Παπισμός Ανατολικού ρυθμου και το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Τσεχίας

7981258715

Του Διακόνου Βλαδιμήρου Βασιλίκ (Bogoslov.ru)

Σε συνέχεια του θέματος περί του καθεστώτος της Εκκλησίας της Τσεχίας και Σλοβακίας, το οποίο προκαλεί ενδιαφέρον λόγω πρόσφατης δημοσιεύσεως της αλληλογραφίας μεταξύ του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου και του Μητροπολίτου Τσεχίας και Σλοβακίας Χριστοφόρου, παρατίθεται η μελέτη του διακόνου Βλαδιμήρου Βασίλικ, όπου σχολιάζοντας τη διαμορφωθείσα κατάσταση ο συντάκτης επιχειρεί να διασαφηνίσει το κατά πόσο αυτές οι ενέργειές του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως συμμορφώνονται με τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων.


 

Στον Προκαθήμενο της Ορθοδόξου Εκκλησίας Τσεχίας και Σλοβακίας Χριστοφόρο, επ΄αφορμής των πανηγυρικών εορτασμών της 8ης Δεκεμβρίου 2011 της εξηκονταετίας από χορηγήσεως σε αυτή Αυτοκεφάλου από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας, απέστειλε το Γράμμα του της 29ης Μαρτίου 2012 [1] ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Σε βάρος του διατυπώνονται κατηγορίες για ασυνέπεια, «περιφρόνησιν τῆς καθεστηκυίας ἐκκλησιαστικῆς καί κανονικῆς τάξεως, ἀλλά καί ἀπάρνησιν τύποις καί οὐσίᾳ τοῦ παραχωρηθέντος τῇ Ἐκκλησίᾳ Τσεχίας καί Σλοβακίας κανονικοῦ αὐτοκεφάλου παρά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου».

Σημειωτέον είναι και το λίαν αυστηρό ύφος του παρόντος Γράμματος, το οποίο πλησιάζει τα όρια του αποδεκτού στην εκκλησιαστική διπλωματία εάν και δεν τα ξεπέρασε αυτά: «Καί ὡς νά μή ἤρκει τό δίς ἐπαναληφθέν εἰς τό παρελθόν κανονικόν παράπτωμα τοῦτο, κατεστάθη τοῦτο πάγιον “ἁμάρτημα” διά τῆς ὀργανώσεως τῇ η΄ Δεκεμβρίου π.ἔ. ἀναλόγων ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων ἐν Πράγᾳ, ἐπί "τῇ ἑξηκοστῇ ἐπετείῳ ἀπό τῆς παροχῆς τῆς κανονικῆς (!) Αὐτοκεφαλίας εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν Τσεχίας καί Σλοβακίας ἐκ μέρους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ρωσσίας", τῇ συμμετοχῇ τοῦ Ἱερωτάτου Μητροπολίτου Βολοκολάμσκ κ. Ἱλαρίωνος, Προέδρου τοῦ Τμήματος Ἐξωτερικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, καί χορῳδίας καί πλειάδος κληρικῶν αὐτοῦ.

Και ακολούθως εισηγείται μια σειρά σοβαρών κυρώσεων: η ακύρωση της επισκέψεως του Μητροπολίτου Χριστοφόρου στο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η αρνήση του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως όπως συμμετάσχει στους εορτασμούς των χιλίων και εκατόν πεντήκοντα ετών από της αποστολής των Αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου στη Μοραβία και τέλος, σε περίπτωση επαναλήψεως αναλόγων εκδηλώσεων...η άρση του χορηγηθέντος Αυτοκεφάλου: «Διό καί διά τῶν μετά χεῖρας Πατριαρχικῶν ἡμῶν Γραμμάτων, προαγόμεθα, ὁμοφώνῳ ἀποφάσει τῆς περί ἡμᾶς Ἁγίας καί ῾Ιερᾶς Συνόδου, ὅπως ἅπαξ ἔτι διαμαρτυρηθῶμεν διά τήν ἀντικανονικήν ταύτην ἐνέργειαν τῆς καθ᾿ Ὑμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας καί  γνωρίσωμεν κατηγορηματικῶς, ὅτι ἐν περιπτώσει ἐπαναλήψεως ἀναλόγων ἐκδηλώσεων ἑορτασμοῦ τῆς θεωρουμένης ὡς μή γενομένης καί ἀνέκαθεν μή λογιζομένης ἐν ἰσχύϊ πράξεως τῆς ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἐπιβληθείσης τότε αὐτοκεφαλίας εἰς τήν Ἐκκλησίαν Τσεχίας καί Σλοβακίας, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον μετά λύπης θέλει προβῆ εἰς τήν ἄρσιν τοῦ χορηγηθέντος τῇ Ὑμετέρᾳ Ἐκκλησίᾳ πρό δεκατετραετίας κανονικοῦ αὐτοκεφάλου, θά ἐπαναφέρῃ τήν Ἐκκλησίαν Τσεχίας καί Σλοβακίας εἰς τήν πρό τῆς κανονικῆς ταύτης πράξεως τάξιν τῶν Αὐτονόμων Ἐκκλησιῶν καί θά διαγράψῃ αὐτήν ἐκ τῆς ἥν κατέχει δεκάτης τετάρτης θέσεως εἰς τήν τάξιν τῶν Ἱερῶν Διπτύχων τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, κοινοποιοῦν τήν πρᾶξιν αὐτοῦ ταύτην καί πάσαις ταῖς ἀδελφαῖς Ὀρθοδόξοις Ἐκκλησίαις».

Προσοχή στο Γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχου εφιστούν οι αξιώσεις υπερδικαιοδοσίας επί της Οικουμενικής Εκκλησίας και η διεκδίκηση όχι μόνο των πρωτείων τιμής, αλλά και εξουσίας, συμπεριλαμβανομένου και του θέματας χορηγήσεως και άρσεως του Αυτοκεφάλου: «εἰς τό Οἰκουμενικό Πατριαρχείο ἀνήκει ὡς δικαίωμα, ἅμα δέ καί ὡς καθῆκον ὁ συντονισμός τῶν ἐνεργειῶν τῶν ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρός διατήρησιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, καί, ἕνεκα τούτου καί πᾶσα πρωτοβουλία, ὡς ἐμφαίνεται ἐν τῷ ἱστορικῷ βίῳ τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διά τήν ἀνακήρυξιν ἤ τήν κατάργησιν τοῦ αὐτοκεφάλου μιᾶς Ἐκκλησίας, ἅτε οὖσα ἀείποτε συνδεδεμένη πρός τήν ἐκ τῶν κανονικῶν πρεσβείων τιμῆς ἀπορρέουσαν ἰδιαιτέραν εὐθύνην τῆς πρωτοθρόνου ἐν τῇ Ἀνατολῇ Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως».

Στο σημείο αυτό η Αυτού Παναγιώτητα δυστυχώς αναπαράγει καθόλου καλύτερα δείγματα του παρελθόντος και ειδικότερα το προοίμιο της Επαναγωγής ή Εισαγωγής του Βασιλείου Α΄ Μακεδόνος, η οποία απερρίφθη επί του Λέοντος του Σοφού και όπου ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως χαρακτηρίζεται ως «εἰκών ζῶσα Χριστοῦ καί ἔμψυχος» και «εις αυτόν ανήκει η μέριμνα πασών των ανά την Οικουμένη Εκκλησιών»[2].

Στην πραγματικότητα δε η μέριμνα πολλές φορές κατέληγε σε δικτατορία, η οποία ενίοτε έφτανε μεχρι και την επέμβαση στα τοπικά λειτουργικά έθιμα [3] και με την πρώτη ευκαιρία την αντικατάσταση της τοπικής Ιεραρχίας από την Ελληνική. Αξιοσημείωτη είναι η Πατριαρχική Εγκύκλιος του Πατριάρχου Αθηναγόρου της Κυριακής της Ορθοδοξίας του Φεβρουαρίου 1950: «η εν αρχή ταπεινή και ολιγότεκνη εκκλησία του αγίου Αποστόλου Ανδρέου, του πρωτοκλήτου, αφού μεγαλύνθηκε αθρόα, υψώθη σε καθέδρα οικουμενική και κέντρο προς το οποίο βλέπει ο Θεοχάρακτος της ορθοδόξου Εκκλησίας κύκλος, κέντρο θεοστήρικτο στο οποίο συνέχονται και συγκρατούνται όλες οι υφιστάμενες αυτοκέφαλες ορθόδοξες Εκκλησίες, οι οποίες συναρμολογούμενες αποτελούν ενιαίο και αδιαίρετο σώμα»[4].

Μετά λυπης είμαστε αναγκασμένοι να δεχθούμε ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντιnουπόλεως επιδιώκει να καταστεί «episcopus episcoporum», πράγμα, το οποίο τυγχάνει εντελώς απαράδεκτο, σύμφωνα με τη μαρτυρία των πατέρων της εν Καραθαγένη Συνόδου του έτους 256: «Ουδείς εξ ημών πρέπει να καταστήσει τον εαυτό του Επίσκοπο Επισκόπων ή με τυραννικές απειλές να καταναγκάζει τους αδελφούς του σε υποταγή, διότι κάθε Επίσκοπος ως απολαμβάνων την ελευθερία και την εξουσία έχει δικαίωμα ελεύθερης επιλογής και είναι αδύνατον τόσο να δικασθεί από τους άλλους, όσο και ο ίδιος είναι αδύνατο να δικάσει έναν άλλον, αλλά όλοι θα αναμένουμε την κρίση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο Οποίος είναι ο Μόνος που έχει την εξουσία να μας εγκαθιστά για τη διοίκηση της Εκκλησίας Του και να κρίνει τις πράξεις μας». Δυστυχώς το Γράμμα του Πατριάρχου Βαρθολομαίου περιλαμβάνει αυτό το στοιχείο «τυραννικών απειλών» και ειδικότερα την απειλή της δημοσιεύσεως των εμπιστευτικών κειμένων, πράγμα το οποίο και γίνεται ήδη εν μέρει: η αποβλέπουσα στην επίτευξη της ειρήνης μεταξύ των Εκκλησιών και το συμβιβασμό προσωπική Επιστολή του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Τσεχίας Χριστοφόρου αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως προκαλώντας νέες ανωμαλίες και απορίες.

