Η χαρά του Αρχιεπισκόπου για κάθε νέο βιβλίο του Ναυπάκτου Ιεροθέου

ImageΠραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε την Τε­τάρ­τη 19 Ι­α­νου­α­ρί­ου ε.έ. στην Στο­ά του Βι­βλί­ου στην Α­θή­να η πα­ρου­σί­α­ση του δί­το­μου έρ­γου του Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου και Α­γί­ου Βλα­σί­ου κ. Ι­ε­ρο­θέ­ου «Ε­μπει­ρι­κή Δογ­μα­τι­κή, της Ορ­θο­δό­ξου Κα­θο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας, κα­τά τις προ­φο­ρι­κές πα­ρα­δό­σεις του π. Ι­ω­άν­νου Ρω­μα­νί­δη».

Την εκ­δή­λω­ση-πα­ρου­σί­α­ση διορ­γά­νω­σε η εκ­δό­τρια Ι­ε­ρά Μο­νή Γε­νε­θλί­ου Θε­ο­τό­κου – Πε­λα­γί­ας της Ι­ε­ράς Μη­τρο­πό­λε­ως Θη­βών και Λε­βα­δεί­ας.

Ό­πως εί­πε και η Γε­ρό­ντισ­σα Σι­λου­α­νή προ­λο­γί­ζο­ντας την εκ­δή­λω­ση, «μέ­χρι τώ­ρα δεν έ­χει γί­νει στην Ελ­λά­δα πα­ρου­σί­α­ση κα­νε­νός βι­βλί­ου του Σε­βα­σμι­ω­τά­του, ό­μως θε­ω­ρή­θη­κε α­να­γκαί­α αυ­τή η πα­ρου­σί­α­ση του δί­το­μου έρ­γου του "Ε­μπει­ρι­κή Δογ­μα­τι­κή κα­τά τις προ­φο­ρι­κές πα­ρα­δό­σεις του π. Ι­ω­άν­νου Ρω­μα­νί­δη", για να προ­βλη­θή και να τι­μη­θή η προ­σω­πι­κό­τη­τα του α­ει­μνή­στου πρω­το­πρε­σβυ­τέ­ρου και πα­νε­πι­στη­μια­κού κα­θη­γη­τού,  π. Ι­ω­άν­νου, με την ευ­και­ρί­α μά­λι­στα της δε­κα­ε­τί­ας α­πό την κοί­μη­σή του» (1-11-2001).

Την εκ­δή­λω­ση τί­μη­σε με την πα­ρου­σί­α του ο Μα­κα­ρι­ώ­τα­τος Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Α­θη­νών και Πά­σης Ελ­λά­δος κ. Ι­ε­ρώ­νυ­μος, Αρ­χι­ε­ρείς, με­τα­ξύ των ο­ποί­ων ο Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­της Θη­βών και Λε­βα­δεί­ας κ. Γε­ώρ­γιος, υ­πό την δι­καιο­δο­σί­α του ο­ποί­ου βρί­σκε­ται η Ι­ε­ρά Μο­νή, Κα­θη­γη­τές Πα­νε­πι­στη­μί­ου, Ι­ε­ρείς και λα­ϊ­κοί που γέ­μι­σαν την δι­πλή αί­θου­σα πα­ρου­σιά­σε­ων της Στο­άς του Βι­βλί­ου.

Α­ξί­ζει να ση­μει­ω­θή και η πα­ρου­σί­α ο­ρι­σμέ­νων προ­σώ­πων, πέ­ρα α­πό τους ει­ση­γη­τές, που συν­δέ­ο­νταν ι­διαι­τέ­ρως με τον π. Ι­ω­άν­νη, ό­πως η α­δελ­φή του κ. Παρ­θε­νί­α Ρωμανίδου – O­tt, η ο­ποί­α τα­ξί­δευ­σε α­πό την Νέ­α Ζη­λαν­δί­α για να συμ­με­τά­σχη στην εκ­δή­λω­ση, ο κ. Α­θα­νά­σιος Σα­κα­ρέλ­λος, μα­θη­τής του π. Ι­ω­άν­νου στο Γρα­φεί­ο του ο­ποί­ου πα­ρέ­δι­δε μα­θή­μα­τα θε­ο­λο­γί­ας και ι­στο­ρί­ας πρίν και με­τά την συ­ντα­ξιο­δό­τη­σή του και ο ο­ποί­ος δι­έ­σω­σε μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νες πολ­λές ο­μι­λί­ες του κ.ά.

Οι δό­κι­μοι και έ­γκρι­τοι ει­ση­γη­τές που πα­ρου­σί­α­σαν το βι­βλί­ο και μί­λη­σαν για τον συγ­γρα­φέ­α και για τον π. Ι­ω­άν­νη Ρω­μα­νί­δη ή­ταν ο Αι­δε­σι­μολ. Πρω­το­πρε­σβύ­τε­ρος και Ο­μό­τι­μος Κα­θη­γη­τής της Θε­ο­λο­γι­κής Σχο­λής του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Α­θη­νών π. Γε­ώρ­γιος Με­ταλ­λη­νός, ο Αι­δε­σι­μολ. Πρω­το­πρε­σβύ­τε­ρος και Γραμ­μα­τέ­ας της Συ­νο­δι­κής Ε­πι­τρο­πής ε­πί των Διορ­θο­δό­ξων Σχέ­σε­ων, π. Στέ­φα­νος Α­βρα­μί­δης και ο Κα­θη­γη­τής της Θε­ο­λο­γι­κής Σχο­λής του Α­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης κ. Λά­μπρος Σιά­σος.

