερός Απόστολος Παύλος, εμπνεόμενος υπό του αγίου Πνεύματος, διδάσκει ειδικώτερα: «Έχοντες δε χαρίσματα κατά την χάριν την δοθείσαν ημίν διάφορα, είτε προφητείαν, κατά την αναλογίαν της πίστεως, είτε διακονίαν εν τη διακονία, είτε ο διδάσκων εν τη διδασκαλία είτε ο παρακαλών εν τη παρακλήσει, ο μεταδιδούς εν απλότητι, ο προϊστάμενος εν σπουδή, ο ελεών εν ιλαρότητι» (Ρωμ. 12,6-8).
Μέσα σ’ αυτή την αγιογραφική διατύπωση, δια της Χάριτος του αγίου Θεού, μπορούμε να αναζητήσωμε τη Διακονία και τον λόγο του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ως ποιμένος επισκόπου και Αρχιεπισκόπου της Εκκλησίας της Ελλάδος, τα ξεχωριστά χαρίσματα, ήτοι την προνοητικότητα, την πρόβλεψη, την εκκλησιαστική διακονία, την διδασκαλία, την προτροπή προς τον ενάρετο βίο, την πραγμάτωση αγαθών πράξεων με ταπείνωση, την επιστασία και επιμέλεια για τα καλά έργα, την άσκηση της ελεημοσύνης με χαρά και προσήνεια.
Αυτό το ευλογημένο πολύπτυχο των εκκλησιαστικών δραστηριοτήτων υπήρξε προσφορά προς τον διδάσκαλο, Λυτρωτή και Σωτήρα μας Χριστό, με αναγωγή στον ουράνιο Πατέρα, όπως ο ίδιος ο Κύριος διδάσκει: «Εάν τις εμοί διακονή τιμήσει αυτόν ο πατήρ» (Ιω. 12,26).
Και καθώς εζήσαμε τον Αρχιεπίσκοπο ολημερίς, αλλά και μετά τα μεσάνυκτα, να μεριμνά, να σχεδιάζει, να αγωνιά, να ανησυχεί για το έργο της Εκκλησίας, τον ενοιώσαμε να παίρνει αναπνοές ελπίδος, αφού και άλλους αδελφούς, κληρικούς και λαϊκούς, κατέστησε στα χαρακώματα του χρέους, και να επαναλαμβάνει προς όλους τους λόγους των αγίων Αποστόλων: «Ημείς δε τη προσευχή και τη διακονία του λόγου προσκαρτερήσομεν αδελφοί» (Πραξ. 6,4), για την πορεία της Εκκλησίας του Χριστού.
Η πορεία του Προκαθημένου της Εκκλησίας μας υπήρξε μία συνεχής προσπάθεια, ένας ακάματος τρόπος ζωής, ένας σκληρός αγώνας, μια ευρηματική αναζήτηση λύσεως στα προβλήματα που συνεχώς αναφύονται, μια αδιάκοπη σύγκρουση με συμφέροντα και παλαιές πικρίες, υπήρξε άμυνα και επίθεση στα μέτωπα της αθεΐας, του υλισμού και κάποιων μοντέρνων ιδεών, υπήρξε ενίοτε πάλη πνευματική με την ύβρι και τη συκοφαντία. Και μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα των αγώνων και της αγωνίας, στάθηκε όρθιος, ισχυρός, νηφάλιος, προσηνής και φιλικός «πάντα ισχύων εν τω ενδυναμούντι αυτόν Χριστώ» (Φιλιπ. 4,13).
Μερικοί παράγοντες επέκριναν, διεφώνησαν, αμφισβήτησαν, παρεξήγησαν, παρερμήνευσαν, και γενικώς προσεπάθησαν να βλάψουν αυτό το έργο με ταυτόχρονη απόπειρα να μειώσουν την ακτινοβολία της προσωπικότητος του δημιουργού του.
