Γράφει η Μαρία Αντωνιάδου, 17.30
«Εχουν προσφέρει πολλά. Η Ιερά Σύνοδος δεν μπορεί να αποστείλει γιατρούς». Αυτή ήταν η απάντηση του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου στις «κρούσεις», που σύμφωνα με πληροφορίες γίνονται από υπηρεσιακούς παράγοντες για το ενδεχόμενο αποστολής γιατρών, όπως προβλέπει ο Καταστατικός Χάρτης, σε Μητροπολίτες οι οποίοι αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας.
Σύμφωνα με πληροφορίες πρόκειται για τρεις γνωστούς ιεράρχες, ο ένας υπηρετεί στην περιοχή της Ηπείρου και οι δύο στη Βόρεια Ελλάδα, οι οποίοι αντιμετωπίζουν σοβαρότατα προβλήματα υγείας - μάλιστα η μία περίπτωση χαρακτηρίζεται ως μη αναστρέψιμη.
Οπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές, οι υπηρεσιακοί παράγοντες, κυβερνητικοί και δικαστικοί, εκφράζουν την ανησυχία τους και τον προβληματισμό τους για την άσκηση της διοίκησης στις συγκεκριμένες περιοχές και τονίζουν ότι θα έπρεπε ενδεχομένως η Ιερά Σύνοδος να ενεργοποιήσει την σχετική νομοθεσία και να αποστείλει γιατρούς για να διαπιστώσουν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ιεράρχες.
Ωστόσο τόσο ο Αρχιεπίσκοπος όσο και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου διαμηνύουν προς κάθε κατεύθυνση ότι η ενεργοποίηση των σχετικών διατάξεων του Καταστατικού Χάρτη που προβλέπει τις διαδικασίες προκαλεί εκ των πραγμάτων εντάσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά το παρελθόν η Ιερά Σύνοδος απέστειλε στις περιοχές που αντιμετώπιζαν προβλήματα ειδικές επιτροπές απαρτιζόμενες από μητροπολίτες. Όμως οι περιπτώσεις που ενεργοποίησε τον νόμο που προβλέπει την αποστολή γιατρών είναι εξαιρετικά σπάνιες και η τελευταία ήταν την δεκαετία του '90 και αφορούσε μητροπολίτη της Βορείου Ελλάδος.
Οι διατάξεις του Καταστατικού χάρτη
Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος που αποτελεί και νόμο του ελληνικού κράτους στο άρθρο 34 και στις παραγράφους 3 - 6 προβλέπει:
3. Μητροπολίτης καταστάς ανίκανος προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων του και μη υποβαλών παραίτησιν απαλλάσσεται τούτων κατόπιν αποφάσεως ειδικής επιτροπής, αποτελουμένης εκ του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του νομίμου αναπληρωτού αυτού, ως Προέδρου και δύο καθηγητών της Ιατρικής Σχολής των Πανεπιστημίων της Χώρας, κατά την διαδικασίαν των επομένων παραγράφων.
4. Η Δ.Ι.Σ. τη προτάσει του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ή και αυτεπαγγέλτως, εφ' όσον προβάλλεται ότι συντρέχει περίπτωσις εφαρμογής της διατάξεως της παρ. 3 του παρόντος άρθρου μετά προηγουμένην απόφασιν αυτής, απευθύνεται, υποχρεωτικώς εντός 15 ημερών δια του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προς τον Πρόεδρον του Συμβουλίου Επικρατείας, ίνα κινήσει την σχετικήν διαδικασίαν.
5. Η κατά τας παρ. 3 και 4 συγκροτούμενη Επιτροπή υπό του Προέδρου αυτής είς συνεδρίαν, οριζομένην εις ημέραν μή απέχουσαν πλέον των 15 ημερών από της λήψεως του εγγράφου του κοσμήτορος, δι' ου γνωστοποιούνται τα ονοματεπώνυμα των μελών αυτής προς εξέτασιν του Αρχιερέως, όστις καλείται δι' εγγράφου «επί αποδείξει» δέκα τουλάχιστον ημέρας πρό της εξετάσεως, ίνα προσέλθη προς εξέτασιν.
6. Το πόρισμα της Επιτροπής, εφ' όσον τούτο διετυπώθη ομοφώνως, είναι υποχρεωτικόν διά την Δ.Ι.Σ., ήτις είς την πρώτην τακτικήν συνεδρίαν αυτής από της λήψεως του πορίσματος και της γνωματεύσεως δι' αποφάσεώς της κηρύσσει τον θρόνον εν χηρεία ή αποφαίνεται ότι δεν συντρέχει περίπτωσις απαλλαγής του Μητροπολίτου από των καθηκόντων του.
Εν περιπτώσει μή ομοφώνου αποφάσεως ο Πρόεδρος της Επιτροπής καλεί και τα αναπληρωματικά ιατρικά μέλη αυτής και η Επιτροπή συμπληρούμενη δι' αυτών προβαίνει αμελλητί είς επανεξέτασιν του Αρχιερέως.