Τέλος, είναι ασυμβίβαστη με το πνεύμα της εν Χριστώ αγάπης και του σεβασμού καθε εξουσιαστική απαίτηση δημόσιας δηλώσεως μετάνοιας τόσο από τον Μακαριώτατο Μητροπολίτη Χριστοφόρο προσωπικά, όσο και από την ολόκληρη Εκκλησία της Τσεχίας.

Εκούσια ή ακούσια αυτό μας παραπέμπει στην εικόνα του τρομερού Πάπα Ρώμης Γρηγορίου Ζ΄ και του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ΄, ο οποίος ξυπόλυτος περπάτησε πάνω στα χιόνια για να φθάσει στο φρούριο Canossa.

Και όμως είναι ανάγκη να εξετάσουμε το θέμα κατά βάθος. Η Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως είναι πράγματι Μητέρα Εκκλησία για την Ορθόδοξη Εκκλησία Τσεχίας και Σλοβακίας;

Τις αξιώσεις του το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στηρίζει στο γεγονός της αποστολής στη Μοραβία των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου καθώς και στον αμφισβητούμενο ισχυρισμό ότι η Εκκλησία της Τσεχοσλοβακίας είναι ο διάδοχος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Μοραβίας και Πανονίας, η οποία ιδρύθηκε από το Φωτιστή των Σλάβων Άγιο Μεθόδιο.

Και όμως, πρώτον, τη στιγμή της ελεύσεως των Θεσσαλονικέων αδελφών οι Μοράβοι ήταν ήδη βαπτισμένοι και είχαν εκκλησιαστική οργάνωση, την οποία δέχθηκαν από τον Επίσκοπο Μπαταβίας (Batavia), δεύτερον, την εις Επίσκοπον χειροτονία του Αγίου Μεθοδίου τέλεσε ο Πάπας Ρώμης Αδριανός και αυτός ήταν, ο οποίος χορήγησε στον Φωτιστή των Σλάβων το πάλλιον, δηλαδή την αρχιεπισκοπική εξουσία επί της Μοραβίας και Πανονίας [6]. Κατ΄ακρίβειαν η Ρώμη είναι η Μητέρα Εκκλησία για την Τσεχία.

Επιπλέον, η παράδοση των Κυρίλλου και Μεθοδίου διεκόπη το 885 με την εκδίωξη ή ακόμα τον εξανδραποδισμό όλων των κληρικών, χειροτονηθέντων από τον Άγιο Μεθόδιο [7]. Βεβαίως τους 11-12 αι. διατηρείτο ακόμα η εκκλησιαστική σλαβική γραφική παράδοση, αλλά οι μελετητές τονίζουν ειδικά το γεγονός ότι ο ανώτατος κλήρος της Τσεχικής Εκκλησίας και μάλιστα οι Επίσκοποι Πράγας, την αντιμετώπιζαν εχθρικά[8].

Αυτό το γεγονός μόνο μετακινεί την ημερομηνία εξαφανίσεως της παραδόσεως των Κυρίλλου και Μεθοδίου από το τέλος 9 αι. στο τέλος 11, όταν απογορεύθηκε οριστικά από τον Πάπα Γρηγόριο Ζ΄[9]. Εκτός τούτων σε ουδεμία περίπτωση οι Επίσκοποι Πράγας της εποχής του Μεσαίωνα μπορούν να παρουσιασθούν ως κανονικοί διάδοχοι του Αγίου Μεθοδίου, διότι χειροτονούντο από τον Αρχιεπίσκοπο Μαγεντίας (Mainz) [10].

Είναι δε θεολογικός παραλογισμός η παρουσίαση ουσιτών και ουτρακιστών ως αναστηλωτές της Ορθοδοξίας στην Τσεχία[11].

Επομένως η Ορθόδοξη παράδοση στη χώρα αυτή διεκόπη και έλειπε εντεύθεν καθ΄όλη τη διάρκεια τη ς δεύτερης χιλιετίας, αποκατασταθείσα μόνο στο τέλος 19 αρχές 20 αι.

Παράλληλα αξιοσημείωτο είναι ότι η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως σχεδόν ουδέν έπραξε για την αποκατάσταση της Ορθόδοξης Ιεραρχίας στον τόπο αυτό. Η μόνη της επαφή με τους Τσέχους χρονολογείται στο 1451 όταν ένας «ευσεβής ιερέας» Κωνσταντίνος Αγγέλικ επισκεπτόμενος την Πόλη παρουσίασε εκ μέρους των Τσέχων το «Βιβλίο της πίστεως», δηλαδή το πιστεύω τους [12].

Του επεφύλαξαν θερμή υποδοχή οι Έλληνες, έστειλαν ένα φιλικό γράμμα καλώντας να ασπασθούν την Ορθοδοξία οι Τσέχοι, υποσχόμενοι να τους αποστείλουν και ιερείς για να τους διδάξουν [13] και τελικά...ουδείς εστάλη.

Στην πραγματικότητα η Ορθοδοξία στην Τσεχία αποκατεστάθη τους 19-20 αι. με τους αγώνες Ρώσων Ιεραρχών και Ρώσων και Σέρβων κληρικών.

Η αφετηρία είναι το έτος 1870, δηλαδή η αποδοχή στην Ορθοδοξία των πρώτων δώδεκα Τσέχων από τον Μητροπολίτη Αγίας Πετρουπόλεως Ισίδωρο και η οικοδομή στην Πράγα του Ορθόδοξου Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου. Την παραμονή του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου στην Καρπαθορωσία δραστηριοποιείται το κίνημα Καρπαθορώσων με στόχο την επανένταξη στην Ορθοδοξία και την ένωση με τη Ρωσία. Μετά τη λήξη του Πολέμου ιδρύεται η Ορθόδοξη επαρχία Μουκάτσεφ με επικεφαλής Επίσκοπο της Σερβικής Εκκλησίας.

Η Σερβική Εκκλησία διεδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στη σύσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας Τσεχίας, εφόσον ο Πατριάρχης Σέρβων Δημήτριος το 1921 χειροτόνησε τον πρώτον Τσέχο Ορθόδοξο Επίσκοπο και μέλλοντα ιερομάρτυρα Γκοράζντ Παύλικ [14].

Σημειωτέον είναι ο αμφισβητούμενος ρόλος του Κωνσταντινουπόλεως στη σύσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Τσεχίας: ο Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης γνωστός ως προβολέας του νέου ημερολογίου και οπαδός των Ρώσων νεωτεριστών, το 1923 χειροτονεί τον Αρχιμανδρίτη Σαββάτιο Βράμπετς Επίσκοπο Τσεχίας (παρόλο που υπήρχε ήδη ένας άλλος Επίσκοπος Τσεχίας) και του χορηγεί το αυτόνομο.

Ως αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας δημιουργήθηκε ούτως λεγόμενο «Σαββατιανό σχίσμα», το οποίο δυσχέραινε εν πολλοίς τον εκκλησιαστικό βίο στην Τσεχία. Αυτή ήταν η πράξη του Αυτονόμου, στην οποία τόσο αρέσκονται να παραπέμπουν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και οι οπαδοί του!

Η πραγματική δε κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία υπό το ωμοφόριο του Επισκόπου Γκοράζντ ανήκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας.

Δυστυχώς αυτή διαλύθηκε μετά τη δολοφονία του πολιτικού Επιτρόπου της Βοημίας H. Heidrich και την επακολουθήσασα εκτέλεση του Θεοφιλεστάτου κ. Γκοράζντ.

Τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανασύσταση αυτής διεδραμάτισε η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και προσωπικά ο Αγιώτατος Πατριάρχης Αλέξιος Α΄, ο οποίος πέτυχε την επανένωση των ρωσικών ενοριών στην Τσεχοσλοβακία με την Μητέρα Εκκλησία, οι οποίες εν συνεχεία εντάχθηκαν στο Εξαρχάτο Τσεχοσλοβακίας, το οποίο αποτελούσε αρχή της ανασυσταθείσης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Τσεχίας [15].

Μη διαθέτωντας τις σχετικές δυνάμεις για την αποκατάσταση της Ορθοδοξίας στην Τσεχοσλοβακία η Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας με απόφαση της 15 (2)ης Μαΐου 1948 της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της εντελώς οικειοθελώς άφησε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Τσεχοσλοβακίας να υπαχθεί στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας. Στο πλαίσιο αυτό στη συνεδρία του της 2 Οκτωβρίου 1951 το Συμβούλιο του Εξαρχάτου υιοθέτησε την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Τσεχοσλοβακίας της 1ης Οκτωβρίου 1951 σχετικά με το θέμα της εφαρμογής του αυτοκεφάλου.