Κύρια αιτία αυτής της στάσεως ήταν η προκατάληψη και κάθε ιδεολογία αντίθετη προς το Ευαγγέλιο του Χριστού και προς την Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Επ’ αυτού του φαινομένου, ο λόγος του Κυρίου έρχεται λυτρωτικός και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν: «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν, ει τον λόγον μου ετήρησαν και τον υμέτερον τηρήσουσιν· αλλά ταύτα πάντα ποιήσουσιν υμίν δια το όνομά μου, ότι ουκ οίδασι τον πέμψαντά με» (Ιω. 15,20-21).
Όταν οι άνθρωποι δεν πιστεύουν στο Χριστό, πως θα πιστεύσουν σ’ αυτούς που τον υπηρετούν; Η θέση αυτή σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί κατακύρωση του αλαθήτου στους ποιμένες της Εκκλησίας.
Βεβαίως είναι πιθανό και ανθρώπινο κάποτε να λάβωμε μια απόφαση που είναι λάθος, να διατυπώσωμε μία εσφαλμένη άποψη η εκτίμηση, η ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος η κάποιος από μας όλους. Άλλο αυτό και άλλο να είναι κάποιοι αντικείμενοι επί σκοπόν για να πυροβολούν αδιακόπως.
Είναι δε αληθές ότι ο Μακαριώτατος, ως ακάματος διάκονος του λόγου, υπήρξε πάντοτε διαλεκτικός, πάντοτε έτοιμος για εσωτερικό διάλογο, όταν ωμιλούσε από του άμβωνος η του βήματος, για προφορικό η γραπτό διάλογο, όταν διελέγετο δημόσια, γενικώς σε κάθε μορφής καλοπροαίρετη συζήτηση.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ούτε αυταρχικός ήτο, ούτε δογματικός, ούτε απόλυτος, ούτε επίμονος, ούτε ανυποχώρητος, ούτε ασυμβίβαστος. Εκεί όπου ο λόγος του ανεδεικνύετο σθεναρός, ήτο βεβαίως εις ο,τι αφορά στις αλήθειες της Ορθοδόξου πίστεώς μας, στα από αιώνων ισχύοντα δικαιώματα της Εκκλησίας και στην ελληνορθόδοξη πολιτιστική μας παράδοση.
Αλλά και επ’ αυτών διελέγετο ο Χριστόδουλος, διότι διέθετε επιχειρήματα, γνώση και αδιαμφισβήτητη ικανότητα λόγου. Κάποτε διεκήρυξε· «Μερικοί με λένε εθνικιστή και άλλοι λαϊκιστή. Λάθος. Ούτε εθνικιστής είμαι ούτε λαϊκιστής. Υπηρετώ και αγαπώ την Εκκλησία μας με όλες μου τις δυνάμεις. Αγαπώ και την πατρίδα μας την Ελλάδα, την ένδοξη χώρα μας».
Όταν ο ιερός αυτός άνδρας ωμιλούσε και υπεραμύνετο των δικαιωμάτων της ορθοδόξου Εκκλησίας η ψυχή του φλεγόταν από ενθουσιασμό και από φρόνημα χρέους και δυνάμεως υπέρ της κιβωτού της σωτηρίας, «ην ο Κύριος περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος».
Κορώνα του λόγου του η Εκκλησία, σκήπτρο ο τίμιος του Κυρίου Σταυρός, δώρο του η ευλογία, κατάστιχο αιώνιο το Ιερό Ευαγγέλιο, πνευματικό ένδυμα η ελληνορθόδοξη παράδοση και ελπίδα του η αιωνιότητα.
Εξειδίκευε δε τον λόγο του όταν απευθυνόταν προς την νεότητα, στους μαθητές της μέσης παιδείας, στους φοιτητές όλων των επιστημών, προς τους εργαζομένους νέους, προς τα στρατευμένα νειάτα, εκφωνώντας προσκλητήριο για να δώσουν όλοι το «παρών» του σεβασμού στην Εκκλησία και να δροσισθούν με τα ουράνια νάματα αυτής και να γευθούν τα ιερά μυστήρια της Χάριτος του Θεού.
