Ο άγνωστος και αδικημένος Μητροπολίτης Ιερισσού κυρός Παύλος
- Δημιουργηθηκε στις Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου 2013
-
Γράφτηκε από τον/την Romfea.gr - 01.45
-
Του Αγγέλου Ν. Πάκλαρα Θεολόγου για την Romfea.gr
Το έτος 2013 συμπληρώθηκαν 18 έτη από την κοίμηση του αειμνήστου Μητροπολίτου Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου Παύλου.
Είναι άξιο μνείας να αναφερθεί κάποιος έστω και μετά από τόσα έτη, στον βίο, στη δράση και στην πολύπλευρη προσφορά αυτού του Ιεράρχου στη γενέτειρά του Ζάκυνθο, αλλά και στη λαχούσα του Ι. Μητρόπολη Ιερισσού, την οποία την οποία διακόνησε επί 20 συναπτά έτη, διότι παρά την σημαντική διακονία του στον αμπελώνα του Κυρίου, λίγοι γνωρίζουν το έργο του, αλλά ακόμη και την ύπαρξή του…
Ο Μακαριστός Ιερισσού Παύλος (κατά κόσμον Παναγιώτης) Σοφός γεννήθηκε στην πόλη της Ζακύνθου στις 17 Ιουλίου 1910.
Ήταν υιός της πολύ πτωχής αλλά ευλαβέστατης οικογένειας, του Ιωάννη και της Διαμαντίνας.
Τα εγκύκλια μαθήματά του έμαθε στη Ζάκυνθο. Όπως αναφέρει στην αναλυτικότατη βιογραφία του Μακαριστού Παύλου, ο αιδεσιμ. πρωτοπρεσβύτερος π. Παναγιώτης Καποδίστριας, στο υπέροχο βιβλίο του «Ζακυνθινοί Επίσκοποι στον κόσμο», ο αοίδιμος ιεράρχης ήταν ορφανός από πολύ μικρή ηλικία.
Για το λόγο αυτό εργαζόταν για να εξοικονομήσει τα προς το ζην, ενώ παραλλήλως ηγείτο μίας μικρής νεανικής ομάδος Ζακυνθινόπουλων, η οποία αργότερα ονομάστηκε ως «Χριστιανική Ένωσις Ανδρών, ο Άγιος Δημήτριος» με έδρα τον αφανισμένο μετά τους σεισμούς του 1953 Ι. Ναό του Αγίου Δημητρίου του Κόλλα, στο Ψήλωμα. Μέλος αυτής της ομάδος ήταν και ο μετέπειτα Μητροπολίτης Αργολίδος Χρυσόστομος ο Β΄, ο Δεληγιαννόπουλος (1965-1985).
Τον Ιούλιο του 1934 ο νεαρός Παναγιώτης Σοφός προσελήφθη από τον Μητροπολίτη Ζακύνθου και Στροφάδων Χρυσόστομο Δημητρίου τον Α΄ (1934-1957), τον και μετέπειτα Τριφυλίας, ως ευταξίας της Μητροπόλεως Ζακύνθου.
Τον Σεπτέμβριο του 1935 τον ενέταξε στην Αδελφότητα της Ζακυνθινής Ι. Μονής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στη Λαγκάδα, όπου τον έκειρε μοναχό και τον ονόμασε Παύλο, ενώ στις 19 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, τον χειροτόνησε διάκονο στον Ι. Ναό του Αγίου Διονυσίου.
Η μεγάλη δράση του τότε διακόνου Παύλου ήταν τόσο έντονη, ώστε ο Μητροπολίτης Ζακύνθου Χρυσόστομος Δημητρίου, ο και πνευματικός του πατέρας να τον χειροθετήσει «κατηχητήν της Νεολαίας και του μοναχικού βίου» στις 19 Ιουλίου 1938, στον εορτάζοντα Ι. Ναό των Αγίων Πάντων της πόλεως της Ζακύνθου.
Το έος 1939 μετέβη στην Αθήνα, όπου υπηρέτησε ως διάκονος στον Ι. Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Χρυσοσπηλαιοτίσσης, επί της οδού Αιόλου.
Με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου υπηρετεί στα στρατιωτικά νοσοκομεία των Αθηνών, ενώ ακολούθησε οικειοθελώς τον Γέροντά του, Μητροπολίτη Χρυσόστομο στην εξορία, την οποία του επέβαλε η ιταλική κατοχή.
