Του Αρχιμ. Χρυσόστομου Κ. Παπαθανασίου
Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν εἶναι ἰδεολογικὸ κατασκεύασμα καὶ μία ἀνθρώπινη φιλοσοφία.
Τὸν Θεὸ δὲν τὸν ἀνακαλύψαμε· μᾶς ἀποκαλύφθηκε ὁ Ἴδιος ὅταν ἡ ἄπειρη ἀγάπη Του τὸ θέλησε.
Ἀπὸ τὴν ἐμφάνισή του στὸ ἱστορικῶς γίγνεσθαι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι τὸ φῶς τῆς ἀνθρωπότητος. Τοῦτο ἐρείδεται στὴν ἴδια τὴν διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ ὅτι Αὐτὸς εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσει ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω. 8, 12).
Πρὸ τοῦ ἁγίου πάθους Του πάλιν εἶπε: «Ἐγὼ φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ μὴ μείνῃ» (Ἰω. 12,46).
Ἔπειτα, ἡ ἄλλη γερὴ βάση τοῦ φωτισμοῦ τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι ἡ Ἀνάστασή Του. Ἐξ ἄλλου στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ στηρίζεται ὁλόκληρο τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ κήρυγμα ἀνὰ τὴν οἰκουμένη τῶν Ἀποστόλων καὶ στὴ συνέχεια ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τοποθετούμεθα ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον, δηλαδὴ ἡ θεία διδασκαλία καὶ κατ’ ἐπέκταση ὁλόκληρη ἡ Καινὴ Διαθήκη κατέστη τὸ φῶς τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἡ γέννηση ἑνὸς χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ψυχῆς, βρίσκεται στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ.
Εἰδικότερα, ἡ ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου καὶ οἱ Παραβολὲς εἶναι οἱ λύχνοι φωτὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Στὴ συνέχεια ἡ γραφίδα τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου ἔρχεται καὶ μιμεῖται τὸ τοῦ Χριστοῦ θεῖον κήρυγμα.
Ὁ Παῦλος ἑρμηνεύει καὶ φέρει περισσότερον κοντά μας τὴ θεία διδασκαλία. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ἀπ. Πέτρος, ὁ Ἰωάννης, ὁ Ἰάκωβος καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς καὶ ἀπόστολοι.
Τὸ ἔργο ἀργότερα τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων εἶναι μία ὑπέροχη συνέχεια τῆς διδασκαλίας τῆς πίστεως.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ κατανοήσουμε ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου εἶναι ἀνάγκη νὰ γνωρίζουμε ὅτι, ὅταν πρωτοεμφανίσθηκε ὁ Χριστιανισμὸς στὴν ἱστορία, ἡ ἀνθρωπότητα ἦταν σὲ τραγικὴ κατάσταση.
Ὑπῆρξε ἀρκετὴ παρακμὴ τῆς κοινωνίας. Κυριαρχοῦσε ἡ ὑποδούλωση τῶν ἀνθρώπων στὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἴδιο τὸ δωδεκάθεο ἦταν ὑποδουλωμένο στὰ πάθη. Ἔφθασε ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνεται ὑπάνθρωπος καὶ κτηνάνθρωπος.
Ὅταν ἦλθε τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου αὐτὸ φώτισε πολλὲς πλευρὲς τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Ὁ Χριστιανισμὸς γίνεται παράγων ἀληθοῦς προόδου καὶ ἀνόδου ἐξ ἐπόψεως πνευματικῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας γενικότερα.
Ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστιανισμοῦ ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα καταξιώνεται καὶ καθίσταται σεβαστή. Στὸν Χριστιανισμὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο, ὄχι ἄτομο.
Εἶναι πλασμένος «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» καὶ «καθ’ ὁμοίωσιν» Αὐτοῦ. Ἡ ζωή του ἔχει νόημα. Ὑπάρχει σκοπὸς τῆς ζωῆς του. Ἔχει χαρίσματα καὶ θεῖες δωρεὲς μέσα του καὶ ὑπάρχει δυναμικὴ πρὸς θέωσίν του.
