Πανορθόδοξη Σύνοδος και κοινωνικά προβλήματα

FANARI2014MARCH2

Του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη (εκπροσώπου του Αλεξανδρινού Προκαθημένου κ. Θεοδώρου Β’ εις τους Διεθνείς Οργανισμούς)

Καθημερινά αναφερόμαστε στη σημασία της μαρτυρίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο, χωρίς όμως να βλέπουμε και την αναγκαιότητα της λειτουργίας ενός μόνιμου φορέα με τη συμμετοχή όλων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών που να μπορούν να ενώνουν τη φωνή της Ορθοδοξίας για τα πολύπλοκα διορθόδοξα, θεολογικά, διεκκλησιαστικά, θρησκευτικά, κοινωνικά, ηθικά και περιβαλλοντολογικά προβλήματα της εποχής μας.

Φυσικά πολλά από τα θέματα που απασχολούν το σύγχρονο κόσμο καλείται να τα προσεγγίσει η Μέλλουσα να συνέλθει Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας που αποφασίστηκε ομόφωνα από την Α΄ Πανορθόδοξο Διάσκεψη της Ρόδου το 1961. Για το σκοπό αυτό εδώ και χρόνια λειτουργεί η Γραμματεία επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας που εδρεύει στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης και που για πολλά χρόνια διευθυνόταν από το γνωστό Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη πρ. Ελβετίας μακαριστόν Δαμασκηνό Παπανδρέου, με παράλληλη λειτουργία του θεσμού των Διορθοδόξων Προπαρασκευαστικών Επιτροπών που έχουν την ευθύνη να εργασθούν σύμφωνα με τις αποφάσεις των Πανορθοδόξων Διασκέψεων που ακολούθησαν μετά την Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου το 1961. Σήμερα την ευθύνη της Γραμματείας αυτής την έχει ο διάδοχος του Σεβ. Μητροπολίτης Ελβετίας κ. Ιερεμίας.

Στον τομέα της προετοιμασίας της Μέλλουσας να συνέλθει Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας έχει γίνει ένα αξιόλογο έργο, όπου συζητήθηκαν σοβαρά θέματα που αφορούν τις σχέσεις των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, τις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των άλλων χριστιανικών ομολογιών και θρησκειών και την τοποθέτηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα και ετοιμάσθηκαν στα πλείστα εξ αυτών εισηγήσεις για τελικές αποφάσεις εκ μέρους της Μέλλουσας να συνέλθει Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.

Δυστυχώς το όραμα μεγάλων εκκλησιαστικών μορφών της εποχής μας να συγκληθεί η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος στον εικοστό αιώνα παρέμεινε ανεκπλήρωτο. Η μη αποπεράτωση της σωστής και απαραίτητης προετοιμασίας της δεν συνέβαλε στην πραγματοποίησή της. Επιτέλους όμως με την γνωστή ομόφωνη απόφαση κατά τη τελευταία σύναξη κορυφής των Προκαθημένων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών πριν ένα χρόνο θα συγκληθεί το επόμενο έτος κατά την εορτή της Πεντηκοστής στην Κωνσταντινούπολη.

Μετά την Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου το 1961 ακολούθησαν με ενθουσιασμό και μεγάλο ενδιαφέρον το 1963 η Β΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου και το 1964, πάλι στη Ρόδο, η Γ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη. Οι εργασίες των τριών αυτών Πανορθοδόξων Διασκέψεων προετοίμασαν το απαραίτητο εκείνο κλίμα, έτσι ώστε να ωριμάσουν τα πράγματα για να προχωρήσουν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ΄ το 1965 στην άρση των αναθεμάτων του 1054 μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως.

Το 1966 ακολούθησε με επιτυχία η Πανορθόδοξη Διάσκεψη των Θεολογικών Σχολών στο Βελιγράδι. Το 1966 αντιπροσωπείες των Ορθοδόξων Εκκλησιών συναντήθηκαν στους ειδικούς εορτασμούς για την 1600η επέτειο της ιδρύσεως της Ιεράς Μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, ως επίσης κατά το ίδιο έτος και στη Θεσσαλονίκη για την 1100η επέτειο της ενάρξεως της Ιεραποστολικής διακονίας των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου στο χώρο των Βαλκανίων στους Σλαυικούς λαούς. Το 1968 ακολούθησε η Δ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης.