Η εκ­δή­λω­ση άρ­χι­σε με τον σύ­ντο­μο πρό­λο­γο α­πό την Γε­ρό­ντισ­σα της εκ­δό­τριας Ι­ε­ράς Μο­νής μο­να­χή Σι­λου­α­νή, η ο­ποί­α α­να­φέρ­θη­κε στο εκ­δο­τι­κό της έρ­γο, α­φού η Α­δελ­φό­τη­τα «πα­ράλ­λη­λα με τα λοι­πά μο­να­χι­κά κα­θή­κο­ντα και δια­κο­νή­μα­τα των μο­να­χών, α­σχο­λεί­ται με την ε­πι­μέ­λεια, την έκ­δο­ση, την με­τά­φρα­ση και την δια­κί­νη­ση των συγ­γρα­φι­κών έρ­γων του Πνευ­μα­τι­κού μας Πα­τέ­ρα, Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου και Α­γί­ου Βλα­σί­ου κ. Ι­ε­ρο­θέ­ου. Εί­ναι δια­κό­νη­μα που προ­έ­κυ­ψε α­πό την πο­λυ­ε­τή ποι­μα­ντι­κή δια­κο­νί­α του, την ε­να­σχό­λη­σή του με τα κεί­με­να των Πα­τέ­ρων της Εκ­κλη­σί­ας και συμ­βάλ­λει στους ι­ε­ρα­πο­στο­λι­κούς σκο­πούς και στην συ­ντή­ρη­ση της Μο­νής μας».

Ευ­χα­ρί­στη­σε δε τον Μα­κα­ρι­ώ­τα­το κ. Ι­ε­ρώ­νυ­μο, κα­θώς και τον διά­δο­χό του στην Μη­τρό­πο­λη Θη­βών και Λε­βα­δεί­ας κ. Γε­ώρ­γιο για την πα­τρι­κή προ­στα­σί­α και το έ­μπρα­κτο εν­δια­φέ­ρον τους για το Μο­να­στή­ρι.

Ο Μα­κα­ρι­ώ­τα­τος κ. Ι­ε­ρώ­νυ­μος στόν χαι­ρε­τι­σμό του ε­ξέ­φρα­σε την συ­γκί­νη­ση και την χα­ρά του για την εκ­δή­λω­ση στην οποία θα γίνη «ἐμβάθυνση στά θέματα αὐτά τοῦ πατρός Ἰωάννου Ρωμανίδου, μάλιστα ἐπεξεργασμένα ἀπό πολύ δυνατά χέρια καί δυνατό μυαλό». Την συ­γκί­νη­σή του α­πέ­δω­σε σε τέσ­σε­ρεις κυ­ρί­ως λό­γους:

Στην μα­κρο­χρό­νια γνω­ρι­μί­α και α­γα­στή συ­νερ­γα­σί­α του με τον τό­τε Ι­ε­ρο­κή­ρυ­κα και νύν Μη­τρο­πο­λί­τη Ναυ­πά­κτου κ. Ι­ε­ρό­θε­ο και με την Α­δελ­φό­τη­τα της Ι­ε­ράς Μο­νής Γε­νε­θλί­ου Θε­ο­τό­κου την ο­ποί­α ε­κεί­νος κα­θο­δη­γεί και η ο­ποί­α ζή και πο­ρεύ­ε­ται μέ­σα στην ορ­θό­δο­ξη μο­να­στι­κή πα­ρά­δο­ση της Εκ­κλη­σί­ας. Δεύ­τε­ρον, στην χα­ρά του για κά­θε νέ­ο βι­βλί­ο του Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου.

Δι­ε­τύ­πω­σε δε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά το ε­ρώ­τη­μα που κά­θε φο­ρά του δη­μιουρ­γεί­ται: «Πό­τε τα προ­λα­βαί­νει ό­λα αυ­τά τα πράγ­μα­τα; Πό­τε προ­λα­βαί­νει να εί­ναι πα­ντα­χού πα­ρών σε ό­λες τις εκ­δη­λώ­σεις, να δί­νη λό­γο σε κά­θε θέ­μα, να α­ντα­πο­κρί­νε­ται σε δη­μο­σι­εύ­μα­τα και να μας προ­λαμ­βά­νη ό­λους σε εκ­πλή­ξεις, ό­πως αυ­τό το βι­βλί­ο;­».

Τρί­τον στην προ­σω­πι­κή του γνω­ρι­μί­α με τον π. Ι­ω­άν­νη Ρω­μα­νί­δη, με τον ο­ποί­ον εί­χε ο Μα­κα­ρι­ώ­τα­τος πολ­λές φο­ρές συ­ζη­τή­σει ε­πί μα­κρού.