Η Κρατική Διεύθυνση θρησκευτικών υποθέσεων με την απόφασή της της 19ης Οκτωβρίου 1951 ανακοίνωσε ότι οι τσεχοσλοβακικές αρχές δεν θα προέβαλαν αντιρρήσεις κατά της ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Τσεχοσλοβακία.

Κατόπιν αιτήματος της Ιεράς Συνόδου και του Συμβουλίου του Εξαρχάτου της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας ο Αγιώτατος Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσιών Αλέξιος Α΄ και η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας με απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1951 έδωσαν προκαταρκτική συγκατάθεσή τους για το Αυτοκέφαλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Τσεχοσλοβακία.

Μέχρι 23 Νοεμβρίου όλοι οι Αρχιερείς της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρωσίας έστειλαν τις υπογραφές τους για την απόφαση της Ιεράς Συνόδου. Αυθημερόν στα Γραφεία του Πατριαρχείου Μόσχας υπεγράφη η εξής Πράξη:

«Εν τω προσώπο του Πατριάρχου Μόσχας και Πασών των Ρωσιών Αλεξίου και όλης της αγιασμένης Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας λαμβάνοντας υπόψη το αίτημα της Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Τσεχοσλοβακία χορηγεί στην Εκκλησία αυτή Αυτοκέφαλο, μέχρι σήμερα ούσα Εξαρχάτο του Πατριαρχείου Μόσχας.

Μιᾳ καρδίᾳ η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας δέεται προς τον Επουράνιο Αρχιποιμένα και Κύριο ημών Ιησού Χριστό όπως επιδαψιλεύει Αυτός τη Θεία Του ευλογία στη νεωτέρα εν τῃ οικογενείᾳ των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών θυγατέρα, την Εκκλησία της Τσεχοσλοβακίας, και στέψει Αυτήν διά της αιωνίου Του δόξης. 23 Νοεμβρίου 1951. Αλέξιος, Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσιών»[16] .

Η πανηγυρική ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Τσεχοσλοβακίας και η ενθρόνιση του εκλεγέντος στις 2 Οκτωβρίου 1951 από τη Σύναξη του Εξαρχάτου πρώτου Προκαθημένου αυτής του Μητροπολίτου Ελευθερίου, πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 8 και 9 Δεκεμβρίου 1951 στον Καθεδρικό Ναό Πράγας, συμμετασχόντων των αντιπροσώπων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών Αντιοχείας, Ρωσίας, Γεωργίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας και Πολωνίας.

Και όμως το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν ανεγνώρισε ούτε δέχθηκε αυτή την πράξη, πράγμα το οποίο δημιουργεί μεγάλη απορία. Όπως ευλόγως επεσήμανε κάποτε ο Μακαριώτατος Μητροπολίτης Πράγας Δωρόθεος «Από την εποχή της αποστολής των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως για κάποιον λόγο θεωρεί την Ορθόδοξη Εκκλησία της Τσεχοσλοβακίας θυγατέρα της.

Εάν υποθέσουμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Μοραβίας υπαγόταν κάποτε στη Βασιλεύουσα, με βάση τον ΙΖ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής, τον ΚΕ΄ της Πενθέκτης και ιδιαιτέρως τον ΡΙΘ΄ και τον ΡΚΑ΄ της εν Καρθαγένη Τοπικής Συνόδου η Βασιλεύουσα προ πολλού απώλεσε κάθε δικαίωμα επί της εκκλησιαστικής αυτής περιφέρειας για απλούστατο λόγο, διότι την απώλεσε προ χιλιετίας και περισσότερα και δεν επιχείρησε τίποτε για να την αποσπάσει από τους κόλπους του Βατικανού και να επανεντάξει στην Ορθοδοξία.

Άλλοι ήταν εκείνοι οι οποίοι αναζωογόνησαν την Ορθοδοξία εντεύθεν και όχι η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, επομένως, σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες, σε άλλους ανήκουν και όλα τα απορρέοντα εξ αυτών δικαιώματα και υποχρεώσεις»[17].

Υπενθυμίζουμε στους αναγνώστες μας αυτούς τους κανόνες με σχόλια του Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας: πρωτίστως του ΙΖ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Τὰς καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν ἀγροικικὰς παροικίας, ἢ ἐγχωρίους, μένειν ἀπαρασαλεύτους παρὰ τοῖς κατέχουσιν αὐτὰς ἐπισκόποις, καὶ μάλιστα εἰ τριακονταετῆ χρόνον ταύτας ἀβιάστως διακατέχοντες ᾠκονόμησαν. Εἰ δὲ ἐντὸς τῶν τριάκοντα ἐτῶν γεγένηταί τις, ἢ γένοιτο περὶ αὐτῶν ἀμφισβήτησις, ἐξεῖναι τοῖς λέγουσιν ἠδικεῖσθαι, περὶ τούτων κινεῖν παρὰ τῇ συνόδῳ τῆς ἐπαρχίας. Εἰ δέ τις ἀδικοῖτο παρὰ τοῦ ἰδίου μητροπολίτου, παρὰ τῷ ἐξάρχῳ τῆς διοικήσεως, ἢ τῷ Κωνσταντινουπόλεως θρόνῳ δικαζέσθω, καθά προείρηται. Εἰ δὲ καί τις ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις, ἢ αὖθις καινισθείη, τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις, καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν ἡ τάξις ἀκολουθείτω»[18] .

Σχολιάζων τον ως άνω κανόνα ο Επίσκοπος Νικόδημος αναφέρει: «Αυτή η Σύνοδος νομιμοποίησε την προθεσμία κατοχής, ορίσας αυτήν σε μια τριανταετία. Ληξάσης της προθεσμίας αυτής ουδείς εδύνατο να διεκδικήσει το έδαφος.

Ο κατέχων αυτό επί μια τριανταετία και μη αντιμετωπίσας προσκόμματα από πουθενά καθ΄όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ληξάσης της προθεσμίας εθεωρείτο πλήρης κάτοχος αυτού, έναντι του οποίου κανείς δεν εδικαιούτο πλέον να προβάλλει καμία αξίωση...Ο κανόνας καταλήγει με τον ορισμό ότι η πολιτική κατανομή των περιφερειών πρέπει να είναι κριτήριο και για την κατανομή των εκκλησιαστικών περιφερειών»[19].

Επίσης υπενθυμίζουμε στους αναγνώστες μας και τον ΡΚΑ΄ κανόνα της εν Καρθαγένη Συνόδου: «Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα, οἱτινεσδήποτε ἀμελῶσι τῶν τόπων τῶν ἀνηκόντων τῇ αὐτῶν καθέδρᾳ, πρὸς τὸ τούτους κερδᾶναι εἰς τὴν καθολικὴν ἑνότητα, ἐγκληθῶσιν ἀπὸ τῶν γειτνιώντων αὐτοῖς ἐπιμελῶν ἐπισκόπων, περὶ τοῦ μὴ ἀναβάλλεσθαι τοῦτο πρᾶξαι.

Διό, ἐὰν ἐντὸς προθεσμίας μηνῶν ἓξ ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς περὶ τούτου συνελεύσεως μηδὲν ἀνύσωσι, τῷ δυναμένῳ λοιπὸν τούτους κερδᾶναι προσκυρωθῶσιν· οὕτω μέντοι, ἵνα, ἐὰν ἐκεῖνος, πρὸς ὃν ἐνδείκνυνται ἀνήκειν οἱ τοιοῦτοι, ἐξεπίτηδες διά τινα οἰκονομίαν ἔδοξεν ἀμελεῖν, τοῦτο τῶν αἱρετικῶν ἐπιλεξαμένων, ὥστε ἀθορύβως αὐτοὺς παραδέξασθαι· καὶ ἐν τοσούτῳ ἡ αὐτοῦ ἐπιμέλεια ἀπὸ ἑτέρου προελήφθη, ᾗ τινι εἰ κατεχρήσατο, τοὺς αὐτοὺς αἱρετικοὺς πλέον ἐκάκιζε, τούτου μεταξύ ἐπισκόπων κρινόντων διαγινωσκομένου, οἱ τόποι τῇ αὐτοῦ καθέδρᾳ ἀποκατασταθῶσι.

Τῶν δὲ κρινόντων ἐπισκόπων, ἐκ διαφόρων ὄντων ἐπαρχιῶν, ἐκεῖνος ὁ πρωτεύων τοὺς δικαστὰς δώσει, οὗτινος ἐν τῇ χώρᾳ ὁ αὐτὸς ὑπάρχει τόπος, περὶ οὗ φιλονεικεῖται. Ἐὰν δὲ κατὰ κοινὴν συναίνεσιν γείτονας ἐπιλέξωνται κριτάς, ἢ εἷς ἐπιλεγῇ, ἢ τρεῖς· καὶ ἐὰν τρεῖς ἐπιλέξωνται, ἢ τῇ τῶν ὅλων ψήφῳ ἐξακολουθήσωσιν, ἢ τῇ τῶν δύο»[20].

Σχολιάζων τον κανόνα ο Επίσκοπος Νικόδημος Μίλας παρατηρεί: «Ο παρόν κανόνας όπως και ο πιο πάνω ως αναφορά έχει την κατάσταση, δημιουργηθείσα στην Εκκλησία της Αφρικής από τους δονατιστές και αποβλέπει στην εγρήγορση των Επισκόπων, οι οποίοι πρέπει να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επαναφορά των δονατιστών εἰς τὴν καθολικὴν ἑνότητα. Σε περίπτωση εάν οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι αμελούσουν, τότε, όπως ορίζει ο κανόνας, επρέπε να ελεγχθεί αυτή η αμέλειά τους από τους πιο δραστήριους όμορες Επισκόπους.