Το 1971, επί τη ευκαιρία των εγκαινίων του νέου Πατριαρχικού Μεγάρου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής στην Αλεξάνδρεια, συναντούνται οι Προκαθήμενοι των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών και οι εκπρόσωποι αυτών και ανεπίσημα προβληματίζονται για μια κοινή μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο.

Έτσι, το ίδιο έτος, το 1971, οργανώνεται με επιτυχία η Α΄ Διάσκεψη της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης στην Ελβετία, που εξετάζονται τα θέματα της αναπροσαρμογής των περί Νηστείας εκκλησιαστικών διατάξεων σύμφωνα με τις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής, τα κωλύματα Γάμου, το Ημερολογιακό ζήτημα και η έννοια της Οικονομίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Για τη σύσφιξη των Διορθοδόξων σχέσεων, το 1974, οργανώνονται με πρωτοβουλία του Αλεξανδρινού Θρόνου εορταστικές εκδηλώσεις στην Αλεξάνδρεια και στο Κάϊρο επί τη επετείω των 1600 ετών από του θανάτου του Μεγάλου Αθανασίου, με τη συμμετοχή εκπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών και ταυτόχρονα οργάνωση Διορθόδοξου Θεολογικού Συμποσίου.

Το 1976 οργανώνεται με επιτυχία η Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης στην Ελβετία με τη συμμετοχή όλων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Το 1980 αρχίζει ο Διεκκλησιαστικός Διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιο-καθολικών στην Πάτμο και στη Ρόδο. Το 1982 ακολουθεί με επιτυχία η Β΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Ελβετίας. Στον ίδιο χώρο, το 1986, οργανώνονται με επιτυχία οι εργασίες της Β΄ Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Τα προταθέντα θέματα προς μελέτη από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες ήταν η αναπροσαρμογή των περί Νηστείας εκκλησιαστικών διατάξεων, οι σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμο, ο διάλογος μετά των Αγγλικανών, των Παλαιοκα-θολικών, των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών, των Ρωμαιοκαθολικών, των Λουθηρανών και των Μετερρυθμισμένων.

Άλλα θέματα που προτάθηκαν προς εξέταση και τοποθέτηση των Ορθοδόξων Εκκλησιών, ήσαν η Ορθόδοξη Εκκλησία και η Οικουμενική Κίνηση, η συμβολή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών στην επικράτηση των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης των λαών, η άρση των φυλετικών διακρίσεων, η αξία του ανθρώπινου προσώπου ως θεμέλιο για την ειρήνη, η αξία της ανθρώπινης ελευθερίας, η ειρήνη ως αποτροπή του πυρηνικού πολέμου, η αποστολή της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο, Ορθοδοξία και φυλετικές διακρίσεις, Ορθοδοξία – Αδελφοσύνη και Αλληλεγγύη μεταξύ των λαών και η προφητική αποστολή της Ορθοδοξίας – Μαρτυρία αγάπης.

Τα θέματα αυτά τα οποία επεξεργάζεται η ειδική Διορθόδοξη Επιτροπή θα αποτελέσουν και το θεματολόγιο της Πανορθόδοξης Συνόδου που θα πραγματοποιηθεί το επόμενο έτος στην Κωνσταντινούπολη.

Το ίδιο έτος, στον ίδιο χώρο (Σαμπεζύ, 1986) πραγματοποιούνται και οι εργασίες της Γ΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως, που ρυθμίζει θέματα κανονισμού λειτουργίας των Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων, τη σύγκλησή τους, το θεματολόγιο, τη σύνθεση και τις εργασίες τους, ως και τον τρόπο της λειτουργίας των Διορθοδόξων Προπαρασκευαστικών Επιτροπών, την αποδοχή των προτεινομένων κειμένων, τον τρόπο λήψεως αποφάσεων και το χαρακτήρα τους.