Τέ­λος, για τον λό­γο ό­τι την πα­ρου­σί­α­ση α­νέ­λα­βαν δό­κι­μοι δά­σκα­λοι και Κλη­ρι­κοί, κά­νο­ντας λό­γο για «στα­θε­ρά ση­μεί­α πά­νω στα ο­ποί­α θα πα­τή­σου­με» στην ε­πο­χή μας, ε­πο­χή συγ­χύ­σε­ως.

Εί­πε δε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ό­τι «Πι­στεύ­ω πώς ό­ταν έ­χου­με τέ­τοιους κα­θο­δη­γη­τάς, εί­τε κα­θη­γη­τές στο Πα­νε­πι­στή­μιο με αυ­τό το πνεύ­μα εί­τε σε­βα­στούς Ι­ε­ράρ­χες της Εκ­κλη­σί­ας μας, εί­τε με­λε­τη­τές αυ­τών των έρ­γων και πα­ρου­σια­στές, νο­μί­ζω αυ­τά εί­ναι ι­διαί­τε­ρα τα α­ντι­σώ­μα­τα σε αυ­τήν την ε­πο­χή που θα μας βο­η­θή­σουν να α­ντι­με­τω­πί­σου­με τις πολ­λές α­σθέ­νει­ες και να βρού­με τον δρό­μο που μας χρειά­ζε­ται».

Τέ­λος, ο Μα­κα­ρι­ώ­τα­τος έ­κλει­σε τον χαι­ρε­τι­σμό του ευ­χα­ρι­στώ­ντας και ευ­χό­με­νος: «Σάς ευ­χα­ρι­στού­με πά­ρα πο­λύ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, Ά­γι­ε Ναυ­πά­κτου, και ευ­χό­μα­στε μέ­σα α­πό την καρ­διά μας ο Θε­ός να σάς δί­νη πολ­λή δύ­να­μη, υ­πο­μο­νές –ό­χι υ­πο­μο­νή– δύ­να­μη, ώ­στε το έρ­γο σας το καρ­πο­φό­ρο να εί­ναι για μας μια αι­σιο­δο­ξί­α, μια ελ­πί­δα σε έ­ναν δύ­σκο­λο δρό­μο».

Έ­πει­τα, ο λό­γος δό­θη­κε στην α­δελ­φή του π. Ι­ω­άν­νου, κ. Παρ­θε­νί­α, η ο­ποί­α με την βο­ή­θεια της με­τα­φρά­στριας και πα­ρου­σιά­στριας της εκ­δή­λω­σης κ. Έ­φης Μαυ­ρο­μι­χά­λη, α­να­φέρ­θη­κε με έκ­δη­λη συ­γκί­νη­ση στα προ­σω­πι­κά βι­ώ­μα­τά της α­πό τον α­εί­μνη­στο α­δελ­φό της, με τον ο­ποί­ο εί­χε α­δια­τάρ­ρα­κτη ει­λι­κρι­νή α­δελ­φι­κή ε­πι­κοι­νω­νί­α, αν και ζού­σαν κυ­ριο­λε­κτι­κά σε α­ντί­θε­τες πλευ­ρές της γής.

Α­νέ­φε­ρε τα πολ­λά και ε­ξαι­ρε­τι­κά χα­ρί­σμα­τα και προ­σό­ντα του, α­πό την ι­κα­νό­τη­τά του να πι­λο­τά­ρη πολ­λούς τύ­πους α­ε­ρο­πλά­νων, μέ­χρι την μου­σι­κή και τα α­θλή­μα­τα, ε­ξέ­φρα­σε την συ­γκί­νη­σή της για την συμ­με­το­χή της στην εκ­δή­λω­ση μα­ζί με συ­νερ­γά­τες και φί­λους και πρό­σω­πα που α­γα­πούν και τι­μούν τον α­δελ­φό της και α­πηύ­θυ­νε τις ευ­χα­ρι­στί­ες στόν συγ­γρα­φέ­α: «Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε Ι­ε­ρό­θε­ε, Σάς ή­ξε­ρα πο­λύ κα­λά πρίν σάς γνω­ρί­σω κάν. Πό­σο λυ­πη­ρό ή­ταν που η πρώ­τη φο­ρά που συ­να­ντη­θή­κα­με ή­ταν στην κη­δεί­α του α­δελ­φού μου. Σάς ευ­χα­ρι­στώ θερ­μά για την ευ­γέ­νειά σας, για­τί στη­ρί­ζα­τε πά­ντα τον α­δελ­φό μου και ή­σα­σταν δυ­να­μι­κά α­φο­σι­ω­μέ­νος και πι­στός σ' αυ­τόν. Ο α­δελ­φός μου μα­ζί με την μη­τέ­ρα μου χα­μο­γε­λούν και εί­ναι πο­λύ χα­ρού­με­νοι».

