Η επικαιρότητα της Ελληνορθοδόξου παραδόσεως σήμερα
- Δημιουργηθηκε στις Δευτέρα, 22 Ιουλίου 2013
του Σεβ. Μητροπολίτου Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων, κ. Νεκταρίου
Η ενσκήψασα κρίση, την οποία όλοι πλέον αποδεχόμαστε ότι δεν είναι μόνο υλική, αλλά πρωτίστως πνευματική, μας καλεί να αναζητήσουμε και άμεσες λύσεις ώστε να αντιμετωπίσουμε τα ποικίλα προβλήματα που μας ταλανίζουν, όπως επίσης και να σπουδάσουμε τη νοοτροπία από την οποία αυτά προήλθαν. Και τούτο έχει σχέση με την βαθιά πεποίθηση της πλειονοψηφίας των διανοουμένων και των πολιτικών μας ότι δεν χωρά ένας εκλεκτικισμός στον τρόπο προσεγγίσεως του δυτικού πνεύματος, το οποίο είναι γεγονός ότι έχει κυριαρχήσει στον κόσμο μας και δεν μπορούμε να νοήσουμε τη ζωή μας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην καθημερινότητά μας εκτός αυτού, αλλά μόνο η πιστή, άκριτος και υποτεταγμένη σε αυτό υιοθέτησή του και στο υλικό και στο πνευματικό επίπεδο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η κυριότερα συνιστώσα, η οποία πάντοτε αποτελούσε και θα αποτελεί ανάχωμα στον επεκτατισμό του δυτικού πνεύματος, η ελληνορθόδοξος παράδοσις, κατά την κυριαρχούσα αντίληψη θα πρέπει να περιορίζεται στο κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο και να διατηρεί ως έθιμο την ιδιοπροσωπία του Ελληνισμού, ώστε να έχουμε και κάποιες ρίζες από το παρελθόν.
Η κρίση έδειξε και καταδεικνύει συνεχώς ότι αυτή η νοοτροπία της πλήρους υιοθέτησης του δυτικότροπου πολιτισμού απέτυχε να δώσει απαντήσεις στα κοινωνικά, αλλά και υπαρξιακά ζητήματα του λαού μας και τώρα γευόμεθα ακριβώς τις συνέπειες αυτής της αποτυχίας. Διότι πεισθήκαμε ως λαός ότι θα ήμασταν ευτυχισμένοι υιοθετώντας τον καταναλωτικό τρόπο σκέψεως και ζωής, αντιγράφοντας κάθε τι το οποίο προήρχετο από τη Δύση, ακόμη και την ελευθεριάζουσα στάση ζωής, όπως αυτή αποτυπώνεται στην διάλυση της οικογένειας και στην απουσία σεβασμού και ιερότητος των ανθρωπίνων σχέσεων, μετατρεπόμενοι σε όντα που είχαν μόνο επιθυμίες τις οποίες έπρεπε να ικανοποιήσουν με κάθε τρόπο ή απορρίπτοντας στην πράξη το Θεό, έχοντας ως βάση έναν ορθολογιστικό τρόπο σκέψεως και ζωής. Ο πυρήνας αυτού του προτύπου ζωής έθεσε στη θέση της πίστεως την επιστήμη. Στη θέση του Θεανθρώπου Κυρίου μας τον άθεο ουμανισμό. Στη θέση της καρδιάς τον νου. Στη θέση της ελπίδος της Αναστάσεως την ζωή της ανέσεως με πέρας της το μνήμα. Στη θέση της κοινοτικής αλληλεγγύης, τον ατομοκεντρισμό. Στη θέση του προσώπου, με τα χαρίσματα, τα πάθη και την δίψα για γνήσιες σχέσεις, την υποκρισία, την ιδιοτέλεια, την φιληδονία του ατόμου. Στη θέση των Αγίων ως προτύπων, τους πλούσιους και διάσημους. Στη θέση της προσευχής την τηλεόραση και το Διαδίκτυο. Στη θέση μιας παιδείας, η οποία στηριζόταν στην ιστορία, την θρησκευτική πίστη, την καλλιέργεια του χαρακτήρος, την γνώση και την επαγγελματική αποκατάσταση ως αυτοσκοπό.