Το 1988 ακολούθησαν Πανορθόδοξοι εορτασμοί με τη συμμετοχή όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών για την επέτειο της χιλιετηρίδας του εκχριστιανισμού των Ρώσων στη Μόσχα και στην Κωνσταντινούπολη, ως επίσης και εορτασμοί στην Πάτμο για την 900η επέτειο της ιδρύσεως της Ιεράς Μονής του οσίου Χριστοδούλου.

Το 1990, στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης στην Ελβετία, πραγματοποιούνται οι εργασίες της Α΄ Διορθόδοξης Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της Δ΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως.

Το 1992, στην εορτή της Κυριακής της Ορθοδοξίας, πραγματοποιήθηκε συνάντηση Κορυφής των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Κωνσταντινούπολη.

Το 1995, με την ευκαιρία των ειδικών Πανορθόδοξων εορτασμών στην Ιερά Μονή της νήσου Πάτμου για την 1900ην επέτειο από τη συγγραφή του ιερού βιβλίου της Αποκαλύψεως, πραγματοποιήθηκε η Β΄ Συνάντηση Κορυφής των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Δυστυχώς, οι εργασίες και οι επαφές των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών μέσα στην προηγούμενη προοπτική συνεργασίας τραυματίσθηκαν σοβαρά με την συνάντηση της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής που συνεκλήθη στο Σαμπεζύ της Γενεύης το 1999 (διένεξη Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας για την κανονική δικαιοδοσία στην Εκκλησία της Εσθονίας). Από τότε πέρασαν εννέα έτη «νεκρά» μέχρι να επανέλθουν επί τω αυτώ οι Ορθόδοξες Εκκλησίες μετά τη συνάντηση κορυφής των Προκαθημένων το 2008 στην Κωνσταντινούπολη με την επαναλειτουργία πάλι της Διορθόδοξης Προπαρασκευαστικής Επιτροπής.

Σε μια εποχή λοιπόν, που ο κόσμος οδεύει προς τον υλισμό, προς την αποξένωση από τον συνάνθρωπό μας, ως αποτέλεσμα της αποξένωσης μας από τον Δημιουργό μας, σε μια εποχή που η κοινωνία οδεύει προς την καταστροφή του Περιβάλλοντος, τη βία και την τρομοκρατία, προς τη θεοποίηση της τεχνολογίας και της οικονομικής αξίας, προς την εξάρτηση της δημοκρατίας και της πολιτικής από τα στενά ατομικά, εθνικά και πολυεθνικά οικονομικά συμφέροντα μέσα στη λαίλαπα της παγκοσμοιοποίησης της ευρύτερης κοινωνίας, η Ορθόδοξος Εκκλησία οφείλει να σηκώσει το πνευματικό της ανάστημα και να προσπαθήσει να δώσει απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα της εποχής ή τουλάχιστον να συμβάλει γόνιμα και δημιουργικά προς την κατεύθυνση της επιβιώσεως της ανθρωπότητας, της επιβιώσεως του πλανήτη μας, της επικράτησης της αγάπης, της ειρηνικής συνύπαρξης των ανθρώπων και της ελπίδας για ένα καλύτερο κόσμο.

Είναι γεγονός ότι ζούμε σε μια εποχή που διεθνείς οργανισμοί, όπως ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών κι οι εξαρτώμενοι από αυτόν, κυρίως η ΟΥΝΕΣΚΟ και η Γιούνισεφ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα και άλλοι Διεθνείς Οργανισμοί αλλά και μεγάλοι ισχυροί πολιτικοί και οικονομικοί Οργανισμοί, όπως η ομάδα των οκτώ πλουσίων χωρών του κόσμου, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα των πεντακοσίων εκαττομμυρίων ‘χριστιανών’, η Ένωση των Αφρικανικών Κρατών και πολλοί άλλοι Ηπειρωτικοί και περιφερειακοί οργανισμοί με την συμμετοχή χωρών και ομάδων, προσπαθούν με την συνεργασία τους να συμβάλουν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της εποχής μας. Tέτοια προβλήματα είναι οι τοπικές εμφύλιες συρράξεις και οι περιφερειακές συγκούσεις, τα πρόβλημα της φτώχειας, του έϊτζς, της μολυσματικής ασθένειας του Εμπόλα, η υπόθεση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το θέμα της ενισχύσεως της διεθνούς ασφάλειας και άλλων συναφών προβλημάτων που δυσχεραίνουν το θέμα της ευημερίας των λαών και της ειρηνικής συνυπάρξεως τους.

