Βαρθολομαίος: "Είμαστε αισιόδοξοι και το ελπίζουμε"

Image«Ελπίζουμε ότι αυτά δεν θα μείνουν μόνο στα λόγια και θα έχουμε κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα», ανέφερε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος

σχολιάζοντας τις πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν, περί «φασίζουσας» συμπεριφοράς έναντι των μειονοτήτων στην Τουρκία, με αποτέλεσμα την εκδίωξή τους.

 

«Αλλά είμαστε ευχαριστημένοι και ευγνώμονες», συνέχισε ο Πατριάρχης απαντώντας σε ερωτήσεις Τούρκου δημοσιογράφου, κατά τη διάρκεια προσκυνηματικής επίσκεψης στην Καππαδοκία.

 

Απαντώντας σε ερώτηση για τα αποτελέσματα που ο ίδιος θα περίμενε, ο κ. Βαρθολομαίος τόνισε «για παράδειγμα, την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης».

 

Πρόσθεσε δε, ότι «αυτό είναι μία ανάγκη για την εκπαίδευση νέων ιεραρχών και δεν αποτελεί πολυτέλεια. Ελπίζουμε να μας εξασφαλιστεί από το κράτος η δυνατότητα, που είχαμε ως το 1971. Είμαστε αισιόδοξοι και το ελπίζουμε».

 

Τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, συνοδεύει στην προσκυνηματική του επίσκεψη ο Πατριάρχης Ρουμανίας κ. Δανιήλ όπου και συλλειτούργησαν την Κυριακή στο Προκόπιο.

 

ΟΜΙΛΙΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ  (ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ - ΣΙΝΑΣΟ)

 

Μακαριώτατε Πατριάρχα Ρουμανίας, λίαν αγαπητέ αδελφέ και συλλειτουργέ κύριε Δανιήλ, Ιερώτατοι αδελφοί,

Εντιμολογιώτατοι Άρχοντες,

Ευλογημένα τέκνα της Εκκλησίας!

 

Είη το όνομα του εν δόξη Αναληφθέντος εις τους ουρανούς Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού ευλογημένον εις τους αιώνας!

 

Δόξαν και ευχαριστίαν και ευγνωμοσύνην πολλήν υποβάλλομεν ενώπιον του Θρόνου της μεγαλωσύνης Του, διότι και εφέτος μας αξιώνει να πραγματοποιήσωμεν το καθιερωμένον προσκύνημά μας εις την αγίαν γην της Καππαδοκίας, και μάλιστα μαζί με τον εκλεκτόν και σεβάσμιον Προκαθήμενον της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ρουμανίας, τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Βουκουρεστίου, Μητροπολίτην Μουντενίας και Δοβρουτσάς, Πατριάρχην Ρουμανίας κύριον Δανιήλ, ο οποίος φέρει επιπροσθέτως τιμητικώς και τον τίτλον του Τοποτηρητού του Θρόνου Καισαρείας της Καππαδοκίας, προς υπογράμμισιν των στενών πνευματικών και ιστορικών δεσμών μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ρουμανίας.

 

Το τελευταίον τούτο χρωματίζει ιδιαιτέρως το κοινόν μας προσκύνημα και αυξάνει κατακορύφως την συγκίνησιν όλων μας.

 

Είμεθα, Μακαριώτατε, εις την Σινασόν, όπου Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι είχον επί αιώνας ζήσει εν ειρήνη και αρμονία, και όταν ήλθεν η καταιγίς η υποχρεώσασα το εντόπιον Χριστιανικόν στοιχείον να εγκαταλείψη αιφνιδίως και οριστικώς τας πατρογονικάς εστίας του, οι επιχώριοι Τούρκοι επόνεσαν πολύ τους Χριστιανούς συντοπίτας των και τους κατευώδωσαν με κλαυθμούς και άσματα θρηνητικά και αδελφικούς ασπασμούς, ωσάν να απεχωρίζοντο αληθείς αδελφούς των, ομαίμους και ομογαλάκτους.

 

Υπάρχει, βλέπετε, και αυτή η πλευρά των γεγονότων των σκληρών ημερών εκείνων! Δεν έγινε παντού το ίδιο, αλλά εδώ εις την Σινασόν αυτό έγινε, δια τούτο και η Σινασός επιθυμούμεν να περιλαμβάνεται πάντοτε εις το πρόγραμμα του ετησίου προσκυνήματός μας. Το οφείλομεν εις την αμοιβαίαν αγάπην των ενταύθα προγόνων μας Ρωμηών και των συγχωριανών των Τούρκων!

 

Ο Ναός εντός του οποίου ιστάμεθα είναι αφιερωμένος εις τους Αγίους Ισαποστόλους Μεγάλους Βασιλείς Κωνσταντίνον και Ελένην. Ασφαλώς θα αισθάνεσθε, Μακαριώτατε, ιδιαιτέραν άνεσιν, καθ  σον και ο εν Βουκουρεστίω πάνσεπτος Πατριαρχικός Ναός Σας εις τους ιδίους Αγίους είναι αφιερωμένος, μάλιστα δε θησαυρίζονται εν αυτώ και τεμάχια των ιερών των λειψάνων.

 

Έχετε καθημερινώς δίπλα Σας τον Άγιον Κωνσταντίνον, έφορον και προστάτην και πρέσβυν Υμών προς Κύριον. Απόψε Σας υποδέχεται, μαζί με την τιμίαν Συνοδείαν Σας, εις την ταπεινήν αυτήν οικίαν του, να ανάψετε εν αυτή λαμπάδα ευλαβείας και πίστεως.

 

Εκείνος υπήρξεν ο εισηγητής εις την ιστορίαν του δικαιώματος της ανεξιθρησκείας και της ελευθέρας θρησκευτικής εκφράσεως όλων των ανθρώπων, δια του περιφήμου διατάγματος των Μεδιολάνων.

 

Εκείνος εφήρμοσε την ισονομίαν όλων των πολιτών του μεγάλου κράτους του, ανεξαρτήτως καταγωγής, γλώσσης και πολιτιστικής ιδιαιτερότητος. Εκείνος απήλλαξε την Εκκλησίαν των φοβερών διωγμών και την ανέσυρεν από τας κατακόμβας, ελευθέραν εις το φως του ηλίου.

 

Εκείνος υπήρξεν ο υπερασπιστής των αδικουμένων, ο προστάτης των αδυνάτων, ο ταπεινός εν τη μεγαλωσύνη του, ο ως κατενώπιον του Βασιλέως των βασιλευόντων βασιλεύσας εν οσιότητι και δικαιοσύνη.

 

Εκείνος υπήρξεν ο ευλαβής ενώπιον της σωζούσης δογματικής αληθείας, την οποίαν υπέσκαπτεν η αρειανή τερθρεία και αίρεσις. Εκείνος υπήρξεν ο την αγίαν Α’Οικουμενικην Σύνοδον εμπνευσθείς και συγκαλέσας, η οποία συνέταξε το πρώτον μέρος του ιερού Συμβόλου της αμωμήτου ημών πίστεως. Εκείνος υπέκλινε πρώτος τον αυχένα της κοσμικής εξουσίας ενώπιον του Σταυρού του Χριστού, υπέταξε το σκήπτρον εις το θέλημα του Θεού και ηγίασε την βασιλικήν αλουργίδα, αναδειχθείς Ισαπόστολος.

 

Εκείνος ίδρυσε την Νέαν Ρώμην, πόλιν αγίαν, αντίτυπον της άνω πόλεως, της επουρανίου Ιερουσαλήμ, της ελευθέρας, πόλιν κιβωτόν πάντων των τιμαλφών της ευσεβείας, πόλιν καύχημα πάντων των οικούντων υπό την του ηλίου ανατολήν!

 

Εκείνος, ο Μέγας, εμεγάλυνε το ευσεβές Γένος των Χριστιανών και εδόξασε το όνομα ημών όσον ελάχιστοι!

 

Ομολογούμεν την χάριν, ου κρύπτομεν την ευεργεσίαν, και δοξάζομεν τον Θεόν, ο Οποίος εχαρίσατο εις ημάς τοιούτον πατέρα και γενάρχην! Ταυτοχρόνως καθηκόντως ομολογούμεν χάριτας και προς την Αγίαν Ελένην, την αξίαν Μητέρα εκείνου και ημών, η οποία τον εγαλούχησεν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, τον ωδήγησε με αξιοθαύμαστον μητρικήν τέχνην εις την οδόν της ευαρεστήσεως του Θεού, και δια βίου τον εστήριξεν εις όλας τας θεοφιλείς και λαοσωτηρίους πρωτοβουλίας του.

 

Ας σημειώσωμεν παρενθετικώς ότι δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν του πεπολιτισμένου κόσμου γυναίκα ετιμήθη με τον τίτλον της Αυτοκρατείρας (Αυγούστας), εν τω προσώπω της Αγίας Ελένης!

 

Όταν η αρχαία Ρώμη εθεώρει τας γυναίκας ουχί ως ανθρώπινα πρόσωπα, αλλ  ντικείμενα (res), όταν μεγάλοι αρχαίοι φιλόσοφοι διηρωτώντο εάν και αι γυναίκες έχουν ψυχήν, το ευαγγέλιον του Χριστού, δια του Αγίου Κωνσταντίνου, ανύψωσε την γυναίκα, την μακαρίαν Ελένην, εις Αυγούσταν της κοσμοκρατείρας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας!

 

Αλλ  πί των αγίων θεμελίων που έθεσεν ο Μέγας Κωνσταντίνος, εις όλην την χώραν, μάλιστα δε εις την ησυχαστικήν και κατανυκτικήν Καππαδοκίαν, επυργώθη μέγα οικοδόμημα χριστιανικής ευσεβείας.

 

Κάθε σπιθαμή της Καππαδοκικής γης είναι ποτισμένη με ιδρώτας ασκητικούς, με δάκρυα μετανοίας και κατανύξεως, και με αίματα μαρτυρικά. Η ατμόσφαιρα γέμει από το άρωμα των καθαρών και θεοπειθών προσευχών μυριάδων θεοφιλών ψυχών και από την μοναδικήν ευωδίαν της αρετής των.

 

Εξήνθησεν η έρημος της Καππαδοκίας ωσεί κρίνον την αγιότητα! Τα όρη, τα σπήλαια και αι οπαί της γης της Καππαδοκίας μαρτυρούν τας υπομονάς λαού παθόντος και ουχί μαθόντος τα θεία, λαού τιμίου, αξιονομάστου, χριστοφόρου, λαού αγίου!

 

Είθε από τον θείον γνόφον της Βασιλείας όπου τετελειωμένοι αναπαύονται, καθορώντες το άκτιστον και ανέσπερον φως και το αμήχανον θείον και άρρητον κάλλος της Τρισηλίου Θεότητος, οι Άγιοι της Καππαδοκίας, Πατέρες, Ιεράρχαι, Διδάσκαλοι, Μάρτυρες, Ιερομάρτυρες, Νεομάρτυρες, Ομολογηταί, Όσιοι και Δίκαιοι, αρχαίοι και νεώτεροι, άνδρες και γυναίκες, να ενθυμούνται και ημάς, την τε Μητέρα αυτών Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως και την Ρουμανικήν Εκκλησίαν και πάντα τα ανά τον κόσμον τέκνα της Ορθοδοξίας και, ως παρρησίαν πολλήν έχοντες, να πρεσβεύουν υπέρ ευοδώσεως, ενισχύσεως και σωτηρίας ημών, υπέρ ευσταθείας των αγίων εκκλησιών και υπέρ ειρήνης της χώρας ταύτης και καταστάσεως του σύμπαντος κόσμου!

 

Μακαριώτατε,

 

Είθε το αποψινόν προσκύνημά μας εις Σινασσόν να αποτελέση πηγήν πολλών και μεγάλων ευλογιών δι όλους μας!

 

ΟΜΙΛΙΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ (ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ -ΣΙΝΑΣΟ)

 

Παναγιώτατε Αρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικέ Πατριάρχα, κ. κ. Βαρθολομαίε, Πανιερώτατοι και Ιερώτατοι άγιοι αδελφοί Αρχιερείς,

Εντιμολογιώτατοι Άρχοντες, Ευλαβέστατοι Πρεσβύτεροι και Διάκονοι,

 

Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,

 

Ο νους ημών, ταξιδεύων ως προσκυνητής, κατευθύνεται προς τας καταβολάς της φιλοκαλίας, προς τους πρώτους συγγραφείς αυτής, οι Άγιοι Βασίλειος ο Μέγας (+379) και Γρηγόριος ο Θεολόγος (+389), οι οποίοι συνήνωσαν υπό τον τίτλον αυτόν, τα ωραιώτερα κείμενα, τα εκ των έργων του Ωριγενούς εκλεγέντα. Αυτοί «εγέννησαν», ούτως, ολόκληρον συλλογήν θεολογικών ασκητικών και ηθικών συγγραμμάτων προσανατολιζομένων επί του ζητήματος της αγάπης και της φιλίας προς το μη εφήμερον πνευματικόν κάλλος, το οποίον δυνάμεθα απολαμβάνειν, δια της αποδεσμεύσεως η απαλλάξεως από τα εγωϊστικά πάθη και μέσω της καλλιεργείας των αρετών, της εν Αγίω Πνεύματι θεωρίας των κτισμάτων και της αδιαλείπτου προσευχής.

 

Οι Άγιοι Πατέρες της Φιλοκαλίας διδάσκουσιν ημάς ότι το παντός είδους κτιστόν κάλλος άρχεται από του Θεού και εν τω Θεώ τελειούται, επειδή Αυτός κοινωνεί πάσι τοις δημιουργήμασι το πνευματικόν κάλλος, και, εν ταυτώ, καλεί πάντα τα κτίσματα προς Εαυτόν. Η κλήσις των κτισμάτων τυγχάνει κλήσις αυτών προς την ενότητα η την κοινωνίαν των πάντων εν τω Θεώ - τω Δημιουργώ.

 

Το κάλλος του ανθρώπου, διδάσκει ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, εξηγείται βάσει του γεγονότος ότι τούτό εστιν έργον «του πανσόφου Τεχνίτου», του πλάσαντος την ημετέραν φύσιν, ούτως ώστε ο άνθρωπος πραγματοποιήση την βασιλικήν άνωθεν κλήσιν και την ένδοθεν κλίσιν αυτού.

 

Πάντα τα δημιουργήματα του Θεού ήσαν «καλά λίαν». «Μεταξύ των λίαν καλών ην και ο άνθρωπος, μάλλον δε πλείον των καλών κεκοσμημένων», δημιουργηθείς καθ  μοίωσιν του θείου κάλλους. Αυτό το ανθρώπινον κάλλος «της αϊδίου ζωής απεικόνισμα» εστί, διότι ο άνθρωπος «τω φαιδρώ της ζωής χαρακτήρι καλλωπιζόμενος» επλάσθη.

 

Το κάλλος έγκειται εις το φως της αρμονίας και των διακρίσεων και εκπηγάζει εκ της προς τον κόσμον αγάπης του Θεού. Δια τούτο, αδύνατόν εστιν ίνα αντικειμενοποιήσωμεν η περιορίσωμεν αυτό εις το επίπεδον αρχών τινων.

 

Ο λόγος της υπάρξεως του κτιστού κάλλους έγκειται εις το ο,τι τούτο αντανακλά μυστικώς το άκτιστον κάλλος τω των συναϊδίων θείων προσώπων. Επί πλέον, πάντοτε το ορατόν φυσικόν κάλλος παραπέμπει εικονικώς εις την αόρατον αρμονικά και εις το αόρατον κάλλος.

 

«Ουκ ουρανός γέγονεν εικών του Θεού, ου σελήνη, ουχ ήλιος, ου το των άστρων κάλλος, ουκ άλλο τι των κατά την κτίσιν φαινομένων ουδέν. Μόνη συγεγόνας της υπερεχούσης πάντα νουν φύσεως απεικόνισμα, του αφθάρτου κάλλους ομοίωμα, της αληθινής θεότητος αποτύπωμα, της μακαρίας ζωής δοχείον»[1].

 

Από την άλλην πλευράν, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος διδάσκει ότι η απόλαυσις του αληθούς κάλλους αποτελεί χάρισμα κοινόν πάσι τοις Χριστιανοίς και προσιτόν τοις πάσι, άνευ διακρίσεων.

 

Η υιοθέτησις και η αποδοχή αυτού του χαρίσματος, η εν ενεργεία πραγματοποίησις αυτού εξαρτάται αποκλειστικώς από τον βαθμόν η το μέτρον της πίστεως και ζήλου εκάστου εξ ημών. Ο Χριστιανός, εν γένει, έχει την κλήσιν και την κλίσιν του γίγνεσθαι θεολόγον, υπό την έννοιαν του «γνώστης του θεού, δι  μπειρίας η μέσω βιωμάτων αν και ποτέ επιτεύξεται του εν λέξεσι εκφράζειν λογικώς την εν λόγω πείραν».

 

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός παρατηρεί: «ουδέν αν ην της πίστεως ημών αδικώτερον, ει γε εις τους σοφούς έπιπτε μόνον και τους περιττούς εν λόγω και ταις λογικαίς αποδείξεσι... Τους πολλούς δε έδει....ταύτης αποτυγχάνειν».

 

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ενδείκνυσι κατ  πανάληψιν, εις τας ομιλίας αυτού, ότι είχεν αποφατικήν εμπειρίαν της προσεγγίσεως προς τον Θεόν, δια της καθάρσεως και του φωτισμού του Πνεύματος.

 

Αυτή η πείρα τυγχάνει απείρως ανωτέρα και σπουδαιοτέρα των ατελευτήτων συζητήσεων των εκ του προχείρου γενομένων και κατά σύστημα απατώντων θεολόγων του αρειανισμού και, δυστυχώς, ουχί μόνον του αρειανισμού. Αυτοί «υποφέρουσιν από την νόσον της φλυαρίας και αμαρτάνουσι, νομίζοντες ότι, ίνα γένη τις σοφός, αρκεί το θέλει σοφόν είναι». Ούτως συγχέουσι την γλωσσολογικήν κατοχήν και μεταχείρισιν των ρηματικών του μυστηρίου εκφράσεων προς αυτήν την ακατάλητον και άφατον παρουσίαν του Θεού.

 

Οι βίοι των παλαιών και των νεοφανών Αγίων της Εκκλησίας ημών αποτελούσι την εν πράξει απόδειξιν περί του πνευματικού κάλλους και της κοινωνίας του ανθρώπου προς τον Θεόν.

 

Εις τας περί των Αγίων διηγήσεις απαντώμεν απλούς ανθρώπους, οι οποίοι δια της ταπεινοφροσύνης φιλοξενούσιν, εν τη υπάρξει αυτών, την θείαν σοφίαν και το κάλλος της αγιότητος.

 

Το πνευματικόν κάλλος χάρις εστί παρά Θεού εκχυνομένη επί την κτίσιν, και δυνατότης και ισχύς προς την αποδοχήν του φωτός Αυτού.

 

Εις την κατ  νατολάς Εκκλησίαν ο πιστός μετέχει του εν Αγίω Πνεύματι κάλλους πάντοτε δια των Αγίων της Εκκλησίας, η παρακαταθήκη των οποίων συνιστά τον θησαυρόν της πίστεως αυτής.

 

Το δια των Αγίων Πατέρων δωρούμενον κάλλος διατηρείται μόνον δια της εμβαθύνσεως των ρημάτων αυτών, κατά την εν τω Χριστώ ζωήν. Δια τούτο, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας αναφέρει ότι ουκ εστι επιτρεπτόν ίνα καταβιβάσωμεν την θεολογίαν επί το ανθρώπινον επίπεδον, καινοτομούντες όρους καινοφανείς, αλλά ίνα παραδίδωμεν τοις ετέροις πλησίον τα από τους Πατέρας παραδοθέντα ρήματα.

 

«Ημείς δε παρακαλούμεν τους ηλπικότας εις Χριστόν, μηδέν παρά την αρχαίαν περιεργάζεσθαι πίστιν. Ου γαρ εν τη εφευρέσει των προσηγοριών η σωτηρία ημών, αλλ  ν τη υγιεί περί της θεότητος εις ην πεπιστεύκαμεν ομολογία».

 

Τα ρήματα των Πατέρων φέρουσι το πνευματικόν κάλλος, το οποίον συμμερίζονται οι εν εαυτοίς έχοντες την κλήσιν της θείας κατά χάριν υιοθεσίας, ήτοι την κλήσιν προς την απόκτησιν της Αγιότητος και της προγεύσεως της επουρανίου δόξης.

 

Ο Σωτήρ ημών, ο Χριστός, ιδρύει το Μυστήριον της Κοινωνίας του Θεού Λόγου δια της εκτροφής. Η ευχαριστιακή κατάστασις ευγνωμοσύνης διεξάγεται διαρκώς. «Γεύσασθε και ίδεσε ότι Χριστός ο Κύριος» (Ψαλ. 33, 8). Το πνευματικόν κάλλος ανανεούται συνεχώς, καθώς διδάσκει ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας δια της Θείας Λειτουργίας, η οποία, εκάστην φοράν, νέα Λειτουργία εστίν.

 

Οι λειτουργικοί ύμνοι, αν και αρχαίοι και πάντοτε οι ίδιοι, εν τούτοις υποβοηθούσιν εκάστοτε την συνάντησιν μετά του Θεού. Το μυστήριον των αιώνων, η ένωσις του Θεού μετά του ανθρώπου και η μεταβολή της ύλης εις φως εκπληρούται εις την Θείαν Λειτουργίαν.

 

Ο φωτισμός και η διαπότισις της ανθρωπίνης φύσεως υπό της χάριτος του Θεού αποτελεί μετάστασιν η άνάληψιν του ανθρώπου εις ζωήν της Παναγίας Τριάδος.

 

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος εξαίρει κατ  διαίτερον τρόπον εις τα έργα αυτού - ομοίως και ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος αργότερον – την πνευματικήν φιλοκαλικήν διάστασιν της θεολογίας ως συστατικήν διάστασιν αυτής.

 

Υπ  ατή την έννοιαν, σύγχρονος ρουμανός θεολόγος διαπιστοί τα ακόλουθα: «δια της επιμονής αυτής επί την θεωρίαν θέαν και ενσυνείδητον πείραν της χάριτος, ο πνευματικός βίος αποτελεί θεμελιώδη συστατικόν στοιχείον της Ορθοδόξου Θεολογίας.

 

Η θεολογία και ο πνευματικός βίος σχηματίζουσιν εν αδιαίρετον σύνολον. Ου πρέπει ίνα χωρίσωμεν αυτά τα δύο, ούτε πρέπει ίνα προσθέσωμεν ταύτα διαδοχικώς. είτε θέλομεν, είτε ου θέλομεν η αυθεντική Ορθόδοξος Θεολογία υπάρχει ως θεολογία της θεωρίας η της θέας του Θείου Κάλλους.

 

Στερουμένη της θεωρίας, η θεολογία απογίγνεται απλή διανοητική εξάσκησις η ιστορική ερμηνεία. Ο εν Αγίω Πνεύματι βίος δείκνυσιν ότι η πείρα της θεωρίας, δηλαδή η ανύψωσις του νου επί το μετα-διανοητικόν πεδίον γνώσεως, το μοναδικόν πεδίον πρόσφορον δια την προσωπικήν απάντησιν μετά του Θεού, ανήκει εις την ιδίαν φύσιν της θεολογίας».

 

«Άνευ της εν Αγίω Πνεύματι ζωής – λέγει ο μεταφραστής της Φιλοκαλίας εις την ρουμανικήν διάλεκτον, ο πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε - η Ορθοδοξία απογίγνεται «αντικαθιστών χριστιανισμός»˙ άνευ της Φιλοκαλίας, ο εν τη Ανατολή Χριστιανισμός εστί απλή συλλογή δογμάτων, κανόνων, βυζαντινών ρυθμών».

 

Ο καθιερωμένος χρόνος και ο ηγιασμένος χώρος του Ιερού Ναού συνδέουσιν ημάς συν τω κάλει αυτού του Θεού ήτοι συν τω αιωνίω και αγία δόξη και αγάπη Αυτού. Το Πνεύμα το Άγιον - ο Θείος Αρχιτέκτων αυτού του ιερού συνδέσμου, το Φως και η Ζωή αυτής της κοινωνίας του ανθρώπου μετά του Θεού.

 

Εν τη Καππαδοκία, τα κάλλη της φύσεως, του πολιτισμού και της κουλτούρας προτρέπουσιν ημάς προς την αναζήτησιν του κάλλους των επουρανίων αιώνων και μη εφημέρων και πραγματικοτήτων της θείας αγάπης και της κοινωνίας των προσευχομένων αγίων και ασκητών, των ανθρώπων της ειρήνης και των αγαθών έργων, οι οποίοι προσφέρουσι βοήθειαν τοις πτωχοίς.

 

Αυτοί έδειξαν ότι η χρηστότης της ψυχής, η οποία αποκτάτε μέσω της προσευχής και της αγαθοεργίας, σημαίνει το ωραιότατον κάλλος του ανθρώπου, του δημιουργηθέντος κατ  εκόνα του εις τους αιώνας αγαθού και πανοικτίρμονος Θεού.

 

ΟΜΙΛΙΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ ΣΤΟ ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟ (ΜΑΛΑΚΟΠΗ)

 

Παναγιώτατε Αρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικέ Πατριάρχα, κ. κ. Βαρθολομαίε, Πανιερώτατοι και Ιερώτατοι Άγιοι αδελφοί Αρχιερείς,

Εντιμολογιώτατοι Άρχοντες,

Ευλαβέστατοι Πρεσβύτεροι και Διάκονοι,

 

Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,

 

Τη πρώτη Κυριακή μετά την εορτήν της Αναλήψεως του Κυρίου, η Ορθόδοξος Εκκλησία διηυθέτησεν όπως μνείαν ποιήται των Αγίων Πατέρων από την πρώτην Οικουμενικήν Σύνοδον του έτους 325.

 

Η Θεολογική και πνευματική σημασία εορτασμού των 328 Αγίων Πατέρων, των εν τη πόλει της Νικαίας συνελθόντων κατόπιν της προσκλήσεως του Αγίου Βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου, έγκειται εις το ο,τι η διδασκαλία περί του Χριστού, του Κυρίου ημών, και περί της Παναγίας Τριάδος ωρίσθη, επί τη βάσει της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παραδόσεως, υπό της αντιπροσωπευομένης δια της φωνής και της συμφωνίας των κατά την οικουμένην Επισκόπων αυτής.

 

Τούτο το έργον της διατυπώσεως των δογμάτων και της ερμηνείας της ορθής πίστεως τελεί η Εκκλησία δια της μυστικής εμπνεύσεως του Παναγίου Πνεύματος, του Πνεύματος της Αληθείας, ήτοι του Πνεύματος του Χριστού Κυρίου ημών. Από της ημέρας της Πεντηκοστής, το Πνεύμα το Άγιον ουδόλως εγκατέλειψε την Εκκλησίαν, την οποίαν συνέστησε δια της εν τω κόσμω πέμψεως Αυτού υπό του Πατρός, τη αιτήσει του Υιού. (βλ. Ιω. 14, 16).

 

Άλλη σημασία, νόημα η αφορμή της μνημονεύσεως των Αγίων Πατέρων από την Νίκαιαν αμέσως μετά την Ανάληψιν του Κυρίου αφορά την διατράνωσιν της συνεχούς αδιαλείπτου παρουσίας του Σωτήρος εν τω μυστικώ Σώματι Αυτού, δηλαδή εν τη Εκκλησία, συμφώνως προς την τοις Αυτού Αποστόλοις αναγγελθείσαν επαγγελίαν:» Ιδού εγώ μεθ  μν ειμί πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος» (Ιω. 18, 20), ουχί υπό την έννοιαν ότι οι Μαθηταί αθάνατοι έσονται, αλλ  πειδή οι διάδοχοι αυτών, οι Επίσκοποι, ενισχύσονται και ανανεώσονται εν τω έργω αυτών υπ  Ατο του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, δι  πιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος.

 

Την συνείδησιν αυτήν έχοντες δυνατήν και ζωντανήν, συνήλθον οι Πατέρες εκ των περάτων της γης ίνα σωθή η ενότης της Εκκλησίας, της απειλουμένης τότε υπό του κινδύνου διασπάσεων εξ αιτίας της αιρέσεως του Αρείου του εξ Αλεξανδρείας. Αλλά, και πάλιν από της Αλεξανδρείας της Αιγύπτου ανετειλεί ο πρώτος μέγας υπέρμαχος της Οικουμενικής Ορθοδοξίας, τουτέστιν ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας. Δια του εμπνευσμένου και πεπνυμένου λόγου αυτού εγένετο η ομολογία πίστεως εις την θεότητα η το ομοούσιον του Υιού συν τω επουρανίω Πατρί.

 

Όμως, καίπερ ων σοφός και πλήρης Πνεύματος Αγίου, ο Αλεξανδρείας Αθανάσιος, ουκ έδει αυτόν μόνον ομολογείν περί της προ πάντων των αιώνων γεννήσεως του Υιού και περί της ομοουσίου των θείων Υποστάσεων. Πρέπον ην τας αληθείας ταύτας διακηρύττεσθαι από της φωνής των πολλών ποιμένων, των εν τη κοινωνία της Εκκλησίας παραμεινόντων.

 

Αυτοί ήσαν οι Επίσκοποι, οι μη διστάσαντες την ψυχήν αυτών θείναι υπέρ των πνευματικών προβάτων, κατά τον τύπον και υπογραμμόν, του καλού και αιωνίου Ποιμένος και τη βοηθεία Αυτού (βλ. Ιω. 10, 11). Μεταξύ τούτων ανεδείχθη, τω καιρώ εκείνω, και ο Άγιος Νικόλαος, ο Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, πράος τη καρδία αλλά ανένδοτος ως προς την υπεράσπισιν της ορθής πίστεως, και ο Άγιος Σπυρίδων Τριμυθούντος, ο ταπεινός τω φρονήματι, αλλά φορεύς της χάριτος της θαυματουργίας, ο οποίος μέσω της προσευχής ενέφανε το μυστήριον της Παναγίας Τριάδος εν τη αψύχω ύλη.

 

Αν και οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι προήρχοντο από διαφόρους εθνικότητας και γεωγραφικάς περιοχάς, εν τούτοις αυτοί απεδείχθησαν ενούμενοι εν φρονήματι, πραγματικοί πύργοι προστασίας της Ορθοδοξίας, φάροι πολύφωτοι της παγκοσμίου Χριστιανωσύνης, φάροι ανημμένοι εκ του ανεσπέρου φωτός της Παναγίας Τριάδος.

 

Δεδομένου ότι εκτήσαντο ορθοφροσύνην και τον νουν Χριστού ενεργούντα εν εαυτοίς, και επειδή το φως του Πνεύματος καθωδήγει αυτούς, οι Πατέρες,

Αρχιποιμένες της ορθοδοξούσης Εκκλησίας διδάσκουσι και ημάς, σήμερον, πως διαφυλάττεται η ενότης της Εκκλησίας, της κατά τον τύπον της αιωνίου Τριάδος υφισταμένης.

 

Οι Άγιοι Πατέρες από την πρώτην Οικουμενικήν Σύνοδον έδειξαν ότι εν εαυτοίς ενεργεί ο ευαγγελικός λόγος της προσευχής του Ιησού από την νύκτα των αγίων και σωτηρίων παθών Αυτού: «Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς» (Ιω. 17, 11).

 

Όμως η ενότης της Εκκλησίας, υπέρ της οποίας εδεήθη ο Χριστός, ου «τηρείται» καθ  οονδήποτε τρόπον, αλλά δια της συνεχούς μεθέξεως της αγιότητος Αυτού, του υπάρχοντος «κεφαλή» της αοράτου Εκκλησίας, δια της ενεργείας και της μυστικής επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος.

 

Ακριβώς δι  ατόν τον λόγον, εν τω περιεχομένω της αυτής αρχιερατικής προσευχής, ο Σωτήρ ημών εζήτησεν από τον επουράνιον και αιώνιον Πατέρα Αυτού, ίνα αγιάζη εν τη αληθεία Αυτού τους Μαθητάς, ήτοι δια του λόγου Αυτού (βλ. Ιω. 17, 17). Εις την προσευχήν ταύτην του αγιασμού των Μαθητών, ο Χριστός, ο Κύριος, μέλλει προσθείναι, ολιγωτέρας ώρας αργότερον, την επί του σταυρού θυσίαν Αυτού, δια της οποίας ηγίασεν Εαυτόν. «ίνα και αυτοί ώσιν ηγιασμένοι εν αληθεία» (Ιω. 17, 19).

 

Άνευ της μεθέξεως της θείας αγιότητος, η οποία αγιότης μεταδίδοται τοις ανθρώποις εκ του Πατρός δια του Υιού εν Αγίω Πνεύματι, ούτε οι Απόστολοι, ούτε οι διάδοχοι αυτών (βλ. Ιω. 17, 20) εδύναντο ίνα τηρώσι την ενότητα της Εκκλησίας.

 

Δια τινα λόγον; Επειδή η απειροπληθής αμαρτία της υπερηφανείας, της επάρσεως η συσκοτίζουσα τον νουν των αιρετικών, ευρίσκεται εις την βάσιν των παραπλανήσεων και διασπάσεων, αι οποίαι, ακριβώς όμοιαι τοις θυελώδεσι κύμασι της θυμούμενης θαλάσσης, προσκρούουσι την ολκάδα της Εκκλησίας.

 

Ούτω δει ημάς κατανοείν το γεγονός ότι εν τω Συμβόλω της πίστεως τα δύο πρώτα χαρακτηριστικά της Εκκλησίας («μία» και «αγία») αλληλοεξαρτώνται αυτά εκπηγάζουσιν εκ του προσώπου του Σωτήρος Χριστού, το οποίον «εν» και «άγιόν» εστι, και κοινωνούνται τη Εκκλησία δια της επενεργείας του Αγίου Πνεύματος, «το Πνεύμα της Αληθείας» και της ενότητος «εν τω συνδέσμω της ειρήνης» (βλ. Ιωάν. 16, 13, Εφεσ. 4, 3) ίνα καταδείξη ότι η Εκκλησία υπάρχει εικών της αγάπης της Παναγίας Τριάδος.

 

Επιστρεφόμενοι εν χρόνω εις «τον χρυσούν αιώνα της Εκκλησίας», παρατηρούμεν ότι, αμέσως μετά την Σύνοδον της Νικαίας, η αίρεσις του Αρείου επαναβιοί υπό διαφόρους μορφάς. Οι εχθροί της Ορθοδοξίας αγωνίζονται, εν συνεχεία, ουχί κατά του αιωνίου Υιού του Πατρός, αλλά κατά του Αγίου Πνεύματος, του εκ του Πατρός εκπορευομένου. Εκ νέου παροργίζεται η θάλασσα της ιστορίας, επί την οποίαν επιπλέει η Εκκλησία του Χριστού.

 

Και πάλιν αι απειροπληθείς επάρσεις λαβών κληρικών και ορθολογιστικών θεολόγων τινων απολύουσιν ανθρώπινα πάθη, προκαλούντες λογομαχίας, διενέξεις και διασπάσεις. Ακούσωμεν όμως του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, Αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας, του ακαταπονήτου αγωνιστού υπέρ της ορθής πίστεως και της ενότητος της Εκκλησίας, του ομιλούντος περί του, κατά τον καιρόν αυτού, εμφανισθέντος μεγάλου κινδύνου:

 

«Ο δε σάλος ούτος των εκκλησιών τίνος ουκ έστι θαλασσίου κλύδωνος αγριώτερος; εν ω παν μεν όριον, πατέρων κεκίνηται, πας δε θεμέλιος, και ει τι οχύρωμα δογμάτων διασεσάλευται. Αύτανδοι εκκλησίαι, οίον υφάλοις τισί τοις αιρετικοίς δόλοις προαραχθείσαι διεφθάρησαν... Καταφής δε τις όντως και στυγνή σκοτόμαινα τας εκκλησίας επέχει, των λαμπτήρων του κόσμου, ους έθετο ο θεός τας ψυχάς των λαών φωτίζειν, εξοικισθέντων».

 

Κατά την μάχην των θεολογικών αντιπαραθέσεων, οι αιρετικοί παρημήνευον την Αγίαν Γραφήν, ενόθευον την Παράδοσιν και διετάραττον την ζωήν και την ενότητα της Εκκλησίας. Αφ  ο οι Απόστολοι επωνομάσθησαν υπό του Χριστού, του Κυρίου, «φως του κόσμου» (βλ. Ματθ. 5, 14), οι διάδοχοι αυτών, οι επίσκοποι, καλούνται ίνα γίγνωσι φορείς του φωτός, δηλαδή του φωτός της ορθής πίστεως και της ορθής πολιτείας. Δει αυτούς επαγρυπνείν επί την θεολογίαν της Εκκλησίας και επί την εν τη Εκκλησία κοινωνίαν.

 

Η αίρεσις των πνευματομάχων, η αρνούμενη την θεότητα του Αγίου Πνεύματος εξεπήγασεν από τον αρειανισμόν και, εμμέσως, από τον γνωστικισμόν. Εν εσχάτη αναλύσει, οι πνευματομάχοι ηρνούντο το καθαγιαστικόν και αποθεωτικόν έργον του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία. Λόγω τούτου, τόσον ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, όσον και ο αυτάδελφος αυτού, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης εξηγέρθησαν μετά στιβαρότητος, κατά του αιρετικού Ευνομίου και υπερήσπισαν την θεότητα, την ομοτιμίαν και την ισότητα των Προσώπων της Παναγίας Τριάδος.

 

Τότε, η σωτηρία της Εκκλησίας ήλθεν ενθένδε, εκ της Καππαδοκίας. Αι φωναί των Καππαδόκων ορθοδόξων Ιεραρχών δυνατότεραι ήσαν των πονηρών φωνών των αιρετικών, και ούτως οι ειλικρινείς πιστοί αντελήφθησαν τους πραγματικούς ποιμένας της Εκκλησίας απεμακρύνθησαν από τους απατηλούς (βλ. Ιωάν. 10, 5).

 

Κατά τους χαλεπούς δια την Εκκλησίαν της εποχής εκείνης καιρούς, ο Άγιος Βασίλειος, ο Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας, απήτησεν από πάντας τους χριστιανούς ενότητα πίστεως, αμοιβαίαν αγάπην, ομόνοιαν και αλληλοβοήθειαν «δι  ς πάντες ενώνονται και ομολογούσι την υπό των Πατέρων ημών εκτεθείσαν πίστιν των εν Νικαία ποτέ συνελθόντων».

 

Η πιστότης προς τους προηγουμένους Πατέρας, των οποίων η άλυσις συνεχίζεται αδιακόπως μέχρι των Αγίων Αποστόλων, αποτελεί, εις την πραγματικότητα, πιστότητα προς Αυτόν τον Χριστόν, τον Κύριον, διότι η πίστις «η νυν περιφερομένη ου διάφορος παρά τας προτέρας, αλλά μία η αυτή αεί. Ως γαρ παρελάβομεν παρά του Κυρίου, ούτω βαπτιζόμεθα˙ ως βαπτιζόμεθα, ούτω πιστεύομεν» καθώς ισχυρίζεται, μετ  ποφασιστικότητος, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας.

 

Σήμερον, όταν η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία απειλείται από του νεοαρειανισμού, του γνωστικισμού και της αγνωσιαρχείας, από της εικονοκλασίας και της εκκοσμικεύσεως, η μέριμνα των Ποιμένων πρέπει ίνα επικεντρώται προς την διαφύλαξιν και εμβάθυνσιν της μίας πίστεως, της εν τη λειτουργική ζωή και ιεροίς κανόσιν ενότητος, ούτως ώστε η προσευχή του Σωτήρος Χριστού υπέρ της των πάντων ενώσεως πραγματοποιηθή πλήρως, επειδή:

 

«Πάντας τους εκ του ενός Άρτου και του Ποτηρίου μετέχοντας, (ο Κύριος) ενώσαι αλλήλοις εις ενός Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν», καθώς λέγει ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας εν τη Αναφορά της Θείας Λειτουργίας αυτού.

 

Η ενότης της Εκκλησίας τυγχάνει, ταυτοχρόνως, δώρον του Θεού και κάρπωσις η απόλαυσις υπό του καθενός εξ ημών του δώρου της εν Αγίω Πνεύματι κοινωνίας, δια της αδελφοσύνης, της διαθέσεως προς το θυσιάζεσθαι, και της αλληλοσυγχωρήσεως. Ακριβώς εξ αιτίας των αμαρτιών, ο κίνδυνος διασπάσεων υπάρχει διαρκώς εν τω κόσμω. Δι  ατό, η Εκκλησία προσεύχεται, χρησιμοποιούσα τα ρήματα του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου: «παύσον τα σχίσματα των Εκκλησιών, σβέσον τα φρυάγματα των εθνών, τας των αιρέσεων επαναστάσεις ταχέως κατάλυσιν τη δυνάμει του Αγίου σου Πνεύματος... Την σην ειρήνην και την σην αγάπην δώρισαι ημίν, Κύριε ο Θεός ημών˙ πάντα γαρ απέδωκας ημίν» (Η Αναφορά της Θείας Λειτουργίας του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου).

 

Εορτάζοντες και τιμώντες, κατά το τρέχον έτος, τον Άγιον Βασίλειον τον Μέγαν και τους άλλους Αγίους της Καππαδοκίας, οφείλομεν ίνα υπεραμυνώμεθα, μετά σθένους πνευματικού, περί της ορθοδόξου πίστεως.

 

Αυτοί οι Άγιοι ηγωνίσθησαν υπέρ αυτής της πίστεως κατά των αιρέσεων και αντέσθησαν εναντίον των διωκτών της Εκκλησίας. Μέλλομεν αιτείν από την Ιεράν Σύνοδον της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας όπως ανακηρύξη τα δύο επόμενα έτη 2010 και 2011 ως έτη του Ορθοδόξου «Πιστεύω» της Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως, του κατά την πρώτην (325) και δευτέραν (381) Οικουμενικήν Σύνοδον διατυπωθέντος, ακρίβως ίνα τιμήσωμεν τους Καππαδόκας Αγίους Πατέρας ημών και τους Αγίους Πατέρας τους εξ άλλων χωρών προερχομένους και συντελήσαντας εις την υπεράσπισιν προβολήν και προώθησιν της ορθής πίστεως.

 

Κατά τον τρόπον αυτόν, ο εορτασμός των Αγίων Πατέρων παρέχει ημίν βοήθειαν ίνα στερεώμεθα επί τω θεμελίω της πίστεως και της εν αγιότητι βίου και τη ενεργεία του Παναγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία προς την δόξαν της Παναγίας Τριάδος και προς την ημετέραν σωτηρίαν.

 

Αμήν!
Εμφανίσεις: 36393
Γίνετε ενεργά η πηγή του Romfea.gr! Στείλτε ειδήσεις και φωτογραφίες που πιστεύετε πως ενδιαφέρουν τους αναγνώστες στο [email protected]
FOLLOW ROMFEA:
top
Has no content to show!