Πρωτοχρονιά στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου
- Δημιουργηθηκε στις Κυριακή, 09 Ιανουαρίου 2011
-
Γράφτηκε από τον/την Γιάννης Παπαδημητρίου | 21:04
-
Στο Αγιον Όρος ο χρόνος είναι σχετικός. Λιγοστός καιρός έχει περάσει από τις καθημερινές ομοβροντίες των μέσων ενημέρωσης και των κλήσεων σε απολογία για την υπόθεση του Βατοπαιδίου.
Ελάχιστες εβδομάδες από το περιβόητο ρεπορτάζ του αμερικανικού «Vanity Fair», που έκανε τη Μεγίστη Μονή παγκόσμιο θέμα.
Ωστόσο εδώ τα πάντα κυλούν γαλήνια και ακολουθούν μια σταθερή ρουτίνα.
Ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε τις άγιες ημέρες που περάσαμε με τους 110 μοναχούς αυτού του διάσημου ιερού τόπου.
Ο ουρανός μοιάζει με ένα απέραντο μαύρο σεντόνι που πάνω του είναι κεντημένα εκατοντάδες αστέρια.
Ησυχία απλώνεται παντού, συνέπεια της απόλυτης ακινησίας. Μέσα από τα σπλάχνα της νύχτας, γύρω στις τέσσερις παρά είκοσι, σαν φυσικό κάλεσμα, ξεπροβάλλει ρυθμικά ο ήχος του ταλάντου που καλεί τους μοναχούς για τον καθημερινό Όρθρο.
Σάββατο, πρώτες ώρες του 2011, στη Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου στο Άγιο Όρος- αλλαγή του χρόνου κάναμε στο κρεβάτι, παζαρεύοντας με τα όνειρα μας. Δεν φυσάει καθόλου, η θερμοκρασία οριακά βρίσκεται υπό του μηδενός.
Πλησιάζοντας στο Καθολικό, δηλαδή την κεντρική εκκλησία του μοναστηρίου, ακούγονται μόνο τα βήματα των μοναχών στη λιθόστρωτη αυλή, που σταδιακά πυκνώνουν.
Εσωτερικά, στο ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου που στέκει όρθιος από το δέκατο αιώνα, δεν φαίνεται τίποτα, καθώς στην αρχή του Όρθρου όλα είναι σβηστά. Κάποιοι πατέρες χρησιμοποιούν μικρούς φακούς για να πάνε στις θέσεις τους.
Έπειτα από τους τρεις ψαλμούς του εξάψαλμου, βγαίνει από το Ιερό Βήμα ο παππάς, που κρατάει στα χέρια του ένα αναμμένο κερί.
Το φως μεταδίδεται στην εκκλησία από το λεγόμενο εκκλησιαστικό, του οποίου έχει αναθέσει ο τυπικάρης για εκείνη την ημέρα να βοηθήσει στα τελετουργικά.
Σκιές τρεμοπαίζουν στο μεγάλο ασημένιο πολυέλεο, που κρέμεται επιβλητικά από τον κεντρικό τρούλο και βαστάει πολυάριθμα κηροπήγια και λυχνοπήγια.
Πλέον, στα ξύλινα στασίδια, τα οποία τρίζουν που και που, διακρίνονται οι άσπρες γενειάδες των γηραιότερων μοναχών, αφού οι υπόλοιποι ρασοφόροι χάνονται μέσα στο γενικό σκοτάδι. Δεν μπορείς να τους εντοπίσεις, αλλά νιώθεις τις κινήσεις τους. Σαν αέρινες φιγούρες, λες και πετούν μέσα στο ναό αντί να περπατούν.
Ο κανονάρχης πηγαινοέρχεται από το δεξιό στο αριστερό αναγνωστήριο και τανάπαλιν για να υπαγορεύσει στους ψάλτες τα λόγια τους.