Η εντύπωση που μας δίνεται πολλές φορές για τους παραπάνω φορείς, Μεγάλες Δυνάμεις και Διεθνείς Οργανισμούς, έστω και αν γίνονται σημαντικές θετικές προσπάθειες εκ μέρους τους προς τη καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων, είναι ότι δε γίνεται πάντοτε το καλύτερο, με την έννοια ότι έστω και αν επιτελούν ένα αξιόλογο έργο που το στηρίζουμε όλοι μας, εντούτοις τα προβλήματα που καλούνται να λύσουν, αντί να περιορισθούν ή να τεθούν υπό έλεγχο, χειροτερεύουν, αυξάνονται και μας απειλούν όλους επικίνδυνα, αφού έχουν πλέον σχέση με την παγκόσμια και την ατομική ασφάλεια.

Οι ολοένα αυξανόμενες τάσεις βίας και τρομοκρατίας και οι μαζικές βίαιες αυθόρμητες διαδηλώσεις ειρηνιστικών και περιβαλλοντικών οργανώσεων και ομάδων κατά των πιο πάνω οργανισμών που αναφέραμε προηγουμένως είναι μια φωνή διαμαρτυρίας που τονίζει ότι το πρωταρχικό κίνητρο των οργανισμών αυτών δεν είναι να συμβάλουν στην αντιμετώπιση των πολύπλοκων προβλημάτων που αναφέραμε προηγουμένως, αλλά μια ηθελημένη και καλά σχεδιασμένη προσπάθεια των ισχυρών της γής να επιβάλουν πολιτικές προστασίας δικών τους οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών συμφερόντων, χωρίς να ενδιαφέρονται πραγματικά για τα προβλήματα της εποχής μας. Ότι δηλαδή οι συναντήσεις και οι εργασίες των Οργανισμών αυτών γίνονται περισσότερο για να μας εκμεταλλεύονται καλύτερα και όχι για να μας βοηθήσουν.

Έστω κι αν υπάρχουν τέτοιες αρνητικές εκτιμήσεις, η Ορθόδοξη Εκκλησία οφείλει να στηρίξει την ομαλή λειτουργία των Οργανισμών αυτών, και μάλιστα τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών, διότι μόνο με την συνεργασία και την υπεύθυνη συμμετοχή όλων, μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα καλύτερο κόσμο. Ουδείς έχει δικαίωμα να αμφισβητεί τις καλές προθέσεις των Οργανισμών αυτών και μάλιστα των Ηνωμένων Εθνών. Η καλοπροαίρετη κριτική για τη βελτίωση των υφιστάμενων λειτουργικών δομών των Οργανισμών αυτών είναι καλοδεχούμενη και θετική. Για να μπορέσει όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία να συμβάλει προς την κατεύθυνση αυτή, οφείλει να ενώσει τις πνευματικές της δυνάμεις και να δώσει στο θεολογικό και πνευματικό της λόγο την βαρύτητα της ενότητας και της κοινής μαρτυρίας στα σύγχρονα προβλήματα της εποχής μας. Αντιπαραθέσεις κορυφαίων Προκαθημένων και εκπροσώπων τους δεν συμβάλλουν προς την πορείαν αυτή που καλείται σήμερα σύμπασα η Ορθόδοξη Εκκλησία να διαδραματίσει προς τα πέρατα της Οικουμένης.

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ως ανθρωπότητα, από Ορθόδοξης πλευράς, έχουμε ως κοινούς μας προγόνους τους πρωτόπλαστους και κατά συνέπεια όλοι μας είμαστε λίγο πολύ συγγενείς που πρέπει να ενδιαφερθούμε για τη βελτίωση της ζωής μας και τελικά της σωτηρίας μας από κάθε απειλή, προστατεύοντας και στηρίζοντας τους αδύνατους, τους ανυπεράσπιστους και τους αδικημένους της κοινωνίας μας. Πολλά περισσότερα είναι τα θέματα που μας ενώνουν σε σύγκριση με εκείνα που φαίνεται να μας χωρίζουν.

Εκεί που δυστυχώς αφήνουμε τα πράγματα στη τύχη τους, είτε με την αδιαφορία μας, είτε με την αδυναμία μας να έχουμε ενωμένες τις υγιείς πνευματικές μας δυνάμεις, καταφέρνουν μερικοί επιτήδειοι, είτε σε ομάδα ατόμων και διεθνών εταιρειών που προστατεύουν υπερεθνικά οικονομικά συμφέροντα, είτε σε επίπεδο ομάδος πλούσιων κρατών, να ελέγχουν ή να προσπαθούν να επιβάλλουν πολιτικές σε διεθνείς οργανισμούς που εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα και όχι τα συμφέροντα της Διεθνούς Κοινότητας και του δικαίου των λαών, των φτωχών και των αδικημένων.

Έτσι δημιουργείται μια φαινομενική ηθική δικαίωση από αυτούς που έχουν τη δυνατότητα, τόσο σε επίπεδο Κρατών, που την εξουσία ελέγχουν άνθρωποι όχι με δημοκρατικές διαδικασίες, όσο και σε επίπεδο θρησκευτικών και πολιτικών ομάδων, αλλά και ισχυρών ατόμων που έχουν πρόσβαση στον έλεγχο μεγάλων οικονομικών δυνατοτήτων, να παίρνουν το νόμο στα χέρια τους, και ως αντίδραση στην υποκρισία των μεγάλων και ισχυρών της γης, αντιδρούν είτε με την στήριξη αθώων διαμαρτυριών που τις μετατρέπουν σε μαζικές και βίαιες διαδηλώσεις, είτε, το χειρότερο, με την τρομοκρατία, τη βίας, των ιδιότυπων επιθέσεων αυτοκτονίας και όλων των συναφών πολύπλοκων προβλημάτων που απειλούν την παγκόσμια ασφάλεια και την υπόθεση της ειρήνης και της πολιτικής σταθερότητας. Ζούμε τη βία και την τρομοκρατία, ζούμε στην εποχή που το θέμα της ασφάλειας έχει αναστατώσει τη ζωή μας.

Ζούμε με αβεβαιότητα για το αύριο και η κάθε νέα ημέρα να προβάλλει μπροστά μας επικίνδυνα και απειλητικά. Η εμφάνιση του θρησκευτικού φανατισμού και το βίαιο και βάρβαρο αιμοσταγές φαινόμενο του Ισλαμικού κράτους είναι μια κοινή απειλή για όλους μας.

Έτσι φθάσαμε στο σημείο να ξοδεύουμε τεράστια ποσά για εξοπλισμούς, που μετατρέπονται σε προετοιμασία πολέμων και συρράξεων. Ξοδεύουμε πλέον υπέρογκα ποσά για θέματα ασφάλειας και πολύ ελάχιστα για τα προβλήματα της φτώχειας, της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του έϊτζς και του Εμπόλα και της προστασίας του Περιβάλλοντος που είναι κι η αιτία των πρώτων. Δίνουμε την εντύπωση ότι έχουμε τρελλαθεί και δεν ξέρουμε τι μας γίνεται. Ο μελλοντικός ιστορικός το λιγότερο που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την ακραία αυτή κοινωνική συμπεριφορά θα είναι ίσως με τον όρο «κοινωνικός παραλογισμός».