Εἰδικότερα, ἡ σύζευξη ἀνδρὸς καὶ γυναικός, δηλαδὴ ὁ γάμος εὐλογεῖται καὶ ἁγιάζεται καὶ καθίσταται ἱερὸς θεσμὸ καὶ ἱερὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔπειτα ἡ δημιουργία οἰκογένειας εἶναι μεγάλη εὐλογία καὶ τὰ τέκνα εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ «πράγματος», τῆς ἐκμετάλευσης καὶ ὑποτέλειας, ἀνυψώνεται καὶ ἐπιτελεῖ τὸ λειτούργημά της σὲ ἰσοτιμία μὲ τὸν ἄνδρα.
Ἡ βρεφοκτονία καταπολεμήθηκε καὶ τὸ παιδὶ δὲν εἶναι πλέον εἰς καταφρόνησιν ἀλλ’ ἔχει τὴν θέσιν του ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Χριστὸς δέχθηκε τὰ παιδιὰ καὶ τὰ εὐλόγησε λέγοντας «ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με» (Ματθ. 19, 14).
Ὁ ἄλλος ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἐχθρός. Εἶναι ὁ πλησίον. Ὁ δοῦλος δὲν εἶναι σκλάβος πρὸς καταπίεσιν ὑπηρέτης ἀλλὰ συνάνθρωπος. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ πρόσφυγας καὶ ὁ ξένος.
Ὁ Χριστιανισμὸς ὑπογραμμίζει καὶ σέβεται τὸν κάθε ἄνθρωπο. Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν κοινωνική του θέση, ἔχει ἀξία σῶμα καὶ ἀθάνατη ψυχή. Ἡ ἀξιολόγησή του δὲν εἶναι συναρτημένη μὲ τὴν θέση του στὸ κράτος ἀλλὰ κάθε ἄνθρωπος, ὡς ἄνθρωπος εἶναι ἄξιος τιμῆς καὶ σεβασμοῦ.
Ἡ μεγάλη καινούργια ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκείνη τῆς ἀγάπης. Εἶναι τὸ καινούργιο φῶς, τὸ ὁποῖο ἔφερε ὁ Χριστιανισμὸς στὸν κόσμο.
Ἡ θεία ἐντολὴ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» εἶναι τὸ οὐσιαστικὸ γνὠρισμα τῶν χριστιανῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστιανισμὸς διαφέρει ἀπ’ ὅλες τὶς ἰδεολογίες καὶ τὰ ποικίλα φιλοσοφικὰ καὶ πολιτικὰ συστήματα.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τὸ εἶπε: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰω. 13, 35).
Ἡ σπουδαιοτάτη καὶ μεγίστη αὐτὴ ἀρετὴ τῆς ἀγάπης, τὴν ὁποία ὕμνησε ὁ θεῖος Παῦλος, εἶναι ἐκείνη ποὺ ρίχνει τὸ σωστικὸ φῶς στὴν κοινωνία, ποὺ φωτίζει ψυχὲς καὶ θερμαίνει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων.
Χωρὶς τὴν χριστιανικὴ ἀγάπη, ἡ κοινωνία θὰ ἦταν ζούγκλα ἀγρίων θηρίων. Αὐτὴ ἡ ἀρετή, ὡς λέγει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος, «πληροῖ μὲ ἀνέκφραστη χαρὰ τὴν ταπεινὴ καρδιὰ καὶ τὸ σῶμα παιδεύει καὶ τὸ πνεῦμα θερμαίνει, καὶ τὴν ψυχὴ λευκαίνει καὶ δίνει παρρησία πρὸς τὸν Θεόν». (Ἰω. Χρυσ. Περὶ ἀγάπης, PG 60, 775).
Ἀπ’ αὐτὴ τὴ βασικὴ ἔννοια τῆς ἀγάπης ξεκίνησαν ὅλα τὰ εὐεργετικὰ καὶ φιλανθρωπικὰ ἔργα τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν κοινωνία διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
Νοσοκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, γηροκομεῖα, λεπροκομεῖα, στέγες ἀνιάτων, συσσίτια, στέγες προνοίας καὶ τόσα ἄλλα ἱδρύματα προσφορᾶς καὶ διακονίας πρὸς τὸν συνάνθρωπο.