Το 1942 ενεγράφη στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Τον Δεκέμβριο του έτους 1945 ο τότε Εδέσσης Παντελεήμων Παπαγεωργίου, ο και μετέπειτα Θεσσαλονίκης τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και αρχιμανδρίτη.
Ως εφημέριος υπηρέτησε στο Αρεταίειο Νοσοκομείο των Αθηνών και αργότερα στο Σανατόριο της Πάρνηθας.
Το 1951 μόλις έλαβε το πτυχίο της Θεολογίας, επέστρεψε στη Ζάκυνθο, όπου διορίστηκε ως ιεροκήρυκας του νησιού.
Στους σεισμούς του 1953 η προσφορά του ήταν παραδειγματική, αφού συμπαραστάθηκε, όσο μπορούσε στους σεισμοπαθείς συμπατριώτες του. Εκείνη την εποχή διετέλεσε και πρόεδρος του Π.Ι.Κ.Π.Α. προσφέροντας τα δέοντα στην τοπική νεότητα των σκηνιτών και εμπερίστατων παιδιών της Ζακύνθου.
Το έτος 1955 ορίστηκε από την Ι. Σύνοδο εφημέριος της Σχολής των Ευελπίδων, από την οποία τιμήθηκε για την εκεί ποιμαντική του δράση. Το 1958 μετατέθηκε στην Ι. Μητρόπολη Κεφαλληνίας ως ιεροκήρυκας, ασχοληθείς κυρίως με την κατήχηση.
Στις 11 Μαΐου 1960, επί προεδρίας του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου Παναγιωτόπουλου του Β΄, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος τον εξέλεξε Μητροπολίτη Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, εις διαδοχήν του Ιερισσού Κυπριανού Πουλάκου, ο οποίος μετατέθηκε στην Ι. Μητρόπολη Μονεμβασίας και Σπάρτης. Η χειροτονία του τελέσθηκε στον καθεδρικό Ναό των Αθηνών στις 28 Μαΐου 1960 εν μέσω πυκνού εκκλησιάσματος και πολλών Ζακυνθίων συμπατριωτών του.
Η ενθρόνισή του, στην έδρα της Μητροπόλεως Ιερισσού, στην Αρναία, έγινε στις 3 Ιουλίου. Αμέσως μετά την ενθρόνισή του ασχολήθηκε με την αναζωπύρωση της πνευματικής ζωής του τόπου. Εγκαινίασε νέους ναούς και ανεκαίνισε παλαιούς, χειροτόνησε υπό των τιμίων χειρών του πολλούς κληρικούς, ίδρυσε την φιλόπτωχο αδελφότητα «ο Άγιος Στέφανος», ανήγειρε κέντρο νεότητας της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και Σχολή εκμαθήσεως Εκκλησιαστικής Μουσικής, η οποία λειτουργούσε δωρεάν.
Δημιούργησε αίθουσες κατηχητικών σχολείων στην Αρναία, Ιερισσό και Ζαγκλιβέρι, ενώ αρθρογραφούσε σε περιοδικά και εφημερίδες.
Ήταν δεινός ιεροκήρυκας και ο γράφων, ως πολύ μικρός μαθητής, τον ενεθυμείτο, όταν την παραμονή της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο Μακαριστός Ιεράρχης, ανέβαινε στον εξώστη του παλαιού κωδωνοστασίου του Ι. Προσκυνήματος Μεγ. Παναγίας, ενδεδυμένος άπασα την αρχιερατική του στολή, να εκφωνεί πύρινο, βροντερό λόγο για την Υπεραγία Θεοτόκο.
Διετέλεσε τοποτηρητής της Μητροπόλεως Ζακύνθου για το διάστημα 1976-1977, κατά το οποίο χειροτόνησε 16 κληρικούς συμπληρώνοντας τα κενά που υπήρχαν στην χηρεύουσα από το 1974 Ι. Μητρόπολη της γενέτειράς του.
Ωσαύτως διετέλεσε και τοποτηρητής της Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης το έτος 1965. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος της εφορείας της Σχολής της Ι. Μονής Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας στα Βασιλικά της Χαλκιδικής.