Μπροστά στα προβλήματα αυτά πώς μπορεί η Ενωμένη Ορθοδοξία να συμβάλει γόνιμα στο διάλογο για την υπέρβαση αυτού του παράλογου αδιεξόδου της εποχής μας που καραδοκεί απειλητικά μπροστά μας, και δεν ξέρουμε τι μέρα θα ξημερώσει;

Όπως τονίζει ο μακαριστός καθηγητής Βασίλης Στογιάννος, «θα ήταν λάθος να υπερεκτιμήσουμε τις παραφωνίες που παρουσιάζονται κατά καιρούς στην Ορθοδοξία και να χάσουμε έτσι την ουσιαστική συμφωνία μας. Το ίδιο λάθος όμως θα ήταν και να παραβλέψουμε τελείως τους κινδύνους που μας απειλούν πάντοτε – εμάς ως Ορθοδόξους και όχι την Εκκλησία στο σύνολό της φυσικά. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να αναπαυόμαστε στις δάφνες των πατέρων και να καυχόμαστε μόνο για πατραγαθία»[1].

Οι σκέψεις που ακολουθούν σ’ αυτή τη μελέτη σκοπεύουν να συμβάλουν, έστω και σε μικρό βαθμό, στην έναρξη ενός γόνιμου και δημιουργικού διαλόγου για να προχωρήσουμε ενισχυμένοι με καλύτερους τρόπους και μεθόδους ως Ορθόδοξη Εκκλησία προς την ιστορική μας πορεία και κατά την Τρίτη χιλιετία, όπως και στο παρελθόν. Θα συμφωνήσουμε πάλι με τον ρεαλισμό του μακαριστού Βασίλη Στογιάννου που τονίζει ότι, «για να είμαστε όμως δίκαιοι και να δώσουμε και την άλλη όψη των πραγμάτων, πρέπει να σημειώσουμε και τα όσα ευοίωνα σημεία παρουσιάζονται στον ορθόδοξο χώρο στις μέρες μας, που δείχνουν πως η Ορθοδοξία παραμένει μια ζωντανή ομάδα, που αγωνίζεται για την βασιλεία του Θεού, που μαρτυρεί τη βασιλεία του Θεού με τη παρουσία της στον κόσμο.

Εδώ σε πρώτη γραμμή πρέπει ν’ αναφερθεί ο συντονισμός της δράσεως των διαφόρων επιμέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Οι ανταλλαγές επισκέψεων των ηγετών και των θεολόγων, οι συσκέψεις και τα συνέδρια για πανορθόδοξα θέματα, οι τακτικές συναντήσεις για τη σύγκληση Πανορθόδοξης Συνόδου, όλα αυτά δείχνουν πως έχουμε ξεπεράσει το στείρο απομονωτισμό παλαιοτέρων εποχών και πως έχουμε βρει ξανά την ουσιαστική ενότητα στη σκέψη και στη δράση μας. Ακόμη ολοένα και περισσότερο φαίνεται η παρουσία της Ορθοδοξίας στο διεθνή στίβο, και μάλιστα όχι μόνο στα πλαίσια του διομολογιακού διαλόγου, αλλά και σε άλλα πανανθρώπινα θέματα. Με πρωτοπόρο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες θυμίζουν στον σύγχρονο κόσμο όλο και περισσότερο πού μπορεί να βρεί τη λύση των προβλημάτων του. Όλα αυτά τα θετικά σημεία όμως κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς συνέχεια, αν δεν αναλάβει καθένας μας ενεργό μέρος στη μεγάλη πορεία της Ορθοδοξίας»[2].

Κατά συνέπεια, όλοι μας, κληρικοί και λαϊκοί, θεολόγοι και μη θεολόγοι, άνδρες και γυναίκες, ηλικιωμένοι και νέοι, με φόβο Θεού, αγωνία και προβληματισμό να συμβάλουμε στο ξεπέρασμα ενός επικίνδυνου σχολαστικού εφησυχασμού με το επιχείρημα ότι επειδή είμαστε η Ορθόδοξη Εκκλησία έχουμε μια πληρότητα σε όλους τους τομείς της ζωής μιας κοινωνίας και δεν υπάρχει λόγος να αγωνιούμε. Συνέχεια πρέπει να προσπαθούμε όλοι μας να βελτιώνουμε τη διακονία μας και τη μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο.