Ὡς γνωστὸν γίνεται πολὺς λόγος γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα, τὰ ἀτομικὰ δικαιώματα. Ὡστόσο ὀφείλουμε νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὁ Χριστιανισμὸς ἀνέδειξαν τὴν ἀξία τῶν δικαιωμάτων αὐτῶν.
Ὁ Χριστιανισμὸς εὐλόγησε τὴν σωματικὴ καὶ πνευματικὴ ἐλευθερία, κήρυξε τὴν ἰσοτιμία τῶν ἀνθρώπων, πολέμησε τὴν δουλεία, τὶς διακρίσεις, τὴν οἰκονομικὴ ἀπληστία καὶ ἐκμετάλλευση τῶν πλουσίων, τὴν τοκογλυφία, τὴν ἀνηθικότητα πάσης μορφῆς.
Ἀξίζει νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι τὴν Μεγάλη Χάρτα τῶν Ἐλευθεριῶν, τὴν ἔχουμε τὸ 1215.
Τὴν Διακήρυξη τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πολίτου, τὸ 1789, τὴν «Παγκόσμια Διακήρυξη τῶν Δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου» τοῦ ΟΗΕ τὸ 1948, τὴν «Εὐρωπαϊκὴ Συμφωνία γιὰ τὴν διαφύλαξη τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν βασικῶν ἐλευθεριῶν τὸ 1950, ἡ ὁποία τέθηκε σὲ ἰσχὺ τὸ 1953, γνωστὴ ὡς Εὐρωπαϊκὴ Σύμβαση τῆς Ρώμης καὶ ἄλλες σχετικὲς Διακηρύξεις τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης.
Τὰ τελευταῖα χρόνια ὣς τὴν Συνθήκη τῆς Λισσαβόνας τὸ ἔτος 2007. Τὰ ὑστερογενῆ αὐτὰ κείμενα εἶναι ἐξαιρετικὰ καλὰ καὶ λίαν χρήσιμα, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ λησμονοῦμε τὴν συμβολὴ τοῦ Χριστιανικοῦ πνεύματος καὶ ἤθους στὴν δημιουργία αὐτῶν τῶν κειμένων.
Τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου φώτισε τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα, ἡ κοινωνιολογία τοῦ Εὐαγγελίου ἐξύψωσε τὸν πολιτισμὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου ἔδωσαν ἔμπνευση στοὺς λαούς.
Καὶ αὐτὸ γιατὶ ἡ χριστιανικὴ θεώρηση γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι πιὸ πλούσια καὶ βαθειὰ ἀπὸ ἐκείνη ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἑαυτό του μὲ μόνη τὴν δική του λογική.
Ἤδη τὸν πρῶτο αἰῶνα ὁ οὐρανοβάμων Παῦλος εἶχε διακηρύξει: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος, οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (Γαλ. 3, 28).
Τὸ φῶς τοῦ Χριστιανισμοῦ δημιούργησε ἀληθινὸ πολιτισμό. Μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ἐξημερώθηκαν λαοὶ καὶ γνώρισαν τὰ γράμματα καὶ γενικότερα τὴν παιδεία.
Συνειδητοὶ χριστιανοὶ πρόσφεραν πολλὰ στὴν ἀνθρωπότητα ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς θείας χριστιανικῆς διδασκαλίας. Τὰ ἐπιτεύγματα εἶναι πολλά.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ πρωτεργάτες καὶ θεμελιωτὲς ἑνὸς ἀξιοθαύμαστου πολιτισμοῦ. Γνώριζαν ἄριστα τὰ κλασσικὰ γράμματα καὶ ἔφεραν τὴν σπουδαιοτάτη σύζευξη ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ. Τὰ βυζαντινὰ μοναστήρια καλλιέργησαν τὰ γράμματα καὶ τὶς τέχνες.