Έ­πει­τα τον λό­γο έ­λα­βε ο π. Γε­ώρ­γιος Με­ταλ­λη­νός ως πρώ­τος ει­ση­γη­τής και συ­ντο­νι­στής της πα­ρου­σί­α­σης. Ο π. Γε­ώρ­γιος πα­ραλ­λή­λι­σε τον «α­να­στά­σι­μο σει­σμό» που προ­ξέ­νη­σε το πέ­ρα­σμα του π. Ι­ω­άν­νη στην νε­ο­ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με την έκ­δο­ση του πα­ρου­σια­ζό­με­νου τό­μου, στόν ο­ποί­ο ο συγ­γρα­φέ­ας προ­σφέ­ρει την «πε­μπτου­σί­α της θε­ο­λο­γί­ας του με­γί­στου των νε­ω­τέ­ρων δογ­μα­το­λό­γων μας», σε μια έκ­δο­ση υ­πο­δειγ­μα­τι­κή, α­πό τον κα­ταλ­λη­λό­τε­ρο, κα­τά την έκ­φρα­σή του, για τον σκο­πό αυ­τό.

Εί­πε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Πι­στεύ­ω δε ό­τι ο Ά­γιος Ναυ­πά­κτου ή­ταν ο κα­ταλ­λη­λό­τε­ρος για την σύν­θε­ση αυ­τού του μνη­μει­ώ­δους έρ­γου και θε­ο­λο­γι­κά ως ο ά­ρι­στος συ­νε­χι­στής του π. Ι­ω­άν­νη και εκ­κλη­σια­στι­κά ως Ι­ε­ράρ­χης, που έ­στω και α­νε­πί­ση­μα εκ­φρά­ζει την Ι­ε­ρά Σύ­νο­δο της Εκ­κλη­σί­ας μας δια­κη­ρυ­κευ­ό­με­νος την ε­μπει­ρι­κή θε­ο­λο­γί­α της Ορ­θο­δο­ξί­ας, την ό­ντως δη­λα­δή Θε­ο­λο­γί­α μας». Θε­ώ­ρη­σε δε πο­λύ ση­μα­ντι­κή την έκ­δο­ση και λό­γω της συ­γκυ­ρί­ας της πνευ­μα­τι­κής και θε­ο­λο­γι­κής κρί­σης στην πα­τρί­δα μας.

Συ­νο­πτι­κά δε πα­ρέ­θε­σε μια προ­σω­πι­κή του α­πο­τί­μη­ση του έρ­γου του π. Ι­ω­άν­νη, α­να­νε­ώ­νο­ντας την πε­ποί­θη­σή του ό­τι μπο­ρού­με να μι­λού­με για προ και με­τά Ρω­μα­νί­δη ε­πο­χή στα θε­ο­λο­γι­κά πράγ­μα­τα στην Ελ­λά­δα.

Ο π. Ι­ω­άν­νης «α­νέ­τρε­ψε ό­λα τα αυ­το­νό­η­τα, τον ευ­σε­βι­σμό και την μα­γι­κή α­ντί­λη­ψη που εί­χα­με για την Εκ­κλη­σί­α και την α­πο­στο­λή της στόν κό­σμο. Έ­φε­ρε και πά­λι στην ε­πι­φά­νεια την ά­σκη­ση ως α­γιο­πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, την α­νά­γκη της ά­κτι­στης θεί­ας χά­ρης και τον τρό­πο προσ­λή­ψε­ώς της, στα ό­ρια της συ­νερ­γεί­ας μας με τον Θε­ό.

Κυ­ρί­ως δέ, α­πο­σπώ­ντας μας α­πό την δια­νο­η­τι­κή θε­ο­λό­γη­ση, ε­πα­να­σύν­δε­σε το δόγ­μα με την λα­τρεί­α και αμ­φό­τε­ρα αυ­τά με την ι­στο­ρί­α, φω­τί­ζο­ντας με το φώς της πα­ρα­δό­σε­ώς μας και αυ­τόν τον ή­δη εκ­δυ­τι­κι­σμέ­νο α­κα­δη­μα­ϊ­κό χώ­ρο».

Ο π. Γε­ώρ­γιος μί­λη­σε α­κό­μη για τους μα­θη­τές του α­ει­μνή­στου, τους κρυ­φούς και φα­νε­ρούς, αλ­λά και τους ε­χθρούς του, που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στο πρό­σω­πο του π. Ι­ω­άν­νη πο­λε­μούν την θε­ο­λο­γι­κή πα­τε­ρι­κή πα­ρά­δο­ση.

Ε­πί­σης ση­μεί­ω­σε ως προ­σόν του βι­βλί­ου το ό­τι πα­ρου­σιά­ζει και τον ά­με­σο, φυ­σι­κό άν­θρω­πο π. Ι­ω­άν­νη Ρω­μα­νί­δη. Τέ­λος προ­συ­πέ­γρα­ψε τα λό­για του ε­πί­σης α­ει­μνή­στου π. Θε­ο­κλή­του Διο­νυ­σιά­του για τον π. Ι­ω­άν­νη.

Στην συ­νέ­χεια τον λό­γο έ­λα­βε ο π. Στέ­φα­νος Α­βρα­μί­δης, ο ο­ποί­ος α­να­φέρ­θη­κε στην πα­λαιά γνω­ρι­μί­α του π. Ι­ω­άν­νη στην Α­με­ρι­κή, ό­που τον εί­χε κα­θη­γη­τή στην Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή του Τι­μί­ου Σταυ­ρού Βο­στώ­νης και α­πο­λάμ­βα­νε την «συ­ναρ­πα­στι­κή δι­δα­σκα­λί­α» του.

Ε­κεί ό­που ο π. Ι­ω­άν­νης τους «ά­νοι­ξε τα μά­τια» στην θε­ο­λο­γί­α  τους έ­μα­θε τα θε­ο­λο­γι­κά θε­μέ­λια της δια­φο­ρε­τι­κής α­σκή­σε­ως και τρό­που ζω­ής που πα­ρε­τη­ρεί­το με­τα­ξύ των Ορ­θο­δό­ξων και των Κα­θο­λι­κών και Προ­τε­στα­ντών που κυ­ριαρ­χού­σαν πλη­θυ­σμια­κά  τους έ­δω­σε ορ­θό­δο­ξα κρι­τή­ρια του θε­ο­λο­γείν και δια­λέ­γε­σθαι, ώ­στε να παύ­σουν να χρη­σι­μο­ποιούν την ε­τε­ρό­δο­ξη θε­ο­λο­γι­κή α­ντιρ­ρη­τι­κή  τους δί­δα­ξε για το ορ­θό­δο­ξο δόγ­μα ως ε­μπει­ρί­α των θε­ου­μέ­νων  τους ει­σή­γα­γε στην ε­πι­στη­μο­νι­κή θε­ο­λο­γι­κή με­λέ­τη της πα­τε­ρι­κής σκέ­ψης α­πό την μί­α και του φι­λο­σο­φι­κού υ­πό­βα­θρου των ε­τε­ρο­δό­ξων και αι­ρε­τι­κών, ώ­στε να κα­τα­νο­ή­σουν στο βά­θος την αι­τί­α της δια­φο­ρο­ποί­η­σης της θε­ο­λο­γί­ας τους  εκ­κά­θα­ρε τις βι­βλι­κές έν­νοι­ες α­πό τις σχο­λα­στι­κές και φι­λο­σο­φι­κές πα­ρερ­μη­νεί­ες κλπ. Σε σχέ­ση και με το πα­ρου­σια­ζό­με­νο βι­βλί­ο, υ­πο­γράμ­μι­σε τρεις βα­σι­κές θε­ο­λο­γι­κές σκέ­ψεις-κρι­τή­ρια του π. Ι­ω­άν­νου:

α) την διά­κρι­ση κτι­στού και α­κτί­στου, β) την έλ­λει­ψη κά­θε ο­μοι­ό­τη­τας με­τα­ξύ τους, γ) την διά­κρι­ση ου­σί­ας και ε­νερ­γεί­ας. Ε­πί­σης, μί­λη­σε για την κρι­τι­κή της θε­ο­λο­γί­ας του ι­ε­ρού Αυ­γου­στί­νου και για τα δογ­μα­τι­κά και συμ­βο­λι­κά μνη­μεί­α της Ορ­θο­δό­ξου Εκ­κλη­σί­ας.

Ως προς τα κοι­νά ση­μεί­α που τον συ­νέ­δε­αν με τον π. Ι­ω­άν­νη, υ­πο­γράμ­μι­σε την α­γά­πη για μα­θή­μα­τά του, την κοι­νή κα­τα­γω­γή τους, τον κοι­νό πνευ­μα­τι­κό πα­τέ­ρα τους, τον π. Γε­ώρ­γιο Φλω­ρόφ­σκι, στόν ο­ποί­ο έ­κα­νε ε­κτε­νέ­στε­ρη α­να­φο­ρά, την Ι­ε­ρά Μο­νή Με­τα­μορ­φώ­σε­ως Βο­στώ­νης, ό­που φι­λο­ξε­νεί­το μια πε­ρί­ο­δο η μη­τέ­ρα του π. Ι­ω­άν­νη, η «γιά­για-Ρω­μα­νί­δη», ό­πως την έ­λε­γαν οι φοι­τη­τές.

Τέ­λος μί­λη­σε για την ε­πα­να­σύν­δε­σή τους στην Ελ­λά­δα, ό­που συ­νερ­γά­σθη­καν στην υ­πη­ρε­σί­α της Εκ­κλη­σί­ας και της Ι­ε­ράς Συ­νό­δου.

Και ο π. Στέ­φα­νος τε­λεί­ω­σε ως ε­ξής: «Ό­ταν την 1η Νο­εμ­βρί­ου το 2001 έ­φυ­γε α­πό κο­ντά μας για να πά­η κο­ντά στόν Χρι­στό που τό­σο α­γά­πη­σε και υ­πη­ρέ­τη­σε, σ' ό­λους ε­μάς που τον ξέ­ρα­με και τον α­γα­πή­σα­με και που με την προ­σω­πι­κό­τη­τα και δι­δα­σκα­λί­α του μας ση­μά­δευ­σε α­νε­ξί­τη­λα, ά­φη­σε έ­να κε­νό μέ­σα μας, που μέ­χρι τώ­ρα ο χρό­νος δεν μπό­ρε­σε να για­τρέ­ψη. Ας εί­ναι αι­ω­νί­α η μνή­μη του».

Έ­πει­τα ο κα­θη­γη­τής κ. Λά­μπρος Σιά­σος πα­ρου­σί­α­σε το βι­βλί­ο με έ­ναν ι­διαι­τέ­ρως γλα­φυ­ρό και ρη­το­ρι­κό λό­γο.

Μί­λη­σε για την μέ­θο­δο που ο ί­διος το α­νέ­γνω­σε το βι­βλί­ο για να κρί­νη την ό­λη έκ­δο­ση, α­πό το πε­ρι­ε­χό­με­νο μέ­χρι τον τίτ­λο και το ε­ξώ­φυλ­λο, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντάς τα «ερ­γό­χει­ρα λε­πτο­φυ­ή χει­ρών φι­λο­κα­λι­κών, α­συ­νή­θη, και­νο­φα­νή, αρ­τι­πα­γή».

Υ­πο­γράμ­μι­σε το α­ξιο­θαύ­μα­στο του ε­λέγ­χου του τε­ρά­στιου υ­λι­κού που εί­χε στα χέ­ρια του ο συγ­γρα­φέ­ας, ο ο­ποί­ος το δού­λε­ψε με την μέ­θο­δο και την σκέ­ψη του π. Ι­ω­άν­νη, α­φού ο Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου μα­θή­τευ­σε στόν π. Ι­ω­άν­νη Ρω­μα­νί­δη «καί τώ­ρα, πράγ­μα τί­μιον, τι­μά τον δι­δά­σκα­λον».

Πα­ρου­σί­α­σε τον πρω­τό­τυ­πο τίτ­λο του βι­βλί­ου ως συ­ναί­ρε­ση των δύ­ο γνω­στών ό­ρων "ε­μπει­ρι­κή θε­ο­λο­γί­α" και "δογ­μα­τι­κή και συμ­βο­λι­κή θε­ο­λο­γί­α".

Πέ­ρα­σε α­πό το «φαι­νό­με­νο» του βι­βλί­ου στο «νο­ού­με­νο», υ­πο­γραμ­μί­ζο­ντας τον λό­γο ότ «η μέ­θε­ξη του μυ­στη­ρί­ου του Σταυ­ρού και της Α­να­στά­σε­ως του Χρι­στού γί­νε­ται με τον συν­δυ­α­σμό των Μυ­στη­ρί­ων και της α­σκή­σε­ως».

Πα­ρου­σί­α­σε το ό­λο βι­βλί­ο ως σταυ­ρό, στην βά­ση του ο­ποί­ου α­κού­γε­ται ο θρή­νος ε­νός Ε­πι­σκό­που για ό­λες τις αλ­λοι­ώ­σεις που πλη­γώ­νουν το εκ­κλη­σια­στι­κό σώ­μα, τις ο­ποί­ες δεν α­πα­ριθ­μεί με τον δι­κό του λό­γο, αλ­λά «βά­ζει την φω­νή του α­τί­θα­σου Καπ­πα­δό­κη να τα ε­ξι­στο­ρή».

Ε­νώ φαι­νο­με­νι­κά το βι­βλί­ο α­κο­λου­θεί το σχε­διά­γραμ­μα μι­άς συμ­βα­τι­κής δογ­μα­τι­κής, ω­στό­σο πα­ρου­σιά­ζε­ται με την δω­ρι­κή μορ­φή του Συμ­βό­λου της Πί­στε­ως και «α­να­πο­δί­ζει και την τρο­φο­δο­σί­α και την στή­ρι­ξη και την ι­ε­ράρ­χη­ση», με κε­ντρι­κό ά­ξο­να ό­τι προ­η­γεί­ται το ε­μπει­ρι­κό γε­γο­νός της αυ­το­φα­νέ­ρω­σης του Θε­ού σε κε­κα­θαρ­μέ­νους Προ­φή­τες, Α­πο­στό­λους, Α­γί­ους και έ­πε­ται η κα­τα­γρα­φή αυ­τής της φα­νε­ρώ­σε­ως-α­πο­κα­λύ­ψε­ως με κτι­στά ρή­μα­τα και νο­ή­μα­τα, με ύ­ψι­στη μορ­φή θε­ο­φα­νεί­ας την Πε­ντη­κο­στή.

Χα­ρα­κτή­ρι­σε δε ά­θλο το ό­τι ο Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου «α­ξιο­ποι­ώ­ντας την δι­δα­σκα­λί­α του Ρω­μα­νί­δη ο­λο­κλή­ρω­σε ό,τι ε­κεί­νος δεν ε­πρό­φθα­σε», και ει­σή­γα­γε την η­συ­χα­στι­κή, α­σκη­τι­κή, ε­μπει­ρι­κή πα­ρά­δο­ση σε ό­λα τα κε­φά­λαια της θε­ο­λο­γί­ας και εν προ­κει­μέ­νω της δογ­μα­τι­κής, και την ει­σή­γα­γε, κα­τά την έκ­φρα­ση του ει­ση­γη­τού την «α­να­στή­λω­σε» στο μέ­σο του εκ­κλη­σια­στι­κού σώ­μα­τος, δη­λα­δή στα ι­ε­ρά Μυ­στή­ρια. Υ­πο­γράμ­μι­σε δύ­ο κε­ντρι­κά ση­μεί­α που δι­έ­πουν το ό­λο έρ­γο, α) την διά­κρι­ση νού - λο­γι­κής ή αλ­λι­ώς νο­ε­ράς - λο­γι­κής ε­νέρ­γειας, και β) την διά­κρι­ση εκ­κλη­σια­στι­κής ε­μπει­ρι­κής θε­ο­λο­γί­ας και στο­χα­σμού.

Πρό­σθε­σε δε ό­τι σύμ­φω­να με τον ά­γιο Γρη­γό­ριο τον Πα­λα­μά μπο­ρεί να υ­πο­γραμ­μι­σθή και η διά­κρι­ση ε­μπει­ρι­κής α­πό Θε­ού θε­ο­λο­γί­ας και ε­μπει­ρι­κής α­πό δαι­μό­νων "θε­ο­λο­γί­ας".

Τέ­λος, α­νέ­φε­ρε ό­τι η ε­πι­τυ­χί­α του βι­βλί­ου εί­ναι ή­δη δε­δο­μέ­νη α­πό πλευ­ράς κυ­κλο­φο­ρί­ας, και α­πό πνευ­μα­τι­κή πλευ­ρά θα φα­νε­ρώ­νε­ται κά­θε φο­ρά που έ­νας άν­θρω­πος θα α­νέρ­χε­ται τα στά­δια της τε­λει­ώ­σε­ως προς τον ου­ρα­νό και κά­θε φο­ρά που έ­νας Ι­ε­ρεύς θα θε­ρα­πεύ­η με την Χά­ρη του Θε­ού έ­ναν άν­θρω­πο.

Τέ­λος μί­λη­σε ο Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος συγ­γρα­φέ­ας Μη­τρο­πο­λί­της Ναυπάκτου κ. Ι­ε­ρό­θε­ος, ο ο­ποί­ος α­φού ευ­χα­ρί­στη­σε τους ει­ση­γη­τές, πα­ρου­σί­α­σε τέσ­σε­ρα «πώς», που α­φο­ρούν την έκ­δο­ση του συ­γκε­κρι­μέ­νου έρ­γου, ή­τοι α) πώς α­να­κά­λυ­ψε τον π. Ι­ω­άν­νη Ρω­μα­νί­δη, β) πώς ε­ξε­τί­μη­σε τα κεί­με­νά του, γ) πώς ερ­γά­σθη­κε για να ο­λο­κλη­ρώ­ση το δί­το­μο έρ­γο της «ε­μπει­ρι­κής δογ­μα­τι­κής» και δ) πώς αι­σθάν­θη­κε τον π. Ι­ω­άν­νη Ρω­μα­νί­δη, κυ­ρί­ως ό­σο δού­λευ­ε με τα κεί­με­νά του.

Ο Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος τό­νι­σε την ε­νω­τι­κή προ­ο­πτι­κή που εί­χε το θε­ο­λο­γι­κό έρ­γο του π. Ι­ω­άν­νη στην βά­ση της πνευ­μα­τι­κής θε­ρα­πεί­ας των Χρι­στια­νών, κα­θώς και το ό­τι η κρι­τι­κή που α­σκού­σε στους αι­ρε­τι­κούς και ε­τε­ρο­δό­ξους ε­ντασ­σό­ταν σε αυ­τήν την προ­ο­πτι­κή, α­πό την ά­πο­ψη ό­τι έ­βλε­πε την αί­ρε­ση και την κα­κο­δο­ξί­α ως δια­σπα­στι­κές της ε­νό­τη­τας των Χρι­στια­νών.

Α­νήγ­γει­λε δε ό­τι με­λε­τά ι­διαι­τέ­ρως αυ­τήν την πλευ­ρά της θε­ο­λο­γι­κής προ­σφο­ράς του π. Ι­ω­άν­νη και εν και­ρώ θα δη­μο­σι­εύ­ση την με­λέ­τη αυ­τή. Τε­λει­ώ­νο­ντας ο Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος ευ­χα­ρί­στη­σε τους διορ­γα­νω­τές της εκ­δή­λω­σης και ό­σους βο­ή­θη­σαν στην έκ­δο­ση του βι­βλί­ου.

Ι­διαι­τέ­ρως μνη­μό­νευ­σε την εκ­δό­τρια Ι­ε­ρά Μο­νή, τον κ. Α­θα­νά­σιο Σα­κα­ρέλ­λο για­τί στο γρα­φεί­ο του δί­δα­ξε ο π. Ι­ω­άν­νης και αυ­τός δι­έ­σω­σε έ­να με­γά­λο α­ριθ­μό κα­σε­τών, «τον Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­τη Θη­βών και Λε­βα­δεί­ας κ. Γε­ώρ­γιον, α­γα­πη­τό εν Χρι­στώ α­δελ­φό, που ευ­λο­γεί αυ­τήν την προ­σπά­θεια, που α­πο­τε­λεί και το ι­ε­ρα­πο­στο­λι­κό έρ­γο της Ι­ε­ράς Μο­νής και το ερ­γό­χει­ρο των μο­να­ζου­σών της», τον Μα­κα­ρι­ώ­τα­το κ. Ι­ε­ρώ­νυ­μο, «ο ο­ποί­ος ως Μη­τρο­πο­λί­της Θη­βών και Λε­βα­δεί­ας προ­στά­τευ­σε ε­μέ­να και το Μο­να­στή­ρι και υ­πήρ­ξε ο κύ­ριος αί­τιος ό­λου αυ­τού του έρ­γου, α­κό­μη και του εκ­δο­τι­κού». Ευ­χή­θη­κε δε «ο Θε­ός να α­να­παύ­ση την ψυ­χή του μα­κα­ρι­στού π. Ι­ω­άν­νου Ρω­μα­νί­δη, του Θε­ο­λό­γου και "Προ­φή­του της Ρω­μη­ο­σύ­νης" για τους κό­πους που κα­τέ­βα­λε για να δι­δά­ξη την "ε­μπει­ρι­κή δογ­μα­τι­κή" καί, φυ­σι­κά, με την υ­πό­μνη­ση ό­τι έ­χου­με κα­θή­κον να φρο­ντί­ζου­με για το πώς το δόγ­μα θα γί­νη τρο­φή και ζω­ή».

Ο Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος πε­ρά­τω­σε τον λό­γο του με μια ρή­ση του Α­λέ­ξη Χο­μια­κώφ, σύμ­φω­να με τον ο­ποί­ον οι η­γε­τι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες δεν η­γού­νται της δι­κής τους γε­νι­άς, δι­ό­τι προ­χω­ρούν πο­λύ μπρο­στά και η γε­νιά τους η ο­ποί­α δεν μπο­ρεί να τους κα­τα­λά­βη ε­πει­δή δεν εί­ναι έ­τοι­μη, αλ­λά η­γού­νται των ε­πο­μέ­νων γε­νε­ών.

Έ­νας τέ­τοιος η­γέ­της ή­ταν, σύμ­φω­να με τον Σε­βα­σμι­ώ­τα­το, και ο π. Ι­ω­άν­νης Ρω­μα­νί­δης, που ε­πη­ρέ­α­σε την γε­νιά του, αλ­λά θα ε­πη­ρε­ά­ση πε­ρισ­σό­τε­ρο τις ε­πό­με­νες γε­νι­ές.

Ο π. Γε­ώρ­γιος Με­ταλ­λη­νός κλεί­νο­ντας την ό­λη εκ­δή­λω­ση ευ­χα­ρί­στη­σε τον Σε­βα­σμι­ώ­τα­το για ό­λα και α­νήγ­γει­λε το ευ­χά­ρι­στο γε­γο­νός της έ­ναρ­ξης με­τα­φρά­σε­ως των έρ­γων του π. Ι­ω­άν­νη σε γλώσ­σες των α­να­το­λι­κών ορ­θο­δό­ξων, α­πό τις ο­ποί­ες ή­ταν «α­πο­κλει­σμέ­νος α­πό έ­να α­ό­ρα­το χέ­ρι».

Η εκ­δή­λω­ση έ­κλει­σε με την προ­βο­λή σχε­τι­κού ο­πτι­κο­α­κου­στι­κού υ­λι­κού και α­κού­σθη­κε η φωνή του π. Ι­ω­άν­νου.

Θα κλεί­σου­με την σύ­ντο­μη αυ­τή α­να­φο­ρά στην ση­μα­ντι­κή εκ­δή­λω­ση-πα­ρου­σί­α­ση με τα λό­για του π. Γε­ωρ­γί­ου Με­ταλ­λη­νού: «Άν το πέ­ρα­σμα του μα­κα­ρι­στού π. Ι­ω­άν­νη Ρω­μα­νί­δη α­πό την ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα υ­πήρ­ξε σει­σμός α­να­στά­σι­μος, που μας έ­βγα­λε α­πό την θε­ο­λο­γι­κο­εκ­κλη­σια­στι­κή βα­βυ­λώ­νεια αιχ­μα­λω­σί­α μας, το ί­διο ι­σχύ­ει και για το δί­το­μο έρ­γο του Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου και Α­γί­ου Βλα­σί­ου κ. Ι­ε­ρο­θέ­ου για την θε­ο­λο­γί­α του π. Ι­ω­άν­νη».

Εμφανίσεις: 123028
Γίνετε ενεργά η πηγή του Romfea.gr! Στείλτε ειδήσεις και φωτογραφίες που πιστεύετε πως ενδιαφέρουν τους αναγνώστες στο [email protected]
FOLLOW ROMFEA:
top
Has no content to show!