Δηλαδή οι Επίσκοποι οι οποίοι ποθούν την καθολική ενότητα, συνερχόμενοι στην ετήσια σύναξη, πρέπει να υπενθυμίσουν στους γείτονές τους τις υποχρεώσεις τους. Εάν και μετά την υπενθύμιση αυτή οι τελευταίοι εντός εξαμήνου δεν διορθώσουν την κατάσταση και δεν ενεργήσουν τα δέοντα υπέρ της ενότητας, τότε όλα τα μέρη, τα οποία υπάγονται στη δικαιοδοσία τους και είναι ακόμα μολυσμένα από τη διδασκαλία των δονατιστών, πρέπει να υπαχθούν στη δικαιοδοσία εκείνου του Επισκόπου, ο οποίος θα είναι ικανός να επαναφέρει τάξη εκεί, όπου απέτυχε ο αμελής προκάτοχός του»[21].

Λοιπόν, οι ως άνω κανόνες μιλάνε για ένα εξάμηνο και για μια τριανταετία. Ενώ μεταξύ 885 και 1870 μεσολάβησε σχεδόν μια χιλιετία. Λόγω προθεσμίας παραγραφής η Κωνσταντινούπολη απώλεσε κάθε δικαίωμα. Διαπιστώνοντας το ελλιπές αυτής της επιχειρηματολογίας οι εν Κωνσταντινουπόλει κανονολόγοι και ο ίδιος ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος καταφεύγουν στο εξής τεκμήριο: το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως είναι Μητέρα Εκκλησία για όλες της Σλαβικές Εκκλησίες και γι΄αυτό υποχρεούνται αυτές να αναζητήσουν τη σύμφωνη γνώμη του ακόμα και στο θέμα του αυτοκεφάλου και να του αποδίδουν την προσήκουσα τιμή.

Αυτό το τεκμήριο δεν στερείται ισχύος και όμως με τη συνεπή του εφαρμογή η Κωνσταντινούπολη πρέπει να παραχωρήσει τα πρωτεία τιμής στη Μητέρα πασών των Εκκλησιών το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, η δεύτερη θέση να καταλάβει η Εκκλησία της Αντιοχείας, η οποία ουκ ολίγον συνέβαλε στη διαμόρφωση του ιδίου, ενώ το ίδιο να αρκεσθεί ταπεινά στην τρίτη θέση στα Ιερά Δίπτυχα.

Το δε να σαλπίζει κανείς για την «κομμουνιστική βία» το 1951, όπως το πράττει δυστυχώς ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στην ως άνω Επιστολή του, σημαίνει να τεθούν υπό αμφισβήτηση πάρα πολλά καλά και ωφέλιμα για την Ορθοδοξία, τα οποία έγιναν τη δεκαετία 40΄-50΄ στην Τσεχία, π.χ. η Σύνοδος Πρέσοβ του 1950, στην οποία οι ουνίτες επανήλθαν στην Ορθοδοξία.

Ο απερίσκπετος αντικομμουνισμός οδηγεί σε υποστήριξη της θέσεως των δραστών της Άνοιξης της Πράγας, οι οποίοι το 1968 αποκατέστησαν την Ελληνο-Καθολική Εκκλησία με αποτέλεσμα τα πογκρόμ και κύμα βίας.

Και τέλος, η αντικομμουνιστική ρητορική είναι άστοχη από το στόμα του διαδόχου των μιλλέτ-μπασί, δηλαδή των Πατριαρχών της Τουρκοκρατίας, οι οποίοι δεν προσεύχονταν μόνο με κάθε επισημότητα υπέρ του Σουλτάνου, αλλά και αφόριζαν τους ομοδόξους τους, όταν εκείνοι τόλμησαν να επαναστατήσουν κατά των Τούρκων.

Επιπλέον η εξάρτηση των Πατριαρχών της Κωνσταντινουπόλεως από τις μεταχριστιανικές και μη χριστιανικές κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς είναι πάρα πολύ προφανής για να μπορέσει αυτός απροσκόπτως να μαρτυρήσει για το κακό του κομμουνισμού, ο οποίος είναι απλά μια από τις δυτικόφερτες αντιχριστιανικές ιδεολογίες.

Για πολλούς είναι σαφές ότι ο έλεγχος του «κομμουνιστικού κακού» στην Ανατολική Ευρώπη πολύ συχνά έχει πολιτική χροιά και αποτελεί οργανική συνέχεια του «ψυχρού πολέμου» και ουδόλως είναι πνευματικός και ηθικός.

Με το Γράμμα του Πατριάρχου Βαρθολομαίου τίθεται εύλογη ερώτηση είναι δυνατή η άρση του αυτοκεφάλου; Λοιπόν, ας στραφούμε στα μνημεία του κανονικού δικαίου. Όλα αυτά μας δίνουν μάλλον αρνητική απάντηση.

Ας πάρουμε την περίπτωση του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Κύπρου[22]. Βεβαίως αυτό θεμελιώνεται στο έθιμο και τη συνεχή αυτοτελή χειροτονία του Αρχιεπισκόπου Κύπρου από τη Σύνοδο των Επισκόπων της Κύπρου. Και όμως με την επιβεβαίωση του αυτοκεφάλου από την Οικουμενική Σύνοδο δεν καθορίσθησαν οι προϋποθέσεις άρσεως αυτού.

Τουναντίον τονίζεται το «διαχρονικό» και το αναφαίρετο αυτού. Για να στηρίξουμε τη γνώμη μας παραπέμπουμε στον Η΄ κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Πρᾶγμα παρὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς καὶ τοὺς κανόνας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καινοτομούμενον, καὶ τῆς πάντων ἐλευθερίας ἁπτόμενον, προσήγγειλεν ὁ θεοφιλέστατος συνεπίσκοπος Ῥηγῖνος, καὶ οἱ σῦν αὐτῷ θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι τῆς Κυπρίων ἐπαρχίας, Ζήνων καὶ Εὐάγριος.

Ὅθεν, ἐπειδὴ τὰ κοινὰ πάθη μείζονος δεῖται τῆς θεραπείας, ὡς καὶ μείζονα τὴν βλάβην φέροντα, καὶ μάλιστα εἰ μηδὲ ἔθος ἀρχαῖον παρηκολούθησεν, ὥστε τὸν ἐπίσκοπον τῆς Ἀντιοχέων πόλεως τὰς ἐν Κύπρῳ ποιεῖσθαι χειροτονίας, καθὰ διὰ τῶν λιβέλλων καὶ τῶν οἰκείων φωνῶν ἐδίδαξαν οἱ εὐλαβέστατοι ἄνδρες, οἱ τὴν πρόσοδον τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ ποιησάμενοι, ἔξουσι τὸ ἀνεπηρέαστον καὶ ἀβίαστον οἱ τῶν ἁγίων ἐκκλησιῶν, τῶν κατὰ τὴν Κύπρον, προεστῶτες, κατὰ τοὺς κανόνας τῶν ὁσίων Πατέρων, καὶ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν, δι᾿ ἑαυτῶν τὰς χειροτονίας τῶν εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων ποιούμενοι· τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων διοικήσεων, καὶ τῶν ἁπανταχοῦ ἐπαρχιῶν παραφυλαχθήσεται· ὥστε μηδένα τῶν θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων ἐπαρχίαν ἑτέραν, οὐκ οὖσαν ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ὑπὸ τὴν αὐτοῦ, ἢ γοῦν τῶν πρὸ αὐτοῦ χεῖρα καταλαμβάνειν ἀλλ᾿ εἰ καί τις κατέλαβε, καὶ ὑφ´ἑαυτὸν πεποίηται, βιασάμενος, ταύτην ἀποδιδόναι· ἵνα μὴ τῶν Πατέρων οἱ κανόνες παραβαίνωνται, μηδὲ ἐν ἱερουργίας προσχήματι, ἐξουσίας τύφος κοσμικῆς περεισδύηται, μηδὲ λάθωμεν τὴν ἐλευθερίαν κατὰ μικρὸν ἀπολέσαντες, ἣν ἡμῖν ἐδωρήσατο τῷ ἰδίῳ αἵματι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ πάντων ἀνθρώπων ἐλευθερωτής...»[23]

Μας ενδιαφέρει πως το σχολιάζει ο Βαλσαμών, ο οποίος λέγει, ότι να μην σε παραξενεύει ότι βρίσκεις και «ἑτέρας ἐκκλησίας αὐτοκεφάλους», όπως Βουλγαρίας, Κύπρου και Ιβήρων...Τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου τον τίμησε η Γ΄ Οικουμενική, επομένως διάβασε τον Η΄ κανόνα αυτής της Συνόδου και τη ΛΘ’ της ΣΤ΄ Συνόδου»[24].

Ιδού επίσης είναι ένα ιδιαίτερο σχόλιο στον κανόνα από τον Επίσκοπο Νικόδημο Μίλας (παρατίθεται σε συντομευμένη μορφή): «Ανέκαθεν ο πρώτος Επίσκοπος (Μητροπολίτης) Κύπρου ήταν ανεξάρτητος, και από τους κανόνες της Εκκλησίας βλέπουμε ότι πάντα ανεγνωρίζετο αὐτοκέφαλος (nemini subjectus). Εάν ο Β΄ κανόνας της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου υποτάσσει τους Μητροπολίτες στους Επισκόπους Επικεφαλής μιας διοικήσεως (τους Πατριάρχες), ωστόσο τίνες Μητροπολίτες παραμένουν αὐτοκέφαλοι.