Πολλὰ ἀρχαῖα κλασσικὰ χειρόγραφα θὰ εἶχαν γιὰ πάντα χαθεῖ ἂν δὲν ὑπῆρχαν οἱ χριστιανοὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὰ διαφύλαξαν. Ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, τὸν Ἀριστοτέλη καὶ τὸν Πλάτωνα μέχρι τὸν Θουκιδίδη καὶ τὸν Ἀριστοφάνη.
Τὸ ἴδιο καὶ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, οἱ λόγιοι κληρικοὶ καὶ οἱ διδάσκαλοι τοῦ Γένους μετέδωσαν παιδεία καὶ πολιτισμό.
Στὴν παγκόσμια λογοτεχνία τὸ φῶς τοῦ Χριστιανισμοῦ φώτισε πολλὲς πλευρὲς τοῦ ψυχικοῦ - ἐσωτερικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἔχουμε θαυμάσια δημιουργήματα.
Τὸ ἴδιο καὶ στὸ χῶρο τῆς μουσικῆς, τοῦ θεάτρου, τῆς ζωγραφικῆς, ἀρχιτεκτονικῆς, ξυλογλυπτικῆς, τῆς γλυπτικῆς τέχνης.
Τὸ χριστιανικὸ φῶς δίδει νέες δημιουργίες, νέες προσεγγίσεις τοῦ μυστηρίου ἄνθρωπος, σῶμα καὶ ψυχή, κόσμος.
Εὐεργετικὴ καὶ θετικὴ ὑπῆρξε ἡ συμβολὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ στὸν ἐπιστημονικὸ χῶρο. Κορυφαῖοι ἐρευνητές, ἐφευρέτες καὶ ἐπιστήμονες διαφόρων ἐπιστημονικῶν κλάδων ὁμολογοῦν τὴν βοήθεια τῆς θείας πρόνοιας, τὴν ἠθικὴ ἐνίσχυση ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὴν μελέτη τῆς Βίβλου καὶ τὴν δύναμη ποὺ ἀπεκόμισαν ἀπὸ τὴν προσευχή τους στὸ Θεό.
Ἂν κατά διαφόρους χρονικὲς περιόδους ἐμφανίστηκαν ἀντιδράσεις καὶ φανατισμοί, τοῦτο τὸ φαινόμενο δὲν ὀφείλεται στὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου, οὔτε στὸ ἦθος καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Πρόκειται γιὰ παραφθορά, παρακμὴ καὶ ἀλλοίωση τοῦ φρονήματος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ἰδιαιτέρως στὴ Δύση καὶ δὴ στὸν Μεσαίωνα ἔχουμε τέτοιες ἐκτροπὲς τὶς ὁποῖες ὁ ὑγιὴς Χριστιανισμὸς ἀπέρριψε.
Μὴ λησμονοῦμε ὅτι καὶ στὸν κύκλο τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ ἐμφανίσθηκε καὶ ἡ προδοσία τοῦ ἑνός. Μεγίστη ὑπῆρξε ἡ εὐεργετικὴ ἐπίδραση τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ στὸ δίκαιο καὶ τὴν νομοθεσία.
Τὸ ἴδιο σπουδαία ὑπῆρξε ἡ συμβολὴ καὶ ἡ ἔμπνευση ἀπὸ τὸ ἦθος τοῦ Εὐαγγελίου στὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης.
Ὁ Χριστιανισμὸς παραμένει τὸ θεμέλιο καὶ ἡ ρίζα τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ καὶ εἶναι τὸ φῶς τῆς πραγματικῆς προόδου τῆς κοινωνίας.
Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι σκότος καὶ σκοταδισμός. Εἶναι φῶς καὶ ἀνώτερος, ἀναγεννητικὸς πολιτισμός.
Ἰδιαίτερα ἡ Ὀρθοδοξία, τὸ αὐθεντικὸ πρόσωπο τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶναι τὸ ἀριστούργημα ποὺ φωτίζει καὶ χαριτώνει τὴν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ.