Η εκδημία του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας γεμίζει τις καρδιές όλων μας με θλίψη, όχι μόνο διότι έφυγε από κοντά μας ένας άνθρωπος που το τελευταίο διάστημα δοκιμάστηκε σκληρά, αλλά και γιατί το χριστεπώνυμο πλήρωμα έχασε έναν ποιμενάρχη, έναν πνευματικό ταγό με ακτινοβολούσα προσωπικότητα, που με τον λόγο και το έργο του άφησε ανεξίτηλα σημάδια στον δημόσιο βίο της χώρας. Αυτή την ψυχική ταύτιση ολοκλήρου του ελληνικού λαού είμαι βέβαιος ότι διερμηνεύω σήμερα ως Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος συνδύαζε τον γλαφυρό λόγο με τη δυναμική και ασυμβίβαστη πράξη. Τόσο στον προσωπικό του βίο, όσο και στην εκκλησιαστική του διακονία, ο αναπαυόμενος βίωσε στην πληρότητά του το πνεύμα της χριστιανικής διδασκαλίας, θέτοντας εαυτόν αόκνως στην υπηρεσία του ποιμνίου. Πνεύμα ανήσυχο και ευρύ, ο Αρχιεπίσκοπος εφοδιάστηκε από τη νεαρή ακόμη ηλικία με πολύπλευρη μόρφωση και ουσιαστική καλλιέργεια: πτυχιούχος της Νομικής και Διδάκτωρ της Θεολογίας, γνώστης τεσσάρων ξένων γλωσσών, συγγραφέας πλήθους επιστημονικών συγγραμμάτων και μελετών, ο γεννημένος στη γη της Θράκης Αρχιεπίσκοπος διέθετε ένα στέρεο και ολοκληρωμένο γνωστικό υπόβαθρο, το οποίο αναδεικνυόταν σε κάθε δημόσια παρουσία του.
Από το 1998, οπότε και ανακηρύχθηκε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ο πολυσχιδής αυτός ποιμενάρχης, πιστός στο όραμα μιας δυναμικής και μαχόμενης Εκκλησίας, κατάφερε να φέρει την Εκκλησία της Ελλάδος πιο κοντά στον απλό άνθρωπο και τα καθημερινά του προβλήματα. Εγκαθίδρυσε μια στενή επικοινωνία ανάμεσα στους πιστούς και τους εκκλησιαστικούς λειτουργούς, στηριγμένη στην ειλικρίνεια και την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Η απλότητα, η ευθύτητα των λόγων του και το γνήσιο ενδιαφέρον του για τον κάθε πάσχοντα άνθρωπο κατάφεραν να αγγίξουν τις καρδιές των Ελληνίδων και των Ελλήνων. Το επικοινωνιακό του χάρισμα άνοιξε νέες προοπτικές για έναν εποικοδομητικό διάλογο σε κρίσιμα σύγχρονα ζητήματα. Από την πρώτη στιγμή, διαφάνηκε το όραμά του για τη σύγχρονη αποστολή της Εκκλησίας σε μια περίοδο πολλαπλών προκλήσεων και ραγδαίων αλλαγών: με αίσθημα ευθύνης, προέβαλε την ανανέωση τόσο της εσωτερικής λειτουργίας της Εκκλησίας, όσο και της σχέσης της με την κοινωνία. Με ζήλο και εργατικότητα αγωνίστηκε σε όλη την αρχιερατική του θητεία να συνθέσει τη λειτουργική ζωή με την κοινωνική διακονία της Εκκλησίας, ώστε να μην είναι «το θεωρητικόν ακοινώνητον και το πρακτικόν αφιλοσόφητον», όπως αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Η βαθιά κοινωνική ευαισθησία του Αρχιεπισκόπου και οι ανθρωπιστικές αξίες, από τις οποίες ενεπνέετο, απετέλεσαν το εφαλτήριο για το κοινωνικό του έργο. Η μέριμνά του για τους τοξικομανείς, η συμπαράσταση προς τους πρόσφυγες, την κακοποιημένη γυναίκα, την άγαμη μητέρα και τα θύματα της παράνομης διακίνησης ανθρώπων αποτελούν μερικές μόνο από τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, που έγιναν δέκτες της φιλεύσπλαχνης διακονίας του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου. Η ποιμαντική θητεία του στην ηγεσία της Εκκλησίας συνοδεύτηκε από τη δημιουργία δικτύου βρεφονηπιακών σταθμών και την ίδρυση της «Στέγης της Μητέρας», για τη στήριξη της εργαζόμενης γυναίκας, τις δωρεάν ιατρικές και νομικές υπηρεσίες μέσω του «Κέντρου Στήριξης Οικογένειας», τη βοήθεια προς τους απόρους και τις πολύτεκνες οικογένειες, την παροχή οργανωμένων συσσιτίων για περίπου 3.000 άτομα την ημέρα από την Αρχιεπισκοπή, τη δημιουργία «Στεγών Γερόντων» για τα άτομα της τρίτης ηλικίας, και πολλές άλλες πρωτοβουλίες, που συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο δίκτυο ανθρωπιστικής προσφοράς.