Το έτος 1978 εξαιτίας του αυστηρού χαρακτήρος του Μακαριστού Παύλου, συνέβησαν δυστυχώς λυπηρά επεισόδια και υπήρξε σύγκρουση με τους τοπικούς παράγοντες της Μητροπόλεώς του.
Κατηγορήθηκε και συκοφαντήθηκε ανηλεώς με αβάσιμες και ανυπόστατες κατηγορίες, όπως ότι αυτός ήταν η αιτία που εκλάπη η θαυματουργός Ι. εικών της Υπ. Θεοτόκου από το Ι. Προσκύνημα Μεγ. Παναγίας.
Μία ψευδεστάτη κατηγορία αφού οι δράστες της κλοπής μετά από χρόνια συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στην φυλακή για να εκτίσουν την ποινή τους.
Άλλοι πάλι τον κατηγορούσαν ότι έκανε παρατηρήσεις στους κληρικούς τους ως προς την εξωτερική τους ιερατική εμφάνιση. Ακόμη και αλήθεια να ήταν αυτό, το έκανε διότι ήθελε ως πιστός τηρητής της εκκλησιαστικής παραδόσεως, οι ιερείς του να έχουν μία ιεροπρεπή εμφάνιση.
Του καταμαρτυρούσαν επίσης ότι έπαιρνε πολύτιμα αντικείμενα από τους Ι. Ναούς και τα κρατούσε στην Μητρόπολη. Ως προς αυτή την κατηγορία, όπως ο ίδιος είπε στο Συνοδικό Δικαστήριο, «το έπραξε διά να τα προφυλάξη» από κλέπτες και αρχαιοκάπηλους, οι οποίοι εκείνη την εποχή έκλεψαν και εσύλησαν πολλά από τις εκκλησίες.
Άλλοι πάλι έλεγαν ότι είχε ευερέθιστο χαρακτήρα. Αιτία φυσικά εντελώς αφελής για να χάσει κάποιος Μητροπολίτης τον θρόνο του. «Οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε» αναφέρει ο Απόστολος των Εθνών Παύλος (Εφεσ. δ΄ 26). Πού ήταν επομένως το μεμπτόν της υποθέσεως;
Όπως είπε ο αείμνηστος ιεράρχης στην απολογία του, «κανέναν δεν έβλαψα, κανέναν δεν πείραξα και ως εκ τούτου έχω ήσυχη την συνείδησή μου απέναντι στο Θεό και στους ανθρώπους».
Αλλά όπως πολύ σωστά είχε αναφέρει ένα κληρικός, όταν τον ρώτησα να μάθω περισσότερες πληροφορίες για τον μακαριστό Παύλο, μου είπε επί λέξει: «Έψαχναν αφορμές για να διώξουν τον Γέροντα Μητροπολίτη και γι’ αυτό το λόγο η όλη κατάσταση της έκπτωσης από το θρόνο του, κράτησε δύο ολόκληρα χρόνια»!
Τελικώς όλα αυτά τα γεγονότα είχαν ως αποτέλεσμα να εκπέσει οριστικά από τον θρόνο του στις 22 Ιανουαρίου 1980, αναλαμβάνων ως τοποτηρητής της Μητροπόλεως Ιερισσού ο Σερρών και Νιγρίτης Κωνσταντίνος ο Β΄
Τότε ο Μητροπολίτης Ιερισσού Παύλος έχοντας την πεποίθηση ότι αδίκως και αναιτίως εκδιώχθηκε, προσέφυγε στην «έκκλητον ψήφον» του οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ διεβίβασε τον όλο φάκελλο στο Οικ. Πατριαρχείο του οποίου η κανονική επιτροπή εισηγήθηκε την επικύρωση της απόφασης της Εκκλησίας της Ελλάδος για την έκπτωση του Ιερισσού Παύλου, την οποία ενέκρινε και ο τότε Οικ. Πατριάρχης Δημήτριος, κοινοποιώντας την απόφασή του, με Πατριαρχικό γράμμα στην Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ο αείμνηστος Ιεράρχης Παύλος, ενώπιον αυτής της αποφάσεως απεσύρθη από την Μητρόπολη Ιερισσού αδικημένος, πικραμένος και απογοητευμένος. Συνέχισε όμως να αρχιερατεύει ως πρώην Ιερισσού στη γενέτειρά του Ζάκυνθο, που υπερβαλλόντως αγαπούσε, αλλά και στη Αθήνα, φέρων επί των αρχιερατικών του ώμων τον βαρύ σταυρό της δοκιμασίας του.