Επομένως το δικαίωμα της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Κύπρου θεμελιώνεται στο αρχαίο έθιμο και στους κανόνες.

Τα του ΣΤ΄ κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου: ἐν ταῖς ἄλλαις ἐπαρχίαις τὰ πρεσβεῖα σώζεσθαι ταῖς ἐκκλησίαις, είναι προφανές ότι δεν έχουν άλλη σημασία από τον υποχρεωτικό σεβασμό του αυτοκεφάλου εκκλησιαστικών περιοχών τινών, εκτός προαναφερομένων στον κανόνα, διότι στηρίζεται στο αρχαίο έθιμο, δηλαδή τὰ ἀρχαῖα ἔθη κρατείτω.

Ήταν επανειλημμένες οι προσπάθειες καταργήσεως της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Κύπρου και υπαγωγής της στην εξουσία τους από τους Επισκόπους της Αντιοχείας με δικαιολογητικό ότι πολιτικώς η νήσος Κύπρος υπαγόταν στο διοικητηή της Αντιοχείας.

Κατόπιν καταγγελίας του Ρηγίνου, Ζήνωνα και Ευαγρίου η Σύνοδος της Εφέσου επανεξέτασε το θέμα και επικύρωσε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου. Η αποφασιστικότητα, η οποία χαρακτηρίζει τους πατέρας κατά την αντιμετώπιση του θέματας της Εκκλησίας της Κύπρου και με την οποία της εξασφαλίζουν τα δικαιώματά της, δείχνει τι σημασία έδιδαν στη διαφύλαξη των ορίων των Εκκλησιών... Δε περιορίζονταν μόνο στην πανυγηρική επικύρωση του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Κύπρου, αλλά το ανακηρύσσουν ως νόμο, ο οποίος στηρίζεται στον ΛΕ΄ κανόνα των Αγίων Αποστόλων και στον Γ΄ κανόνα της Συνόδου της Αντιοχείας, η παράβαση του οποίου απαγορεύεται, διότι ουδείς Επίσκοπος έχει δικαίωμα να υποτάξει στην εξουσία του Εκκλησία, η οποία προηγουμένως δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, και συμπεραίνουν ότι: “ Ἔδοξε τοίνυν τῇ ἁγὶᾳ καὶ οἰκουμενικῇ συνόδῳ, σῴζεσθαι ἑκάστῃ ἐπαρχὶα καθαρά καὶ ἀβίαστα τὰ αὐτῇ προσόντα δίκαια ἐξ ἀρχῆς καὶ ἄνωθεν, κατὰ τὸ πάλαι κρατῆσαν ἔθος”»[25] .

Η μοναδική γνωστή περίπτωση άρσεως του αυτοκεφάλου από την Οικουμενική Σύνοδο συνδέετει με τον ΚΗ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, διά του οποίου, όπως πιστεύεται, καταργήθηκε το αυτοκέφαλο των διοικήσεων της Ασίας, του Πόντο και της Θράκης. Και όμως αξίζει να δούμε εάν πράγματι πρόκειται για την πλήρη άρση του αυτοκεφάλου;

Για να πετύχουμε το σκοπό μας πρέπει να εξετάσουμε το δεύτερο μέρος του κανόνα: «Καὶ ὥστε τοὺς τῆς Ποντικῆς, καὶ τῆς Ἀσιανῆς, καὶ τῆς Θρακικῆς διοικήσεως μητροπολίτας μόνους, ἔτι δὲ καὶ τοὺς ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς ἐπισκόπους τῶν προειρημένων διοικήσεων χειροτονεῖσθαι ὑπὸ τοῦ προειρημένου ἁγιωτάτου θρόνου τῆς κατὰ Κωνσταντινούπολιν ἁγιωτάτης ἐκκλησίας· δηλαδή ἑκάστου μητροπολίτου τῶν προειρημένων διοικήσεων μετὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπων χειροτονοῦντος τοὺς τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπους, καθὼς τοῖς θείοις κανόσι διηγόρευται»[26].

Ερμνηνεύοντας το ως άνω κείμενο οι Έλληνες κανονολόγοι κατέληγαν σε υπερβολικά και ακόμα φανταστικά συμπεράσματα με την επέκταση της εξουσίας του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως εφ΄ολης της Διασποράς και τη δικαιολογία ειδικά της κανονικής ληστείας στην Εσθονία με την αναφορά στον ΚΗ΄ κανόνα της Χαλκηδόνα, σύμφωνα με τον οποίο ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έχει δήθεν δικαίωμα χειροτονίας Επισκόπων «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς», οπουδήποτε θέλει.

Στην πραγματικότητα, όπως δικαίως επισημαίνουν οι ερευνητές, ο κανόνας έχει περιοριστικό χαρακτήρα, σαν να επιδιώκει μάλλον την απαγόρευση άμεσων χειροτονιών Επισκόπων στον Επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως για τις μη μητροπολιτικές καθέδρες [27].

Η επίσημη ερμηνεία του κανόνα από τους αρμόδιους του αυτοκράτορα, η οποία συμπεριλαμβάνεται στην πράξη της Συνόδου, αποκλείει άμεσα τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως από την εκλογή των Επισκόπων στην Ποντική, την Ἀσιανή και τη Θρακική διοίκηση. Παρόλο που σχετικά με τις ως άνω διοικήσεις τα δικαιώματα του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως υπερβαίνουν ήδη εκείνες του Μητροπολίτου (αναδεικνύεται τρόπον τινά Μητροπολίτης Μητροπολιτών), ωστόσο οι Μητροπόλες αυτές κρατούν ακόμα ορισμένα εκ των παλαιών τους δικαιωμάτων, θεμελιωμένων τόσο στον ΛΔ΄ αποστολικό όσο και στο Θ΄ της Αντιοχείας κανόνα, καθώς και στον ΣΤ΄ της Α΄ Οικουμενικής: πρώτον, πρόκειται για το δικαίωμα της χειροτονίας Επισκόπων από τη Σύνοδο της διοικήσεως με επικεφαλής τον Μητροπολίτη.

Επιπλέον, οι Επίσκοποι της διοικήσεως δε στερούνται του δικαιώματος εκλογής του υποψηφίου με την επόμενη έγκριση και χειροτονία (ή την άδεια, την οποία χορηγούσε να χειροτονηθεί) του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Επομένως η νόμιμη κυριαρχία των αυτοκεφάλων κάποτε Εκκλησιών, παρόλο που επλήγη, αλλά δεν καταργήθηκε εντελώς.

Αντίθετα, ο ΛΘ΄ κανόνας της εν Τρούλλω Συνόδου μετά ζήλου προστατεύει τα δικαιώματα της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Κύπρου ακόμα και ευρισκόμενης υπό συνθήκες εσωτερικών συμφορών και καταστροφών, όταν το 688 ο Επίσκοπος Ιωάννης μαζί με όλους τους κατοίκους της Κύπρου μετανάστευσε στις όχθες της Προποντίδας:

«Τοῦ ἀδελφοῦ καὶ συλλειτουργοῦ ἡμῶν Ἰωάννου, τοῦ τῆς Κυπρίων νήσου προέδρου, ἅμα τῷ οἰκείῳ λαῷ, ἐπὶ τὴν Ἐλλησπόντιον ἐπαρχίαν, διά τε τὰς βαρβαρικὰς ἐφόδους, διά τε τὸ τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερωθῆναι δουλείας, καὶ καθαρῶς τοῖς σκήπτροις τοῦ χριστιανικωτάτου κράτους ὑποταγῆναι, τῆς εἰρημένης μεταναστάντος νήσου, προνοίᾳ τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, καὶ μόχθῳ τοῦ φιλοχρίστου καὶ εὐσεβοῦς ἡμῶν βασιλέως, συνορῶμεν, ὥστε ἀκαινοτόμητα διαφυλαχθῆναι τὰ παρὰ τῶν ἐν Ἐφέσῳ τὸ πρότερον συνελθόντων θεοφόρων Πατέρων τῷ θρόνῳ τοῦ προγεγραμμένου ἀνδρὸς παρασχεθέντα προνόμια, ὥστε τὴν νέαν Ἰουστινιανούπολιν τὸ δίκαιον ἔχειν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ τὸν ἐπ᾿ αὐτῇ καθιστάμενον θεοφιλέστατον ἐπίσκοπον, πάντων προεδρεύειν τῶν τῆς Ἑλλησποντίων ἐπαρχίας, καὶ ὑπὸ τῶν οἰκείων ἐπισκόπων χειροτονεῖσθαι, κατὰ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν.

Τὰ γὰρ ἐν ἑκάστῃ ἐκκλησίᾳ ἔθη, καὶ οἱ θεοφόροι ἡμῶν Πατέρες παραφυλάττεσθαι διεγνώκασι, τοῦ τῆς Κυζικηνῶν πόλεως ἐπισκόπου ὑποκειμένου τῷ προέδρῳ τῆς εἰρημένης Ἰουστινιανουπόλεως, μιμήσει τῶν λοιπῶν ἁπάντων ἐπισκόπων, τῶν ὑπὸ τὸν λεχθέντα θεοφιλέστατον πρόεδρον Ἰωάννην, ὑφ᾿ οὗ χρείας καλούσης, καὶ ὁ τῆς αὐτῆς Κυζικηνῶν πόλεως ἐπίσκοπος χειροτονηθήσεται»[28].