Όλα αυτά τα σημεία αλλοτρίωσαν τον τρόπο σκέψεως των ανθρώπων, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι χρειάζεται συλλήβδην να απορρίψουμε την πρόοδο του δυτικού πολιτισμού ή να κηρύττουμε την απομάκρυνση από αυτόν στο όνομα μίας άλλης, πιο ανατολίτικης νοοτροπίας. Κανένα άλλωστε πρότυπο δεν μπορεί από μόνο του να είναι αύταρκες, για τον πρόσθετο λόγο ότι ζούμε εν χρόνω και εν κόσμω και δεν είμαστε μόνοι μας. Χρειαζόμαστε και συμμάχους, αλλά και να μπορούμε να κοινωνούμε με τους άλλους ανθρώπους τις επιτυχίες και την πρόοδο, η οποία είναι δοσμένη παρά Θεού, όπως επίσης και να μπορούμε να καταδεικνύουμε την μεγάλη αλήθεια της μεσότητος, του μέτρου, η οποία πάντοτε μας χαρακτήριζε ως Έλληνες.
Ο δυτικός πολιτισμός υποκατέστησε τον τρόπο της πνευματικότητος, καθιστώντας τον άνθρωπο ον το οποίο σκέπτεται με τον νου και μόνο με αυτόν, όπως επίσης και μηχανή, η οποία μπορεί να επιβιώσει και να συγκροτήσει κοινωνίες με γνώμονα τους νόμους και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ελληνορθόδοξος παράδοσις όμως είχε και θα έχει ως μέτρο και βάση της πορείας της ένα πνεύμα, το οποίο η Δύση πάντοτε ήθελε να το γνωρίσει και αρκετοί εκ των σκεπτόμενων ανθρώπων το αναζητούν. Αυτό της φιλοκαλίας. Μιλούμε για την ασκητικότητα, η οποία στηρίζεται στην δίψα του ανθρώπου να λειτουργήσει σταυροαναστάσιμα, με γνώμονα τη σχέση του με το Θεό και τον πλησίον. Να δει πέρα από το νου, να προχωρήσει δηλαδή στην καρδιά, στην κάθαρσή της από τα πάθη και τον φωτισμό της εν Αγίω Πνεύματι, ώστε να λυτρωθεί από τις εξαρτήσεις του και να μεταμορφωθεί σε αγαπώσα ύπαρξη. Να αντιτάξει στην υπερηφάνεια για τα όποια κατορθώματα, την ταπείνωση και την υπακοή ότι «του Θεού εσμέν». Και να συγκροτήσει κοινότητες, στις οποίες δεν θα θριαμβεύει το εξουσιαστικό πνεύμα, αλλά η διακονία, η προσφορά των χαρισμάτων, ο λειτουργικός τρόπος της αναφοράς των πάντων στο Θεό.
Ήρθε νομίζουμε η ώρα να ξαναδούμε την αλήθεια αυτού του τρόπου και όπου είναι δυνατόν να τον επαναβιώσουμε. Η ευθύνη έγκειται βεβαίως πρωτίστως σε εμάς, την ποιμαίνουσα Εκκλησία, να καταδείξουμε το ήθος της ελληνορθοδόξου παραδόσεώς μας. Να υπενθυμίσουμε το ότι αυτή συγκρότησε και συνετήρησε τη του Κυρίου βοηθεία επί 1100 χρόνια την πλέον αυθεντική και δυναμική Αυτοκρατορία, το Βυζάντιο, δηλαδή την Ρωμηοσύνη μας. Και να αντλήσουμε μηνύματα και στάσεις ζωής, με σκοπό να υπερβούμε τα αδιέξοδα του δυτικού πνεύματος και του πολιτισμού, ο οποίος ξέχασε ότι χωρίς πνευματικότητα, δεν μπορεί να υπάρχει αληθινή πρόοδος. Και από δω και πέρα να μην φοβηθούμε να καλέσουμε όλους τουλάχιστον να γνωρίσουν αυτό που ελησμόνησαν και δια της μετανοίας, της αλλαγής του νου, να προχωρήσουμε σε μία εκ νέου σύνθεση με σκοπό την αλήθεια, η οποία για εμάς ταυτίζεται με το πρόσωπο του Χριστού και την πίστη σ’ Αυτόν, όχι ως κατάλοιπο ενός παρελθόντος ούτε ως αφορμή φιλανθρωπίας, αλλά ως μεταμόρφωση των υπάρξεών μας.