Όπως αναφέρει ο Καθηγητής Α. Παπαδόπουλος, «έχει λεχθεί ότι η πρώτη χιλιετία του Χριστιανισμού χαρακτηρίζεται από εκκλησιαστική ενότητα με όλη την ποικιλομορφία της, ενώ η δεύτερη, όπως είναι άλλωστε γνωστό, από εκκλησιαστικό διαμελισμό. Η τρίτη όμως χιλιετία, την οποία ήδη αρχίσαμε να διανύουμε, θα είναι χιλιετία της ενότητας του χριστιανικού κόσμου, αφού ο αιώνας μας είναι αιώνας του διαλόγου και της ενώσεως.....»[3]. Το ερώτημα που τίθεται στο σημείο αυτό είναι αν ισχύει η επισήμανση αυτή και ποια η συμβολή της καλλιέργειας της Διορθόδοξης Ενότητας, συνεργασίας και κοινής δράσης προς την κατεύθυνση αυτή;

Ο ίδιος μελετητής παρουσιάζεται αισιόδοξος τονίζοντας ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία διακονεί σήμερα την ενότητα του Χριστιανικού κόσμου, όπως την υπηρέτησε και κατά το παρελθόν. Οι Ορθόδοξοι συνειδητοποίησαν ότι η χλιδή των διαιρέσεων που υπάρχουν μεταξύ των Χριστιανών αποτελεί σκάνδαλο και μάλιστα αφόρητο και ότι το σκάνδαλο αυτό δεν μπορεί να παρατείνεται. Παρακολουθούν τις ραγδαίες κοινωνικές μεταβολές που σημειώνονται στον Τρίτο κόσμο, αλλά και όλα εκείνα τα κοινωνικά και ηθικά προβλήματα που απασχολούν και συγκλονίζουν ολόκληρη την ανθρωπότητα, και προσπαθούν να δουν τους μυστικούς δρόμους που ανοίγει η χάρη του Θεού, ο Οποίος ελκύει τους ανθρώπους προς τον Εαυτό του. Προσπαθώντας λοιπόν οι Ορθό-δοξοι μέσα από τις ραγδαίες αλλαγές να γνωρίσουν το θέλημα του Θεού, που ουσιαστικά γίνεται και δικό τους θέλημα, βοηθούν τον άνθρωπο του τρίτου κόσμου, τον άνθρωπο κάθε περιοχής της γης, να μορφωθεί σ’ αυτόν ο Θεάνθρωπος Χριστός» [4].

Για να φτάσουμε όμως σ’ αυτή την πνευματική κατάκτηση οφείλουμε πάνω απ’ όλα ως Ορθόδοξοι πιστοί να διαφυλάξουμε την ενότητα της πίστεως και την πρωτοχριστιανική αυτοθυσία. Όπως εύστοχα τονίζει ο Μακαριώτατος Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής Θεόδωρος Β’, κατά την ειρηνική του επίσκεψη στην Εκκλησία της Ελλάδος, «η Ορθοδοξία έχει ανάγκη την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του αγίου Πνεύματος διά να δυνηθή να διαδραματίση τον καθοριστικόν της ρόλον εις τον σύγχρονον κόσμον. Έχει ανάγκη ενότητος εν Χριστώ και θυσίας, πέραν από κάθε ανθρωπίνην σκοπιμότητα και εγωϊσμόν».


[1] Στογιάννου Βασίλη, Η Εκκλησία στην Ιστορία και στο Παρόν, σελ. 250, Θεσσαλονίκη, 1992.
[2] Στον ίδιο τόμο, σελ. 251.
[3] Μαρτυρία και Διακονία της Ορθοδοξίας Σήμερα, Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 207.
[4] Στο ίδιο βιβλίο, σελ. 207 – 208.

Εμφανίσεις: 49277
Γίνετε ενεργά η πηγή του Romfea.gr! Στείλτε ειδήσεις και φωτογραφίες που πιστεύετε πως ενδιαφέρουν τους αναγνώστες στο [email protected]
FOLLOW ROMFEA:
top
Has no content to show!