Ερμηνεύοντας τον κανόνα ο Επίσκοπος Νικόδημος Μίλας αναφέρει το εξής: «Σ΄αυτό τον κανόνα βλέπουμα να εφαρμόζεται η αρχή, διατυπωθείσα στον ΛΖ΄ κανόνα της ίδιας Συνόδου, δηλαδή ότι σε περίπτωση όταν ένας Επίσκοπος λόγω εσωτερικών περιστάσεων αδυνατεί να παραμένει στην έδρα του, αλλά αναγκκάζεται να εγκατασταθεί σε μια άλλη περιοχή, ωστόσο αυτός κρατάει όλα τα δικαιώματα και προνόμια, τα οποία απολάμβανε στην έδρα του.

Με τον Η΄ κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου αναγνωρίσθηκε και ανακηρύχθηκε νόμιμα το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου. Εξαιτίας της επιδρομής των Σαρακηνών κατά της Κύπρου το 7 αιώνα ο τότε Προκαθήμενος (πρόεδρος, praesul) της νήσου Κύπρου Επίσκοπος Ιωάννης για να γλιτώσει ο ίδιος αλλά και ο λαός του το ζυγό των βαρβάρων και να τεθεί υπό την προστασία των σκήπτρων του χριστιανικού κράτους, εγκατέλειψε την Κύπρο και μαζί με όλους τους Επισκόπους, τον ιερό κλήρο και το λαό της δικαιοδοσίας μετανάστευσε στην περιοχή του Ελλησπόντου, δηλαδή σε μια περιοχή της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

Με σκοπό να μην στερηθεί των δικαιωμάτων και των προνομίων του ένας από τους ανώτατους Επισκόπους και μάλιστα Επικεφαλής μιας αυτοκεφάλου Εκκλησίας, εν όψη της καθιερωθείσης κανονικής τάξεως, και να μην υπαχθεί σε έναν άλλο Μητροπολίτη, ο εν Τρούλλω Σύνοδος θέσπισε έναν κανόνα σύμφωνα με τον οποίο ο Πρόεδρος της Κύπρου Ιωάννης κράτησε όλα τα δικαιώματα και προνόμια, αναγνωρισμένα από τη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο: επιπλέον, ο Μητροπολίτης της περιοχής Ελλησπόντου Επίσκοπος Κυζίκου όπως και η ίδια η περιοχή υπήχθησαν στη δικαιοδοσία του ως άνω Ιωάννη και στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ιωάννη μεταφέρθηκαν τα δικαιώματα του Κωνσταντινουπόλεως επί της περιοχής»[29].

Ας δούμε την πορεία των καθεστώτων του αυτοκεφάλου τη μεταγενέστερη εποχή και θέσουμε ένα ερώτημα: υπάρχουν βάσεις στους κανόνες για να αρθεί το αυτοκέφαλο ή μήπως υπάρχει μια συγκεκριμένη κανονική διαδικασία η οποία πρέπει να ακολουθηθεί; Η απάντηση είναι αποφατική.

Ας στραφούμε στα εξής παραδείγματα. Κατά τις συνομιλίες στα πλαίσια της Συνόδου του 879 δεν ετέθησαν όροι για την άρση του αυτοκεφάλου της Βουλγαρικής Εκκλησίας.

Και ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος αφού κατέλυσε τη βασιλεία του Σαμουήλ δεν στέρησε την ανεξαρτησία της Βουλγαρικής Εκκλησίας και επικύρωσε το αυτοτελές της Αρχιεπισκοπής Οχρίδας με το συγίλλιό του του έτους 1020.

Επίσης στους σχετικούς Πατριαρχικούς Τόμους Αυτοκεφαλίας της Βουλγαρικής και της Σερβικής Εκκλησίας δεν αναφέρονται όροι άρσεως του αυτοκεφάλου.

Το αυτοκέφαλο ήρετο κατά κανόνα υπό την επίδραση των κρατικών αρχών ή διαφορετικών συμφορών και σε μεγάλο βαθμό ελλειπώς τεκμηριωμένα από απόψεως ιερών κανόνων. Υπό αυτή την έννοια χαρακτηριστική είναι η ιστορία της καραγήσεως του Πατριαρχείου Βουλγαρίας και του Αυτονόμου της Βουλγαρικής Εκκλησίας μετά το έτος 1393. Όπως είναι γνωστό μετά την κατάληψη του Τιρνόβου το 1393 από τους Τούρκους, οι κατακτητές εκτέλεσαν μεγάλο αριθμό ιερέων και έστειλαν εξορία και φυλακή στη Θράκη τον Πατριάρχη Τιρνόβου Ευθύμιο.

Τότε τον Αύγουστο 1394 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αντώνιος Δ΄ με την περί αυτόν Ιερά Σύνοδο αποφάσισε να στείλει στο Τιρνόβου Μητροπολίτη Ιερεμία ο οποίος ενθρονίσθηκε το 1387 στη Μαυροβλαχία (Μολδαβία) αλλά για ορισμένους λόγους δεν μπόρεσε να αναλάβει τα καθήκοντά του ως ποιμενάρχης της επαρχίας του.

Έλαβε εντολή να αναχωρήσει συν Θεώ και εκεί να πράξει απροσκόπτως όλα όσα αρμόζει στον αρχιερέα εκτός χειροτονίας Επισκόπων. Και παρόλο που απεσταλμένος στο Τίρνοβο Ιεράρχης δεν ετέθη Επικεφαλής της διοικήσεως αυτής αλλά προσωρινώς αντικαθιστούσε τον Πρόεδρο της επαρχίας, την οποία έβλεπαν στην Κωνσταντινούπολη ως εν χηρεία ούσα, ωστόσο, όπως είναι γνωστό, τίποτε δεν είναι πιο μόνιμο από το προσωρινό.

Αργότερα το πάλαι ποτέ Πατριαρχείο Τιρνόβου εντάχθηκε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως υπό τη μορφή μερικών επαρχιών. Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές δεν υπάρχουν έγγραφα και λείπει επίσης και κάποια λογική εξήγηση των λόγων καταργήσεως του Πατριαρχείου [30].

Ακόμη πιο επαίσχυντη ιστορία είναι εκείνη της καταργήσεως του Πατριαρχείου Πεκίου το 1766, όταν με ραδιουργίες των Φαναριωτών κατηγορήθηκε για προδοσία και αναγκάσθηκε να φύγει για να σώσει τη ζωή του ο Πατριάρχης Βασίλειος [31].

Τη θέση του με την προτροπή του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Σαμουήλ κατέλαβε ένας Έλληνας Καλλίνικος ονόματι (1765—1766), ο οποίος αρχικά πληρούσε τις επαρχίες της Σερβικής Εκκλησίας με Έλληνες που ούτε καν στοιχειώδεις γνώσεις των Σερβικών είχαν, και εν συνεχεία κήρυξε το επιβαρυμένο με χρέη Πατριαρχείο Πεκίου σε χρεοκοπία.

Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εξόφλησε τα χρέη του αλλά με αντάλλαγμα την κατάργηση του Πατριαρχείου [32], ενώ όλοι οι Σέρβοι Επίσκοποι εκδιώχθησαν για να βρουν το καταφύγιο στη Ρωσία.

Δεν συγκαταλέγεται σε λαμπρές και ορθές από κανονικής πλευράς και η πράξη καταργήσεως του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Γεωργίας, πράγμα το οποίο έγινε το 1811 για την ενοποίηση και την συγχώνευση της Γεωργίας με τη Ρωσία.

Όμως η Αγιωτάτη Σύνοδος της Ελλήνο-Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας με τη δημιουργία του Εξαρχάτου Γεωργίας επεδίωκε τη διατήρηση έστω και μερικής ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Γεωργίας.

Αλλά στην εκκλησιαστική ιστορία δεν καταγράφηκαν περιπτώσεις άρσεως του αυτοκεφάλου ως τιμωρία για μια λανθασμένη συμπεριφορά ή αχαριστία ενός Προκαθημένου της αυτοκεφάλου Εκκλησίας απέναντι στη Μητέρα Εκκλησία.

Επιπλέον, ακόμα και σε χαλεπότερες για τη Βουλγαρία εποχές ο Πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός δεν εκβίαζε τον τσάρο Συμεών με την άρση του αυτοκεφάλου της Βουλγαρικής Εκκλησίας.

Ούτε σε παρόμοιες κινήσεις προέβησαν οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως τους χαλεπούς χρόνους των 13-14 αι. όταν οι Σέρβοι αποσπούσαν σημαντικά εδάφη από την αυτοκρατορία στη Μακεδονία και αργότερα στη Θράκη. Εκείνο το οποίο επιχείρησε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος είναι κάτι το πρωτάκουστο.

Αξιώσεις για την άρση του αυτοκεφάλου μαρτυρούν το ελλιπές καθεστώς της αυτοκεφάλου Εκκλησίας. Αυτό, σύμφωνα με την Εκλογή, υπενθυμίζει το καθεστώς ενός απελεύθερου, ο οποίος δύναται να επανέλθει στην κατάσταση δουλείας λόγω αχαριστίας του απέναντι στον κύριό του και μικροπροσβολών σε βάρος του τελευταίου ή των συγγενών του [33].

Ως αποτέλεσμα οδηγούμαστε στη διδασκαλία για τις κατά τόπους Εκκλησίες α΄ και β΄ κατηγορίας, μια διαδασκαλία, η οποία μοιάζει εκπληκτικά με την Ρωμαϊκή εκκλησιολογία του 9 αι. (και των μεταγενέστερων αιώνων).

Πιο έντονα αυτή αποτυπώθηκε στις Απαντήσεις του Πάπα Νικολάου Α΄ στους Βουλγάρους, όπου ερωτηθείς για τις κύριες Πατριαρχικές καθέδρες απαντάει ότι είναι της Ρώμης, της Αλεξανδρείας και της Αντιοχείας. Και παρόλο που οι Επίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως και Ιεροσολύμων φέρουν τον τίτλο του Πατριάρχη, δεν είναι τόσο σπουδαίοι όσο οι πρώτοι, διότι η έδρα της Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι αποστολική»[34].

Στη συνέχεια ο Πάπας εξηγεί ότι η Ιερουσαλήμ κατεστράφη ολοκλήρως και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων συνδέεται με εντελώς νέα πόλη Αίλια Καπιτωλίνα, η οποία χτίσθηκε στην καινούργια τοποθεσία, ενώ η Κωνσταντινούπολη αναβαθμίσθηκε σε Πατριαρχείο «τῃ προαιρέσει των βασιλέων και ουχί τῃ αληθείᾳ».

Δεν είναι ανάγκη να επισημάνουμε πόσο μακράν της εκκλησισικής και ιστορικής πραγματικότητας απέχουν αυτές οι διατυπώσεις. Είχαν δίκαιο οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως τασσόμενοι κατ΄αυτής της εκκλησιολογίας διακρίσεως. Κατά ειρωνεία της τύχης όμως οι ίδιοι άρχισαν να υποστηρίζουν παρόμοιες πολύ αμφίβολες θέσεις.

Όπως δικαίως τονίζει ο πρωθιερέας Βλαντισλάβ Τσίπιν «στην ελληνική κανονική και εκκλησιαστική-ιστορική γραμματεία μέχρι σήμερα υπάρχει διάκριση μεταξύ των καθεστώτων των παλαίφατων Πατριαρχείων, στους οποίους συγκαταλέγεται ως ισότιμο το Πατριαρχείο Μόσχας, και άλλων αυτοκεφάλων Εκκλησιών, οι οποίες παρόλο που θεωρούνται πλήρως αυτοτελείς, αλλά, ωστόσο δεν συγκαταλέγονται στα παλαίφατα Πατριαρχεία της Ανατολής.

Όμως αυτή η διάκριση μεταξύ των κατά τόπους Εκκλησιών με βάση το καθεστώς τους είναι κανονικά αδικαιολόγητη και δεν την αποδέχεται η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας»[35].

Δυστυχώς η Ελληνική παράδοση παρασύρθηκε από την ιδέα αποστολικότητας της καθέδρας ως εκ των ων ουκ άνευ παροχής αυτοκεφάλου. Έτσι το Πατριαρχείο Αντιοχείας αρνείτο να χορηγήσει το αυτοκέφαλο στην Εκκλησία της Γεωργίας επικαλούμενο το μη αποδεδειγμένο ιστορικά γεγονός ότι ουδείς εκ των αποστόλων δεν επισκέφθηκε ποτέ τη Γεωργία, ενώ είναι πολύ μεγάλη η πιθανότητα ότι ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας ήταν εκείνος, ο οποίος κήρυξε το Ευαγγέλιο εκεί [36].

Εν τω μεταξύ με την αυστηρή εφαρμογή του κριτηρίου της αποστολικότητας εγείρονται πολύ σοβαρά ερωτήματα ως προς την αποστολικότητα και των μεγαλύτερων καθέδρων, οι οποίες θεωρούνται αποστολικές. Έτσι ο Λέων ο Μέγας αμφισβητούσε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως [37] επικαλούμενος ότι δεν είναι αποστολικής προελεύσεως.

Η παράδοση για τον Απόστολο Ανδρέα ως ιδρυτή της καθέδρας του Βυζαντίου εμφανίζεται εν πολλοίς ως απάντηση στην πρόκληση της Ρώμης: εν πάση περιπτώσει είναι άγνωση μέχρι το ήμισυ του 5 αι.[38].

Και όμως αυτό που εισηγείται τώρα η κανονική συνείδηση της Κωνσταντινουπόλεως υπερβαίνει ακόμα και τις παλαιότερες κανονικές θέσεις με το πλέον έντονο τρόπο διατυπωθείσες στα έργα του Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου [39].

Τώρα έχουμε πλέον μια πυραμίδα, στην κορυφή της οποίας ευρίσκεται σε ύψη απροσπέλαστα το Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, προικισμένο με αποκλειστικά δικαιώματα και προνόμια της οικουμενικής δικαιοδοσίας [40], ακολουθούν τα «αποστολικά Πατριαρχεία» στα οποία για άγνωστους λόγους συγκαταλέγεται και το Μόσχας και τα οποία ούτως ή άλλως είναι καθέδρες «δευτέρας κατηγορίας».

Έπεται η «τρίτη τάξη», δηλαδή Εκκλησίες κατώτερης κατηγορίας, τύπου Βουλγαρίας και Γεωργίας, μάλιστα η Εκκλησία της Γεωργίας τοποθετείται σε κατώτερη θέση από εκείνη της Βουλγαρίας παρόλο που είναι αρχαιότερη και στο έδαφος της Γεωργίας κήρυξε το Ευαγγέλιο ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας.

Αυτό οφείλεται ίσως σε μικρότερο αριθμητικά ποίμνιο και λιγότερο κύρος. Και τέλος, στη βάση της πυραμίδας τοποθετούνται οι ανισότιμοι «απελεύθεροι», δηλαδή Εκκλησίες της Πολωνίας, της Αλβανίας και της Τσεχοσλοβακίας κλπ., των οποίων το αυτοκέφαλο πάντοτε μπορεί να αρθεί λόγω κακής τους συμπεριφοράς ενώ οι ίδιες για την αχαριστία τους να επανέλθουν στην κατάσταση δούλων.

Είναι περιττό να πούμε πόσο μακράν απέχει αυτή η δομή της υγιούς Ορθόδοξης εκκλησιολογίας, η οποία ακολουθεί τις αρχές του Σώματος του Χριστού και της θεανθρώπινης οικογένειας και όχι της πυραμίδας και της μηχανής καταστολής.

Τη μελέτη αυτή θα ήθελα να κλείσω με παραπομπή σε σχόλιο του Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας επί του Η΄ κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Ιδιαίτερης προσοχής σε αυτό τον κανόνα χρήζουν τα εξής: μηδὲ ἐν ἱερουργίας προσχήματι, ἐξουσίας τύφος κοσμικῆς περεισδύηται. 

Η Εκκλησία του Χριστού ποτέ δεν απολάμβανε καμία άλλη εξουσία εκτός εκείνης δοθείσης σε αυτή από το Χριστό, αλλά ο Χρισός ήταν αδύνατο να της δώσει μια άλλη εξουσία από εκείνη, την οποία παρέλαβε ο Ίδιος από τον Θεό Πατέρα. Καθὼς ἀπέσταλκέ με πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς (Ιω. 20. 21), λέγει στους μαθητές Του ο Χριστός σχολιάζων τι είδους της εξουσίας θα απολάμβαναν. Επί δε τούτοις ο Απόστολος Παύλος αναφέρει ότι οι ιερείς είναι οι τοποτηρητές του Χριστού και συνεχιστές της υπηρεσίας Του.

Γι΄αυτό είναι αδύνατο να πούμε ότι οι Απόστολοι ή οι διάδοχοί τους είχαν ή μπορούσαν να έχουν μια εξουσία άλλη από εκείνη, την οποία ως Κεφαλή της Εκκλησίας είχε ο Χριστός.

Ο ευρισκόμενος επί της γης Χριστός ποτέ δε σφετεριζόταν την εξουσία των κοσμικών αρχόντων και ποτέ δεν χρησιμοποιούσε αυτή τη εξουσία.

Ποτέ δε κατάφευγε στη βία ή όπλα, αλλά με προτροπές και θαύματα προσπαθούσε να φέρει τους ανθρώπους στην επίγνωση της αληθείας και της αληθούς ευλαβείας.

Αποφεύγοντας κυρίως αυτή την εξουσία ο Ίδιος ο Χριστός έλεγε εν συνεχεία στους μαθητές Του ότι αυτή η εξουσία δεν αρμόζει σε αυτούς αλλά στους κοσμικούς άρχοντες: Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται· (Λκ. 22. 25, Μκ. 10. 42-43).

Με αυτά ο Χριστός διδάσκει τους μαθητές Του τις δυο αλήθειες: ότι αυτοί και οι διάδοχοί τους πρέπει να κρατιούνται μακριά από κάθε κοσμική εξουσία και δικαιοδοσία και δεύτερον, ότι κάθε πνευματική εξουσία, την οποία απολαμβάνουν, δεν είναι εξουσία κυριότητος, αλλά αγάπης και αγαθότητος, διότι η αποστολή της κοσμικής εξουσίας συνίσταται στην ευθύνη των εσωτερικών, ενώ η πνευματική εξουσία διευθύνει τις εσωτερικές κινήσεις της καρδιάς»[41].

 


 

[1] http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=1462&tla=gr

[2] Πρβλ. V. Valdenberg.

[3] Έτσι, πιεζόμενη από την Κωνσταντινούπολη η Εκκλησία των Αλεξανδρέων κατήργησε τη Λειτουρία του Αποστόλου Μάρκου.

[4] Αρχικώς δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Tserkovny vestnik Zapadno-Evropeiskogo Pravoslavnogo Russkogo Exarhata» («Εκκλησιαστικό Δελτίο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εξαρχίας της Δυτικής Ευρώπης») (Παρίσι 1951. № 1 (28). Κατά το παρόν εξεδόθη στη συλλογή: protopresbyter Alexander Shmeman, Sobranie statei. 1947–1983. Мoscow, 2009. Στην επιστολή αυτή, πρώτον υποβιβάζεται η σημασία του αυτοκεφάλου και δεύτερον η αναλογία του κύκλου και του κέντρου είναι ελλιπής με την έννοια ότι από αξιολογικής πλευράς το κέντρο ευρίσκεται σε πιο προνομιούχα θέση και είναι περισσότερα «εκκλησιαστικό» και η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως επομένως αναδεικνύεται σε «κατ΄εξοχίν Εκκλησία», όπως τοιαύτη θεωρούσε τη Ρωμαϊκή Καθέδρα ο Βλαδίμηρος Σολοβιόφ.

[5] Sententiae episcoporum. PL T.3. 1085 Col. 1053A-1054A.

[6] Βλ. ειδικά: Α.Τ. Tachiaos Sviatye bratjia Kirill i Methody – prosvetiteli slavyan. М., 2005. pp. 136-140.

[7] B.N. Florya, A.A. Turilov, S.A. ivanov Sudby Kirillo-Methodievskoi tratditsii posle sv. Kirilla I Methodiya. М. 2000. pp. 95-110.

[8] Βλ. B.N. Florya Xristianstvo v drevnecheshskom i drevnepolskom gosudarstve // Xristianstvo v stranah Tsentralnoy, Yuzhnoy i Vostochnoy Evropy v kontse pervogo-nachale vtorogo tysyacheletiya. М.2002. pp.226-227.

[9] Βλ. F. Dvornik Slavjane v evropeiskoi istorii i tsivilizatsii. М. 2004. σ. 23.

[10] Βλ. B.N. Florya Xristianstvo v drevnecheshskom i drevnepolskom.... σ.192.

[11] Βλ. F. Dvornik, Slavjane v evropeiskoi istorii i tsivilizatsii. σ. 261.

[12] Τcheshskoye torzhestvo Pravoslaviya. K tridtsateletiyu vossoedineniya s Pravoslavnoy Tserkovjiu pervoy gruppy tchekhov (1 Okt. 1870 – 1 Okt. 1900). Sankt-Peterburg, 1901. σ. 7-8.

[13] Βλ. Τcheshskoye torzhestvo... σ.8.

[14] Mitropolit Dorofei. Episkop Gorazd – archipastyr-patriot // Zhurnal Moskovskoy Patriarchii. 1967. № 9. σ. 58. (στο εξής ZMP).

[15] Βλ. ειδικότερα, M.V. Shkarovsky Russkaya tserkovnaya emigratsiya v Prage. http://www.bogoslov.ru/text/302753.html#_edn12

[16] ZMP. 1951. № 12. σ. 3.

[17] Mitropolit Dorofei. Istoriya Tserkvi. Praga, 1966. σ. 826. δακτυλογραφία.

[18] Βλ. επίσης 6ο κανόνα της A΄ Οικουμενικής, τον 25ο της εν Τρούλλω και όλους τους παράλληλους κανόνες αναφερόμενους από τον 9ο κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.

[19] Pravila Pravoslavnoy Tserkvi s tolkovaniyami Nikodima episkopa Istriysko-Dalmatinskogo. T. 1. Sankt-Peterburg, 1912, σσ.372-373.

[20] Pravila Pravoslavnoy Tserkvi s tolkovaniyami Nikodima episkopa Istriysko-Dalmatinskogo. T.2. . Sankt-Peterburg, 1912, σσ. 264-266. Βλ. επίσης τον 58ο κανόνα της Αποστολικής, τον 19ο της εν Τρούλλω, τον 11ο της Σαρδικής, τον 19ο εν Λαοδικεία, τους 47ο, 71ο,123ο,124ο της εν Καρθαγένῃ Συνόδων.

[21] Aυτόθι. σσ. 265-266.

[22] Archiepiskop Petr L'Huillier. Pravila chetyryoch vselenskych soborov. М., 2006. σσ. 266-275.

[23] Βλ. επίσης: τον 35ο κανόνα της Αποστολική, το 2ο της Β΄ Οικουμενικής, τον 20ο και 39ο της εν Τρούλλω, τους 9ο, 13ο, 22ο της εν Αντιοχείᾳ και τους 3ο και 11ο της εν Σαρδική Συνόδων.

[24] Pravila svyatych Apostolov i Vselenskych soborov s tolkovaniyami. M, 1876. σ. 400.

[25] Pravila Pravoslavnoy Tserkvi s tolkovaniyami Nikodima episkopa Istriysko-Dalmatinskogo. T. 1. Sankt-Peterburg, 1911. σσ.307-308.

[26] Pravila Pravoslavnoy Tserkvi... Т.1. σσ. 393-394.

[27] Dagron G. Naissance d’une capitale et ses institutions de 330 a 451. Paris, 1974. P. 478.

[28] Βλ. επίσης: τον 34ο της Αποστολικής, τον 6ο της Α΄Οικουμενικής, τους 2ο και 3ο της Β΄Οικουμενικής, τον 8ο της Γ΄Οικουμενικής, τον 28ο της Δ΄ Οικουμενικής, τον 37ο της εν Τρούλλω και τον 9ο της εν Αντιοχεία Συνόδων.

[29] Pravila Pravoslavnoy Tserkvi. Т.1. Sankt-Peterburg, 1911. σσ. 524-525.

[30] Bolgarskaya Pravoslavnaya Tserkov // pravoslavnaya Entsycklopedia Т. 5. σ.626.

[31] Ieromonach Ignaty Shestakov. Vasily Brkich-Jovanovic, Patriarch Pechsky (1763-1765) // Pravoslavnaya entsyklopedia.T.VII, σσ.63-64.

[32] S. Chirkovich Istoriya serbov. М., 2008. σ. 226.

[33] Η εκλογή των νομων. Τίτλος 8 (Περί απελευθερώσεως δούλων και επαναφοράς αυτών εις την κατάστασιν δουλείας). Παράγραφος 7 (Οποιαδήποτε έκδοση).

[34] Latinski izvoroti za bolgarskata istoriya Т.VIII. Sofia, 1964.σ. 118.

[35] V. Tsypin, Aytokefalia. // Pravoslavnaya entsyklopedia. Т.1. σσ.200-201. Συγκαλώντας τους Προκαθημένους των παλαίφατων Εκκλησιών σε Σύναξη στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ 1 και 3 Σεπτεμβρίου 2011 ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος χαρακτήρισε τις Εκκλησίες αυτές «πυρήνας της Ορθοδοξίας».

[36] Βλ. A. Vinogradov. Svyatoy apostol Andrey // pravoslavnaya entcyklopedia. Т. 2.

[37] Leo. Ep. 78 // PL. 54. Col. 994-995.

[38] Βλ. Frantishek Dvornik, Ideya apostolstva v Vizantii i legenda ob apostole Andreye. Sankt-Peterburg. 2007. Μια σειρά σοβαρών διευκρινίσεως περιλαμβάνονται στο έργο του A. Vinogradov Deyaniya Apostola Andreya (Predisloviye, tekst, kommentarii). Sankt-Peterburg. 2005; καθώς και στην βιβλιοκρισία του στο βιβλίο F. Dvornik: βλ. A. Vinogradov, Dvornik Frantishek. Ideya apostolstva v Vizantii i legenda ob apostole Andreye. Sankt-Peterburg. 2007. http://www.patriarchia.ru/db/text/326477.html Η πρωτότυπη έκδοση στην αγγλική: Dvornik Fr. The idea of apostolity in Byzantium and the legend of the apostle Andrew. Cambridge/Mass., 1958

[39] Maxime des Sardes, metr . Le Patriarcat oecumenique dans l'Église Orthodoxe. P., 1975.

[40] Παραθέτουμε ένα μόνο παράδειγμα. Στις 30 Μαΐου 1931 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπολεως Φώτιος Β΄ έγραφε στον Σέρβο Πατριάρχη Βαρνάβα αποδεικνύοντας το δικαίωμα υπαγωγής σε αυτόν των Σερβικών επαρχιών εκτός Γιουγκοσλαβίας, ότι η θέση του Οικουμενικού Θρόνου στο θέμα του κανονικού καθεστώτος των Ορθοδόων εκκλησιαστικών κοινοτήτων και αποικιών της Διασποράς και εκτός των ορίων των Ορθοδόξων αυτοκεφάλων Εκκλησιών είναι ότι όλες οι εκκλησιαστικές κοινότητες οποιασδήποτε εθνικότητας εκκλησιαστικώς πρέπει να υπάγονται στο Πατριαρχικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. ΖΜP. 1947. № 11. σ. 35.

[41] Pravila Pravoslavnoi Tserkvi ….Т. 1. σ. 309-310.

Εμφανίσεις: 74218
Γίνετε ενεργά η πηγή του Romfea.gr! Στείλτε ειδήσεις και φωτογραφίες που πιστεύετε πως ενδιαφέρουν τους αναγνώστες στο [email protected]
FOLLOW ROMFEA:
top
Has no content to show!