Τα τελευταία έτη της ζωής του εφησύχαζε στην οικία του, που διατηρούσε στο Μαρούσι των Αθηνών, προσευχόμενος, μελετών και συγγράφων.
Ο διάδοχός του, ο τότε Μητροπολίτης Ιερισσού Νικόδημος Αναγνώστου (1981-2012), ευθύς αμέσως μετά την χειροτονία του (Μάρτιος του 1981) και πριν από την ενθρόνισή του, επισκέφθηκε τον προκάτοχό του, πρώην Ιερισσού Παύλο στην Αθήνα, ζήτησε την ευχή του για την ευόδωση της νέας αρχιερατείας του και εκείνος ολοπροθύμως τον ευλόγησε και του την έδωσε…
Ο αοίδιμος πρώην Ιερισσού Παύλος κοιμήθηκε σε ηλικία 85 ετών, στις 15 Οκτωβρίου 1995, ευρισκόμενος στην οικία του, στο Μαρούσι. Η σορός του μεταφέρθηκε στη γενέτειρά του, η εξόδιος ακολουθία του έγινε στον Μητροπολιτικό Ναό Ζακύνθου και τώρα αναπαύεται στο νότιο κοιμητήριο της πόλεως.
Μετά την κοίμησή του και σύμφωνα με επιθυμία του, τα υπάρχοντά του διατέθηκαν για την ίδρυση και λειτουργία του κοινωφελούς ιδρύματος με την επωνυμία «Ίδρυμα Μητροπολίτου Παύλου Σοφού» με σκοπό την χορήγηση υποτροφιών σε Ζακύνθιους νέους που σπουδάζουν σε Εκκλησιαστικές και Θεολογικές Σχολές και έχουν πρόθεση να ιερωθούν. Ήδη το ίδρυμα λειτουργεί με προεδρικό διάταγμα, από τον Μάρτιο του 2000 και παρέχει τα προβλεπόμενα από τον διαθέτη, βοηθήματα σε φοιτητές.
Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ιερισσού Παύλος κατά την διάρκεια της 20ετούς αρχιερατείας του εργάσθηκε φιλοτίμως και αόκνως διά την Ι. Μητρόπολή του. Ίσως να ήταν αυστηρός ως προς την διοίκηση, αλλά και κατά την τέλεση της Θ. Λειτουργίας και να έκαμε παρατηρήσεις για την ευταξία εντός του Ι. Ναού, αλλά η καρδιά του ήταν αγαθή και άδολη, δίχως κακία και αμέσως ηρεμούσε επανερχόμενος στην ησυχία και την κατάνυξη ενώπιον του Ι. Θυσιαστηρίου.
Αδιάσειστη απόδειξη της ταπεινώσεως, αλλά και της ανεξικακίας του ήταν και το παρακάτω περιστατικό. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο αείμνηστος Ιεράρχης πήγε στο Άγιον Όρος για να τελέση την πανήγυρη της Σκήτης της Αγίας Άννης στις 25-7/7-8. Όταν οι αγιορείτες τον είδαν να ανέρχεται από το μονοπάτι ειδοποίησαν τον Δικαίο της Σκήτης και αποφάσισαν να του απαγορέψουν την είσοδό του στο Κυριακό, αλλά και να μην τελέσει την αγρυπνία.
Αιτία της αποφάσεως αυτής ήταν ότι εκείνη την εποχή οι πατέρες του Αγίου Όρους είχαν σταματήσει την μνημόνευση του Πατριάρχη Αθηναγόρα, επειδή αυτός είχε πολλές επαφές και «ανοίγματα» με τους Λατινόφρονες Παπικούς και τον αιρετικό Πάπα. Και επειδή ο Ιερισσού Παύλος ήταν ιεράρχης των Νέων Χωρών και του Αγίου Όρους, αναγκαστικά θα μνημόνευε τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Ο Μακαριστός Παύλος ενώπιον της απαγορεύσεως της εισόδου του στο Κυριακό, παρέμεινε σιωπηλός, δίχως να διαμαρτυρηθεί, ή να τους επιπλήξει, αλλά κάθισε σ’ ένα πεζούλι για να συνέλθει από την απρόσμενη αυτή εξέλιξη. Εκεί ένας μοναχός του προσέφερε ένα λουκούμι και λίγο νερό.