Ένα προσκλητήριο δυνατό για να προσεγγίση τις νεανικές καρδιές, χωρίς διακρίσεις και χωρίς εξωτερικές προϋποθέσεις. Και τους εκέρδισε χάριν της Εκκλησίας και της κοινωνίας.
Η προσφορά του στον τομέα της εκκλησιαστικής φιλανθρωπίας και αγάπης υπέρ όλων αδιακρίτως, όσοι είχαν βιοτικές ανάγκες απαιτεί ξεχωριστή μελέτη και παρουσίαση. «Η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστί» διεκήρυττε. Εξασφαλίστε φαγητό στους απόρους, στέγη στους άστεγους, κάθε βοήθεια στους μετανάστες, συμβούλευε τους συνεργάτες του ιερείς και λαϊκούς.
Ένας άλλος πλούσιος αγρός πνευματικής οικοδομής του μακαριστού Αρχιεπισκόπου ήταν η συγγραφική του παραγωγή, ου οποίου δρέπει τους καρπούς ο αναγνώστης αναδιφώντας σε βιβλία και σε φυλλάδια που φθάνουν τις 198 εκδόσεις, εκτός από τα δημοσιογραφικά άρθρα.
Ο λόγος του πάντοτε μεστός, σαφής, εναργής, οικοδομημένος σε γερά θεμέλια. Και μέσα από τον πλούτο της παραγωγής, της καρδιάς και του νου, υπέρ της Εκκλησίας και του λαού μας, αναδυόταν πάντα η μεγάλη αγάπη του για την πατρίδα μας, για την Ελλάδα μας, για τον πολιτισμό μας, για την λαϊκή μας παράδοση, για την ιστορία μας, για την εθνική μας ενότητα και την νεοελληνική δημιουργικότητά μας.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος υπήρξε ένας ξεχωριστός εκκλησιαστικός άνδρας και ειλικρινής Έλληνας. Υπήρξε ένας χλοερός λειμώνας, με αλλεπάλληλες καρποφόρες φύτρες που βλαστάνουν και καρποφορούν συνεχώς, μέσα από τον πλούσιο προφορικό και γραπτό λόγο.
Μια σύγχρονη πατερική φυσιογνωμία, χρυσοστομικού τύπου, υπόδειγμα τέλειου λειτουργού των ιερών μυστηρίων και ιεροφάντης γνήσιος. O Χριστόδουλος υπήρξε μια αδιαμφισβήτητη ηγετική φυσιογνωμία, που ωμίλησε στις ακοές και στις καρδιές των Ορθοδόξων Ελλήνων και ολόκληρη η ελληνική κοινωνία ανταποκρίθηκε στους προβληματισμούς και στις προτροπές του.
Η ελληνική κοινωνία έβαλε την υπογραφή της, μετά σεβασμού στο Χριστόδουλο, με την συμπαράστασή της στην αρρώστια του, και με το παλλαϊκό προσκύνημα αυτών των ημερών με πλατειά, ανθρώπινη παρουσία, που ξεκινούσε από τον σολέα του Καθεδρικού Ναού, διέτρεχε την Εκκλησία, συνεχιζόταν στην πλατεία και έφθανε μέχρι την ανηφοριά της οδού Μητροπόλεως.
Ξένον θέαμα … Εύγε σου Ελληνικέ Λαέ μας.
Παναγιώτατε Οικουμενικέ Πατριάρχα κύριε κ. Βαρθολομαίε, βεβαιωθήτε τούτη την ώρα ότι ο αδελφός μας αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος Σας αγαπούσε και Σας εσέβετο βαθύτατα, μέσα από τα φίλτρα της καρδιάς του.
Και Σας και τους Επισκόπους του Θρόνου όλους και το σεπτό και πανένδοξο Οικουμενικό μας Πατριαρχείο και όλον τον απανταχού Ελληνισμό. Σας αγαπούσε, όπως και Σεις μας αγαπάτε, και Σας εσκέπτετο πολύ ο Χριστόδουλος.
Το μικρό διάλειμμα της πίκρας την Άνοιξη του 2004 ας ξεχασθή για πάντα μέσα στη λήθη και η αγάπη του Αρχιποίμενος Χριστού μας ας μας ενώνη όλους και εδώ και στην αιωνιότητα.
