Περί πλάνης
- Δημιουργηθηκε στις Παρασκευή, 27 Σεπτεμβρίου 2013
του Πρωτοσυγκέλλου Ι.Μ. Κυδωνίας, Αρχ. Δαμασκηνού Λιονάκη
Ἀπό τά ἁμαρτωλά πάθη ἄλλα εἶναι, ἀδελφοί μου, χονδροειδῆ καί εὐδιάκριτα καί ἄλλα λεπτά καί δυσδιάκριτα. Ἡ διάκριση τῶν «ἐξ ἀριστερῶν» πειρασμῶν, οἱ ὁποῖοι σχετίζονται μέ χονδροειδῆ πάθη καί κακίες, εἶναι εὐκολότερη ἀπό ἐκείνη τῶν «ἐκ δεξιῶν» πειρασμῶν, στούς ὁποίους ὑπάγονται ἡ πλάνη καί ἡ αἵρεση. Ἡ «ὑπερηφάνεια τοῦ νοός», διδάσκουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δύσκολο νά διαγνωσθεῖ, ἑπομένως καί νά καταπολεμηθεῖ καί θεραπευθεῖ. Τό πνεῦμα τῆς πλάνης εἶναι λεπτό. Συχνότατα συμβαίνει νά βρίσκεται κανείς σέ πλάνη καί νά τό ἀγνοεῖ, ἐπαναπαυόμενος στά πραγματικά ἤ νομιζόμενα χαρίσματά του καί ἐξαπατώμενος ἀπό τούς ἐπαίνους ἀνθρώπων καί πονηρῶν πνευμάτων.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τονίζει ὅτι δύο πράγματα εἶναι ἀπαραίτητο νά συνυπάρχουν στήν ψυχή τοῦ χριστιανοῦ: ἡ πίστη στόν Θεό καί ἡ ἀπιστία στόν ἑαυτό του. Ὅταν κάποιος «μετὰ φόβου καὶ τρόμου» κατεργάζεται τήν σωτηρία του, συμβουλεύεται ἀνθρώπους πνευματικούς καί σοφούς, μελετᾶ μέ διάθεση μαθητείας καί ἐφαρμογῆς τούς θείους λόγους καί βαδίζει μέ συνέπεια στά ἴχνη «ἁγίων Θεοῦ ἀνθρώπων». Ὁ συνετός χριστιανός ὑποτάσσεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐμπιστεύεται τούς λογισμούς του στήν διάκριση τοῦ Πνευματικοῦ του, τόν πρῶτο λόγο τοῦ ὁποίου δέχεται μέ πίστη.
«Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες», κραυγάζει ὁ μεγαλοφωνότατος Προφήτης Ἡσαΐας (5, 21). Καί ὁ μακαριστός π. Παΐσιος διδάσκει ὅτι ἀποτελεῖ ἀρχή πλάνης τό νά πιστεύει κανείς στόν λογισμό του. Ἐπιρρεπεῖς στήν πλάνη εἶναι ὅσοι δέν ταπεινώνονται, δέν ρωτοῦν, δέν συμβουλεύονται, ἀλλά μέ πείσμονα διάθεση ἀκολουθοῦν τό θέλημά τους. Τέτοιοι ἄνθρωποι καταντοῦν «ἑαυτοὺς ποιμαίνοντες», ἀδικοῦν τήν ψυχή τους καί προκαλοῦν προβλήματα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Προκειμένου νά γνωρίσει ὁ πιστός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀνάγκη νά παραιτηθεῖ «παντὸς ἰδικοῦ του», ὅπως τονίζει ὁ μακαριστός π. Σωφρόνιος. Εἶναι σημαντικό, ἀδελφοί μου, νά προσεύχεται κανείς χωρίς «κρατούμενα» καί νά ἐφαρμόζει ἀνεπιφυλάκτως καί ἀπροϋποθέτως ὅ,τι τοῦ ὑποδεικνύει ὁ Θεός! Ἄν, λοιπόν, ἐμμένει κανείς στόν λογισμό του, δέν ἐπιτρέπει στόν Χριστό νά ἐνεργήσει στήν ψυχή του.
Ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος: «Δέν μέ ἐνδιαφέρει πόσο ἁμαρτωλός εἶναι κάποιος. Μέ ἀνησυχεῖ ἄν ἔχει γνωρίσει τόν ἑαυτό του». Ὁ αὐτοθεωρούμενος ὡς «ὑγιὴς τῷ πνεύματι» βιώνει μία λανθασμένη πνευματική κατάσταση. Δέν μπορεῖ νά προχωρήσει στήν ἀληθινή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του, νά γνωρίσει τήν πνευματική του ἀσθένεια καί νά ζητήσει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Χωρίς, ὅμως, τήν τελωνική συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας καί τήν «ἐκ βαθέων» ἐκζήτηση τοῦ θείου ἐλέους δέν μπορεῖ νά οἰκοδομηθεῖ ζωή ἐν Χριστῷ, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει πνευματική αὔξηση καί ἁγιασμός.
Ἡ ἀνθρώπινη κρίση ἔχει, ἀδελφοί μου, χαρακτῆρα σχετικό. Πολλές φορές τό θεωρούμενο ὡς ἀγαθό καί τέλειο δέν εἶναι παρά ἡ ἀντανάκλαση τῶν ἁμαρτωλῶν μας θελημάτων. Ἐπειδή δέν εἶναι λίγοι ὅσοι κατά καιρούς νικήθηκαν ἀπό τό πνεῦμα τῆς πλάνης καί «περὶ τὴν πίστιν ἠστόχησαν», ἄς ταπεινωθοῦμε «ὑπὸ τὴν κραταιὰν χεῖρα τοῦ Θεοῦ», ὥστε ἀπλανῶς νά βαδίσουμε πρός τόν Παράδεισο. Ἀμήν.