Τότε εμφανίστηκε ο μακαριστός Γέροντας π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, ο οποίος ως σώφρων και ευλαβής άνθρωπος που ήταν, έδωσε εντολή να ανοίξει αμέσως το Κυριακό για να προσκυνήσει ο Μητροπολίτης Ιερισσού και αφού ασπάσθηκε τον Γέροντα Ιεράρχη, τον φιλοξένησε στην καλύβη του, στην Μικρά Αγία Άννα…
Θυμάμαι με πολλή ευλάβεια, όταν μικρό παιδάκι διακονώντας στο Ι. Βήμα του Ι. Προσκυνήματος Μεγ. Παναγίας, με πλησίασε ο Μακαριστός και αφού με ρώτησε από που κατάγομαι, με παρακάλεσε ευγενικά να τον βοηθήσω να τοποθετήσει την αρχιερατική του μίτρα στη θήκη της… Αν και μικρόσωμος ως προς το ανάστημα, ήταν επιβλητικός και ιεροπρεπέστατος με τη λευκή γενειάδα του και τα χρυσά γυαλιά του, ενώ πάντοτε μετά την Θ. Λειτουργία και προτού εισέλθει στο αυτοκίνητό του, συνήθιζε να συνομιλεί με το ποίμνιό του, αλλά και να ακούει τα προβλήματα των ευλαβών ανθρώπων, που τον πλησίαζαν.
Αρκετοί ιεράρχες μετά την έκπτωσή από το θρόνο του, αλλά και οι απλοί άνθρωποι έλεγαν ότι αδίκως και αναιτίως απομακρύνθηκε από την Ι. Μητρόπολη του, διότι είχε ανεπίληπτο και ακηλίδωτο ήθος, αλλά και μεγάλη ευλάβεια, πίστη και σεβασμό προς τον Θεό και την Εκκλησία Του.
Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, ουδείς δικαιούται να αμφιβάλλει ότι ο αείμνηστος Μητροπολίτης Παύλος εισήλθε εξ απαλών ονύχων στην Εκκλησία, την οποία αγάπησε και υπηρέτησε με ιερό πόθο, αυταπάρνηση και ένθερμο ζήλο και ότι ενεδύθη το ιερό ράσο επί 60 συναπτά έτη.
Η προσφορά του πνευματική, λειτουργική, κηρυκτική, φιλανθρωπική, εθνική και κοινωνική ήταν τεράστια στη γενέτειρά του Ζάκυνθο, στην Αθήνα, αλλά και στην Μητρόπολη Ιερισσού. Ακόμη και μετά το θάνατό του ήθελε η μακαρία ψυχή του να προσφέρει στον συνάνθρωπό του και ιδιαίτερα στη νεολαία, γι αυτό και ιδρύθηκε κατόπιν δικής του ευλαβούς επιθυμίας το προαναφερθέν κοινωφελές ίδρυμα στην πόλη της Ζακύνθου.
Θεωρώ τον εαυτό μου ευλογημένο από το Θεό που γνώρισα από κοντά, έστω και για λίγο χρονικό διάστημα τον αείμνηστο Γέροντα.
Ας έχουμε την ευχή του μακαριστού και αδικημένου Μητροπολίτου Ιερισσού κυρού Παύλου, από τα ουράνια σκηνώματα, όπου επαναπαύεται η μακαρία ψυχή του.
* Αρχιερατικό συλλείτουργο της εορτής του Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Στεφάνου Αρναίας υπό των τότε Μητροπολιτών Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Διονυσίου, Πολυανής και Κιλκισίου Αμβροσίου και Ιερισσού Παύλου, 27 Δεκεμβρίου 1977.
* «Των αειμνήστων προκατόχων ημών Αρχιερέων…» - Ιερουργός στο Ιερό Θυσιαστήριο.
* Κήρυκας του Θείου Λόγου
* Ιερά Λιτανεία της εορτής του Μητροπολιτικού Ναού Αγ. Στεφάνου Αρναίας, 27 Δεκεμβρίου 1977.
* Παύλος Σοφός
1910-1995
Μητροπολίτης Ιερισσού
1960-1980
Αιωνία αυτού η μνήμη
- Εμφανίσεις: 189215