Η σεπτή Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, συγκροτουμένη υπό των εβδομήκοντα εννέα Σεβασμιωτάτων Αρχιερέων και Μητροπολιτών αυτής, ως η κορυφαία διοικητική και πνευματική Αρχή αυτής, μετά του ανά την Ιερά Αρχιεπισκοπή και τις Ιερές Μητροπόλεις ευσεβεστάτου ιερού κλήρου και του ευλαβεστάτου Ελληνικού Λαού, δέεται της υπερουσίου, υπεραγάθου και παντοδυνάμου Αγίας Τριάδος όπως αναπαύση την ψυχή του κεκοιμημένου πνευματικού πατρός και αδελφού μας Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου «επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου εν χώρα ζώντων, εις βασιλείαν ουρανών, εν παραδείσω τρυφής δια των φωτεινών αγγέλων του εισάγων αυτόν εις τας αγίας του μονάς, συνεγείρων και το σώμα αυτού εν ημέρα η ώρισε, κατά τας αγίας του και αψευδείς επαγγελίας».
Μη θαυμάζετε αδελφοί, ότι επί της γης χωριζόμεθα από του σεβαστού και προσφιλούς μας Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Μετά την εξαγιαστική δοκιμασία του εκ της ασθενείας και των πολλών πόνων και κόπων, ο Χριστόδουλός μας «ευάρεστος τω Θεώ γενόμενος, ηγαπήθη και ζων μεταξύ αμαρτωλών μετετέθη. Ηρπάγη μη κακία αλλάξη σύνεσιν αυτού… Αρεστή γαρ ην Κυρίω η ψυχή αυτού, δια τούτο έσπευσεν εκ μέσου πονηρίας».
Και θα περατώσω τον παρόντα επικήδειο λόγο με τον επίλογο από τον Επιτάφιο Λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου «εις τον Μέγαν Βασίλειον», σε μετάφραση.
«Αυτά είναι τα λόγια μου για σένα, αγαπητέ Χριστόδουλε, με γλώσσα γλυκειά, που σου ήταν κάποτε ισότιμη και συνήλικος. Εάν επλησιάσαμε την αξία σου είναι τούτο δικό σου χάρισμα. Έχοντας το θάρρος μου μπροστά σε σένα έστησα τον λόγο μου για χάρη σου.
Εάν όμως έμεινα πολύ πολύ μακρυά από ο,τι ήλπιζα, τι πρέπει να υποστώ αφού έτσι κι αλλιώς με δοκιμάζει η ωριμότητα της ηλικίας και η μεγάλη αγάπη μου για σένα. Αλλά το κατά δύναμη είναι αγαπητό και στο Θεό.
Συ μας παρακολουθείς από ψηλά, θεϊκέ φίλε και σεβαστέ, και την δοκιμασία της σαρκός που μας έδωσε ο Θεός να μας παιδαγωγή, η σταμάτησέ την με τις πρεσβείες σου η κάνε μας να την υπομένωμε με δύναμη. Όλη μας την ζωή, με την προσευχή σου, οδήγησέ την προς το καλύτερο.
Όταν δε μετατεθούμε από εδώ δέξου μας εκεί στις δικές σου σκηνές, ώστε μαζύ ζώντας και μαζύ θεωρώντας την αγία και μακαρία Τριάδα, καθαρότερα και τελειότερα από όσο την αισθανθήκαμε εδώ, να σταθούμε σ’ αυτό το σημείο της επιθυμίας μας και να λάβωμε αυτή την ανταπόδοση για όσες επιθέσεις δεχθήκαμε και για όσους αγώνες εκάναμε. Αυτός είναι ο λόγος μου για σένα.
Εμάς όμως ποιός θα μας επαινέση όταν εγκαταλείψωμε την ζωή μετά από σένα; Αν βέβαια κατορθώσωμε κάτι άξιο επαίνου για τον Κύριό μας Ιησού Χριστό στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνας. Αμην».
- Εμφανίσεις: 27892