Στο τέλος της ψαλμωδίας του Αγίου Ιγνάτιου (εδώ είναι παλαιοημερολογίτες, ήτοι υπολείπονται του κοσμικού ημερολογίου κατά δεκατρείς ημέρες) ηχούν οι καμπάνες από το πρόσφατα αναστηλωμένο βυζαντινό κωδωνοστάσιο του 1427, ύψους τριάντα πέντε μέτρων, δωρεά του Ανδρονίκου Παλαιολόγου, του τελευταίου κυβερνήτη της Θεσσαλονίκης.
Ο τόπος ευωδιάζει από το θυμιατό.
Οι μοναχοί, ο ένας πίσω από τον άλλο, προσκυνούν ευλαβικά τις εικόνες και κατευθύνονται αθόρυβα στα προκαθορισμένα της ημέρας παρεκκλήσια (η Μονή διαθέτει τριάντα ένα παρεκκλήσια, δέκα εννέα εντός και δώδεκα πέριξ αυτής) για τη Θεία Λειτουργία.
Δεν έχει ξημερώσει ακόμη. Δίπλα, στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου (1780), το οποίο είναι ενσωματωμένο στο Καθολικό, μια σόμπα ζεσταίνει τους πέντε μοναχούς που συμμετέχουν στη Θεία Λειτουργία.
Ο επίμονος ήχος της καύσης της προσέδιδε μία ανθρώπινη υπόσταση. Απροσδόκητη συντροφιά. Ένας προσκυνητής από τη Γεωργία, που το ασπρισμένο, παχύ του μούσι κάλυπτε επιμελώς τη στενοχώρια στο πρόσωπό του (ο γιός του, Νικόλας, είναι άρρωστος και ήρθε να προσευχηθεί για αυτόν), όχι όμως και στα μάτια του, παρακολουθούσε συγκινημένος με σκυφτό το κεφάλι.
Ενώ ο ιερέας διάβαζε μπροστά στο εισοδικό, το φως της αυγής έμπαινε ήρεμα από το παραθύρι και αποκάλυπτε αργά τις μορφές των Αγίων στον κυκλικό τοίχο.
Το μαρμάρινο τέμπλο μαρτυρούσε την παλαιότητα του παρεκκλησιού, όπως επίσης και το μαρμάρινο δάπεδο με τις ψηφιδωτές λεπτομέρειες.
Όταν επιτέλους φωτίστηκε κάθε σημείο του Αγίου Νικολάου, οι μοναχοί προσέρχονταν για να κοινωνήσουν.
Σε περίοδο νηστείας (οχτώ μέρες πριν τα Χριστούγεννα) κοινωνούν καθημερινώς, ειδάλλως τέσσερις φορές την εβδομάδα. Λίγο μετά τις οχτώ, ακολουθεί το γεύμα στην Τράπεζα, η οποία βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το Καθολικό, έχει σχήμα σταυρού και η πρώτη της ανακαίνιση, σύμφωνα με σωζόμενες επιγραφές, έγινε το 1314.
Πάνω στα σκαλιστά, πεταλόσχημα, μαρμάρινα τραπέζια του 9ου αιώνα (είχαν μεταφερθεί από την Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα από την ερειπωμένη μονή του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου) μας περίμεναν μακαρόνια με μανιτάρια, ψωμί ολικής άλεσης, ελιές, κρεμμύδια, σαλάτα μαρούλι, λάδι, πορτοκάλια και κόκκινο κρασί.
Αφού έδωσε την ευλογία ο γέροντας Εφραίμ, οι μοναχοί και περίπου τριάντα προσκυνητές, ξεχωριστά καθισμένοι, ξεκίνησαν να τρώνε.
Η φωνή του αναγνώστη (ένας μοναχός εκφωνεί έναν λόγο κατά τη διάρκεια του φαγητού) μπερδευόταν με τους ήχους από την τριβή των πιρουνιών μέσα στα τσίγκινα πιάτα.
Υπό το βλέμμα των τοιχογραφιών του 1786, συζητούμε χαμηλόφωνα με τους υπόλοιπους του τραπεζιού.
«Το Άγιο Όρος όποτε το επισκέπτεσαι βιώνεις κάτι το ξεχωριστό, επέλεξα να περάσω τις πρώτες ημέρες του καινούριου χρόνου στη Μονή προκειμένου να ηρεμήσω και να ζήσω στιγμές πνευματικής άσκησης», μου εξηγεί ο Γιώργος Θεοχάρης, γενικός διαχειριστής του agioritikovima ενός portal με εικοσιτετράωρη ενημέρωση (περιέχει από διδαχές γερόντων μέχρι συνταγές μαγειρικής και οικολογική κηπουρική) που το συνιστούν ανεπιφύλαχτα οι μοναχοί!
Αντιθέτως, ο Τζεφ και ο Πάτρικ, είκοσι δύο και είκοσι πέντε χρονών αντίστοιχα, δυο Αμερικάνοι από τη Νότια Καρολίνα, μόνο στιγμές πνευματικής άσκησης δεν ζούσαν. Ο ένας έλεγε «τέτοια πορτοκάλια δεν έχω ξαναφάει στη ζωή μου» κι ο άλλος συμπλήρωνε για τα κόλλυβα (μας τα έφεραν στο τέλος του γεύματος εις μνήμην του Αγίου Ιγνάτιου) πως «είναι το πιο νόστιμο επιδόρπιο που έχω δοκιμάσει ποτέ».
Το δυνατό «ουάου», που ξεπήδησε αυθόρμητα από τον ουρανίσκο του, ήταν αρκετό για να προκαλέσει τα βλέμματα των περισσοτέρων. Αναπάντεχα, έμειναν για να συνδράμουν στο μάζεμα των πιάτων.
Πράγματι, η νοστιμάδα των φαγητών και γενικότερα των προϊόντων (ζαρζαβατικά, φρούτα, κρασί, κ.ά- κρέας δεν τρώνε ποτέ, εκτός από ψάρι) είναι αδύνατον να περάσει απαρατήρητη- στις δυτικές κοινωνίες τα αποκαλούν «βιολογικά».
Οι λόγοι είναι τέσσερις. Πρώτον, η παραγωγή τους, πλην ελάχιστων τυποποιημένων προϊόντων, προέρχεται από την αθωνική γη, δηλαδή από τα περιβόλια, τα κτήματα και τα δέντρα της Μονής. Δεύτερον, το μαγείρεμά τους πραγματοποιείται σε κανονική φωτιά.
Τρίτον, το πρόγραμμα του μοναστηριού είναι τέτοιο, που όντας ξύπνιος από τα χαράματα δεν σου κάνει καθόλου εντύπωση που τρως φασολάδα 8.30 το πρωί- οι αισθήσεις έχουν ήδη οξυνθεί.
Τέταρτον, το φαγητό είναι ευλογημένο και καταναλώνεται σε ένα ειρηνικό περιβάλλον, δίχως φωνές και οικογενειακή μουρμούρα.
Μετά την Τράπεζα, οι μοναχοί πηγαίνουν στα διακονήματά τους, τα οποία ορίζονται εκ νέου κάθε χρόνο από το Γέροντα. Μόνο το διακόνημα του ιερέα είναι ισόβιο. Για παράδειγμα, ο πάτερ Πανάρετος έχει αναλάβει από κοινού με το δόκιμο Μιχαήλ από τη Μολδαβία (United Nations of Vatopaidi, οι εκατόν δέκα μοναχοί και δόκιμοι προέρχονται από δεκαπέντε διαφορετικές χώρες, όπως Αυστραλία, Βραζιλία, Ρωσία, Αμερική, Γεωργία, Κύπρο, κ.ά) την παρασκευή του άρτου (600 ψωμιά και 190 πρόσφορα την εβδομάδα), τον οποίο προμηθεύονται κι άλλες Ιερές Μονές ή σκήτες.
Επίσης, μοναχοί από όλο το Άγιο Όρος επισκέπτονται το Βατοπαίδι και για προβλήματα υγείας, καθώς η Μονή διαθέτει ένα πλήρως εξοπλισμένο οδοντιατρείο, με πανοραμικό τομογράφο, το δωμάτιο του Αγίου Παντελεήμονος (λειτουργεί δέκα τέσσερα χρόνια περίπου), το οποίο κατ’ ουσίαν αποτελεί έναν πολύ καλά οργανωμένο ιατρικό θάλαμο, και ένα μικρό φυσικοθεραπευτήριο (σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις οι γηραιότεροι πατέρες κολυμπούν για τα αρθριτικά τους κατόπιν ευλογίας του γέροντα).
«Κάνουμε ότι μπορούμε για να μην χρειάζεται οι μοναχοί να βγαίνουν έξω», μου λέει ο γενικός γιατρός, πατέρας Βασίλειος από τη Ρουμανία, και προσθέτει «όταν κάποιος μπαίνει στο πρόγραμμα της Μονής αποκτάει μεγάλη ταχύτητα προς το Θεό και είναι κρίμα να χάσει τόσες μέρες προσευχής μόνο για ένα δόντι».
Συνήθως, οι μοναχοί δεν φεύγουν από τη Μονή, με εξαίρεση τις αποστολές σε διάφορες περιοχές. Λόγου χάριν, ο εξηνταπεντάχρονος πατέρας Κωνσταντίνος, με καταγωγή από τη Λορένη της Γαλλίας, ούτε που θυμάται ποια ήταν η τελευταία φορά που έφυγε από το Βατοπαίδι.
Ανοίγοντας την πόρτα του μικροσκοπικού του βιβλιοδετείου, μόλις αντίκρισε τη φωτογραφική μηχανή, αναφώνησε χαμογελαστός «Oh my God, not again!» («ωχ Θεέ μου, όχι πάλι!»).
Μετά την υπόθεση του Βατοπαιδίου το ενδιαφέρον των διεθνών Μ.Μ.Ε για τη μονή αυξήθηκε ραγδαία με αποκορύφωμα το ογκωδέστατο άρθρο των 12.000 λέξεων του Μάικλ Λιούις για το περιοδικό «Vanity Fair», το οποίο στο τεύχος του περασμένου Οκτωβρίού παρουσίαζε τους μοναχούς σαν επιχειρηματίες που συναλλάσσονται με το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και κερδίζουν χρήματα από μεσιτικές αγοραπωλησίες, ενώ για τη μονή έγραψε ότι είναι η ψυχή της διαφθοράς.
Οι μοναχοί από την πλευρά τους αρνούνται τη λέξη «σκάνδαλο» και αντιμετωπίζουν το ζήτημα στο σύνολό του ως ένα ακόμη πειρασμό, κατά κόσμον δοκιμασία.
Απορούν πώς ο πνευματικός τους γέροντας, που τους συμβουλεύει και τους καθοδηγεί καθημερινά, μπορεί να θεωρείται από κάποιους «αρχιερέας της διαφθοράς» και στις συζητήσεις με τους προσκυνητές τούς τονίζουν ότι αυτός είναι ο δικός τους σταυρός και, βεβαίως, ότι ο Λιούις «διαστρέβλωσε την πραγματικότητα».
Ο πατέρας Κωνσταντίνος έμαθε την τέχνη της βιβλιοδεσίας από την εποχή που διατηρούσε εστιατόριο στο Λονδίνο και χρειάστηκε να φτιάξει ένα μενού για τις σαμπάνιες του.
«Μου ζήτησαν τόσα πολλά χρήματα που προτίμησα να μάθω να το κάνω μόνος μου», μου διηγείται την ώρα που μας έδειχνε ένα συρτάρι γεμάτο με νήματα βιβλιοδεσίας κατασκευασμένα από χασίς.
«Μην το κοιτάς, δεν είναι για κάπνισμα», θα μου πει αστειευόμενος και θα βγάλει από τα κιτάπια του την ακολουθία του Αγίου Βησσαρίωνα, τυπωμένη το 1744 στη Μοσχόπολη (δυτικά της Κορυτσάς).
Γενικότερα, στη Μονή Βατοπαιδίου φυλάσσονται αναρίθμητα ιστορικά κειμήλια (3.500 εικόνες, 2.200 χειρόγραφα, 350.000 έγγραφα, κλπ), με σημαντικότερο την Αγία ζώνη της Θεοτόκου, το μοναδικό σωζόμενο κειμήλιο της Παναγίας παγκοσμίως.
Η ανεκτίμητης αξίας συλλογή της Μονής οφείλεται κυρίως στην προνοητικότητα του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ’ του Κατακουζηνού, ο οποίος διαπιστώνοντας τη φθορά της αυτοκρατορίας και την παράλληλη αύξηση της οθωμανικής δύναμης άρχισε να στέλνει κειμήλια για να προφυλαχτούν.
Ένας σύντομος περίπατος στη Μονή, η οποία έχει χτιστεί κυκλικά σαν κάστρο για την προστασία από τους πειρατές, αρκεί για να συνειδητοποιήσει ο επισκέπτης ότι βρίσκεται σε ένα ζωντανό μουσείο, σε μια κιβωτό της ελληνικής κληρονομιάς.
Υπάρχουν στιγμές που, κοιτώντας τις αριστοτεχνικά φτιαγμένες σκεπές των κτιρίων από γκρίζα πέτρα, το πορφυρό χρώμα του Καθολικού, τα κόκκινα και σιελ κελιά των μοναχών, τους τρούλους των διάσπαρτων παρεκκλησιών, το φθαρμένο ροζ του κωδωνοστασίου και το ρολόι στον πύργο που δείχνει τη βυζαντινή ώρα ( σχεδόν έξι ώρες μπροστά από τη δική μας, τα μεσάνυχτα νοούνται η δύση), νομίζεις ότι ανασαίνεις στο Βυζάντιο και θαρρείς ότι από κάπου θα ξεπηδήσει κάποιος αυτοκράτορας.
Μάλιστα, αν κλείσεις τα μάτια, όπως οι μοναχοί όταν προσεύχονται –περίπου έξι ώρες την ημέρα-, και πάρεις δυο-τρεις γερές ρουφηξιές καθαρού αέρα, αισθάνεσαι στο πρόσωπό και στις παλάμες σου την αύρα μιας μακρινής εποχής, την αύρα που εκπέμπει η παρουσία των κτιρίων που αντηχεί στην αιωνιότητα.
Άλλη μέρα (παλιό ημερολόγιο), άλλη ώρα (βυζαντινό ρολόι), άλλη διάσταση. Οι προσευχές των μοναχών ενώνονται με τις προηγούμενες προσευχές των πατέρων τους.
Ο χρόνος και ο χώρος χάνονται οριστικά. Δια μέσου της προσευχής συντονίζονται στη διάσταση του Θεού. Δεν το φαντάζονται, το βιώνουν.
Όπως προσπαθούν να μου εξηγήσουν πολλοί μοναχοί, η χαρά τους προέρχεται από την υπερφυσική παρουσία του Θεού, από αυτή την αίσθηση της αιωνιότητας. Άλλωστε, αυτός είναι και ο λόγος που οι μοναχοί δεν βαριούνται καθημερινά να προσεύχονται, να μελετούν τους βίους των αγίων και να συμμετέχουν στα τελετουργικά.
Μπορεί το πρόγραμμά τους να φαίνεται μια μαρτυρική ρουτίνα για κάποιον εξωτερικό παρατηρητή, αλλά οι ίδιοι στις Λειτουργίες, θρέφονται όπως ένα έμβρυο στη μήτρα της μάνας του.
Ο μοναχός εγκαταλείπει τα εγκόσμια όχι από δειλία, αλλά για να καταστεί φορέας ταπεινώσεως, για να νεκρωθεί μέσα του ο άνθρωπος της αμαρτίας και μέσου της Θείας Χάριτος να εισέλθει στην τροχιά της αιωνιότητας.
«Ο άνθρωπος του Θεού είναι νικητής του θανάτου», θα μου τονίσει διδακτικά ο γέροντας Εφραίμ, κρατώντας στο δεξί του χέρι το κομποσκοίνι του (κάθε κόμπος του αποτελείται από εννιά κόμπους που συμβολίζουν τα εννιά αγγελικά τάγματα).
Προτού καν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, με παραμερίζει ένας Σαλονικιός προσκυνητής και μου απευθύνει το λόγο, αρκετά θυμωμένος: «Πρόσεχε τι θα γράψεις για το γέροντα, αρκετά ψέματα μάς γεμίσατε εσείς οι δημοσιογράφοι. Βλέπεις πουθενά τζακούζι;» με ρωτάει· ρητορικό το ερώτημα.
Στη Μονή Βατοπαιδίου κάθε χρόνο, εκτός από τους 30.000 επισκέπτες, έρχονται κι αρκετοί που δηλώνουν ότι επιθυμούν να ακολουθήσουν το μοναχισμό. Βέβαια, η διαδικασία δεν είναι απλή.
Πρώτα συζητούν με το Γέροντα κι έπειτα παραμένουν στο μοναστήρι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, από ένα ως τρία χρόνια, μέχρι να τους δώσει την ευλογία ο Γέροντας, ο οποίος σημειωτέον είναι ο πνευματικός ηγούμενος της κάθε μονής.
Η πορεία τους είναι προοδευτική. Στην αρχή φορούν μαύρα ρούχα κι αργότερα παίρνουν το σκουφάκι (μαλακό).
Ανάλογα την εξέλιξή τους, ντύνονται ρασοφόροι, όπου ο Γέροντας ευλογεί όλα τους τα ρούχα, κι εν τέλει, αν κριθούν άξιοι, χρίζονται μοναχοί.
Σε διαφορετική περίπτωση, τους συμβουλεύει ο Γέροντας να συνεχίσουν έναν ηπιότερο αγώνα στην κοινωνία.
Ο είκοσι έξι χρονών, δόκιμος μοναχός Κυριάκος από τη Λευκωσία, είναι ήδη 21 μήνες στο Βατοπαίδι. «Την πρώτη φορά που ήρθα, δεν σκεφτόμουν καθόλου το ενδεχόμενο να γίνω μοναχός. Δεν είχα δα και ιδιαίτερες σχέσεις με την εκκλησία. Φεύγοντας όμως, ένιωσα ότι κάτι πηγαίνει λάθος, λες και νοσταλγούσα τη ζεστασιά του σπιτιού μου. Την τρίτη φορά που έφτασα στη Μονή, αντίθετα με τη θέληση των γονιών μου, βεβαιώθηκα ότι εδώ αναπαύεται η ψυχή μου. Δεν υπήρχε λόγος να αρνηθώ την πρόσκληση του Θεού, αυτός ήταν ο προορισμός μου».
Ανεξαρτήτου πίστεως, το ζητούμενο για κάθε άνθρωπο είναι να ανακαλύψει, όπως ο δόκιμος μοναχός Κυριάκος, τη μοναδική του αλήθεια, εκείνη που θα νοηματοδοτεί ασταμάτητα τη ζωή του.
Σε περίπτωση που δεν την έχετε συναντήσει ακόμη, μην απογοητεύεστε. «Από τον φόνο μεγαλύτερη αμαρτία είναι η απόγνωση, να πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει σωτηρία», θα μου πει για να με αποχαιρετίσει ο πατέρας Θεολόγος. Αυτή είναι κι η καλύτερη ευχή για την καινούρια χρονιά.
Να βρείτε τον προορισμό σας. Το μέρος όπου αναπαύεται η δική σας ψυχή. Αμήν.
- Εμφανίσεις: 67960